Όταν πριν μερικά χρόνια πλημμύρισε το είναι μου από την ευωδία που εξέπεμπε μικρή ποσότητα χώματος, προερχόμενη από τον τάφο του π. Βησσαρίωνος του Αγαθωνίτη, γεννήθηκε η επιθυμία να βρεθώ, ταπεινός ικέτης, στο μοναστήρι του.
Πράγματι, στις 24 Νοεμβρίου 2011, αξιώθηκα της ιδιαίτερης ευλογίας να επισκεφθώ την Ιερά Μονή Αγάθωνος και να προσκυνήσω το άφθαρτο λείψανο του Γέροντα Βησσαρίωνα.
Η είσοδός μας στο παρεκκλήσιο, όπου φυλάσσεται το ιερό σκήνωμα, μας γέμισε με ιερό δέος και ευγνωμοσύνη προς τον Άγιο Θεό για το μέγιστο θαύμα που αξιωθήκαμε να ζήσουμε στις μέρες μας.
Ο χώρος κατακλύζεται από μια άρρητη ευωδία. Το ιερό σκήνωμα αναλλοίωτο στη λάρνακα, στέκει εκεί ως απτή μαρτυρία της ύπαρξης αγίων σε κάθε εποχή. Το φέρετρο, τα άμφια του Γέροντα, τα υποδήματά του, ακόμη και το μικρό ευαγγέλιο που κρατούσε κατά την ταφή του, παραμένουν ανέγγιχτα από το χρόνο (το μικρό αυτό ευαγγέλιο προσπάθησε να αφαιρέσει ο μακαριστός Πάνος Γιαμαρέλλος, χωρίς επιτυχία. Όταν όμως είπε: “Παππούλη, θα μου το δώσεις;” το αναλλοίωτο χέρι του Γέροντα χαλάρωσε και ο ιατροδικαστής το πήρε και το ξεφύλλισε).
Η συζήτηση με τον Ηγούμενο της μονής, π. Δαμασκηνό Ζαχαράκη, ήταν ιδιαίτερα αποκαλυπτική για την αγία ζωή και το έργο του Γέροντα.
Κληρικοί και λαϊκοί της περιοχής ήταν βέβαιοι για την αγιότητά του και μέχρι σήμερα θυμούνται την αγάπη και τη βοήθεια που προσέφερε σε όλους ( “τον θυμάμαι, περνούσε συχνά από δω, βοηθούσε όλο τον κόσμο. Δεν ξέρω αν είναι άγιος, αλλά σίγουρα ήταν Άνθρωπος”, μας είπε ο υπάλληλος ενός βενζινάδικου, όταν είπαμε πως κατεβαίναμε από το μοναστήρι).
Ήταν Μάρτιος του 2006, όταν όλα τα Μ.Μ.Ε. άρχισαν να μιλούν για το θαυμαστό γεγονός- τα περισσότερα, βέβαια, βλέποντάς το από τη δική τους στρεβλή οπτική γωνία: μουμιοποίηση λόγω αναερόβιου περιβάλλοντος, το σκήνωμα λειώνει και αποτελεί εστία μικροβίων και άλλα τέτοια.
Μόνο ο αείμνηστος Πάνος Γιαμαρέλλος έθεσε τα πράγματα στη σωστή τους βάση: μας αποκάλυψε ο π. Δαμασκηνός, ότι όταν τελείωσε την εξέταση του λειψάνου και άρχισε να βγαίνει από τον χώρο που βρισκόταν το ιερό σκήνωμα, έκανε στροφή 180 μοιρών μονολογώντας: “πότε θα μου δοθεί η ευκαιρία να προσκυνήσω άγιο”. Γύρισε, φίλησε το χέρι του Γέροντα και γυρνώντας στον π. Δαμασκηνό είπε: “πάμε τώρα να συντάξω την έκθεσή μου. Και θα πρέπει να είναι καλή, γιατί αύριο θα πέσουν σαν λύκοι να με φάνε”. Πόσο δίκαιο είχε!!! Ο πόλεμος μαινόταν καιρό από συναδέλφους του και άλλους.
