|
|
|
|
|
|
Άρθρο της Παναγιώτας Π. Λάμπρη:
Μνήμη Κωνσταντίνου Α. Διαμάντη και Αποστόλου Φ. Ντάλα, (10-1-2019)
Δημοσιεύτηκε: Περιοδικά: "Ήπειρος Άπειρος χώρα", τ. 210, Μάρτιος 2019, σ. 52 (μόνο το τμήμα που αφορά στον Απ. Φ. Ντάλα).
«Τζουμερκιώτικα Χρονικά», έτος 20ο, τεύχος 20ο, Καλοκαίρι 2019, σ. 233-227.
Εφημερίδα: "Η ΡΟΔΑΥΓΗ", Ιούνιος - Ιούλιος - Αύγουσος 2019, αρ. φ. 155, σ. 7.
Τη χρονιά που διανύουμε συμπληρώνονται δεκαπέντε χρόνια από την εκδημία του Κωνσταντίνου Α. Διαμάντη (17/30 Αυγούστου1912 – 5 Αυγούστου 2004) και δέκα από κείνη του Αποστόλου Φ. Ντάλα (Ιούνιος 1921 – 25 Μαΐου 2009). Με αφορμή, μάλιστα, τούτη τη μνήμη, και όχι μόνο, σκέφτομαι αυτούς τους δύο διαφορετικούς για πολλούς λόγους ανθρώπους του τόπου μας κι αναρωτιέμαι, πέραν των οικείων τους, ποιοι τους θυμούνται, ποιοι τους μνημονεύουν ή ποιοι, με σεβασμό κι ενδιαφέρον, σκύβουν πάνω στο πνευματικό στίγμα, το οποίο άφησαν πίσω τους.
Οπωσδήποτε υπάρχει μεγάλη απόσταση ανάμεσα στην πορεία και στο πνευματικό έργο, που ο καθένας κατέλιπε. Πιθανόν, μάλιστα, κάποιοι να θεωρήσουν ύβρη το ότι μνημονεύονται στο ίδιο κείμενο ένας λόγιος κι ένας λαϊκός δημιουργός. Δεν θα μπω στη διαδικασία να δικαιολογήσω αυτή μου την επιλογή, αφού όλα είναι θέμα αντίληψης των πραγμάτων κι ο καθένας μπορεί να έχει διαφορετική άποψη, καθόλα σεβαστή. Η ουσία, άλλωστε, βρίσκεται αλλού. Στην αξία αυτής καθαυτής της μνήμης, η οποία, εκτός από του να είναι πνευματικό μνημόσυνο, φέρει τον καθένα προ των ευθυνών του, όσον αφορά στους τρόπους, που αυτοί οι άνθρωποι υπάρχουν στο παρόν και προοιωνίζεται μ’ έναν τρόπο πώς θα υπάρχουν και στο μέλλον.
Τον Κωνσταντίνο Α. Διαμάντη, αν και συγχωριανό μου, δεν είχα την τύχη να τον γνωρίσω προσωπικά, αλλά μέσα από το συγγραφικό του έργο και αναφορές οικείων του, ενώ τον Απόστολο Φ. Ντάλα, γεννημένο στα γειτονικά από τη γενέτειρά μου Πιστιανά, είχα την ευτυχία να τον γνωρίσω στα τελευταία χρόνια της ζωής του, αλλά και να χαρώ τα αγαθά της αμοιβαίας φιλίας, που βιώσαμε.
Δεδομένων των ανωτέρω και χωρίς διάθεση προβολής, ας σημειωθεί πως στον πρώτο αναφέρεται η βιογραφική μελέτη μου «Κωνσταντίνος Α. Διαμάντης, ο Ιστορητής» (εκδ. www.iwtite.gr, 2011), ενώ για τον δεύτερο έχει γραφεί από μένα κείμενο με τον τίτλο «Λίγα λόγια για τον Απόστολο Ντάλα» (Περιοδικό «Αρτηνή Ευθύνη, Σεπτέμβριος 2007, σ. 7), επίσης, μελέτη με θέμα «Τζουμερκιώτες πεζογράφοι: Απόστολος Φιλ. Ντάλας» (Τζουμερκιώτικα χρονικά, τ. 10ο, Μάιος 2009, σ. 146), καθώς και νεκρολογία, με αφορμή τον θάνατό του ( http://users.sch.gr/panlampri/arthr08.html ).
