|
|
Α.-Φ. Χριστίδης, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, Θεσσαλονίκη, Ινστιτούτο νεοελληνικών σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη] 2005 Αρχαιογνωσία και αρχαιογλωσσία στη μέση εκπαίδευση
Η σύνοψη που υπάρχει στο τέλος κάθε κεφαλαίου:
1. Τα μυστικά της γλώσσας, λοιπόν... (ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ) Ας ξαναθυμηθούμε, λοιπόν, με λίγα λόγια τα μυστικά της γλώσσας. Πρώτο μυστικό: Οι άνθρωποι μιλούν, τα ζώα δεν μιλούν. Μιλώ σημαίνει χρησιμοποιώ λέξεις που έχουν σημασία- δηλαδή περιγράφουν τον κόσμο. Τα ζώα δεν διαθέτουν λέξεις• απλώς αντιδρούν σε άμεσα ερεθίσματα. Και αυτές οι αντιδράσεις δεν είναι περιγραφές. Δεύτερο μυστικό: Οι λέξεις σε όλες τις γλώσσες είναι φτιαγμένες με τον ίδιο τρόπο: αποτελούνται από μικρά κομμάτια ήχου (τους φθόγγους) χωρίς νόημα, τα οποία συνδυάζονται για να φτιάξουν την τεράστια ποικιλία των λέξεων. Το γεγονός ότι όλες οι γλώσσες• είναι φτιαγμένες με αυτό τον τρόπο σημαίνει ότι δεν υπάρχουν καλύτερες και χειρότερες, πλούσιες και φτωχές γλώσσες. Και γι' αυτύ πρέπει να σεβόμαστε και να τιμούμε κάθε γλώσσα. Τρίτο μυστικό: Η γλώσσα αλλάζει αλλά δεν χαλάει. Τέταρτο μυστικό: Οι γλώσσες δεν έχουν σύνορα. Και δεν έχουν σύνορα γιατί οι άνθρωποι έρχονται πάντα σε επαφή, άμεση ή έμμεση, με άλλους ανθρώπους από άλλους τύπους. Απόδειξη αυτής της επαφής είναι ο δανεισμός από γλώσσα σε γλώσσα. Ο δανεισμός εξυπηρετεί ανάγκες, και γι' αυτό δεν πρέπει να τον φοβόμαστε ή να τον απορρίπτουμε. Πέμπτο μυστικό: Η γλώσσα έχει «πολλά πρόσωπα»: γεωγραφικές διαλέκτους, καθώς και διάφορες μορφές γλώσσας που εξυπηρετούν τους πολλούς τρόπους με τους οποίους σχετιζόμαστε με τους συνανθρώπους μας. [σελ. 25]
2. Τα μυστικά των ήχων της γλώσσας, λοιπόν... (ΟΙ ΗΧΟΙ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ) Πρώτο μυστικό: Η γλώσσα είναι ένα εργαλείο φτιαγμένο από παλιά ανταλλακτικά: πνευμόνια, μύτη, χείλη, δόντια... Όλα αυτά τα όργανα δεν φτιάχτηκαν ειδικά για τη γλώσσα. Δεύτερο μυστικό: Η παραγωγή των ήχων της γλώσσας: συλλαβή, σύμφωνα, φωνήεντα, ημίφωνα, τονισμός, επιτονισμός. Τρίτο μυστικό: Η «ορχήστρα» της γλώσσας με μαέστρο το φώνημα: οι φθόγγοι «ηχούν» για να διακρίνουν ξεχωριστές λέξεις και σημασίες - λειτουργούν ως φωνήματα. [σελ. 44-45]
3. Τα μυστικά της γραφής, λοιπόν.. (ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ) Πρώτο μυστικό: Το πρώτο και αρχαιότερο κίνητρο για τη δημιουργία ενός συστήματος καταγραφής, και επομένως διατήρησης, της πληροφορίας ήταν η αρίθμηση. Ενδείξεις γι' αυτό βρίσκουμε ήδη στην παλαιολιθική εποχή. Δεύτερο μυστικό: Το κίνητρο αυτό γίνεται ισχυρότερο και συνθετότερο με την ανακάλυψη και εγκατάσταση του γεωργικού τρόπου