Πώς αποκαλύφθηκε το άφθαρτο σκήνωμα
Όπως μαρτυρά ο π. Δαμασκηνός, ποτέ δεν πέρασε απ' το μυαλό τους η σκέψη για εκταφή του Γέροντα. Αντιθέτως, βλέποντας τις εκδηλώσεις σεβασμού και τιμής τόσων ανθρώπων προς τον τάφο του Γέροντα, σκέπτονταν αυτό το χώρο, μέσα στον οποίο ήταν ο τάφος, να τον μεγαλώσουν και να τον μετατρέψουν σε μικρό ναό.
Έπρεπε όμως να γίνουν έργα αντιστηρίξεως στο μοναστήρι και οι Υπηρεσίες της Νομαρχίας Φθιώτιδας επέμεναν πώς για να γίνει σωστή αντιστήριξη θα έπρεπε να γκρεμιστούν τα κτίρια της ανατολικής πλευράς-ανάμεσά τους και ο χώρος όπου βρισκόταν ο τάφος του Γέροντα. Έτσι αποφασίστηκε η εκταφή με την έγκριση του Μητροπολίτη.
Για το σπουδαίο γεγονός πήγαν στη Μακρακώμη σε γνωστό τους ξυλουργό και τον παρακάλεσαν να φτιάξει ένα κιβώτιο απ' το καλύτερο ξύλο που είχε, για να βάλουν μέσα τα οστά του π. Βησσαρίωνα. Χάρηκε ιδιαίτερα ο ξυλουργός γιατί αυτός αξιώθηκε να κατασκευάσει το κιβώτιο- από παιδάκι σεβόταν τον Γέροντα. Κάποια μέρα, ενώ κατασκεύαζε το κιβώτιο, μπήκε στο ξυλουργείο του ένας από τους ιερείς της πόλης.
“Τι κάνεις εκεί”; ρώτησε τον ξυλουργό.
“Φτιάχνω το κιβώτιο, στο οποίο θα βάλουν τα οστά του π. Βησσαρίωνα”, του είπε με χαρά.
“Άδικα παιδεύεσαι”, του απάντησε ο ιερέας.
“Ο π. Βησσαρίων θα χρειαστεί Λάρνακα”!
Περίμεναν μια κατάλληλη για την εκταφή ημέρα. Αυτή ήταν η 3η Μαρτίου του 2006. Μια ηλιόλουστη μέρα. Μετά την πρωινή λειτουργία, πήγαμε, λέει ο π. Δαμασκηνός, στο αρχονταρίκι, ήπιαμε ένα τσάι και μόλις βγήκε ο ήλιος είπα: “Πατέρες και αδελφοί, πορευόμεθα προς τον τάφον του Γέροντος, ως εις Άγιον”!
Κατέβηκαν στον τάφο, διάβασαν τρισάγιο και ένας-ένας προσκυνούσαν και φιλούσαν τον τάφο. Με ένα κασμά άρχισαν να αφαιρούν τούβλα από την μπροστινή πλευρά του τάφου.
Την ώρα της εκταφής ένα φως εμφανίστηκε πάνω από τη μονή Αγάθωνα, το οποίο είδαν και φωτογράφησαν πολλοί και αναρωτιόντουσαν τι είναι).
Όταν βγήκαν τα πρώτα τούβλα είδαν μέσα το φέρετρο του π. Βησσαρίωνα “΄άφθαρτο”-κάτι που τους εντυπωσίασε. Μια ευωδία απλώθηκε σε όλο το χώρο. Και αυτή η ευωδία παρέμεινε στον τάφο και την αισθάνθηκαν χιλιάδες προσκυνητές που πήγαν να προσκυνήσουν τον Γέροντα. Σιγά -σιγά έβγαλαν το φέρετρο και το μετέφεραν στο νέο νεκροταφείο της μονής για να μπορέσουν κάτω από τον ήλιο να συλλέξουν τα οστά του Γέροντα. Όταν σήκωσαν το σκέπασμα είδαν ότι το σάβανο ήταν άθικτο, καινούργιο, όπως τότε στην ταφή (15 χρόνια, 1 μήνα και 9 ημέρες πριν). Με προσοχή αφαίρεσαν το σάβανο και τον αέρα που σκέπαζε το πρόσωπό του και τότε είδαν το σώμα του Γέροντα ολόκληρο, άφθαρτο και ευωδιάζον. Στη συνέχεια μετέφεραν το φέρετρο μπροστά στην Ωραία Πύλη του Ναού και τηλεφώνησαν στον Μητροπολίτη.
