Αρχαία ελληνική μυθολογία

ΣΕΡΑΠΙΣ ή ΣΑΡΑΠΙΣ


Μαρμάρινη κεφαλή του Σέραπι με μόδιο, περίπου 300 μ.Χ.



 

1 2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12 13 14 Σέραπις-ΕΑΜ - Συλλογή Γλυπτών 4546 Κεφαλή αγαλματίου Σαράπιδος Κεφαλή αγαλματίου Σαράπιδος

Θεός των Αιγυπτίων, ίσως άλλο όνομα του θεού Όσιρη. Οι Έλληνες τον ταύτιζαν με τον Πλούτωνα:

τὸν δὲ Ὄσιριν οἱ μὲν Σάραπιν, οἱ δὲ Διόνυσον, οἱ δὲ Πλούτωνα, οἱ δὲ Ἄμμωνα, τινὲς δὲ Δία, […] λέγουσι δέ τινες Σάραπιν εἶναι τὸν παρὰ τοῖς Ἕλλησι Πλούτωνα ὀνομαζόμενον.

(Διόδ. 1.26.2)

Ενίοτε ο Σάραπις ταυτιζόταν με τον Άπη, μάλιστα το όνομά του θεωρήθηκε σύνθετο από τη λέξη σορός και Άπις:

ἀπὸ τῆς σοροῦ καὶ τοῦ Ἄπιδος σύνθετον ὄνομα πεποιηκότες ἐκάλουν αὐτὸν Σόραπιν, οἱ δὲ μετὰ ταῦτα Σάραπιν. τούτου ναὸς ὑπὸ Ἀλεξάνδρου ἐκτίσθη παμμεγέθης καὶ πάνυ λαμπρός.

(Σούδα).

Λεγόταν μάλιστα ότι στον ναό αυτό μετέβη μακεδονική αντιπροσωπεία, για να ρωτήσει τον θεό

αν ήταν ωφελιμότερο και προτιμότερο να μεταφερθεί ο Αλέξανδρος εντός του ναού του θεού και να γίνει ικεσία για να θεραπευθεί από τον θεό. Διαδόθηκε τότε η φήμη ότι ο θεός δεν δέχθηκε να μεταφερθεί ο Αλέξανδρος στον ναό αλλά ότι ήταν καλύτερο για εκείνον να παραμείνει εκεί. Αυτά ανήγγειλαν οι εταίροι· και μετά από λίγο ο Αλέξανδρος πέθανε, και αυτή κατά τη γνώμη τους ήταν το καλύτερο.

(Αρριανός, Αλεξάνδρου Ανάβασις 7.26.2-3)

Άλλες πηγές παραδίδουν ότι ο ναός, και βιβλιοθήκη, παράρτημα της Αλεξάνδρειας με 42.000 παπύρους, κτίστηκε από τον Πτολεμαίο Σωτήρα το 287-286 π.Χ. (Στράβ. 7.1.32)

Και ο Πτολεμαίος ο Σωτήρ είδε όνειρο τον κολοσσό του Πλούτωνα που βρισκόταν στη Σινώπη […] και τον πρόσταξε ο κολοσσός να τον μεταφέρει το γρηγορότερο στην Αλεξάνδρεια. Και επειδή δεν ήξερε πού ήταν στημένος ο κολοσσός και απορούσε και το διηγούνταν σε φίλους του, βρέθηκε ένας πολυταξιδεμένος άνθρωπος που ονομαζόταν Σωσίβιος, ο οποίος είπε ότι είχε δει στη Σινώπη έναν τέτοιο κολοσσό σαν εκείνον που ο βασιλιάς έλεγε ότι είχε δει. Έστειλε λοιπόν τον Σωτέλη και τον Διόνυσο, οι οποίοι μετά από πολύ καιρό και πολύ κόπο και με τη μεσολάβηση της θείας πρόνοιας, το έκλεψαν και το έφεραν στον βασιλιά. Αφού το έφεραν και το είδαν, συγκεντρώθηκαν και όσοι ανήκαν στον κύκλο του Τιμόθεου του Ερμηνευτή και του Μανέθωνα του Σεβεννύτη [Αιγύπτιος ιερέας] και από τον Κέρβερο και το φίδι οδηγήθηκαν στο συμπέρασμα ότι το άγαλμα ήταν του Πλούτωνα. Δεν να το αποκάλυψαν στον βασιλιά και τον έπεισαν ότι το άγαλμα ήταν του Σάραπη. Δεν έφεραν από εκεί το όνομα αυτό αλλά όταν το μετέφεραν στην Αλεξάνδρεια πήρε το όνομα Σάραπις με το οποίο οι Αιγύπτιοι διακρίνουν τον Πλούτωνα. […] Καλύτερα είναι να ταυτίζουμε τον Σάραπι με τον Όσιρη, ο οποίος πήρε αυτό το όνομα όταν άλλαξε τη φύση του. Γι’ αυτό το όνομα Σάραπις είναι κοινό σε όλους όσους τελείται αυτή η μεταβολή [1]

(Πλούτ., περί Ίσιδος και Οσίριδος 361F-362B]

Όπως και να είναι, ο Σάραπις θεωρούνταν χθόνιος θεός και απεικονιζόταν με τη μορφή του Πλούτωνα[2], έφερε στο κεφάλι μόδιο, δηλαδή ένα καλάθι που χρησίμευε ως μέτρο ζύγισης των σιτηρών (γι’ αυτό και συχνά τον συνέχεαν με τον Νείλο), στο χέρι σκήπτρο και στα πόδια του στεκόταν ο Κέρβερος και φίδι.

Στα τέλη του 4ου αι. μ.Χ. το Σεραπείον στην Αλεξάνδρεια καταστρέφεται με διάταγμα του Θεοδόσιου και απαγορεύεται πλέον η λατρεία του θεού. Σεραπεία υπήρχαν και σε άλλες πόλεις, στη Θεσσαλονίκη, στην Έφεσοεξωτερικός δεσμός, στο Άργος κ.α. [Εικ. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16]

 



[1] Σάραπις ονομάστηκε μετά τον θάνατό του και ο Άπης, γιος του Φορωνέα, εγγονός του Ίναχου και δισέγγονος του Ωκεανού και της Τηθύος. Αυτός μετέβαλε την εξουσία που κληρονόμησε στην Πελοπόννησο σε τυραννική, την άσκησε βίαια και ονόμασε την Πελοπόννησο Απία από τον εαυτό του· όταν πέθανε, άκληρος, θεοποιήθηκε και ονομάστηκε Σάραπις. (Απολλόδ. 2.1.1)

[2] «Ο εικονογραφικός τύπος του θεού με τα μακριά μαλλιά, την πλούσια γενειάδα, τα βαθιά στο πρόσωπο μάτια και την εξιδανικευμένη έκφραση δημιουργήθηκε από το γνωστό γλύπτη των ύστερων κλασικών χρόνων Βρύαξι, τον 4ο αι. π.Χ. Ο τύπος αυτός συνδύαζε τα αιγυπτιακά χαρακτηριστικά με τα γνωρίσματα του Δία και του Πλούτωνα και επηρέασε όλες τις μεταγενέστερες απεικονίσεις του θεού.» (Βλ. εδώ)