παραγωγής (νεολιθική εποχή). Η δημιουργία πλεονάσματος αγαθών και η συνακόλουθη συνθετότερη κοινωνική οργάνωση κάνουν επιτακτικότερη την ανάγκη ενός (ανεπτυγμένου) λογιστικού συστήματος καταγραφής της πληροφορίας. Τρίτο μυστικό: Η παραπέρα οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη θα οδηγήσει στην ανάγκη ενός συστήματος καταγραφής της πληροφορίας που υπερβαίνει τις λογιστικές ανάγκες. Αυτό συμβαίνει στην περίοδο 4000-3000 π.Χ. με την ανάπτυξη πλουσίων, πολυάνθρωπων πόλεων στην Εγγύς Ανατολή. Μέσα σε αυτή τη νέα πραγματικότητα θα αναδειχθούν οι αδυναμίες ενός σημασιογραφικού συστήματος για την καταγραφή της πληροφορίας. Έτσι θα προκύψουν, βαθμιαία, συλλαβικά συστήματα γραφής (κατά πολύ οικονομικότερα και αποτελεσματικότερα), για να οδηγηθούμε, στα τέλη της δεύτερης και στις αρχές της πρώτης προχριστιανικής χιλιετίας, στην ανακάλυψη της αλφαβητικής γραφής. Η αλφαβητική γραφή είναι η ολοκλήρωση της μακράς αυτής πορείας. Βασίζεται στην ανακάλυψη και αναγνώριση της φύσης της γλώσσας - ενός συστήματος που βασίζεται σε έναν μικρό αριθμό μονάδων ήχου χωρίς νόημα, οι οποίες συνδυαζόμενες δημιουργούν την τεράστια ποικιλία των μονάδων ήχου με νόημα: των λέξεων. Με την ανακάλυψη του αλφαβήτου ο άνθρωπος κλείνει ένα πρώτο, και σημαντικό κεφάλαιο, στο μακρύ ταξίδι της κατάκτησης της αυτογνωσίας του. [σελ. 63]
4. Για να συγκεφαλαιώσουμε (ΠΟΤΕ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ) Είδαμε λοιπόν στο κεφάλαιο αυτό πότε και πώς πρωτογράφτηκε η ελληνική γλώσσα. Αξίζει να θυμόμαστε ότι η ανάγκη για τη γραφή γεννιέται όταν η κοινωνία έχει γίνει αρκετά σύνθετη ώστε να μην επαρκεί ο προφορικός λόγος για τη λειτουργία της. Αξίζει επίσης να θυμόμαστε ότι η ανάγκη για τη δημιουργία ενός συστήματος γραφής που να καταγράφει τη γλώσσα κατά το δυνατόν πιστά (και όχι ελλειπτικά, όπως η γραμμική Β) γεννιέται όταν η γραφή απλώνεται σε όλο το εύρος της κοινωνικής ζωής και δεν υπηρετεί έναν περιορισμένο χώρο πληροφορίας, τον λογιστικό. Όταν λοιπόν τα κείμενα που πρέπει να γραφούν απλώνονται σε ένα μεγάλο εύρος πληροφορίας και επομένως αφορούν ένα μεγάλο (και όχι ένα περιορισμένο) κοινό, τότε ακριβώς γεννιέται και η ανάγκη για ένα πιστότερο σύστημα καταγραφής της γλώσσας, που δεν προϋποθέτει ειδικούς της γραφής (γραφείς) και ειδικούς αναγνώστες, αναγνώστες δηλαδή που κατανοούν το γραπτό κείμενο^ παρά την ελλειπτικότητά του, γιατί ξέρουν το «θέμα». Αξίζει ακόμα, να θυμόμαστε ότι η ελληνική γλώσσα γεννήθηκε σιγά – σιγά μέσα στον χρόνο μέσα από τα «σπλάχνα» της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας γλωσσών και διαμορφώθηκε μέσα από τη συνάντηση και τη «μείξη» της με άλλες παλιότερες γλώσσες που μιλιούνταν στον