Ο Βάσκο ντα Γκάμα (Παρίσι, Εθνική Βιβλιοθήκη). |
Πορτογάλος θαλασσοπόρος. Καταγόταν από οικογένεια ευγενών, αλλά από νεαρή ηλικία έδειξε ενδιαφέρον για τη θάλασσα και συμμετείχε σε πορτογαλικές εξερευνητικές αποστολές κατά μήκος των ακτών της δυτικής Αφρικής. Σύμφωνα με μαρτυρίες, ο ντα Γκάμα ήταν εργατικός, είχε σιδερένια θέληση, ήταν ανελέητος και ικανός για κάθε βαναυσότητα· αναφέρεται ότι κάποτε απέσπασε πληροφορίες από έναν αιχμάλωτο χύνοντας βραστό λάδι στη γυμνή κοιλιά του. Παράλληλα, όμως, είχε τη φήμη του δίκαιου, του τίμιου και του ευσεβή. Φαίνεται ότι τα παραπάνω προσόντα, μαζί με την αναμφισβήτητη ναυτική εμπειρία του ντα Γκάμα, εκτιμήθηκαν από τον βασιλιά της Πορτογαλίας με αποτέλεσμα να του αναθέσει την αρχηγία μιας μεγάλης αποστολής στις Ινδίες. Επρόκειτο για το πιο φιλόδοξο τόλμημα των Πορτογάλων καθώς αυτή τη φορά ο κύριος σκοπός τους δεν ήταν η εξερεύνηση αλλά η έμπρακτη αμφισβήτηση του αραβικού εμπορικού μονοπωλίου στον Ινδικό ωκεανό. Κάτω από την επίβλεψη του έμπειρου Ντιάζ , εξοπλίστηκαν τέσσερα πλοία για το ταξίδι. Μια μικρή καραβέλα των 50 τόνων θα χρησίμευε για παράκτιες διαδρομές και αναγνωρίσεις, ενώ ένα ανεφοδιαστικό πλοίο 300 τόνων θα μετέφερε τρόφιμα για τρία χρόνια. Τα άλλα δύο πλοία, που εντάχθηκαν στον στόλο, αποτελούσαν, κατά κάποιο τρόπο, μια καινοτομία: ήταν πιο γερά από τις καραβέλες, τρικάταρτα με τετράγωνα πανιά και ονομάζονταν, στα πορτογαλικά, Ντιάζ , συνέχισε επί 1.500 χιλιόμετρα παραπλέοντας ανεξερεύνητες ακτές ως τα άκρα του μουσουλμανικού κόσμου, τα λιμάνια της ανατολικής Αφρικής. Εκεί, οι Πορτογάλοι αντιμετωπίστηκαν όχι σαν ενδεχόμενοι εχθροί αλλά, προς έκπληξή τους, σαν βάρβαροι. Μάλιστα, σε ένα λιμάνι που επιχείρησαν να αποβιβαστούν, οι αυτόχθονες τους επιτέθηκαν και οι Πορτογάλοι χρειάστηκε να χρησιμοποιήσουν τα κανόνια των πλοίων για να αμυνθούν. Συνεχίζοντας στο δρόμο προς την Ινδία και αξιοποιώντας τόσο τους ευνοϊκούς ανέμους όσο και τις γνώσεις ενός πλοηγού που είχε πάρει μαζί του από την Αφρική, ο ντα Γκάμα χρειάστηκε, για να διανύσει μια απόσταση περίπου 4.000 χιλιομέτρων, κάτι παραπάνω από ένα μήνα. Ο στόλος του –τα πρώτα ευρωπαϊκά πλοία που έφτασαν ως τις Ινδίες– αγκυροβόλησε στα μέσα Μαΐου έξω από τις εκτεταμένες και πλαισιωμένες από φοίνικες αμμουδιές του Καλικούτ . Η παρουσία Ευρωπαίων στις Ινδίες δυσαρέστησε τους μουσουλμάνους εμπόρους που έβλεπαν να αμφισβητείται η οικονομική κυριαρχία τους σε περιοχές που θεωρούσαν ότι ο οικονομικός έλεγχος τους ανήκει απόλυτα. Τα εμπορεύματα που έφεραν μαζί τους οι Πορτογάλοι είχαν μικρή ζήτηση στην τοπική αγορά και με μεγάλη δυσκολία κατάφεραν να συγκεντρώσουν σε αντάλλαγμα μερικά