Η Επιτροπή της UNESCO κάνοντας μια αναδρομή στο παρελθόν, αρχής γενομένης
από τη βιομηχανική επανάσταση, αναφέρει ότι το σύγχρονο μοντέλο ανάπτυξης, το
οποίο ισχύει στον κόσμο, αφορά σε ένα σχέδιο βελτίωσης της ανθρώπινης ευημερίας,το οποίο στηρίζεται, κυρίως στον οικονομικό παράγοντα, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τον ανθρώπινο παράγοντα με αποτέλεσμα πολλαπλές κοινωνικές συνέπειες σε τρεις τομείς: την οικονομία, τον τρόπο ζωής και την κοινωνία.
Το σχέδιο βελτίωσης της ανθρώπινης ευημερίας, το οποίο στηρίχθηκε στον
εκσυγχρονισμό της οικονομίας, υλοποιήθηκε σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο. Η
υλοποίηση του σχεδίου είχε ως αποτελέσματα: (α) την αύξηση του Ακαθάριστου
Εγχώριου Προϊόντος και τον υπερτριπλασιασμό του μέσου κατά κεφαλήν
εισοδήματος, (β) την γρήγορη διάδοση της τεχνολογίας και της πληροφορικής με
εκατομμύρια πωλήσεις, (γ) τη ριζική αλλαγή του τρόπου ζωής και τις καταναλωτικές
συνήθειες και (δ) την κοινωνική ανισότητα. Οι ρυθμοί ανάπτυξης από χώρα σε χώρα
και από περιοχή σε περιοχή παρουσιάζουν σημαντική διαφορά, ενώ ο παγκόσμιος
πλούτος κατανέμεται άνισα όσον αφορά τις αναπτυσσόμενες χώρες, τις λιγότερο
αναπτυγμένες, τις υπό ανάπτυξη και τις βιομηχανικές χώρες.
Μια άλλη μορφή ανισότητας μεταξύ των εθνών και των διαφορετικών κοινωνικών
ομάδων είναι ο ανταγωνισμός και η άδικη ανακατανομή των πλεονασμάτων
παραγωγικότητας . Το προτεινόμενο μοντέλο εκπαίδευσης από την Επιτροπή της UNESCO έχει ως βάση τηριζική μετακίνηση από τη μια κοινωνικο-οικονομική πραγματικότητα στην άλλη, δηλαδή, προβαίνει σε μια πρόταση ‘βελτίωσης’ του ισχύοντος μοντέλου ανάπτυξης στον κόσμο ενσωματώνοντας μια
σειρά αξιών.
Πράγματι, υπάρχει μια ζήτηση της εκπαίδευσης στον κόσμο, κυρίως, κάτω από την
πίεση της τεχνολογίας και των αναγκών του εκσυγχρονισμού, με αποτέλεσμα αυτές οι ανάγκες να καθορίζουν το είδος της εκπαίδευσης, προκειμένου να προκύψει η
επιδιωκόμενη αύξηση της παραγωγικότητας. Οπότε, λόγω των αναγκών της αγοράς, η εκπαίδευση επικεντρώνεται σε άυλες επενδύσεις, οι οποίες ενισχύουν το ρόλο των
νοητικών και γνωστικών δεξιοτήτων, όπως είναι: (α) η ποιοτική αναβάθμιση της
διαρκούς κατάρτισης των οικονομικών παραγόντων, (β) η διαρκής επιμόρφωση των
επιστημόνων, των ερευνητών και των ανώτερων στελεχών στο χώρο της τεχνολογίας, και (γ) η δια βίου μάθηση με στόχο τη σύγχρονη θεωρητική και πρακτική γνώση. Η εκπαίδευση, λοιπόν, λαμβάνει υπόψη της τις συνεχείς κοινωνικές ή άλλες αλλαγές και προσφέρει τα μέσα, τα οποία θα καταστήσουν τα άτομα ικανά να αυτοεξελίσσονται,να προσαρμόζονται στο γρήγορα μεταβαλλόμενο κόσμο, να ελέγχουν τις αλλαγές και να κυριαρχούν πάνω σε αυτές.
Βέβαια, η άνιση κατανομή των γνωστικών πηγών δυσχεραίνει την ανάπτυξη. Η
φτώχεια, η απόγνωση και η βία είναι αδύνατον να εξαλειφθούν με την οικονομική
βοήθεια και την ανθρωπιστική δράση στις οικονομικά ασθενέστερες και στις
λεγόμενες ‘αναδυόμενες χώρες’. Επιπλέον, οι αναπτυσσόμενες χώρες μειονεκτούν
επίσης εξαιτίας της σοβαρής έλλειψης γνώσεων. Έτσι, η εκπαίδευση, ως βασική
γνώση, φαίνεται να λειτουργεί ως ένας διττός ‘θετικός’ ρυθμιστής των κοινωνικών
σχέσεων και του τρόπου ζωής, καθώς και της παγκόσμιας οικονομίας.
Όμως, η βασική γνώση δεν επαρκεί για την άμβλυνση των ανισοτήτων, οι οποίες
σχετίζονται με τις επιστημονικές δραστηριότητες και την έρευνα-ανάπτυξη. Οι
ανισότητες προκύπτουν από την αδυναμία να συμμετέχουν οι ασθενέστερες
οικονομικά χώρες στο διεθνή τεχνολογικό ανταγωνισμό λόγω: (α) της διαρροής του
επιστημονικού προσωπικού προς τις οικονομικά ισχυρές χώρες, οπότε εμφανίζεται μια έλλειψη ικανοποιητικής κοινότητας σε τοπικό επίπεδο, (β) των χαμηλών δαπανών για επιστημονικές δραστηριότητες στον τομέα της έρευνας-ανάπτυξη, καθώς η έρευνα-ανάπτυξη απαιτεί μεγάλες, ριψοκίνδυνες επενδύσεις και προϋποθέτει ένα περιβάλλον με επαρκείς επιστημονικούς πόρους, (γ) της μη διάθεσης των αναγκαίων κεφαλαίων για αποτελεσματικές επενδύσεις στην έρευνα, και (δ) της μη ίδρυσης και λειτουργίας σε τοπικό επίπεδο ερευνητικών κέντρων υψηλού επιπέδου.