ελληνικό χώρο. Έχει σημασία, τέλος, να θυμόμαστε ένα σημαντικό συμπέρασμα από την ιστορική πορεία της γραφής, όπως την παρακολουθήσαμε στο κεφάλαιο αυτό: η γραφή είναι η γέφυρα που ενώνει διαφορετικούς λαούς και πολιτισμούς. Έτσι, οι Μυκηναίοι δανείζονται από τους Μινωίτες το σύστημα γραφής τους (γραμμική Α) για να γράψουν (Γραμμική Β) τη δική τους γλώσσα, την ελληνική. Αργότερα οι Έλληνες θα δανειστούν από την Ανατολή, από τους Φοίνικες, το σύστημα γραφής (αλφαβητικό πλέον) για να (ξανα)γράψουν τη δική τους γλώσσα, την ελληνική. [σελ. 89-90]
5. Για να συνοψίσουμε (Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΤΟ ΑΛΦΑΒΗΤΟ) Οι πρώτες προσπάθειες αλφαβητικής καταγραφής της γλώσσας αρχίζουν στην Ανατολή. Οι Φοίνικες δημιουργούν ένα αλφαβητικό σύστημα που καταγράφει όμως μόνο τα σύμφωνα. Οι Έλληνες θα δανειστούν αυτό το σύστημα από τους Φοίνικες και θα το τελειοποιήσουν: το ελληνικό αλφαβητικό σύστημα καταγράφει όλους τους φθόγγους: φωνήεντα και σύμφωνα. Η δημιουργία του αλφαβήτου δημιουργεί τους όρους για μια δημοκρατία της γραφής, της πληροφορίας, της γνώσης. Και αυτό γιατί το αλφάβητο μαθαίνεται εύκολα και προσφέρεται για γενική χρήση. Δεν προϋποθέτει ειδικούς της γραφής και ειδικούς της ανάγνωσης. Η πρώτη αξιοποίηση αυτών των δημοκρατικών δυνατοτήτων του αλφαβήτου θα γίνει από τις αρχαίες ελληνικές δημοκρατίες. Και η πιο σημαντική από αυτές είναι η Αθήνα. [σελ. 106-107]
6. Η ερασμιακή προφορά Κλείνοντας αυτή τη διαδρομή στην προφορά των αρχαίων ελληνικών (όπως μιλιούνταν στην Αθήνα τον 5ο και 4ο αιώνα π.Χ.) θα πρέπει να πούμε δυο λόγια για ένα ζήτημα που συζητιέται πολύ στην Ελλάδα. Οι ξένοι προφέρουν τα αρχαία ελληνικά με τη λεγόμενη ερασμιακή προφορά (από το όνομα του Ολλανδού σοφού 'Ερασμου, του 16ου αιώνα). Η ερασμιακή προφορά είναι μια προσπάθεια προσέγγισης της αρχαίας προφοράς. Με άλλα λόγια, όταν προφέρουμε τα αρχαία ελληνικά με την ερασμιακή προφορά, δεν τα διαβάζουμε με τη νεοελληνική προφορά αλλά με τον τρόπο που υποθέτουμε ότι προφέρονταν στην αρχαιότητα. Για εμάς εδώ στην Ελλάδα αυτό ακούγεται παράξενα ή και ενοχλητικά, (α) γιατί δεν έχουμε συνηθίσει να ακούμε τα αρχαία ελληνικά με προφορά άλλη από τη νεοελληνική, και (β) γιατί ως μαθητές δεν μάθαμε ποτέ ότι η ελληνική γλώσσα άλλαξε σημαντικά μέσα στον χρόνο, τόσο στην προφορά όσο και σε άλλες όψεις της (σύνταξη, λεξιλόγιο κλπ.). Και αυτό το δεύτερο ευθύνεται για τις συχνά βίαιες αντιδράσεις στην ερασμιακή προφορά των ξένων. Εμείς μπορούμε να συνεχίσουμε να διαβάζουμε τα αρχαία ελληνικά με τη νεοελληνική προφορά, αρκεί να ξέρουμε ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν τα πρόφεραν έτσι - ότι η γλώσσα άλλαξε μέσα στον χρόνο. Και αυτό δεν είναι καθόλου κακό. Όλες οι γλώσσες αλλάζουν μέσα στον χρόνο. [σελ. 116]
