ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

 

φιλολογικά

 
έκθεση α΄ λυκείου
 
έκθεση β΄ λυκείου
 
έκθεση γ΄ λυκείου
 

λογοτεχνία

 

αρχαία

 

ιστορία σχολική

 

ιστορία

 

φιλοσοφία
 
εκτός ύλης
 
συζητώντας
 
εργασίες συναδέρφων
 
ιδέες διδασκαλίας
 
επικοινωνία

.................................

Βασίλης Συμεωνίδης

δικτυακός τόπος

με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό

 

 

η αντιγραφή είναι ελεύθερη με την υπενθύμιση ότι η αναφορά στην πηγή τιμά αυτόν που την κάνει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 
 
 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

 

Ομήρου Οδύσσεια, Ραψωδία ε, 383-493 (μετάφραση Δ. Ν. Μαρωνίτη)

 

Μα να που η Αθηνά, του Δία η κόρη, έρχεται τώρα μ' άλλες σκέψεις:

δένει τον δρόμο στους ενάντιους ανέμους, τους προστάζει ανάπαυλα,

όλους τούς κατευνάζει.

Σήκωσε μόνο τον γοργό βοριά, σπάζει τα κύματα μπροστά του,

για να μπορεί, ξεφεύγοντας τον χάρο και τη μαύρη μοίρα,

να σμίξει ο θείος Οδυσσεύς μ' εκείνους που έχουν

χαρά τους το κουπί, τους Φαίακες.

Κι ωστόσο δυο μερόνυχτα, δοσμένος στο μεγάλο κύμα,

είδε πολλές φορές τον χάρο με τα μάτια του.

Μόνο την τρίτη μέρα, σαν την ξημέρωσε η Αυγή

με τους ωραίους πλοκάμους, έπεσε ο άνεμος,

γαλήνεψε, κι έγινε νηνεμία.

Και ξαφνικά βλέπει στο πλάι του στεριά· όπως τον σήκωσε

ψηλά ένα μεγάλο κύμα, την είδε μπρος του με το κοφτερό του μάτι.

Πόση αγαλλίαση νιώθουν παιδιά που αναστήθηκε ο πατέρας τους—

τον είχε βρει και τον κρατούσε στο κρεβάτι

βαριά αρρώστια που τον παίδεψε πολύ· μέρα τη μέρα έλιωνε,

καθώς ο δαίμονας τον χτύπησε ο φριχτός· και τώρα

που οι θεοί τού λύνουν τα δεσμά της συμφοράς του,

αγάλλεται· τόση αγαλλίαση δίνει στον Οδυσσέα η θέα

της στεριάς της δασωμένης. Όλος σπουδή κολύμπησε

να φτάσει, για να πατήσει χώμα το ποδάρι του.

Αλλά όταν πια τον χώριζε τόση μονάχα απόσταση, όσο

που ν' ακουστεί φωνάζοντας, τον πήρε ο γδούπος

που τα ύφαλα της θάλασσας χτυπούσε.

Το μέγα κύμα, σπάζοντας φοβερό πάνω στις ξέρες,

βόγγαε και ξερνούσε, σκεπάζοντας τα πάντα μ' αλισάχνη.

Λιμάνια ανύπαρκτα, των καραβιών οι κόλποι ανύπαρκτοι·

υπήρχαν μόνο κάβοι απόκρημνοι, γκρεμοί και βράχοι.

Τότε του λύθηκαν τα γόνατα, λύγισε κι η καρδιά του,

βαρυγκομώντας ο Οδυσσέας μόνος του μιλούσε

λέγοντας στην περήφανη ψυχή του:

«Τώρα τι γίνεται. Αφού ο Δίας ανέλπιστα μου δίνει

να δω στεριά, και μπόρεσα να φτάσω εδώ, μέσα από τόσα κύματα,

δεν βλέπω μέρος πουθενά να καταφύγω, που να με βγάλει

από την αφρισμένη θάλασσα.

Έξω μονάχα βράχοι μυτεροί και γύρω τους

βρυχάται το κύμα πολυτάραχο· λείος

και κατακόρυφος αναδρομίζει τοίχος πέτρινος,

κι είναι από κάτω το νερό βαθύ, δεν γίνεται να στηριχτείς

στα πόδια και να σταθείς για να ξεφύγεις το κακό.

