"Η Μάνα", Περλ Μπακ

 
 
ΠΕΡΛ ΜΠΑΚ (1892-1973)

Βορειοαμερικανίδα συγγραφέας. Από παιδί πήγε με τους γονείς της στην Κίνα, όπου ο πατέρας της είχε σταλεί ως ιεραπόστολος. Σπούδασε στις Η.Π.Α. και ξαναγύρισε στην Κίνα, όπου παντρεύτηκε ιεραπόστολο. Οι εμπειρίες από την παιδική της ηλικία και αργότερα από τη σκληρή ζωή των αγροτών στη Βόρεια Κίνα, όπου γνώρισε την πείνα και τη δυστυχία, η βαθιά γνώση της γλώσσας, των ηθών και εθίμων του κινέζικου λαού καθρεφτίζονται στα μυθιστορήματά της. «Η καλή γη», «Γιοι», «Σκορπισμένο σπίτι», «Περήφανη καρδιά» και «Θάνατος στον Πύργο» είναι μερικά από τα έργα της που της χάρισαν το βραβείο Πούλιτζερ (1931) και το Βραβείο Νόμπελ (1938).
 
 
«Σύμβολο της μητρότητας», έτσι θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κανείς την ηρωίδα αυτού του έργου. Ο γολγοθάς της, που αρχίζει με την εξαφάνιση του άντρα της, συνεχίζεται με το χαμό της κόρης της και καταλήγει με την εκτέλεση του γιου της, συντονίζεται με τον αδυσώπητο ρυθμό των εποχών: το λουλούδισμα της φύσης, το πέσιμο των φύλλων, το χειμώνα και το θάνατο. Όλη η απεραντοσύνη της κινεζικής πεδιάδας και ο επίμονος, αιώνιος μόχθος του μαρτυρικού λαού της στις πρώτες δεκαετηρίδες του αιώνα μας, πλαισιώνουν αυτή τη γυναίκα, καθώς δέχεται χωρίς παράπονο την ανελέητη μοίρα της, μετουσιώνοντας το πένθος σε ζωή και το δάκρυ σε χαμόγελο. (από το οπισθόφυλλο)
 
 

 

 

 

Ναι, είναι αλήθεια ότι όλες οι μέρες ήταν όμοιες για τη μάνα, αλλά ποτέ της δεν τις βρήκε στενόχωρες ή πληκτικές κι ήταν αρκετά ευχαριστημένη με το πέρασμά τους. Αν κανένας τη ρωτούσε, θ’ άνοιγε διάπλατα εκείνα τα φωτεινά της μάτια και θα έλεγε: «Μα η γης αλλάζει από τη σπορά μέχρι τη συγκομιδή κι έπειτα είναι και το ωρίμασμα της σοδειάς από τη γη μας, και η πληρωμή των σπόρων στον ιδιοκτήτη για τη γη που νοικιάζουμε, κι είναι και οι γιορτές και οι σχόλες και η Πρωτοχρονιά, ναι, ακόμα και τα παιδιά αλλάζουν και μεγαλώνουν, και βρίσκω απασχόληση φτιάχνοντας κι άλλα, και για μένα δεν υπάρχει τίποτα που να μην αλλάζει και όλα αλλάζουν αρκετά για να με κάνουν να δουλεύω από την αυγή ώσπου να πέσει το σκοτάδι, τ’ ορκίζομαι».

Όταν της περίσσευε λίγος χρόνος, υπήρχαν άλλες γυναίκες στο χωριουδάκι, αυτή που ήταν να γεννήσει κι εκείνη που θρηνούσε ένα παιδί που είχε χάσει, ή μια άλλη που είχε κάποιο σχέδιο να κεντήσει ένα λουλούδι πάνω σε παπούτσι ή κανένα καινούριο τρόπο για να κοπεί ένα πανωφόρι.

Ήταν και μέρες που πήγαινε στην πόλη για να πουλήσει σπόρο ή λάχανα μαζί με τον άντρα της, κι εκεί στην πόλη μπορούσες να δεις περίεργα πράγματα και να τα σκεφθείς, αν βέβαια περίσσευε χρόνος για σκέψη.

Αλλά η αλήθεια ήταν ότι αυτή η γυναίκα ήταν από κείνες που μπορούσαν να ζουν ικανοποιημένες με τον άντρα και τα παιδιά χωρίς να σκέφτονται τίποτε άλλο. Εκείνης της έφτανε να γνωρίζει συχνά όλο τον πόθο του άντρα, να πιάνει παιδί μ' αυτόν, να ξέρει ότι μια ζωή μεγαλώνει μέσα της στο ίδιο της το κορμί, να νιώθει αυτή την καινούρια σάρκα να παίρνει μορφή και να μεγαλώνει, να γεννάει και να νιώθει τα μωρουδίστικα χείλια να πίνουν από το στήθος της. Της έφτανε να ξυπνάει με το χάραμα, να ταΐζει την οικογένειά της, να ταΐζει τα ζώα, να σπέρνει τη γης και να μαζεύει τον καρπό της, να τραβάει νερό από το πηγάδι για να πιουν, να περνάει μέρες ολάκερες στους λόφους συνάζοντας αγριόχορτα και να νιώθει τον ήλιο και τον άνεμο πάνω της. Χαιρόταν όλη τη ζωή της, τη γέννα, τη δουλειά στα χωράφια, τον ύπνο, το φαγητό και το νερό που έπινε, το σκούπισμα και το συγύρισμα του σπιτιού, τα καλά λόγια από τις γυναίκες του χωριού που την παίνευαν για την προκοπή και για το ράψιμό της. Ακόμα και ο τσακωμός με τον άντρα της ήταν καλός και δυνάμωνε το πάθος που ένιωθε ο ένας για τον άλλο. Έτσι ξυπνούσε κεφάτη κάθε πρωί.

 

 


 
 

ΣΤΑΜΑΤΙΑ Λ. Μ. ΣΤΑΜΑΤΗ