Αρχαία ελληνική μυθολογία

ΑΙΔΩΣ





 

Θεότητα, η προσωποποίηση της σεμνότητας. Ο Ησίοδος τη μνημονεύει μαζί με τη Νέμεση και λέει τι θα συμβεί στους θνητούς αν οι δυο τους θ’ αφήσουν τους θνητούς στη μοίρα τους και θ’ ανέβουν στον Όλυμπο:

Μακάρι εγώ ανάμεσα στου πέμπτου γένους τούς ανθρώπους
να μην ήμουν, μα είτε πιο μπροστά να πέθαινα ή ύστερα να γεννιόμουν.
Αφού τώρα πια το σιδερένιο υπάρχει γένος. Κι ούτε θα πάψουνε ποτέ
τη μέρα να κοπιάζουν και να δυστυχούν, να βασανίζονται τη νύχτα,
μα μέριμνες σκληρές σ’ αυτούς οι θεοί θα δίνουν.
Όμως και σ’ αυτούς ανάμεικτα θα υπάρξουνε καλά με τα κακά.
Κι ο Δίας θ’ αφανίσει και τούτο των θνητών το γένος,
την εποχή που σαν γεννιούνται οι άνθρωποι θα γίνονται ασπρομάλληδες.
Με τα παιδιά του όμοιος δε θα είναι ο πατέρας, μήτε με τον πατέρα τα παιδιά,
κι ούτε ο φιλοξενούμενος αγαπητός σ’ αυτόν που τον φιλοξενεί,
στο σύντροφο ο σύντροφος, μήτε θα είναι ο αδερφός αγαπητός, σαν πρώτα.
Μόλις γεράσουν οι γονείς τους θα τους ατιμάζουν,
θα τους κατηγορούν μιλώντας τους με λόγια φοβερά,
οι άθλιοι, την τιμωρία των θεών περιφρονώντας. Κι ούτε
στους γέροντες γονείς τους το χρέος που τους ανάθρεψαν θ’ ανταποδίνουν.
Στη βία των χεριών το δίκιο τους. Κι ο ένας την πόλη του άλλου θ’ αφανίσει.
Διότι δε θα τιμάται ο πιστός στον όρκο του, ο αγαθός,
ο δίκαιος, μα του κακού το δράστη θα τιμήσουν πιο πολύ και τον ακόλαστο.
Στη βία των χεριών το δίκαιο κι η ντροπή θα είναι,
ο άντρας ο κακός θα βλάπτει τον καλύτερο,
θα τον κατηγορεί με λόγια διεστραμμένα, δίνοντας κι από πάνω όρκο.
Ο φθόνος χαιρέκακος, κακόγλωσσος, στην όψη μισητός,
θα συνοδεύει όλους τους ταλαίπωρους ανθρώπους.
Και τότε προς τον Όλυμπο απ’ τη γη με τους πλατιούς τούς δρόμους,
αφού σε άσπρα πέπλα το ωραίο σώμα τους καλύψουνε,
θα παν να σμίξουνε με των αθανάτων το γένος, τους ανθρώπους πίσω αφήνοντας,
η Αιδώς και η Νέμεση. Και μόνο οι πόνοι οι θλιβεροί θα απομείνουν
στους θνητούς ανθρώπους. Κι απ’ το κακό προφύλαξη δε θα υπάρχει.
(Έργ. & Ημ. 174-201, μετ. Σταύρος Γκιργκένης)

Άγαλμα της Αιδούς υπήρχε στη Σπάρτη, περίπου τριάντα στάδια έξω από τη Σπάρτη, το οποίο κατασκευάστηκε κάτω από τις εξής συνθήκες

Όταν ο Ικάριος έδωσε στον Οδυσσέα γυναίκα την Πηνελόπη, προσπάθησε να κάνει μόνιμο κάτοικο της Λακεδαίμονας και τον ίδιο τον Οδυσσέα. Επειδή δεν τον κατάφερε, παρακαλούσε κατόπι την κόρη του να μείνει, κι όταν εκείνη ξεκίνησε για την Ιθάκη, εξακολουθούσε να την παρακαλά βαδίζοντας δίπλα στο άρμα. Στην αρχή ο Οδυσσέας έδειξε υπομονή, όμως τελικά έβαλε το δίλημμα στην Πηνελόπη να τον ακολουθήσει με τη θέλησή της ή να επιλέξει τον πατέρα της και να γυρίσει στη Σπάρτη. Λένε πως αυτή δεν μίλησε αλλά σκέπασε το πρόσωπό της με τον πέπλο της. Ο Ικάριος κατάλαβε πως η κόρη του ήθελε να ακολουθήσει τον Οδυσσέα και την άφησε. Και αφιέρωσε άγαλμα στην Αιδώ κατά πως λένε στο σημείο του δρόμου που ο Ικάριος κατάλαβε την επιθυμία της κόρης του. (Παυσ. 3.20.10-11).

Αν η Νέμεσις είναι η δίκαιη αγανάκτηση που προκαλείται από την καλή τύχη που αποκτούν άκοπα και χωρίς να το αξίζουν άνθρωποι ασεβείς, η Αιδώς, ως ποιότητα, είναι το αίσθημα της ντροπής που συγκρατεί τους ανθρώπους από το να κάνουν λάθος. Το σέβας / του ανθρώπου που προβλέπει χαρίζει χαρές και επιτυχίες, γράφει ο Πίνδαρος στον ύμνο για τον πυγμάχο Διαγόρα (Ο. 7.43-44). Και σ’ έναν άλλον ύμνο γράφει πως η Αιδώς βοηθά τον πολεμιστή να αντιληφθεί το χάος που μπορεί να προκαλέσει ο Άρης, ο πόλεμος (Νεμ. 9.32 κ.ε.). Ο ρωμαίος ποιητής Προπέρτιος αναρωτιέται για ποιο λόγο οι κοπέλες να ιδρύουν ναό στην Αιδώ αν σαν παντρεμένες κάνουν ό,τι τους ευχαριστεί (Ελεγείες 2.6), ενώ εκείνο που χαρακτηρίζει την Αιδώ, τη βοηθό της αρετής, είναι το κοκκίνισμα στα μάγουλα (Τιμόθεος απ. 789, Ανακρεόντεια, απ. 17).

Βωμός της Αιδούς υπήρχε στην Αθήνα (Παυσ. 1.17.1). Εξάλλου, ο Πρωταγόρας είχε τονίσει τη σημασία της αιδούς και της δίκης στον γνωστό μύθο που αξιοποιεί ο Πλάτωνας στον ομώνυμο διάλογο, δώρα του Δία σε όλους τους ανθρώπους, σύμφυτες αλλά όχι έμφυτες στον άνθρωπο, αρετές που δόθηκαν εκ των υστέρων και υπάρχουν σπερματικά, υπάρχει δηλαδή δυνατότητα ανέλιξής τους. Αιδώς και δίκη εξασφαλίζουν την ειρηνική συμβίωση των ανθρώπων, καθώς είναι πόλεων κόσμοι τε και δεσμοί φιλίας συναγωγοί. (Πρωτ. 322c-d). Η αιδώς είναι περισσότερο αποτέλεσμα ηθικής συνείδησης και ελεύθερης επιλογής, αφορά στον αυτοέλεγχο και αναλύεται στον αυτοσεβασμό και τον σεβασμό προς τον συνάνθρωπο, ενώ η δίκη με τους νόμους επιβάλλεται.