6. Για να συνοψίσουμε (ΠΩΣ ΠΡΟΦΕΡΟΝΤΑΝ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ) Όταν μιλάμε για την προφορά των αρχαίων ελληνικών, εννοούμε συνήθως την προφορά της διαλέκτου της Αθήνας (της αττικής διαλέκτου) κατά τον 5ο και 4ο αιώνα π.Χ. Θα πρέπει να θυμόμαστε ότι στα αρχαία ελληνικά υπήρχαν διακρίσεις (μακρά/βραχέα φωνήεντα) και είδη φθόγγων (π.χ. το [h], το [w] (δίγαμμα), το [zd] (ζ), τα [ph] (φ), [th] (θ), [kh] (χ)) που δεν υπάρχουν στη σημερινή ελληνική γλώσσα. Επίσης, ο τονισμός βασιζόταν στο ύψος της φωνής και ήταν μελωδικός, και όχι στην ένταση (δυναμικός τόνος, όπως στα νέα ελληνικά). Διαβάζοντας τα αρχαία ελληνικά κείμενα με τη νεοελληνική προφορά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τα αρχαία ελληνικά προφέρονταν διαφορετικά. [σελ. 116-117]
7. Για να συγκεφαλαιώσουμε (Η ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ) Η βασική δομή της αρχιτεκτονικής της γλώσσας, της κάθε γλώσσας, είναι η πρόταση. Με την πρόταση «χτίζεται» η γλωσσική επικοινωνία, ο διάλογος. Ο λόγος είναι διάλογος. Η πρόταση «κατασκευάζεται» από τον συνδυασμό ονόματος (ή υποκειμένου) και κατηγορήματος. Το όνομα δηλώνει κάτι το ειδικό και το κατηγόρημα κάτι το γενικό, και αυτό είναι το μεγάλο μυστικό της γλώσσας. Στην ανθρώπινη γλώσσα το ειδικό, το συγκεκριμένο, «κολυμπάει» πάντα μέσα στο γενικό. Κάθε λέξη, όπως λέγαμε στο πρώτο πρώτο κεφάλαιο, είναι μια γενική περιγραφή κάποιας όψης του κόσμου, αποτελώντας μια «κρυφή» συμπυκνωμένη πρόταση. Λυτό το βεβαιώνει όποιο ερμηνευτικό λεξικό πάρουμε στα χέρια μας ή αυτό που κάνουμε όλοι όταν μας ρωτάει κάποιος τη σημασία μιας λέξης που δεν ξέρει: του δίνουμε με προτάσεις μια γενική περιγραφή για να καταλάβει τη σημασία της άγνωστης λέξης. Με την πρόταση κατασκευάζεται η «θάλασσα» του γενικού μέσα στην οποία «κολυμπάει» το ειδικό. Η διαφορά μας με τα ζώα είναι ότι για αυτά υπάρχει μόνο το ειδικό, το συγκεκριμένο - το «εδώ και τώρα». Γι' αυτό και τα συστήματα επικοινωνίας τους δεν διαθέτουν προτάσεις. Όλες οι γλώσσες έχουν την ίδια αρχιτεκτονική, όλες βασίζονται στις προτάσεις - στο όνομα και στο κατηγόρημα. Οι διαφορές τους βρίσκονται στα μέσα που χρησιμοποιούν για να «οργανώσουν» την πρόταση. Η αρχαία ελληνική ήταν μια κλιτή, συνθετική γλώσσα. Η νέα ελληνική έχει χάσει πολλά από τα κλιτά, συνθετικά στοιχεία της αρχαίας ελληνικής και έγινε περισσότερο αναλυτική. [σελ. 139]
