Με μια πιρόγα φεύγεις και γυρίζεις τις ώρες που αγριεύει η βροχή στη γη των Βησιγότθων αρμενίζεις και σε κερδίζουν κήποι κρεμαστοί μα τα φτερά σου σιγοπριονίζεις |
Σκέπασε αρμύρα το γυμνό κορμί σου σου 'φερα απ' τους Δελφούς γλυκό νερό στα δύο είπες πως θα κοπεί η ζωή σου και πριν προλάβω τρις να σ' αρνηθώ σκούριασε το κλειδί του παραδείσου |
Το καραβάνι τρέχει μες στη σκόνη και την τρελή σου κυνηγάει σκιά πώς να ημερέψει ο νους μ' ένα σεντόνι πώς να δεθεί η Μεσόγειος με σχοινιά αγάπη που σε λέγαμ' Αντιγόνη |
Ποια νυχτωδία το φως σου έχει πάρει και σε ποιο γαλαξία να σε βρω εδώ είναι Αττική φαιό νταμάρι κι εγώ ένα πεδίο βολής φτηνό που ασκούνται βρίζοντας ξένοι φαντάροι |