Κατέβασε το αρχείο σε , για να επεξεργαστείς το κείμενο. Στη συνέχεια επιβεβαίωσε τις απαντήσεις σου μ' αυτές που παρατίθενται παρακάτω.
Καλή προσπάθεια.
Για τον Ξενοφώντα
Βικιπαίδεια
,
Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Το κείμενο:
Περισσότερα κείμενα στην Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα
Για το κείμενο
Ο Ξενοφώντας στο έργο του Ελληνικά, σε επτά βιβλία, διηγείται την ιστορία των ελληνικών πόλεων από το 411 π.Χ., όπου ο Θουκυδίδης σταμάτησε την ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου, μέχρι το 362 π.Χ. Αναζητάει τα αίτια των γεγονότων, αλλά μένει στην επιφάνεια των πραγμάτων, σε αντίθεση με τη λεπτομερή αναζήτηση του Θουκυδίδη· ακόμη και οι αγορεύσεις που υπάρχουν στο έργο του δε διαφωτίζουν πλήρως τις αντιπαραθέσεις των δυνάμεων.
[Γ' 2.11] ἐπισκοπῶν δὲ τὰς πόλεις ἑώρα τὰ μὲν ἄλλα καλῶς ἐχούσας, Χίων δὲ φυγάδας ηὗρεν Ἀταρνέα ἔχοντας χωρίον ἰσχυρόν, καὶ ἐκ τούτου ὁρμωμένους φέροντας καὶ ἄγοντας τὴν Ἰωνίαν, καὶ ζῶντας ἀπὸ τούτου. πυθόμενος δὲ ὅτι πολὺς σῖτος ἐνῆν αὐτοῖς, περιστρατοπεδευσάμενος ἐπολιόρκει· καὶ ἐν ὀκτὼ μησὶ παραστησάμενος αὐτούς, καταστήσας ἐν αὐτῷ Δράκοντα Πελληνέα ἐπιμελητήν, καὶ κατασκευάσας ἐν τῷ χωρίῳ ἔκπλεω πάντα τὰ ἐπιτήδεια, ἵνα εἴη αὐτῷ καταγωγή, ὁπότε ἀφικνοῖτο, ἀπῆλθεν εἰς Ἔφεσον, ἣ ἀπέχει ἀπὸ Σάρδεων τριῶν ἡμερῶν ὁδόν. [12] καὶ μέχρι τούτου τοῦ χρόνου ἐν εἰρήνῃ διῆγον Τισσαφέρνης τε καὶ Δερκυλίδας καὶ οἱ ταύτῃ Ἕλληνες καὶ οἱ βάρβαροι.
Το κείμενο με συνδέσεις στα λεξικά του perseus.tufts.edu
[Γ' 2.11] ἐπισκοπῶν δὲ τὰς πόλεις ἑώρα τὰ μὲν ἄλλα καλῶς ἐχούσας, Χίων δὲ φυγάδας ηὗρεν Ἀταρνέα ἔχοντας χωρίον ἰσχυρόν, καὶ ἐκ τούτου ὁρμωμένους φέροντας καὶ ἄγοντας τὴν Ἰωνίαν, καὶ ζῶντας ἀπὸ τούτου. πυθόμενος δὲ ὅτι πολὺς σῖτος ἐνῆν αὐτοῖς, περιστρατοπεδευσάμενος ἐπολιόρκει· καὶ ἐν ὀκτὼ μησὶ παραστησάμενος αὐτούς, καταστήσας ἐν αὐτῷ Δράκοντα Πελληνέα ἐπιμελητήν, καὶ κατασκευάσας ἐν τῷ χωρίῳ ἔκπλεω πάντα τὰ ἐπιτήδεια, ἵνα εἴη αὐτῷ καταγωγή, ὁπότε ἀφικνοῖτο, ἀπῆλθεν εἰς Ἔφεσον, ἣ ἀπέχει ἀπὸ Σάρδεων τριῶν ἡμερῶν ὁδόν. [12] καὶ μέχρι τούτου τοῦ χρόνου ἐν εἰρήνῃ διῆγον Τισσαφέρνης τε καὶ Δερκυλίδας καὶ οἱ ταύτῃ Ἕλληνες καὶ οἱ βάρβαροι.