Επίσης, όταν δόθηκε στην κυκλοφορία η αναφερθείσα μελέτη για τον Κ. Α. Διαμάντη, εκτός από την παρουσίασή της στη Ροδαυγή, έγινε προσπάθεια να οργανωθεί εκδήλωση προς τιμήν του στην Άρτα, όπου, πέραν του ότι φοίτησε στο «Β' Ελληνικόν Σχολείον Άρτης» και στο «Γυμνάσιον Άρτης», την τίμησε, δημοσιεύοντας κείμενά του στο περιοδικό του Μουσικοφιλολογικού Συλλόγου «Σκουφάς», αλλά και γράφοντας και δημοσιεύοντας κείμενα, που αφορούσαν σ’ αυτή. Δυστυχώς, από τους δύο επίσημους φορείς της πόλης, οι οποίοι υποσχέθηκαν – έγιναν παρουσία εκπροσώπων τους σχετικές συζητήσεις – πως θα συνέβαλαν στην οργάνωση μιας τέτοιας εκδήλωσης, ο ένας υπαναχώρησε χωρίς καμία εξήγηση, οπότε όλα ματαιώθηκαν.
Έκτοτε, δεν έχει πέσει στην αντίληψή μου κάτι, το οποίο να σχετίζεται με την προσφορά αυτού του ανθρώπου, τόσο στο χωριό του, όσο και στην Ήπειρο. Ειδικά, για τη Ροδαυγή, έκανε τις πρώτες γι’ αυτή τεκμηριωμένες λαογραφικές καταγραφές (Κ. Α. Διαμάντης, Άπαντα, τ. 1ος, 3ος, 4ος, 9ος) – και για το Κεντρικό έχει κάνει σε μικρότερη έκταση κάτι ανάλογο –, αλλά και μέσω άλλων οδών έκανε αισθητή την παρουσία του εκεί με δράσεις, που δεν είναι του παρόντος, και όποιος ενδιαφέρεται μπορεί να βρει κάποιες στην προαναφερθείσα γι’ αυτόν μελέτη μου. Επιπρόσθετα, προτάσεις, που έχουν γίνει κατά καιρούς για ονοματοδοσία οδού με το όνομά του στη Ροδαυγή, αν ενδιαφέρει η γνώμη μου και στην Άρτα έπρεπε να γίνει, δεν έχουν τελεσφορήσει, ούτε βέβαια η πρόταση για ανέγερση προτομής του βρήκε ευήκοα ώτα. Φυσικά, και για τον Απόστολο Φ. Ντάλα, δεν έχει πέσει στην αντίληψή μου κάποια μεταθανάτια τιμή από τους συντοπίτες του.
Ως εκ τούτου, εκείνο, το οποίο υπάρχει, ακόμα κι αν κανένας δεν το μελετά, είναι το συγγραφικό τους έργο, πολύ ευρύτερο, με επιστημονική ταυτότητα του Διαμάντη, και μικρότερο σε έκταση, αλλά με τη δύναμη του λαϊκού λόγου, που το χαρακτηρίζει, του Ντάλα.
Αξίζει, λοιπόν, να σταθούμε για λίγο στη συγγραφική τους παρακαταθήκη και μέσω αυτής να τελέσουμε τούτο το μνημόσυνο.