Ο Σεβασμιώτατος κ.κ. Νικόλαος, συγκλονισμένος από την είδηση, έφτασε πολύ γρήγορα στο μοναστήρι. Προσκύνησε το σκήνωμα, διάβασε τρισάγιο και έδωσε εντολή να μεταφέρουν το σκήνωμα στον ναό της Αγίας Τριάδος, προς προσωρινή φύλαξη. Ενημέρωσε την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος, η οποία ονόμασε το γεγονός “Σημείον του Θεού”. Ο Μητροπολίτης, λίγες μέρες πριν τη γιορτή του Ευαγγελισμού, ανακοίνωσε το μεγάλο γεγονός στους πιστούς.
Το σκήνωμα μεταφέρθηκε σε παρεκκλήσιο του καθολικού, όπου βρίσκεται μέχρι σήμερα.
Ποιος ήταν όμως ο π. Βησσαρίων;
Ο π. Βησσαρίων γεννήθηκε στο Πεταλίδι Μεσσηνίας το 1908. Ανδρέας Κορκολιάκος ήταν το κοσμικό του όνομα. Σε ηλικία 20 ετών εκάρη μοναχός στην ιερά μονή Δήμιοβας Μεσσηνίας. Το 1931 χειροτονήθηκε διάκονος στην Καλαμάτα και το 1933 πρεσβύτερος, παίρνοντας και το οφφίκιο του αρχιμανδρίτη. Το 1935 μετακινήθηκε στη μητρόπολη Θεσσαλιώτιδος και γράφτηκε στο μοναχολόγιο της ιεράς μονής Κορώνης. Εκεί ανέπτυξε τεράστιο πνευματικό έργο, αναλώνοντας τον εαυτό του στη διακονία του καλού ποιμένα.
Μόχθησε πολύ ο γέροντας στα δύσκολα εκείνα χρόνια της κατοχής, διακονώντας τον λαό του Θεού που χειμαζόταν από τη φτώχεια, την πείνα και τις αρρώστιες.
Δύο περιστατικά, τα οποία καταγράφει ο σημερινός ηγούμενος της μονής Αγάθωνος π. Δαμασκηνός στο βιβλίο του, δείχνουν τους αγώνες, αλλά και την ομορφιά της ψυχής του γέροντα:
Προπαραμονή Χριστουγέννων του 1988, στο αρχονταρίκι της μονής, ο γέροντας άρχισε να κλαίει. Στο ερώτημα του π. Δαμασκηνού, αποκάλυψε ένα γεγονός που είχε συμβεί κατά τη Θεία Λειτουργία των Χριστουγέννων του 1941 σ' ένα χωριό της Καρδίτσας. “Όταν βγήκα στην Ωραία Πύλη με το Άγιο Ποτήριο στα χέρια και είπα το “μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε”, άρχισαν να έρχονται για τη Θεία Κοινωνία όλοι οι χωριανοί. Μια νεαρή μάνα έφερε εκεί μπροστά μου το σκελετωμένο παιδάκι της, άνοιξε το στοματάκι του και το κοινώνησα, αλλά παιδί μου... κι' άρχισε πάλι να κλαίει ο Γέροντας -θυμάται ο π. Δαμασκηνός- κρατούσε σφικτά το καημένο με τ' αδυνατισμένα χεράκια του το ιερό μάκτρο και μου φώναζε κλαίγοντας: Κι' άλλο Παππούλη, κι άλλο. Πεινούσε το παιδάκι μου. Λύγισαν τα γόνατά μου, μια τρεμούλα απλώθηκε σ' όλο το κορμί μου, βούρκωσαν τα μάτια μου και, για να μην με δουν οι πιστοί, επέστρεψα στην Αγία Τράπεζα. Αφήκα το Ποτήριον και κάθισα σ' ένα σκαμνάκι και έκλαψα και είπα με ανθρώπινο παράπονο: Γιατί Θεέ μου αφήκες την πατρίδα μου να έλθει σε τέτοια δυστυχία; Λυπήσου Κύριε τα παιδιά μας!”
