Ο
κατά κόσμον Βίκτωρ Φιλίπποβιτς Λαβρινένκο
γεννήθηκε στο Αικατερινοδάρ στις 12 Μαρτίου 1899. Εκάρη μοναχός το 1921 στη Σκήτη του Αγίου
Ανδρέου στο Άγιον Όρος από τον Επίσκοπο
π. Σεβαστουπόλεως Βενιαμίν. Από τον ίδιο
Επίσκοπο χειροτονήθηκε Διάκονος στις 26 Ιουνίου 1921 και Πρεσβύτερος στις 31
Ιουλίου του ίδιου έτους. Το 1922 μετέβη στην Πολωνία και εγκαταστάθηκε στην Ιερά
Μονή Αγίου Πνεύματος Βίλνας. Το 1924 υποστήριξε το Αυτοκέφαλο της Εκκλησίας
της Πολωνίας. Αποφοίτησε από τη Θεολογική Σχολή Βαρσοβίας το 1931. Το 1932
έλαβε το οφίκιο
του Αρχιμανδρίτη. Κατά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο εντάχθηκε στη δικαιοδοσία του
Πατριαρχείου Μόσχας. Εξελέγη Επίσκοπος Αλάσκας Βικάριος της Επισκοπής
Αλεουτίων και Βορείου Αμερικής αλλά δεν χειροτονήθηκε διότι για λόγους
υγείας δεν μπορούσε να μεταβεί στην Αμερική. Στις 9 Δεκεμβρίου 1941 χειροτονήθηκε τιτουλάριος Επίσκοπος
Κοβέλ, Βικάριος της Επισκοπής Βολυνίας. Τη χειροτονία τέλεσε ο Μητροπολίτης
Βολυνίας και Ζιτόμιρ Αλέξιος, συμπαραστατούμενος από τους Αρχιεπισκόπους
Οδησσού
και Χερσώνος Αντώνιο, Τσερνιγόβου και Νιέζιν Σίμωνα και
τον Επίσκοπο Πίνσκ και Πολεσίας
Βενιαμίν. Στις 30 Απριλίου 1942 εξελέγη Επίσκοπος Μπρέστ και Κόμπριν (στη
δικαιοδοσία της Αυτόνομης Εκκλησίας της Ουκρανίας υπό το Πατριαρχείο Ρωσίας).
Στις 7 Ιουνίου 1943 προήχθη σε
Αρχιεπίσκοπο και ονομάστηκε Αρχιεπίσκοπος Πολεσίας και Μπρέστ. Το 1944
παραιτήθηκε και τοποθετήθηκε Προϊστάμενος του Ρωσικού Ναού στο Μαρίενμπαντ (Μαριάνσκε
Λάζνε) της Τσεχοσλοβακίας. Στις 12 Ιανουαρίου 1946 εξελέγη Αρχιεπίσκοπος
Μολοτώβου και Σολικάμσκ και στις 31 Μαΐου 1956 Αρχιεπίσκοπος Άλμα Άτα. Στις
14 Μαρτίου 1957 εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Τσελιάμπινσκ και Ζλατούστ. Στις 15
Ιουλίου 1959 αποσύρθηκε από την ενεργό υπηρεσία. Στις 16 Μαρτίου 1961
εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Κοστρομά και Γκάλιτς παραιτήθηκε όμως στις 5 Μαΐου του
ίδιου έτους. Έκτοτε διέμενε στη Χερσώνα όπου και εκοιμήθη στις 12 Οκτωβρίου 1985. |