Τι ξέρουμε για τη λογοτεχνική γραφή;

 

 

Δεν χρειάζεται να είναι κανείς επιστημολόγος για να κατανοήσει ότι όσο πιο στέρεο είναι το corpus ενός γνωστικού αντικειμένου τόσο πιο εύκολα ελέγχεται η επάρκεια εκείνου που το διδάσκει? καθώς και το αποτέλεσμα της μαθησιακής διδασκαλίας. Για παράδειγμα, έπειτα από ένα σεμινάριο μαθηματικών είναι σχετικά απλό να ελέγξεις τη βελτίωση του επιπέδου των μαθητών από την περιπλοκότητα και τη δυσκολία των ασκήσεων που είναι σε θέση να λύσουν. Τα αποτελέσματα είναι λίγο πολύ μετρήσιμα, εξού και κανείς δεν θα διανοούταν να ισχυριστεί ότι «τα σεμινάρια μαθηματικών δεν ωφελούν σε τίποτε ? τα μαθηματικά δεν διδάσκονται». Ομοίως, λιγότερο σοβαρή θα ηχούσε σε αυτή την περίπτωση η δήλωση «εξαρτάται από τον δάσκαλο». Είναι όμως η αδυναμία επιστημονικής συγκρότησης ενός γνωστικού αντικειμένου επαρκής λόγος ώστε η διδαχή του να θεωρείται άσκοπη, άχρηστη, ενίοτε ?από ορισμένους σφοδρούς επικριτές της? ακόμη κι επιβλαβής; 

            Υπάρχει πράγματι σοβαρό επιστημολογικό κενό στον ορισμό της λογοτεχνίας, καθώς και στον ορισμό του «σώματος» των κειμένων που θα αποτελούσαν το γνωστικό corpus της. Ακόμη και σήμερα, έπειτα από έναν αιώνα Κριτικής και Θεωρίας, δεν είμαστε σε θέση να πούμε με αντικειμενικό τρόπο πότε ένα κείμενο είναι λογοτεχνικό, πότε ένα άλλο δεν είναι και για ποιους λόγους. Κείμενα που χθες θεωρούνταν εκτός λογοτεχνικού νυμφώνα (βλ. τα αστυνομικά μυθιστορήματα), σήμερα αποτελούν πολύφερνες νύφες διεκδικώντας ρόλο Πρώτης Κυρίας. Αν έλεγες σε κάποιον σαν τον Τζέιμς Τζόις ή τον Στρατή Τσίρκα ότι η Αγκάθα Κρίστι κάνει την ίδια δουλειά με εκείνους θα σε περιγελούσαν, αν δεν προσβάλλονταν κιόλας. Σήμερα, επιτρέπουμε στον εαυτό μας ?καλώς ή κακώς? να μιλάμε για τους τρεις αυτούς δημιουργούς χρησιμοποιώντας την ίδια γλώσσα. Θεωρούμε ότι όλοι τους, με τις όποιες διαφορές τους, δεν είναι παρά «συγγραφείς». Γενικότερα, η αδυναμία των ενασχολούμενων με τη λογοτεχνία να ορίσουν το αντικείμενό τους (αδυναμία αντικειμενική, κατά την άποψή μας, ουδένας ψόγος) έχει ως αποτέλεσμα γύρω από το σώμα (καμιά φορά και το πτώμα) της λογοτεχνίας να ερίζουν κάθε λογής γραφιάδες: από τους συγγραφείς τυποποιημένων θρίλερ και μυθιστορημάτων αγωνίας μέχρι τις θεραπαινίδες της ροζ λογοτεχνίας. (Με την ευκαιρία, να διευκρινίσουμε ότι η μομφή «ροζ» ή «γαλάζια» λογοτεχνία δεν αφορά το αναγνωστικό κοινό στο οποίο προνομιακά απευθύνονται, αλλά τη στερεοτυπική αντίληψη για τις έμφυλες σχέσεις που είναι η πλέον σημαντική κοινή συνιστώσα αυτόν των αφηγημάτων).

Μία σκέψη στο“Τι ξέρουμε για τη λογοτεχνική γραφή;

  1. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ο παραλληλισμός με το πόσο μετρήσιμα είναι τα αποτελέσματα στα μαθηματικά σε σχέση με ένα θεωρητικό και δύσκολα προσδιορίσιμο αντικείμενο όπως η λογοτεχνία.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *