Αρχαία ελληνική μυθολογία

ΟΡΚΟΣ





 

Τρεις είναι οι μαρτυρίες για την καταγωγή του Όρκου.

Ο Ησίοδος μαρτυρεί πως ήταν γιος της Έριδας και ότι είχε γεννηθεί για να τιμωρεί τους επίορκους. Ο Σοφοκλής τον αναγνωρίζει ως γιο του Δία, απ’ τ’ αυτί του οποίου δεν ξεφεύγει τίποτε: Τ’ άκουσε αυτά ο θεός μας, κι ο Όρκος τ’ άκουσε, / του Δία ο γιος, που ακούει τα πάντα –χὠ πάντ᾽ ἀίων Διὸς Ὅρκος (Οιδ. Κολ. 1766-7, μετ. Δ.Ν. Μαρωνίτης). Ο Υγίνος ονομάζει και τους δυο γονείς του, Αιθέρας και Γαία (μύθ. πρόλ. 3), αέρινος ο Όρκος και ταυτόχρονα γήινος.

Όσοι συγγραφείς αναφέρονται στον Όρκο αναδεικνύουν τη σκληρότητα που επιδεικνύει στους καταπατητές των όρκων και σε όσους πάνε να εμπλέξουν και τους θεούς στις ατιμίες τους, καθώς και τη σχέση του με τη Δίκη.

Και η στυγερή η Έριδα γέννησε τον οδυνηρό τον Πόνο,
τη Λήθη, το Λιμό και τα γεμάτα δάκρυα Άλγη,
τις Μάχες, τους Πολέμους, τους Φόνους, τις Αντροφονίες,
τις Φιλονικίες, τα Ψεύδη, τα Λόγια, τις Αντιλογίες,
την Ανομία και την Άτη, που φίλες μεταξύ τους είναι,
τον Όρκο, που απ’ όλα πιο πολύ τους ανθρώπους που ζουν πάνω στη γη
τους βλάπτει, όταν τυχόν κανείς εκούσια ορκιστεί ψεύτικο όρκο.
(Ησίοδ., Θεογ. 225-232, μετ. Σ. Γκιργκένης)

Μάλιστα ο Ησίοδος θεωρεί τόσο φοβερό τον Όρκο που δίνει τις εξής οδηγίες στους ανθρώπους του κάματου:

Τις πέμπτες να φυλάγεσαι, γιατί ’ναι φοβερές και τρομερές.
Γιατί την πέμπτη μέρα [του μήνα] λεν πως οι Ερινύες διακονήσανε
τη γέννηση του Όρκου, που η Έριδα τον γέννησε για τους επίορκους όλεθρο.
(Ησ., Έργ. & Ημ. 213-221, μετ. Σ. Γκιργκένης)

Αντίστοιχη είναι και η συμβουλή του Βιργιλίου, να αποφεύγουν οι άνθρωποι την πέμπτη μέρα του μήνα για δουλειά, γιατί τότε γεννήθηκε ο ωχρός Όρκος και οι Ευμενίδες. Γεωργικά (1. 276 κ.ε.).

Αναπόφευκτη είναι η σύνδεση του Όρκου με τη Δίκη, όπως ήδη αναφέραμε:

Πέρση, εσύ στη Δικαιοσύνη υπάκουε, μην εξακολουθείς την αδικία.
Είναι κακή η αδικία για τον ταπεινό θνητό, μα ούτε και ο ευγενής
να την αντέξει εύκολα μπορεί, μα καταβάλλεται απ’ αυτήν,
όταν οι συμφορές τον βρίσκουν. Όμως υπάρχει από την άλλη οδός
καλύτερη να την περάσεις που οδηγεί στο δίκαιο. Και η δικαιοσύνη
νικά, στο τέλος σαν εμφανιστεί, την αδικία. Σαν πάθει ο ανόητος μαθαίνει
Γιατί αμέσως τρέχει ο Όρκος μαζί με τις κακοδικίες.
Και ταραχή σηκώνεται, όταν η Δικαιοσύνη σέρνεται όπου τυχόν την πάνε
οι δωροφάγοι άντρες που κρίνουνε τα δίκαια με κρίσεις στρεβλές.
(Ησ., Έργ. & Ημ. 213-22, μετ. Σ. Γκιργκένης)