Σχετικά με την πνευματική πορεία του Κωνσταντίνου Α. Διαμάντη, ας ειπωθεί πως ξεκίνησε από το Δημοτικό Σχολείο της Νησίστας Νέας Ελλάδος (σήμερα Ροδαυγής), συνεχίστηκε με τη φοίτησή του στα προαναφερθέντα σχολεία της Άρτας και τη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και ολοκληρώθηκε με την ερευνητική και συγγραφική προσφορά του, ενώ υπηρέτησε για τριανταπέντε συναπτά έτη στα Γενικά Αρχεία του Κράτους στην Αθήνα, εξελισσόμενος βαθμολογικά έως τη θέση του Διευθυντή, την οποία τίμησε δεόντως και έχοντας γνωρίσει πολλούς από κείνους, οι οποίοι ήταν μέρος της πνευματικής Αθήνας της εποχής του, όπως, για παράδειγμα, ο Σωκράτης Β. Κουγέας, ο Νικόλαος Β. Τωμαδάκης, ο Διονύσιος Αλ. Ζακυθηνός, και, φυσικά, ο συντοπίτης Γιώργος Κοτζιούλας.
Πέραν της πνευματικής του συνεισφοράς, σημαντικοί σταθμοί της ζωής του ήταν ο τραυματισμός του στο Μέτωπο του πολέμου το 1940, καθώς και ο γάμος του με την Αικατερίνη Γ. Πατούση, την οποία νυμφεύτηκε «σε χώρο του 401 Στρατιωτικού Νοσοκομείου (Μαρασλείου) ενώπιον των αναπήρων, των τραυματιών, των ιατρών και των νοσοκόμων» στις 21 Αυγούστου 1941 (Π. Π. Λάμπρη, Κ. Α. Διαμάντης, ο Ιστορητής, σ. 29).
Όσον αφορά στο συγγραφικό του έργο, οι καταγραφές του αναφέρονται σε θέματα, τα οποία αφορούν στη γλώσσα, στη λογοτεχνία, στη λαογραφία, στη θεολογία, στην ιστορία, στα ημερολόγια, στα αρχεία, στην κριτική, στις μεταφράσεις, καθώς και στη σύνθεση ποίησης· ο ίδιος σημειώνει χαρακτηριστικά (Κ. Α. Διαμάντης, Άπαντα, τ. 8ος, σ. 7 ή Π. Π. Λάμπρη, Κ. Α. Διαμάντης, ο Ιστορητής, σ. 197): «Η προσοχή μου στο γράψιμο και τη συλλογή λογοτεχνικού, λαογραφικού, γλωσσικού και φιλολογικού υλικού χρονολογείται από τη Β' Τάξη (1925-26) του Ελληνικού Σχολείου της Άρτας, όταν ο αείμνηστος καθηγητής μου Αυγουστής Παγκρατίδης μας δίδαξε με γνώση και ζήλο ποιήματα του Κώστα Κρυστάλλη, του Αριστοτ. Βαλαωρίτη και του Γ. Βιζυηνού, ένα ιστορικό αφήγημα για το Ρήγα Φεραίο και το Γ. Γεννάδιο και του Γιάννη Βλαχογιάννη το Σουλιωτόπουλο.»
Με αφετηρία τα πρωτόλεια κείμενά του, τα οποία προέρχονται από τη μαθητική του ζωή, ο Διαμάντης δημοσιεύει μελέτες του σε διάφορα έντυπα, όπως τα περιοδικά «Εργατική Εστία», «Ο αιώνας μας», «Ελληνική Δημιουργία», «Αιξωνή», «Ηπειρωτική Εστία», «Μακεδονικά», «Σκουφάς», «Εικόνες της Ηπείρου», «Στερεοελλαδική Εστία», κ.ά., καθώς και το «Δελτίο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας Ελλάδος», το «Αρχείο του Θρακικού Λαογραφικού και Γλωσσικού Θησαυρού» και το «Αρχείο Ευβοϊκών Μελετών», ενώ δεν είναι μικρή η παρουσία του σε εφημερίδες, όπως «Η Καθημερινή», «Η Ροδαυγή», κ.ά.