8. Για να συγκεφαλαιώσουμε (ΟΙ ΔΙΑΛΕΚΤΟΙ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ) Η αρχαία ελληνική γλώσσα μέχρι το 300 π.Χ. ήταν ένα μωσαϊκό διαλέκτων. Ανάμεσα σε αυτές είχε αρχίσει ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ. να ξεχωρίζει η διάλεκτος της Αθήνας, η αττική διάλεκτος, και αυτό γιατί ήταν η διάλεκτος της πιο σημαντικής πόλης-κράτους της αρχαιότητας. Αυτό το «γόητρο» της αττικής διαλέκτου εξάπλωσε τη χρήση της πέρα από τα όρια της Αττικής. Η υιοθέτηση της, ακριβώς γιατί είχε γόητρο, από την αυλή των καινούργιων ισχυρών της αρχαιότητας, των μακεδόνων βασιλιάδων, θα απλώσει τη χρήση της στον πλατύ γεωγραφικό χώρο που άνοιξαν οι κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου, μέχρι την Αίγυπτο και την Ινδία. Έτσι θα γίνει η κοινή γλώσσα των Ελλήνων και των ελληνόφωνων. Και αυτή η γενίκευση της χρήσης της θα οδηγήσει τις άλλες διαλέκτους σιγά σιγά σε εξαφάνιση. Με άλλα λόγια, θα τις εγκαταλείψουν οι ομιλητές τους γιατί χρειάζεται να ξέρουν την κοινή - την «ισχυρή» γλώσσα της εποχής, τα «αγγλικά» της εποχής. Στους αιώνες που θα ακολουθήσουν η κοινή θα αρχίσει να χωρίζεται σε καινούργιες διαλέκτους. Και έτσι θα «ξαναφτιαχτεί» ένα νέο «μωσαϊκό διαλέκτων», των νεότερων ελληνικών διαλέκτων. Μία από αυτές, η πελοποννησιακή, θα ξεχωρίσει και πάλι για λόγους ιστορικούς, γιατί ήταν η διάλεκτος της περιοχής όπου γεννιέται, με την επανάσταση του 1821, το νέο ελληνικό κράτος. Αυτή η διάλεκτος θα αποτελέσει σε σημαντικό ποσοστό τη βάση για τη νέα κοινή ομιλούμενη γλώσσα που χρειάζεται το νέο κράτος. Το μυστικό λοιπόν της γέννησης κοινών γλωσσικών μορφών, τόσο στην περίπτωση της δικής μας γλώσσας όσο και άλλων γλωσσών, κρύβεται στην ιστορία, στην κοινωνία δηλαδή και τις ανάγκες της. [σελ. 158-159]
9. Για να συγκεφαλαιώσουμε (Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΕ ΑΛΛΕΣ ΓΛΩΣΣΕΣ Ο γλωσσικός δανεισμός είναι γέννημα της ιστορίας – των επαφών δηλαδή ανάμεσα στους λαούς. Ο δανεισμός δεν «χαλάει» τη γλώσσα. Τα δάνεια πάντα γίνονται κομμάτι της γλώσσας που τα «εισάγει». Σε ορισμένες περιπτώσεις η γλωσσική επαφή μπορεί να σημάνει τη διαδικασία της μετακίνησης των ομιλητών από τη μητρική τους γλώσσα σε μια άλλη. Η αρχαία ελληνική γλώσσα δανείστηκε από άλλες γλώσσες και δάνεισε σε άλλες γλώσσες. Σε αρκετές περιπτώσεις η επαφή με την ελληνική γλώσσα οδήγησε ομιλητές άλλων γλωσσών στην εγκατάλειψη της μητρικής τους γλώσσας - στον εξελληνισμό τους. Η σημαντικότερη γλωσσική επαφή της αρχαίας ελληνικής γλώσσας ήταν η συνάντηση της με τη λατινική. Αυτή η συνάντηση άφησε και τα περισσότερα «ίχνη». [σελ. 173-174]
10. Για να συγκεφαλαιώσουμε (ΠΩΣ ΑΛΛΑΞΕ Η ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ)