Ένα απόγευμα πήγε στο μοναστήρι ένας επισκέπτης που στο πέτο του φορούσε ένα σήμα. Ο π. Βησσαρίων τον ρώτησε τι σήμα είναι αυτό.
“Είναι το σήμα της εθνικής αντιστάσεως, πάτερ”, του απάντησε εκείνος.
“Εγώ, παιδί μου,το έχω εδώ” είπε και του έδειξε τον λαιμό του.
Το βράδυ στο επίμονο ερώτημα του π. Δαμασκηνού απάντησε:
“Να, τότε στην κατοχή,πήγα να ελευθερώσω κάποια παιδιά που είχαν συλλάβει οι Γερμανοί και επρόκειτο να τα εκτελέσουν. Ο Γερμανός αξιωματικός άκουσε τις παρακλήσεις μου και έδωσε εντολή να αφεθούν τα παιδιά ελεύθερα. Γύρισε μετά προς το μέρος μου και απότομα έριξε με το πολυβόλο του μια ριπή μπροστά στα πόδια μου. Τρόμαξα πολύ. Η φωνή μου κόπηκε. Από τότε κλονίστηκε και χρόνο με το χρόνο χειροτέρευε. Δόξα σοι ο Θεός”!
Ο π. Βησσαρίων φεύγοντας από την Θεσσαλιώτιδα, πήγε στην Φθιώτιδα, το 1955, και γράφτηκε στο μοναχολόγιο της ιεράς μονής Αγάθωνος. Προσέφερε τις υπηρεσίες του για 30 συνεχή χρόνια.
Υπήρξε διάκονος Θεού και ανθρώπων, πατέρας και παππούλης αμέτρητων ανθρώπων.
Ο π. Βησσαρίων, μαρτυρά ο π. Δαμασκηνός, ήταν αγιασμένη μορφή και αυτό φαινόταν. Το έβλεπαν και το ομολογούσαν όσοι τον γνώριζαν. Το σώμα του ήταν ασκητικό, ντυμένο με το φτωχικό του ράσο. Το πρόσωπό του έλαμπε. Τα χείλη του όλη μέρα ψέλλιζαν λόγια προσευχής. Πολλές φορές οι συμμοναστές του τον άκουγαν να κουβεντιάζει με κάποιον στο καθολικό της μονής. Όταν έμπαιναν δεν έβλεπαν κανέναν. Μιλούσε με την Παναγία, τον όσιο Αγάθωνα; Ο Θεός ξέρει.
Η προσευχή του ευεργετούσε πολλούς συνανθρώπους μας:
Κάποια πρεσβυτέρα είχε πρόβλημα στα χέρια της. Έβγαλε εξανθήματα και πονούσε πολύ. Τα φάρμακα δεν την βοηθούσαν. Ένα βράδυ πήγε ο Γέροντας στο σπίτι της. Τον παρακάλεσε να προσευχηθεί γι αυτήν. Της είπε ότι θα κάνουν μαζί προσευχή. Εκείνη θα διάβαζε την παράκληση της Παναγίας επί 40 ημέρες και εκείνος θα προσευχόταν. Υπάκουσε στην προτροπή του και Ω του θαύματος! Τα χέρια της καθάρισαν τελείως και θεραπεύτηκαν.
Αγαπούσε πολύ τους ανθρώπους:
Κάθε Τρίτη άνοιγε τις τοπικές εφημερίδες και κοίταζε τα τροχαία δυστυχήματα του Σαββατοκύριακου. Με δάκρυα στα μάτια έγραφε τα ονόματα των νεκρών και των τραυματιών. Πήγαινε στη συνέχεια στο ναό και διάβαζε τρισάγιο για τις ψυχές των νεκρών και παράκληση για τους τραυματίες.
