Η ιστορία της Ηρώς και του Λέανδρου, που οι αρχαίοι την πίστευαν για αληθινή, ενέπνευσε ποιητές, όπως τον Μουσαίο (5ος αι. μ.Χ.), τον Βιργίλιο (1ος αι. π.Χ.), τον Οβίδιο (1ος αι. π.Χ.-1ος αι. μ.Χ.), τον Μαρτιάλη (1ος αι. μ.Χ.) κ.ά., και διανθίστηκε με λεπτομέρειες, κυρίως με παρεμβολές θεών, καθώς η Ηρώ ήταν ιέρεια της Αφροδίτης. Εμείς θα αφηγηθούμε την ιστορία παρεμβάλλοντας αποσπάσματα από το ποίημα του Μουσαίου Τὰ καθ' Ἡρὼ καὶ Λέανδρον στη μετάφραση του Σίμου Μενάρδου (1924).
Η πεντάμορφη Ηρώ, άλλη θεά Αφροδίτη, ήταν ιέρεια της Αφροδίτης, γειτόνισσα της θάλασσας σε πύργο της Σηστού, στην ευρωπαϊκή ακτή του Ελλησπόντου, μακριά από τους γονείς της και από άλλες συνομήλικες. Ο Λέανδρος, ένας νεαρός από την Άβυδο, στην απέναντι όχθη του στενού, την ερωτεύθηκε, και κάθε βράδυ περνούσε κολυμπώντας τον Ελλήσποντο για να είναι μαζί της.
Αντικρινές γειτόνισσες Σηστός και Άβυδος ήταν
κατάγιαλα. Το τόξο του τάνυσ᾽ επάνω ο Έρως
και μες στες χώρες και τες δυο μιαν τόξεψε σαγίτα
και μια κορασιάν έκαψε και νιο ένα παλληκάρι.
Λέανδρο τον ομορφονιό κι Ηρώ την κόρη ελέγαν.
Η Ηρώ στην Σηστόν έμενε, στην Άβυδο ο νιος ήτον·
άστρα κι οι δυο γλυκόφωτα στες δυο μέσα τες χώρες·
άστρα πανόμοια.
(στ. 16-23)
Έτσι, αν και η Ηρώ έτρεμε και απόφευγε το φλογερό τόξο του Έρωτα, οι δυο νέοι δεν ξέφυγαν τα πυροκάλαμά του (στ. 40). Συναντήθηκαν σε μια γιορτή της Αφροδίτης, όπου μαζεύονταν πιστοί από πολλά μέρη της Ελλάδας.
Με τες ματιές εθέριεψε κι η φλόγα της αγάπης,
κι από μια λαύρ᾽ ανίκητην επάφλαζε η καρδιά του·
τι οι ομορφιές οι ξακουστές κοπέλας παινεμένης
βαθύτερ’ από τ’ άρματα πληγώνουν τους ανθρώπους·
το μάτι δρόμος γίνεται κι από τ’ ανάβλεμμά της
η σπίθα φεύγει και γλιστρά μες στην καρδιά του ανθρώπου.
[…]
Η νια πάλι σαν ένιωσε τον πονηρό του πόθο,
πρώτα το πήρε απάνω της κι ύστερ᾽ αγάλια αγάλια
κι αυτή του συχνοκάμμυσε το μάτι παιχνιδάτα
με τα κρυφά γνεψίματα να του το μολογήσει
και πάλι του ακρογέλασε· κι αυτός αναγαλλιάζει
πως ένιωσε τον πόθο του και δεν της κακοφάνη.
Ωστόσον όσ᾽ ο Λέναδρος ζητούσε ώρα κλεφτάτη,
το φέγγος του χαμήλωσε και βούτησεν ο Ήλιος,
και στα ουράνια ανέφανε λαμπρός αποσπερίτης.
Τότε κοντοσωρεύεται με θάρρος στην κοπέλα
σαν είδε πως αρχίνησε το φως να μολυβιάζει
και πιάνοντας γλυκά γλυκά τα δάχτυλα της κόρης
βαθιά βαθιά αναστέναζε· χωρίς μίλημα εκείνη
σαν κακιωμένη απόσπασε το ροδαλό της χέρι
Ο νιος, ότι κατάλαβε τη ντροπαλή της κλίση,
θαρρετά δράχνει και τραβά τ᾽ ολόπλουμό της ρούχο
και στο ιερό της εκκλησιάς παράμερα την πάγει.
(στ. 90-119)
Από ερωτόλογο σε ερωτόλογο του Λέανδρου —Ξένε, εσύ με τα λόγια σου θ’ ανάγερνες και πέτρα (στ. 174)— η Ηρώ πέφτει στον έρωτά του, όμως του λέει ότι είναι αδύνατο να γίνει γάμος επίσημος ανάμεσά τους — οι γονείς δεν ήθελαν κανένα γάμο για την κόρη τους. Έμμεσα καλεί τον Λέανδρο σε μια κρυφή σχέση, σε έναν κρυφό γάμο. Και εκείνος:
Κόρη, για την αγάπη σου περνώ και τ᾽ άγριο κύμα,
κι αν κοχλακίζει από φωτιά κι αν αταξίδευτό ᾽ναι·
φθάνει κοντά σου να ᾽ρχομαι, να σε σφιχταγκαλιάζω,
κι ούτε φουρτούνα ούτε βοήν της θάλασσας τρομάζω.