πακέτα από μοσχοκάρφια και λίγα κοσμήματα. Επακολούθησαν όμως χειρότερα. Ο Αφρικανός πλοηγός που είχε μαζί του ο ντα Γκάμα εξαφανίστηκε κατά τη διάρκεια της παραμονής του πληρώματος στο Καλικούτ. Το αποτέλεσμα ήταν οι Πορτογάλοι να χρειαστούν τρεις μήνες για να επιστρέψουν από την Ινδία στην Αφρική. Μην έχοντας πλέον επαρκή τρόφιμα, οι Πορτογάλοι ναυτικοί ένιωσαν για πρώτη φορά όλα τα δεινά των μακροχρόνιων ταξιδιών στην ανοιχτή θάλασσα. Τα σάπια τρόφιμα και οι ακαθαρσίες του πληρώματος που μαζεύονταν στα αμπάρια του πλοίου σχημάτιζαν μια βρομερή λάσπη που έτρεφε ποντίκια, ψύλλους και σκουλήκια. Το πλήρωμα συντηρούνταν με τα ψάρια που έπιαναν, με παστό χοιρινό, πασπαλισμένο με πολύ σκόρδο για να καλύπτεται η δυσοσμία της αποσύνθεσης και με γαλέτες γεμάτες σκουλήκια. Χωρίς φρέσκα φρούτα και λαχανικά, οι άντρες αρρώστησαν από σκορβούτο . Όταν τα πορτογαλικά πλοία έφτασαν τελικά στις ακτές της Αφρικής και εφοδιάστηκαν με νωπά τρόφιμα, τριάντα άντρες ήταν ήδη νεκροί. Το προβλήματα όμως δεν λύθηκαν. Ο ντα Γκάμα δεν είχε πια αρκετούς ανθρώπους για να επανδρώσει τα τρία πλοία και έτσι υποχρεώθηκε να τραβήξει στην ξηρά και να κάψει το ένα από αυτά λίγο πριν την αναχώρησή του για το μακρύ ταξίδι της επιστροφής. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού υπήρξαν και άλλες απώλειες, ανάμεσα στις οποίες ο αδελφός του ντα Γκάμα. Παρ’ όλα αυτά, τα δύο πλοία που απέμειναν έφτασαν στη Λισσαβόνα, ύστερα από έξι μήνες και πλέον ταξιδιού, στα τέλη του καλοκαιριού του 1499. Από τους 170 άντρες που είχαν ξεκινήσει, μόνο 45 επέζησαν. Ο Πορτογάλος βασιλιάς υποδέχθηκε θριαμβευτικά τους επιζήσαντες, έκοψε ένα αναμνηστικό χρυσό νόμισμα και έχτισε μια μεγάλη εκκλησία και ένα μοναστήρι. Μολονότι οι απώλειες του ταξιδιού σε ανθρώπινα θύματα ήταν μεγάλες και τα λίγα εμπορεύματα που μεταφέρθηκαν από την Ινδία δεν ήταν δυνατόν να καλύψουν με κανένα τρόπο τα έξοδα της επιχείρησης, η αποστολή είχε εκπληρώσει το σκοπό της. Οι Πορτογάλοι είχαν φτάσει στις Ινδίες, γεγονός που δικαίωνε, αναμφισβήτητα, όλους τους μόχθους και τις δαπάνες ενός αιώνα. Ο Βάσκο ντα Γκάμα πραγματοποίησε δύο ακόμη αποστολές στις Ινδίες, το 1502 και το 1524. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας αποστολής, κι ενώ βρισκόταν στην πόλη Κοτσίν της Ινδίας, ο μεγάλος θαλασσοπόρος πέθανε. Ο Βάσκο ντα Γκάμα κατέχει ξεχωριστή θέση ανάμεσα στους Πορτογάλους θαλασσοπόρους καθώς τα επανειλημμένα ταξίδια του στις Ινδίες ήταν εκείνα που δημιούργησαν τις συνθήκες για να χάσουν οι Άραβες και οι Βενετοί το μονοπώλιο του εμπορίου των ειδών της Ανατολής, ένα μονοπώλιο που πέρασε, βαθμιαία, στους Πορτογάλους. ΠΗΓΕΣ: Περισσότερα...
|