Παροιμιώδης υπήρξε η ελεημοσύνη του. Χόρτασε νηστικούς, ξεδίψασε διψασμένους, έντυσε γυμνούς, βοήθησε αρρώστους και επισκέφθηκε φυλακισμένους. Πάντοτε κρυφά. Κανένας δεν ήξερε το έργο του. Η δράση του ήταν μυστική. Ο Θεός γέμιζε την τσέπη του, κι αυτός μοίραζε. Τίποτε δεν κρατούσε για τον εαυτό του, όλα τα έδινε στους φτωχούς.
Ήταν φιλακόλουθος. Με το χτύπημα του ταλάντου, βρισκόταν στο ναό. Πολλές φορές διάβαζε τους κανόνες και ό,τι άλλο διαβάζεται χύμα. Δεν έψελνε, γιατί δεν του επέτρεπε η αδύνατη-βραχνή φωνή του. Όταν λειτουργούσε δυσκολευόταν πολύ. Ήρεμος και γαλήνιος ο Γέροντας, ντυμένος την απλοϊκή ιερατική του στολή, έλαμπε ολόκληρος.
Η κατ' εξοχήν διακονία του στο μοναστήρι ήταν αυτή της ιεράς Εξομολογήσεως. Με μοναδικό τρόπο προσέγγιζε τις ταλαιπωρημένες από την αμαρτία ψυχές.
Όρθιος σαν λαμπάδα, απ' το πρωί ως το βράδυ, μπροστά στο καθολικό της μονής, ακούραστος, ακαταπόνητος. Πάντοτε καλοσυνάτος και γελαστός, υποδεχόταν τους προσκυνητές. Άνοιγε συζήτηση μαζί τους και σιγά-σιγά τους περισσότερους τους οδηγούσε στην εξομολόγηση. Μέσα στο εξομολογητήριο, με τη βραχνή φωνούλα του, λέει και πάλι ο π. Δαμασκηνός, σε σαγήνευε. Άπλωνε μέσα στην ψυχή σου και σου έπαιρνε τις αμαρτίες. Με πολλή αγάπη πάσχιζε να βοηθήσει τους ανθρώπους να καθαρίσουν την ψυχή τους.
Ένας γιατρός μας είπε, γράφει ο π. Δαμασκηνός, πως πριν από χρόνια έφερε ένα φίλο του στο μοναστήρι, για να γνωρίσει τον π. Βησσαρίωνα. Ο γιατρός ζήτησε από τον Γέροντα να τον εξομολογήσει. Όταν έβαλε το πετραχήλι του πάνω στο κεφάλι του, για να του διαβάσει την συγχωρητική ευχή, ένοιωσε το πετραχήλι σιγά σιγά να θερμαίνεται, μέχρι που τον έκαιγε. Το ίδιο ένοιωσε κι ο φίλος του, με τον σταυρό που του έβαλε στο κεφάλι ο Γέροντας για να τον διαβάσει. Δεν είπανε τίποτα στον Γέροντα. Φίλησαν το χέρι του συγκλονισμένοι και έφυγαν.
Ένας γέροντας πνευματικός από την Αθήνα είπε πως την ώρα που συζητούσε με τον π. Βησσαρίωνα στο δωμάτιό του, στο μοναστήρι, το δωμάτιο πλημμύρισε από φως.
“Τι συμβαίνει”; τον ρώτησε ο πνευματικός.
Ο π. Βησσαρίων πήγε ως την πόρτα και γυρνώντας του είπε: “Μας επισκέφθηκε η μητέρα του Κυρίου μας, δεν την κατάλαβες;”.
Ένας άλλος πνευματικός, Αθηναίος κι' αυτός, πήγε κάποτε στη Λαμία, για να μιλήσει σε ένα Ιερατικό Συνέδριο για την Εξομολόγηση. Περιμένοντας μέσα στο ιερό βήμα ν' αρχίσει το συνέδριο, έβλεπε τους κληρικούς που προσκυνούσαν την Αγία Τράπεζα και έβγαιναν να πάρουν τις θέσεις τους. Πέρασε ανάμεσά τους κι ένας Γέροντας κληρικός. Στο πέρασμά του ένοιωσε ευωδία και ρώτησε να μάθει ποιος είναι. Είναι ο π. Βησσαρίων ο πνευματικός, του απάντησαν.