Στα ξεχωριστά της πνευματικής του πορείας είναι η αναγόρευσή του σε διδάκτορα το 1966, με διατριβή, η οποία είχε ως θέμα «Δημήτριος Υψηλάντης (1793-1832) – Μέρος πρώτον, Πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής, Τμήμα Πρώτον, Τα μέχρι της αφίξεως εις το στρατόπεδον των Τρικόρφων (1793 – 2 Ιουλίου 1821)».
Ιδιαίτερη θέση στο συγγραφικό του έργο κατέχουν, τόσο η έκδοση των «Απάντων» του (25 τόμοι), όσο και οι εκδόσεις των Γενικών Αρχείων του Κράτους (ΓΑΚ), συνολικά δεκάξι, δικής του επιμέλειας. «Ο Διαμάντης αφιερώθηκε ψυχή τε και πνεύματι στην Αρχειακή Υπηρεσία και τα Αρχεία. Η εργασία του εκεί, όσο κι αν ήταν κοπιαστική, έφερε την καταξίωση και την αναγνώριση της προσφοράς του στον πνευματικό κόσμο της εποχής και όχι μόνο.
Όταν απεχώρησε από τα ΓΑΚ, ο τότε υπουργός Πολιτισμού και Επιστημών Γ. Πλυτάς του έστειλε «Έκφραση ευχαριστιών», η οποία έχει ως εξής: «Με την ευκαιρία της αποχωρήσεώς σας από την Υπηρεσία και μάλιστα από την θέση του Διευθυντού των Γενικών Αρχείων του Κράτους λόγω συμπληρώσεως 35ετίας, το Υπουργείο Πολιτισμού και Επιστημών σας εκφράζει τις θερμές του ευχαριστίες, για την πολύτιμη και σημαντική συμβολή σας στον ευαίσθητο αυτό χώρο, της διαφυλάξεως και διατηρήσεως της Εθνικής μας κληρονομιάς.
Είναι γεγονός αναντίρρητο και αποτελεί πεποίθηση όλων μας, ότι κατά την διάρκεια της 35ετούς θητείας σας υπήρξατε παράδειγμα προς μίμηση, τόσο για την αφοσίωσή σας στο καθήκον όσο και για το ήθος και την ακεραιότητα του χαρακτήρος σας, που συνετέλεσε στο να χαίρετε της εκτιμήσεως και της αγάπης όλων των συναδέλφων σας.» (Π. Π. Λάμπρη, Κ. Α. Διαμάντης, ο Ιστορητής, σ. 211)
Ας πάμε, όμως, και στον Απόστολο Φ. Ντάλα, ο οποίος στο πρώτο του βιβλίο συστήνεται στο κοινό ως ακολούθως (Απόστολος Φ. Ντάλας, ΤΑ ΠΙΣΤΙΑΝΑ, Γενεαλογίες και Ιστορήματα, σ. 331, Αθήνα 1999): «Για τη βιογραφία μου θα είμαι σύντομος, για να μην κουράσω τον αναγνώστη, αλλά επιβάλλεται για να έρθει κοντά ο ένας στον άλλο: Απόστολος Ντάλας του μπάρμπα Φίλιππα και της κυρά Χριστίνας. Γεννήθηκα τον Ιούνιο (Θεριστή) το 1921 στα Πιστιανά Άρτης. Οι σπουδές μου ήταν του Δημοτικού.
Όταν ξεσκόλισα ασχολήθηκα με τα γιδοπρόβατα και το ζευγάρι σαν γεωργοκτηνοτρόφος.
Το 1942 παντρεύτηκα την Ελένη του Γεωργίου Λάμπρου ή Φλώρου από τη Σκούπα και δημιουργήσαμε οικογένεια με έξι παιδιά.
Από το 1955 έγινα μαραγκός αυτοδίδακτος, λόγω οικονομικών αναγκών. Το 1958 εγκατέλειψα την αγροτιά και πήγα στην Αθήνα και δούλεψα σαν κουφωματάς (μαραγκός) καθώς και επιπλοποιός. Το 1978 γύρισα πάλι στο χωριό, λόγω εργατικού ατυχήματος. […]».