Στους τρεις αιώνες από την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου (4ος αιώνας π.Χ.) μέχρι τα χρόνια του Χριστού δημιουργείται με βάση την αττική διάλεκτο, για πρώτη φορά μια κοινή ελληνική γλώσσα που μιλιέται σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο. Αυτή η τεράστια εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας και η υιοθέτηση της από αλλόγλωσσους γεννά μια σειρά από μεγάλες αλλαγές που έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό την εξομάλυνση και απλούστευση της δομής της: απλούστερη μορφολογία, περισσότερη σύνταξη εκεί όπου παλιότερα χρησιμοποιούνταν κυρίως μορφολογικοί τρόποι για να εκφραστούν σημασίες. Απλούστευση, εξομάλυνση, λιγότερη μορφολογία, περισσότερη σύνταξη: όλα αυτά σημαίνουν ευκολότερη εκμάθηση της γλώσσας. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι οι μεγάλες αυτές αλλαγές γίνονται σε μια εποχή κατά την οποία μεγάλοι αριθμοί αλλόγλωσσων «υιοθετούν» την ελληνική. Σε αυτούς, και στις δικές τους ανάγκες εκμάθησης, πρέπει να οφείλεται σε σημαντικό ποσοστό η μορφή που παίρνει αυτή την εποχή η ελληνική γλώσσα, η κοινή. Και από την κοινή ξεκινά ουσιαστικά η νέα ελληνική γλώσσα. [σελ. 185]
11. Για να συγκεφαλαιώσουμε (ΑΤΤΙΚΙΣΜΟΣ: Η «ΚΑΛΗ» ΚΑΙ Η «ΚΑΚΗ» ΓΛΩΣΣΑ Όλοι μας, σαν ομιλητές, αναγνωρίζουμε «καλές» και «κακές» μορφές γλώσσας. Αυτές οι γλωσσικές αξιολογήσεις αντανακλούν την προσαρμογή της γλώσσας σε διάφορες περιστάσεις επικοινωνίας (π.χ. ευγένεια, ιεραρχικές σχέσεις κλπ.) Μπορεί κάποτε (και αυτό έγινε στην περίπτωση της ελληνικής γλώσσας) οι ιστορικές συνθήκες να οδηγήσουν στην υπερτίμηση μιας αρχαιότερης φάσης της γλώσσας και στην τεχνητή συντήρηση της (κυρίως στον γραπτό λόγο) παράλληλα με την υποτίμηση της ομιλούμενης, σύγχρονης μορφής της γλώσσας. Τέτοιου είδους φαινόμενα συνδέονται με την αντίληψη της γλωσσικής αλλαγής ως φθοράς και αλλοίωσης και συνδέονται με συνθήκες κρίσης που γεννούν τη νοσταλγία για ένα «ένδοξο» παρελθόν, όχι μόνο γλωσσικό αλλά πολιτικό και κοινωνικό. Έτσι γεννήθηκε το κίνημα του αττικισμού στους πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες για να συνεχιστεί στη διάρκεια της βυζαντινής εποχής έως και τα νεότερα χρόνια με το κίνημα του καθαρισμού, της καθαρεύουσας. [σελ. 192]
12. Για να συγκεφαλαιώσουμε (ΠΡΟΣ ΤΑ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ) Η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, το Βυζάντι, σύντομα υιθετεί· την ελληνική γλώσσα ως γλώσσα διοίκησης. Και υιοθετεί την αρχαΐζουσα μορφή γλώσσας, που κυριαρχεί ήδη τρεις αιώνες με το κίνημα του αττικισμού. Η λατινόφωνη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διαλύεται τον 5ο αιώνα μ.