Ο Ηρόδοτος παραδίδει μιαν ιστορία, όπου οι θεοί εξανέστησαν με ανθρώπους που πήγαν να τους μπλέξουν σε επιορκία:

Όταν λοιπόν ρωτούσε [ο Γλαύκος το μαντείο για την περίπτωση που, δίνοντας όρκο, θ’ άρπαζε τα χρήματα, η Πυθία τον κατσάδιασε μ’ αυτό τον χρησμό:
«Γλαύκε, του Επικύδη γιε, το κέρδος σου προσώρας θα ’ναι μεγάλο, αν έτσι,
τον άλλο κάτω βάζοντας με όρκο, θα μπορέσεις το έχει του ν’ αρπάξεις.
Δώσε τον όρκο, σάματις κι αυτός που τον κρατάει ξεφεύγει του θανάτου;
Αλλά ο γιος, ανώνυμος, του Όρκου, κι ας του λείπουν χέρια και πόδια,
αδράχνει ολάκερη γενιά, πανάξιος κυνηγάρης, και την ξεθεμελιώνει.
Του που κρατά τον όρκο του ως οι θεοί το θέλουν, ευλογημένη κι η γενιά.»
Τ’ άκουσε αυτά ο Γλαύκος κι άρχισε να παρακαλεί το θεό να τον συγχωρέσει για όσα είπε. Κι η Πυθία αποκρίθηκε πως, είτε πας να μπλέξεις το θεό στο κρίμα είτε το πράξεις, το ίδιο κάνει. (Ηρ. 3.86c)

Και ο Αίσωπος μ’ ένα μύθο (214) του δείχνει την αμεσότητα της τιμωρίας του Όρκου στον καταπατητή:

 

Ο εγγυητής και ο Όρκος.

Μια φορά κάποιος εμπιστεύθηκε σε έναν φίλο του ορισμένο χρηματικό ποσό για να το φυλάξει. Ο φίλος αυτός, που λέτε, μπήκε στον πειρασμό να το κρατήσει για τον εαυτό του. Ο καταθέτης, βέβαια, τον προκάλεσε να πάρει όρκο σχετικά, και φυσικά ο άνθρωπός μας είχε ενδοιασμούς να το κάνει. Σηκώθηκε λοιπόν να φύγει για το αγρόκτημά του. Τώρα, όταν έφτασε εκεί κοντά στην έξοδο της πόλης, πήρε το μάτι του έναν κουτσό που τραβούσε και αυτός για την εξοχή. Κάπως του ήρθε και ρώτησε τον σακάτη ποιός είναι και πού κατευθύνεται. «Το όνομά μου είναι Όρκος», αποκρίθηκε εκείνος, «και πηγαίνω να τιμωρήσω τους παραβάτες». Τότε ο άνθρωπός μας τον ρώτησε εκ νέου κάθε πόσον καιρό το έχει συνήθειο να επισκέπτεται ξανά την ίδια πόλη. «Πάνω στα σαράντα χρόνια», απάντησε ο κουτσός, «άντε καμιά φορά και πάνω στα τριάντα». Ύστερα από αυτό, ο πλεονέκτης δεν είχε πια δισταγμούς: την επόμενη μέρα κιόλας πήγε και ορκίστηκε επισήμως ότι ουδέποτε έλαβε το εν λόγω χρηματικό ποσό. Έλα όμως που μετά από λίγο έπεσε πάλι πάνω στον Όρκο. Τούτος τον γράπωσε ευθύς και τον τραβολογούσε προς τον γκρεμό. Ο άνθρωπος ασφαλώς άρχισε τις διαμαρτυρίες: «Καλά, μόλις προ ολίγου δεν μου δήλωνες ότι δεν ξαναγυρνάς παρά μετά από τριάντα χρόνια; Πώς γίνεται και εμένα δεν μου έδωσες ούτε μια μέρα προθεσμία;». Όμως ο Όρκος τον έκοψε: «Ε καλά, τώρα μάθε και κάτι ακόμη: Άμα με εκνευρίσει κανένας πολύ, έχω και άλλη τακτική — να επιστρέφω την ίδια μέρα!».
Το δίδαγμα του μύθου: Η εκ θεού τιμωρία για τους κακούργους και θεομπαίχτες δεν υπόκειται σε καθορισμένες προθεσμίες. (Μετ. Ι.Μ. Κωνσταντάκος)