Πολλές φορές δεχόταν πόλεμο του σατανά και πάλευε μαζί του.
Θυμάται ο π. Δαμασκηνός:
Ένα βράδυ καθόμασταν στη βεράντα της μονής. Ακούσαμε ξαφνικά τον π. Βησσαρίωνα μέσα στο δωμάτιό του να φωνάζει. Τρέχουμε αμέσως και τον είδαμε να είναι μαζεμένος κουβάρι στην κορυφή του κρεβατιού του. Ήταν αναστατωμένος, το κορμί του έτρεμε.
“Τι σου συμβαίνει παππούλη”; Τον ρώτησα.
“Να παιδί μου”, μου είπε, και μου έδειξε τη γωνία του δωματίου.
“Εκεί είναι ένα μαύρο θηρίο, που μου επιτίθεται. Ορμάει καταπάνω μου και με φοβερίζει”.
Καθίσαμε μαζί του κάμποση ώρα. Ηρέμησε σιγά -σιγά, τον καληνυχτίσαμε και φύγαμε. Το πρωί με κάλεσε και μου είπε να βρω δύο καλά ξύλα και να του φτιάξω ένα μεγάλο Σταυρό. Έφτιαξα ένα Σταυρό και του τον έδωσα.
“Θα τον βάλω στο προσκεφάλι μου, μου είπε, κι ας τολμήσει να ξανάρθει τώρα ο πονηρός. Θα υψώσω τον σταυρό του Κυρίου μου και θα φύγει”.
Χιλιάδες οικογένειες ανακούφισε ο ευλογημένος Γέροντας. Σπούδασε παιδιά,προίκισε κορίτσια. Βοηθούσε ασθενείς. Ενίσχυε πολλές εκκλησίες και βοηθούσε τα ιδρύματα.
Πολλοί χριστιανοί λένε, και το θεωρούν ιδιαίτερη ευλογία, πως κοιμήθηκε στο σπίτι τους. Κάποιοι απ' αυτούς κάνουν λόγο και για θαυμαστά γεγονότα που είδαν και έζησαν με τον Γέροντα.
Σ' ένα σπίτι στη Λοκρίδα, είδαν οι οικείοι τον π. Βησσαρίωνα τη νύχτα να προσεύχεται στο δωμάτιό του γονατιστός, λουσμένο μέσα στο φως και υψωμένο πάνω από το πάτωμα του δωματίου.
Πολλά περιστατικά δείχνουν πως τον π. Βησσαρίωνα τον μετακινούσε, πολλές φορές, η χάρις του Θεού.
Κάθε Δευτέρα και Τρίτη, πήγαινε στα Νοσοκομεία της Λαμίας. Από κρεβάτι σε κρεβάτι, έβλεπε όλους τους ασθενείς, τους παρηγορούσε και τους βοηθούσε.
Κάποτε στο νοσοκομείο της Λαμίας συνάντησε έναν βαρειά άρωστο άνθρωπο με προχωρημένο καρκίνο, σχεδόν στα τελευταία του. Πήγε κοντά του και κάθισε δίπλα του.
“Τι κάνεις παιδί μου;”, τον ρώτησε
“Δεν είμαι καλά παππούλη, πεθαίνω”.
“Παιδί μου έχω ένα φάρμακο που θα σε κάνει καλά”.
“Τι φάρμακο, παππούλη; Όλα τα πήρα και καμιά ωφέλεια δεν είδα”
“Αυτό το φάρμακο που έχω εγώ, δεν το πήρες. Θέλεις να σου το φέρω;”
“Φέρτο μου, παππούλη”.
Τον εξομολόγησε και πήγε και του έφερε την θεία Κοινωνία. Ανασηκώθηκε ο ασθενής, έκαμε τον σταυρό του κλαίγοντας και Κοινώνησε.