Με τούτα τα εφόδια μπήκε στον κόσμο της συγγραφής ο Ντάλας και αφότου ξεκίνησε μέχρι το τέλος της ζωής του δεν απομακρύνθηκε απ’ αυτόν, αφού συνιστούσε ιερή καταφυγή του. Με συγκίνηση θυμάμαι το καμάρι, με το οποίο μου έδειξε τον φορητό ηλεκτρονικό υπολογιστή του, λέγοντάς μου: «Έλα να σου δείξω τι αγόρασα! Τώρα που θ’ ανοίξει ο καιρός θα κάθομαι στην «πληγωμένη καρδιά»* και θα γράφω, αγναντεύοντας τη φύση!». Μόνο που, ζηλόφθονες οι δυνάμεις του σύμπαντος, του στέρησαν αυτή τη χαρά. Λίγο μετά ο αγαπητός μου πρεσβύτης έφυγε για το επέκεινα, παίρνοντας μαζί του όσα άγραφα είχε θησαυρισμένα στην ψυχή του, γεμίζοντας ταυτόχρονα εμένα κι όσους τον αγαπούσαν με περισσή θλίψη.
«Στο επίκεντρο του έργου του βρίσκεται το χωριό του και οι άνθρωποί του και γράφοντας, κυρίως για το παρελθόν αυτού του τόπου κι αυτών των ανθρώπων θέλει να μιλήσει και ακριβή του έγνοια είναι, αυτό το παρελθόν, αφού θέλει "να το διασώσει στο μέτρο του δυνατού και να το παραδώσει ως παρακαταθήκη στους συγχωριανούς του και όχι μόνο, χωρίς να φείδεται κόπων"» (Τζουμερκιώτικα Χρονικά, Μάιος 2009, σ. 147).
Όσο απ’ αυτό δημοσίευσε, αφορά σε γενεαλογίες, διηγήματα, που τα αποκαλεί και ιστορίες, ποιήματα, ενθυμήσεις. Συγκεκριμένα, εκτός από το προαναφερθέν σύγγραμμά του «ΤΑ ΠΙΣΤΙΑΝΑ, Γενεαλογίες και Ιστορήματα» (Αθήνα 1999) είναι το ακόλουθο: «Ανθολογία ποιημάτων» (2001), «Ποιήματα – Δεύτερη Συλλογή» (2002) και «Ποιήματα – Τρίτη Συλλογή» & «Ενθυμήσεις στο πέρασμα του χρόνου» (2005), «Τι είπαν και τι έγραψαν για τα βιβλία μου» (2007) και «Ιστορίες του χωριού μου» (2008). Για όλα αυτά, κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να αναζητήσει κρίσεις μου στις προαναφερθείσες για τον Ντάλα δημοσιεύσεις μου.
Εν κατακλείδι, τελώντας τούτο το πνευματικό μνημόσυνο για τον Κωνσταντίνο Α. Διαμάντη και τον Απόστολο Φ. Ντάλα, είναι βέβαιο πως πολλά θα μπορούσαν ακόμα να γραφούν. Άλλωστε, το μνημόσυνο, από τη φύση του, είναι αφορμή για μνήμη και θέλω να πιστεύω, πιθανόν ουτοπικά, πως μπορεί να συμβάλει, πέρα από την αναζωπύρωση της, στο να γίνει κάτι περαιτέρω για τους δύο εκλιπόντες, τόσο από μεμονωμένους ανθρώπους, όσο και από φορείς, οι οποίοι υπηρετούν τον πολιτισμό.
* «πληγωμένη καρδιά»· τραπέζι, τοποθετημένο στην αυλή του Α. Φ. Ντάλα, κάτω από ένα δέντρο, με λίθινη στήριξη και λίθινη επιφάνεια· η τελευταία, λαξευμένη σε σχήμα καρδιάς, όπου απεικονιζόταν το βέλος, που την πλήγωσε, και εμφανώς παραπέμποντας σε κείνη του συγγραφέα.