Ανδρέας Ιωάννου Κασσέτας

 

Κονστρουκτιβιστικό μοντέλο διδασκαλίας

 

1. Με απλά λόγια

 

Τα περισσότερα από τα κονστρουκτιβιστικά μοντέλα διδασκαλίας

βασίζονται σε μια κοινή θεώρηση σύμφωνα με την οποία:

 

Ο διδάσκων επιδιώκει

 

Αρχικά

Να ενθαρρύνει τον μαθητή

να εκφράσει την προσωπική του ιδέα,

να την περιγράψει και,  αν χρειάζεται, 

να την εξηγήσει παρουσία των συμμαθητών του.

 

Στη συνέχεια,

ο διδάσκων επιδιώκει,  μέσα από διερευνητικές δραστηριότητες

Να καθοδηγήσει τον μαθητή

στο να θέσει την δική του ιδέα σε δοκιμασία απέναντι στην αντίστοιχη ιδέα που είναι αποδεκτή από την επιστήμη

 

Και τέλος 

 Μέσα από άλλες δραστηριότητες

να οδηγήσει τον μαθητή στο

να ερευνήσει την «επιστημονική» ιδέα προκειμένου

να την κατανοήσει και

να διακρίνει τα προτερήματά της (Driver, 1983)

 

 

 

 


                                                        

2. Στη γλώσσα της Διδακτικής

 

Παρακάτω παρουσιάζουμε ένα κονστρουκτιβιστικό μοντέλο διδασκαλίας1

(Driver, 1986) το οποίο περιλαμβάνει και διεργασίες μεταγνώσης

                                         

 

1.  η ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ

Ο διδάσκων παρουσιάζει ορισμένα στοιχεία από το προς διδασκαλία αντικείμενο με τρόπο ώστε να δημιουργηθούν στους μαθητές κίνητρα για την εμπλοκή τους σε διεργασίες μάθησης.

 

2. η ΕΚΜΑΙΕΥΣΗ

Οι μαθητές και οι μαθήτριες ενθαρρύνονται ώστε να εκφράσουν τις προϋπάρχουσες ιδέες τους

 

3. η ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ

α. Αποσαφήνιση των ιδεών και ανταλλαγή απόψεων.

Οι προϋπάρχουσες ιδέες των μαθητών και των μαθητριών τροχίζονται. Ενδεχομένως λαμβάνει χώρα και γνωστική σύγκρουση.

β. Οικοδόμηση νέων ιδεών

γ. Αξιολόγηση των νέων ιδεών είτε μέσα από πειράματα είτε μέσα από δρόμους σκέψης

 

4. η ΕΦΑΡΜΟΓΗ

Δίδεται στους μαθητές και στις μαθήτριες η δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν τις καινούριες ιδέες

 

5. η ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ

Οι διδασκόμενοι καλούνται να «επιστρέψουν» στις αρχικές ιδέες τους,  να περιγράψουν το πώς οι ιδέες αυτές άλλαξαν και να συγκρίνουν τις νέες ιδέες με τις αρχικές.

 

 

Η Ανασκόπηση, τελευταίο στάδιο της διαδικασίας, σχετίζεται και με την έμφαση που απέδωσαν ο Novak  και ο Gowin2, το 1984,  στο ΜΑΘΑΙΝΩ  ΓΙΑ ΤΟ «πώς» ΜΑΘΑΙΝΩ  το οποίο θεωρούν μέρος της διδασκαλίας. Σύμφωνα με αυτούς,  οι διδασκόμενοι,  καθώς μαθαίνουν για το προς διδασκαλία γνωστικό αντικείμενο,  ταυτόχρονα μαθαίνουν και «κάτι» για τη διεργασία μέσα από την οποία έμαθαν. Πέντε χρόνια αργότερα οι White και Gunstone3, για να περιγράψουν το  «ΜΑΘΑΙΝΩ  ΓΙΑ ΤΟ «πώς» ΜΑΘΑΙΝΩ», εισήγαγαν  τον όρο METACOGNITION ο οποίος στην ελληνική γλώσσα επικράτησε να λέγεται ΜΕΤΑΓΝΩΣΗ.

 

 

1. Driver, R. and Oldham, V.  : 1986, “ A Constuctivist Approach to Curriculum Development in Science” Studies in Science Education 13

2. Novak, J. D. and Gowin D. R. : 1984, Learning How to Learn, Cambridge University Press, New York

3. White, R. T. & Gunstone, R. F.  : 1989, “Metalearning and Conceptual Change  International Journal of Science Education 11, 577-586.