Λεξιλογικά
ἐπι-σκοπέω-ῶ: επιθεωρώ, επιβλέπω
φέρω καὶ ἄγω: λαφυραγωγώ, λεηλατώ
πυνθάνομαι: μαθαίνω, πληροφορούμαι
περι-στρατοπεδεύομαι: κατασκηνώνω γύρω γύρω, κυκλώνω
παρίσταμαι: έρχομαι σε συμφωνία, παραδίδομαι, υποτάσσομαι
ἐπιμελητής: διοικητής, διευθυντής, επιμελητής, επιστάτης, επόπτης
ἔκπλεως: αυτός που είναι τελείως γεμάτος από κάτι
τὰ ἐπιτήδεια: τα αναγκαία, οι προμήθειες, τα αποθέματα
Χρησιμοποίησε το λεξικό των H.G. Liddell & R. Scott για τις άγνωστες λέξεις
Συντακτική ανάλυση: για να δεις τη συντακτική ανάλυση, πέρασε τον δείκτη πάνω από τις λέξεις, αν χρησιμοποιείς υπολογιστή, ή κτύπα τη λέξη, αν χρησιμοποιείς τηλέφωνο ή τάμπλετ.
Για τη μετάφραση της κάθε σειράς πάτα τον αριθμό.
[11] ἐπισκοπῶν δὲ τὰς πόλεις ἑώρα τὰ μὲν ἄλλα καλῶς ἐχούσας,
πυθόμενος δὲ ὅτι πολὺς σῖτος ἐνῆν αὐτοῖς , περιστρατοπεδευσάμενος ἐπολιόρκει·
καὶ ἐν ὀκτὼ μησὶ παραστησάμενος αὐτούς, καταστήσας ἐν αὐτῷ Δράκοντα Πελληνέα ἐπιμελητήν, καὶ κατασκευάσας ἐν τῷ χωρίῳ ἔκπλεω πάντα τὰ ἐπιτήδεια, ἵνα εἴη αὐτῷ καταγωγή , ὁπότε ἀφικνοῖτο , ἀπῆλθεν εἰς Ἔφεσον,
[12] καὶ μέχρι τούτου τοῦ χρόνου ἐν εἰρήνῃ διῆγον Τισσαφέρνης τε καὶ Δερκυλίδας καὶ οἱ ταύτῃ Ἕλληνες καὶ οἱ βάρβαροι.
1. ἐπισκοπῶν, ζῶντας, ὁρμωμένους, καταστήσας: Να γραφτεί η μετοχή θηλυκού γένος (ονομαστική ενικού) όλων των χρόνων των παραπάνω τύπων, διατηρώντας την ίδια φωνή.
Ενεστώτας | Μέλλοντας | Παθητικός Μέλ. | Αόριστος | Αόριστος β' | Παθητικός Αόρ. | Παρακείμενος |
ἡ ἐπισκοποῦσα | ἡ ἐπισκοπήσουσα | -- | -- | -- | -- | -- |
ἡ ζῶσα | βιωσομένη ζησομένη ζήσουσα |
-- | ζήσασα | βιοῦσα | -- | βεβιωκυῖα |
ἡ ὁρμωμένη | ὁρμησομένη | ὁρμηθησομένη | ὁρμησαμένη | -- | ὁρμηθεῖσα | ὡρμημένη |
καθιστᾶσα | καταστήσουσα | -- | καταστήσασα | -- | -- | -- |
2. Να γίνει εγκλιτική αντικατάσταση των παρακάτω ρημάτων: ηὗρεν, ἀφικνοῖτο, ἀπῆλθεν
οριστική | υποτακτική | ευκτική | προστακτική |
ηὗρεν | εὕρῃ | εὕροι | εὑρέτω |
ἀφικνεῖται | ἀφικνῆται | ἀφικνοῖτο | ἀφικνείσθω |
ἀπῆλθεν | ἀπέλθῃ | ἀπέλθοι | ἀπελθέτω |
3. Να κλιθεί το επίθετο ἔκπλεως στα τρία γένη.
αρσενικό-θηλυκό | ουδέτερο |
ὁ ἔκπλεως τοῦ ἔκπλεω τῷ ἔκπλεῳ τόν ἔκπλεων (ὦ) ἔκπλεως | τό ἔκπλεων τοῦ ἔκπλεω τῷ ἔκπλεῳ τό ἔκπλεων (ὦ) ἔκπλεων |
οἱ ἔκπλεῳ τῶν ἔκπλεων τοῖς ἔκπλεῳς τούς ἔκπλεως (ὦ) ἔκπλεῳ | τά ἔκπλεα τῶν ἔκπλεων τοῖς ἔκπλεῳς τά ἔκπλεα (ὦ) ἔκπλεα |