Στην ενότητα παρουσιάζονται τα φαινόμενα: σύνδεση παρατακτική.
Πατήστε στον κατάλογο για να εμφανιστούν σελίδες με παρόμοιο περιεχόμενο.
Κατέβασε το αρχείο σε
,
για να επεξεργαστείς το κείμενο. Στη συνέχεια επιβεβαίωσε τις απαντήσεις σου μ' αυτές που παρατίθενται παρακάτω.
Καλή προσπάθεια.
Για τον Ξενοφώντα
Βικιπαίδεια
,
Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Το κείμενο:
Περισσότερα κείμενα στην Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα
Για το κείμενο
Ο Ξενοφώντας στο έργο του Κύρου ανάβασις διηγείται με ζωντάνια και αμεσότητα γεγονότα που έζησε ο ίδιος. Πρόκειται για ένα είδος στρατιωτικών απομνημονευμάτων, σε επτά βιβλία, με πολλές γεωγραφικές και εθνογραφικές λεπτομέρειες. Παρουσιάζεται η εκστρατεία του Κύρου (Ανάβασις = πορεία προς το εσωτερικό της Ασίας) εναντίον του αδελφού του, Αρταξέρξη. Το κύριο μέρος, όμως, του έργου περιλαμβάνει την κάθοδο (κατάβασις) των μυρίων (μύριοι = 10.000), των 13.000 δηλαδή Ελλήνων μισθοφόρων που συμμετείχαν στην εκστρατεία και, έπειτα από περιπετειώδη περιπλάνηση, κατά την υποχώρησή τους, έφτασαν στον Εύξεινο Πόντο και στη Θράκη το 400 π.Χ.
[7.4.15] ἐπεὶ δ᾽ ἐγένοντο κατὰ τὰς θύρας ἑκάστου τοῦ οἰκήματος, οἱ μὲν εἰσηκόντιζον, οἱ δὲ τοῖς σκυτάλοις ἔβαλλον, ἃ ἔχειν ἔφασαν ὡς ἀποκόψοντες τῶν δοράτων τὰς λόγχας, οἱ δ᾽ ἐνεπίμπρασαν, καὶ Ξενοφῶντα ὀνομαστὶ καλοῦντες ἐξιόντα ἐκέλευον ἀποθνῄσκειν, ἢ αὐτοῦ ἔφασαν κατακαυθήσεσθαι αὐτόν. [7.4.16] καὶ ἤδη τε διὰ τοῦ ὀρόφου ἐφαίνετο πῦρ, καὶ ἐντεθωρακισμένοι οἱ περὶ τὸν Ξενοφῶντα ἔνδον ἦσαν ἀσπίδας καὶ μαχαίρας καὶ κράνη ἔχοντες, καὶ Σιλανὸς Μακίστιος ἐτῶν ὡς ὀκτωκαίδεκα σημαίνει τῇ σάλπιγγι· καὶ εὐθὺς ἐκπηδῶσιν ἐσπασμένοι τὰ ξίφη καὶ οἱ ἐκ τῶν ἄλλων σκηνωμάτων.
Το κείμενο με συνδέσεις στα λεξικά του perseus.tufts.edu
[7.4.15] ἐπεὶ δ᾽ ἐγένοντο κατὰ τὰς θύρας ἑκάστου τοῦ οἰκήματος, οἱ μὲν εἰσηκόντιζον, οἱ δὲ τοῖς σκυτάλοις ἔβαλλον, ἃ ἔχειν ἔφασαν ὡς ἀποκόψοντες τῶν δοράτων τὰς λόγχας, οἱ δ᾽ ἐνεπίμπρασαν, καὶ Ξενοφῶντα ὀνομαστὶ καλοῦντες ἐξιόντα ἐκέλευον ἀποθνῄσκειν, ἢ αὐτοῦ ἔφασαν κατακαυθήσεσθαι αὐτόν. [7.4.16] καὶ ἤδη τε διὰ τοῦ ὀρόφου ἐφαίνετο πῦρ, καὶ ἐντεθωρακισμένοι οἱ περὶ τὸν Ξενοφῶντα ἔνδον ἦσαν ἀσπίδας καὶ μαχαίρας καὶ κράνη ἔχοντες, καὶ Σιλανὸς Μακίστιος ἐτῶν ὡς ὀκτωκαίδεκα σημαίνει τῇ σάλπιγγι: καὶ εὐθὺς ἐκπηδῶσιν ἐσπασμένοι τὰ ξίφη καὶ οἱ ἐκ τῶν ἄλλων σκηνωμάτων.