Κάθε βραδύ θα φέρνομαι το ταίρι σου βρεμένο,
θα κολυμπάω το γάργαρο το ρέμα του Ελλησπόντου,
γιατί μακριά δεν κάθομαι, στην Άβυδο αντικρύ σου.
Μόν᾽ ένα λύχνο δείχνε μου από το ψηλό κάστρο
μες στο σκοτάδι αντίπερα, για να θωρώ και να ᾽μαι
ερωτοκάραβον εγώ και το λυχνάρι σου άστρο.
Και τούτο τ᾽ άστρο άμα τηρώ, τ᾽ άλλ᾽ άστρα τί τα θέλω;
(στ. 203-213)
Η Ηρώ, με μόνη βοηθό την πιστή τροφό της, άναβε κάθε βράδυ το λυχνάρι στην κορυφή του πύργου της, για να τον οδηγεί μέσα στη νύχτα, τον περίμενε στην ακτή και τον οδηγούσε στα δώματά της στον πύργο, μέσα στη Σιωπή, τη Σκοτεινιά, τη Νύκτα. Πριν ξημερώσει, ο Λέανδρος επέστρεφε στην Άβυδο και επανερχόταν στη Σηστό το επόμενο βράδυ. Και η Ηρώ κοράσι ήτον ολημερίς κι ολυνυκτίς γυναίκα (στ. 287).
Όμως ο καιρός έχει τα γυρίσματά του, ο χειμώνας ήλθε και ο νέος δεν μπορούσε πια να κολυμπά στα κρύα νερά του Ελλησπόντου.
Έπρεπε η άμοιρη η Ηρώ, έπρεπε η δόλια κόρη
μες στον χειμών’ απόμακρα να μείνει του Λεάνδρου
και τ’ άστρο το λιγόφωτο να μην το ξανανάψει
(στ. 304-6).
Οι δυο νέοι δέθηκαν με την υπόσχεση να ξαναβρεθούν στις αρχές της επόμενης Άνοιξης. Όμως το επόμενο βράδυ το λυχνάρι βρέθηκε και πάλι αναμμένο, είτε γιατί η Ηρώ δεν άντεχε τον χωρισμό και ήθελε πάλι τον αγαπημένο της κοντά της, είτε γιατί η γριά τροφός, παρασυρμένη από τη συνήθεια το άναψε. Ο ερωτευμένος Λέανδρος εξέλαβε το φως ως ερωτική πρόσκληση, αψήφησε τη λογική που του έδειχνε την παγωμένη και ανεμοδαρμένη θάλασσα και έπεσε στα νερά της, για να βρεθεί και πάλι κοντά στην αγαπημένη του. Όμως ο άνεμος έσβησε το λυχνάρι, ο Λέανδρος δεν είχε κανένα σημάδι για να προσανατολιστεί, οι προσευχές του στους θεούς και στους ανέμους δεν εισακούστηκαν, δεν εβοήθησε κανείς (στ. 323), κάμποσο νερό χύθηκε στον λαιμό του και τελικά ο Λέανδρος πνίγηκε. Το πρωί το πτώμα του ξεβράστηκε στη ακτή της Σηστού. Σε κατάσταση αλλοφροσύνης —εξέσκισε το κεντητό χιτώνι της στα στήθη— η Ηρώ ρίχτηκε στη θάλασσα αγκαλιάζοντας τον αγαπημένο νεκρό και πνίγηκε, και απόμειναν αγκαλιαστά και τα δύο λείψανά τους (στ. 343). Αργότερα οι τραγικοί εραστές εκβράσθηκαν αγκαλιασμένοι στην ακτή, όπου οι κάτοικοι τους έθαψαν σε κοινό τάφο. Μάλιστα, ο γιατρός Αντίπατρος, που έζησε στα τελευταία προ Χριστού έτη βεβαιώνει ότι είδε τον τάφο τους.
Θα μπορούσε κανείς να εκλάβει την κατάληξη των δύο εραστών ως τιμωρία της θεάς Αφροδίτης και της θεάς Ήρας; Στην πρώτη, που εδώ εμφανίζεται και με τη θαλασσινή της ιδιότητα (ποντία), ασέβησε η Ηρώ, γιατί δεν κράτησε την παρθενία της ως όφειλε ως ιέρειά της που ήταν· ασέβησε όμως και προς την Ήρα, γιατί δεν τίμησε τη θεά του γάμου τελώντας φανερούς γάμους, δεν άναψε λαμπάδες, δεν τραγουδήθηκαν ύμνοι υμεναίοι προς τιμή της. Τον μόνο που τίμησαν οι δυο εραστές ήταν ο δαδοφόρος Έρωτας, με το λυχνάρι που φώτιζε τον θαλασσινό δρόμο του Λέανδρου και την ερωτική κάμαρα των δύο εραστών στον πύργο. Όμως ούτε αυτός εισάκουσε την προσευχή του Λέανδρου την ώρα της μεγάλης θαλασσοταραχής και αντέστρεψε τη δάδα του, σηματοδοτώντας τον θάνατο του νέου. Τελικά, και σε αυτή την περίπτωση ο άνθρωπος μπλέκεται στον ιστό των δικαιοδοσιών και των σφαιρών εξουσίας του κάθε θεού. Η πτώση του ανθρώπου είναι σε κάθε περίπτωση δεδομένη. [Εικ. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 37, 38, 39, 40, 41, 42, 43, 44, 45]
Όλο το ποίημα του Μουσαίου στο πρωτότυπο και στη μετάφραση του Σ. Μενάρδου εδώ.
Σχετικά λήμματα