“Παιδιά μου, είπε ο Γέροντας, ο άνθρωπος αυτός έγινε καλά! Τελείως καλά και πήγε γερός στο σπίτι του”.
Το σώμα του ήταν ασθενικό. Προσβάλλονταν εύκολα από κρυολογήματα.
Ένα γερό κρυολόγημα, στα 83 του χρόνια, εξελίχθηκε σε πνευμονία που τον οδήγησε τελικά στο νοσοκομείο “Σωτηρία”. Ύστερα από 13 ημέρες νοσηλείας, έχοντας στο πλευρό του τον ηγούμενό του π. Γερμανό, ο π. Βησσαρίων, ο άγιος των πτωχών και των βασανισμένων, εκοιμήθη εν Κυρίω.
Πλήθος κόσμου τον αποχαιρέτισε με δάκρυα στα μάτια, παρά το δριμύ ψύχος.
Ο μακαριστός μητροπολίτης Δαμασκηνός τελείωσε τον σύντομο λόγο του, κατά την νεκρώσιμη ακολουθία, με τα παρακάτω λόγια: “Σήμερα χριστιανοί μου, κηδεύουμε έναν Άγιο”!
Μαρτυρίες χριστιανών και συμμοναστών του επιβεβαιώνουν την αγιότητά του, πριν επισφραγισθεί με την εκταφή του.
Μια μέρα, πριν το σαρανταήμερο μνημόσυνο, λέει ο π. Δαμασκηνός, μπήκα στο ιερό βήμα του καθολικού από τη νότια πύλη και βλέποντας προς το μέρος της Αγίας Τράπεζας, είδα στο απέναντι παρεκκλήσιο τον π. Βησσαρίωνα ολοζώντανο. Αγαλλίασε η ψυχή μου. “Πάτερ μου”, φώναξα, και κινήθηκα πίσω από την αγία Τράπεζα, για να πάω σιμά του. Όταν έφθασα, ο παππούλης δεν ήταν εκεί!
Μια άλλη μέρα ο Νίκος, δόκιμος στο μοναστήρι, μπήκε στο παρεκκλήσιο του αγίου Χαραλάμπους, όπου και το εξομολογητήριο που εξομολογούσε ο Γέροντας και είδε πάνω στην καρέκλα του ένα λευκό περιστέρι. Άπλωσε και το πήρε στα χέρια του χωρίς αυτό να ταραχθεί καθόλου. Το φίλησε στο κεφάλι και βγήκε έξω να το ελευθερώσει. Το περιστέρι χάθηκε από τα χέρια του, χωρίς να ακουστεί το φτερούγισμά του. Ο γέροντας Γερμανός είπε πως ήταν η ψυχή του Παππούλη.
Ένας ιερέας ανέβηκε στο μοναστήρι με κάποιους συγγενείς του. Προσκύνησαν την Παναγία και τον όσιο Αγάθωνα και μετά κατέβηκαν στον τάφο. Εκεί ο ιερέας θέλησε να διαβάσει ένα τρισάγιο. Φόρεσε το πετραχήλι του, αλλά επειδή είδε πως είχαν σωθεί τα καρβουνάκια, είπε: “Πάτερ, συγχώρεσέ με που θα διαβάσω χωρίς θυμίαμα”. Άρχισε το τρισάγιο και όταν έψαλε το “μετά πνευμάτων δικαίων και τετελειωμένων...”, ο τάφος του Γέροντα μοσχοβόλησε από μόνος του!
Πολλά γράμματα έφτασαν και φτάνουν στο μοναστήρι, στα οποία πολλοί συνάνθρωποί μας εξιστορούν θαύματα που έκανε και κάνει ο π. Βησσαρίων σ' αυτούς.
Πηγές:
- Αρχ. Δαμασκηνού Ζαχαράκη, Πώς έζησα τον Γέροντα Βησσαρίωνα τον Αγαθωνίτη
- Αρχ. Δαμασκηνού Ζαχαράκη, Το χρονικό της εκταφής του αφθάρτου σκηνώματος του οσίου πατρός ημών Βησσαρίωνος του Αγαθωνίτου