Χ. από επιδρομές γερμανικών φύλων από τα βόρεια. Αποτέλεσμα της διάλυσης της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν η δημιουργία ξεχωριστών λατινογενών γλωσσών. Η συνοχή της ελληνικής γλώσσας διατηρήθηκε από την επιβίωση της ελληνόφωνης βυζαντινής Αυτοκρατορίας για χίλια χρόνια και από τα ισχυρά αισθήματα συνοχής και συνέχειας που συντηρούσε η κυριαρχία της αρχαΐζουσας γλώσσας. Έτσι, οι ομιλητές αισθάνονταν ότι οι ποικιλίες της ελληνικής που μιλούσαν ήταν διάλεκτοι της ναι όχι ξεχωριστές γλώσσες. Η διάκριση διάλεκτος - γλώσσα είναι γέννημα της ιστορίας και των στάσεων και αισθηματιών που γεννά απέναντι στις γλωσσικές μορφές. Η κυριαρχία της αρχαΐζουσας γλωσσάς στα γραπτά κείμενα που έχουμε από το Βυζάντιο δεν επιτρέπει να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της ομιλούμενης γλώσσας. Μόνο γύρω στο 1100 μ. Χ. θα αρχίσουμε να έχουμε κείμενα στην ομιλούμενη γλώσσα Το πιθανότερο είναι, ωστόσο, ότι η νέα ελληνική έχει διαμορφωθεί γύρω στο 1000 μ.Χ. Από την περίοδο της Τουρκοκρατίας διαθέτουμε πλέον πολλά κείμενα στην ομιλούμενη γλώσσα και στις ποικιλίες της. Ξεχωρίζει η περίπτωση της Κρήτης (που βρίσκεται στην κατοχή της Βενετίας μέχρι το 1669) με σημαντική λογοτεχνική παραγωγή στην ομιλούμενη γλώσσα. Από τον 18ο αιώνα και μέχρι τη δημιουργία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους το 1830 κυριαρχούν οι συζητήσεις για τη δημιουργία εθνικής γλώσσας. Από τις τρεις μορφές γλώσσας που συζητιούνται (αρχαΐζουσα, «διορθωμένη» ομιλούμενη, ομιλούμενη [δημοτική]) θα κυριαρχήσει η δεύτερη, η καθαρεύουσα, ως επίσημη μορφή γλώσσας μέχρι το 1976. Ήδη όμως από τον 19ο αιώνα το κίνημα του δημοτικισμού θα οδηγήσει στην αυξανόμενη κυριαρχία της δημοτικής στη λογοτεχνία αλλά και σε άλλες μορφές λόγου. Το 1976 η δημοτική αναγνωρίζεται ως γλωσσικό εργαλείο του κράτους. [σελ. 205-206]
Επίλογος Ο καλύτερος ίσως τρόπος για να κλείσει αυτό το βιβλίο είναι να ξαναθυμηθούμε την αρχή του: τα «μυστικά» της γλώσσας. Αυτά που κάνουν τη γλώσσα (την κάθε γλώσσα, «μικρή» ή «μεγάλη», «άσημη» ή «διάσημη») ένα μοναδικό εργαλείο. Μοναδικό, γιατί περιγράφει τον κόσμο και δεν αποτελείται, όπως συμβαίνει στο ζωικό βασίλειο, από αντιδράσεις σε ερεθίσματα. Αυτό είναι, όπως λέγαμε, που κάνει τη λέξη πόνος, και κάθε άλλη λέξη, γλώσσα, σε αντίθεση με το βογκητό του πόνου ή το γάβγισμα του σκύλου, που είναι απλά κραυγές. Όλες οι γλώσσες «δουλεύουν» με αυτό τον τρόπο και, αν κάποιες ξεχώρισαν (όπως τα αρχαία ελληνικά ή τα λατινικά), ή ξεχωρίζουν (όπως τα αγγλικά σήμερα), αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν ή είναι «καλύτερες». Ξεχώρισαν ή ξεχωρίζουν για λόγους ιστορικούς και όχι γιατί ήταν, ή είναι, «φτιαγμένες» καλύτερα από άλλες. Δεν υπάρχουν λοιπόν «καλύτερες» ή «χειρότερες» γλώσσες, «ανώτερες» ή «κατώτερες». Όπως δεν υπάρχουν καλύτεροι ή χειρότεροι λαοί. Κάθε γλώσσα, και κυρίως οι ομιλητές της, αξίζει λοιπόν τον σεβασμό μας. [σελ. 207]
|
|