ἐπεὶ δ᾽ ἐγένοντο (οὗτοι) |
χρονική |
κατὰ τὰς θύρας |
|
ἑκάστου τοῦ οἰκήματος |
|
|
|
οἱ μὲν εἰσηκόντιζον, |
α-κύρια |
|
|
οἱ δὲ τοῖς σκυτάλοις ἔβαλλον, |
β-κύρια |
|
|
ἃ ἔχειν |
αναφ. προσδ. |
ἔφασαν (οἱ δὲ) |
|
ὡς ἀποκόψοντες τῶν δοράτων τὰς λόγχας |
|
|
|
οἱ δ᾽ ἐνεπίμπρασαν, |
γ-κύρια |
|
|
καὶ Ξενοφῶντα ὀνομαστὶ καλοῦντες |
δ-κύρια |
ἐξιόντα |
|
ἐκέλευον (οἱ δὲ) |
|
ἀποθνῄσκειν, |
|
|
|
ἢ αὐτοῦ |
ε-κύρια |
ἔφασαν (οἱ δὲ) |
|
κατακαυθήσεσθαι αὐτόν. |
|
|
|
καὶ ἤδη τε διὰ τοῦ ὀρόφου |
στ-κύρια |
ἐφαίνετο πῦρ, |
|
|
|
καὶ ἐντεθωρακισμένοι οἱ περὶ τὸν Ξενοφῶντα |
ζ-κύρια |
ἔνδον ἦσαν |
|
ἀσπίδας καὶ μαχαίρας καὶ κράνη ἔχοντες, |
|
|
|
καὶ Σιλανὸς Μακίστιος |
η-κύρια |
ἐτῶν ὡς ὀκτωκαίδεκα |
|
σημαίνει τῇ σάλπιγγι· |
|
|
|
καὶ εὐθὺς ἐκπηδῶσιν |
θ-κύρια |
ἐσπασμένοι τὰ ξίφη |
|
καὶ οἱ ἐκ τῶν ἄλλων σκηνωμάτων. |
|
Λεξιλογικά
ἐγένοντο: του ρ. γίγνομαι: γίνομαι, γεννιέμαι, είμαι, συμβαίνω, φτάνω, μεταβαίνω
σκύταλον: ρόπαλο
ἔφασαν: του φημί: λέω, φανερώνω, γνωστοποιώ, ισχυρίζομαι
ἐνεπίμπρασαν: του ρ. ἐμπίμπρημι: βάζω φωτιά, καίω, πυρπολώ
ἐξιόντα: του ρ. ἐξέρχομαι: βγαίνω έξω, αποχωρώ
κατακαυθήσεσθαι: του ρ. κατακαίω: κατακαίω, καίω εντελώς, καταστρέφω με φωτιά, εξαφανίζω
ὄροφος: στέγη από καλάμια, στέγη
ἐντεθωρακισμένοι: του ρ. ἐνθωρακίζω: ντύνω κάποιον με θώρακα, οπλίζω
ἔνδον: μέσα
ἐσπασμένοι: του σπάω-ῶ: σέρνω, τραβώ, ξεσχίζω, παρασύρω
σκήνωμα: σκηνή, ιερό σκήνωμα, κατοικία,
διαμονή. Στον πληθ. τα στρατιωτικά καταλύματα
Χρησιμοποίησε το λεξικό των H.G. Liddell & R. Scott για τις άγνωστες λέξεις
Συντακτική ανάλυση: για να δεις τη συντακτική ανάλυση, πέρασε τον δείκτη πάνω από τις λέξεις, αν χρησιμοποιείς υπολογιστή, ή κτύπα τη λέξη, αν χρησιμοποιείς τηλέφωνο ή τάμπλετ.
Για τη μετάφραση της κάθε σειράς πάτα τον αριθμό.
ἐπεὶ δ᾽
ἐγένοντο
κατὰ τὰς θύρας
ἑκάστου
τοῦ οἰκήματος
καὶ
ἤδη τε
διὰ τοῦ ὀρόφου
ἐφαίνετο
πῦρ,
καὶ εὐθὺς
ἐκπηδῶσιν
ἐσπασμένοι
τὰ ξίφη καὶ
οἱ ἐκ
τῶν ἄλλων
σκηνωμάτων.
1. ἐγένοντο: να γραφεί το β’ εν. και β' πληθ. πρ. του χρόνου σε όλες τις εγκλ. + απρμφ. και μτχ.
οριστική | υποτακτική | ευκτική | προστακτική | απαρέμφατο | μετοχή |
ἐγένου | γένῃ | γένοιο | γενοῦ | γενέσθαι | γενόμενος, -η, -ον |
ἐγένεσθε | γένησθε | γένοισθε | γένεσθε |
2. ἔβαλλον: να γίνει χρονική αντ. στο γ’ εν. και γ' πληθ. πρ. της ευκτικής
ενεστώτας | μέλλοντας | αόριστος | παρακείμενος |
βάλλοι | βαλοῖ | βάλοι | βεβληκώς, -υῖα, -ός, εἴη |
βάλλοιεν | βαλοῖεν | βάλοιεν | βεβληκότες, -υῖαι, ότα εἶεν |
3. καλοῦντες, αποθνήσκειν, ἔχοντες: να γίνει χρονική αντικατάσταση
Ενεστώτας | Μέλλοντας | Αόριστος | Παρακείμενος |
καλοῦντες | καλοῦντες | καλέσαντες | κεκληκότες |
ἀποθνήσκειν | ἀποθανεῖσθαι | ἀποθανεῖν | ἀποτεθνάναι & ἀποτεθνικέναι |
ἔχοντες | σχήσοντες & ἕξοντες | σχόντες | ἐσχηκότες |