Αν πάω να βγω, φοβάμαι μήπως και μ' αναρπάξει το μεγάλο κύμα

και με συντρίψει πάνω σε γρανιτένιο βράχο—

τότε κι η ορμή μου πάει χαμένη.

Αν πάλι πω πως κολυμπώ ένα γύρο, μήπως και βρω κάπως

απάνεμο ακρογιάλι ή και λιμάνι αυτής της θάλασσας, τρέμω

μην και με παρασύρει η αντάρα πάλι στο ψαροτρόφο πέλαγο,

που ξέρει πώς να βαριαναστενάζει.

Ή κι ένας δαίμονας από τα βάθη της θαλάσσης στείλει

να με σπαράξει κάποιο κήτος, απ' τα μεγάλα και πολλά

που τρέφει η τρανή Αμφιτρίτη.

Καλά τον ξέρω τον θυμό του Κοσμοσείστη, το μένος του εναντίον μου,

του περιβόητου θεού.»

Κι όπως ακόμη μες στα φρένα και τον νου του ανακινούσε τέτοιες σκέψεις,

μεγάλο κύμα τον παρέσυρε, τον έριξε στα βράχια της ακτής.

Τότε τις σάρκες του θα ξέσχιζε, τα κόκαλα του θα συντρίβονταν,

αν η θεά Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, δεν έδινε τη φώτιση της·

μαζεύοντας τη δύναμη του, και με τα δυο του χέρια

πιάστηκε απ' τον βράχο, κι εκεί κρατήθηκε στενάζοντας

ώσπου το κύμα πέρασε.

Κι αν γλίτωσε έτσι, όμως το κύμα, πίσω γυρίζοντας ορμητικό,

τον έπληξε και τον επέταξε μακριά, ξανά τον πήγε στα βαθιά.

Πώς όταν ξεκολλούν χταπόδι απ' το θαλάμι του,

κολλούν απάνω στις θηλές του τα πυκνά χαλίκια,

παρόμοια μείναν κολλημένες κι οι σάρκες από τα θρασιά του χέρια

πάνω στα βράχια. Κι εκείνον τον εσκέπασε το μέγα κύμα.

Θα 'ταν κι αυτό απρόβλεπτος χαμός του δύστυχου Οδυσσέα,

αν πάλι η Αθηνά, τα μάτια λάμποντας, δεν έδινε τη φώτιση της·

κατόρθωσε ν' αναδυθεί απ' το κύμα που έσπαζε στη στεριά,

έστριψε προς τα έξω και λοξά κολύμπησε, κοιτάζοντας

μη χάσει τη στεριά απ' τα μάτια του, μήπως και βρει

κάπως απάνεμο ακρογιάλι ή και λιμάνι αυτής της θάλασσας.

Και τότε κολυμπώντας φτάνει στο στόμα ποταμού καλλίρροου—

αυτός ο χώρος έκρινε πως ήταν ο καλύτερος,

αφού του έλειπαν οι βράχοι, κι ο άνεμος δεν τον χτυπούσε. Βλέποντας

μπρος του τα νερά του ποταμού να ρέουν, έκανε ολόψυχην ευχή:

«Επάκουσε, όποιος κι αν είσαι, ποταμέ βασιλικέ μου.

Προσπέφτω, χίλιες φορές παρακαλώ σε, γλίτωσε με

από την απειλή του ποσειδωνίου πελάγου.

Πρέπει, πιστεύω, κι οι αθάνατοι θεοί να τον σπλαχνίζονται

όποιον παραδαρμένος τούς ζητά το έλεος τους.

Ένας που έπαθε πολλά κι εγώ, τώρα στα γόνατα σου πέφτω,

ποταμέ μου, ζητώ να μ' ελεήσεις, βασιλιά μου.

Ικέτης σου είμαι, και το ομολογώ.»

Ευχήθηκε κι ευθύς ο ποταμός ανέκοψε το ρέμα,

σταμάτησε το κύμα, μπροστά του τα νερά γαλήνεψε,

τον πήρε και τον έσωσε στις εκβολές του.

Μα είχαν πια λυγίσει και τα δυο του γόνατα, τα στιβαρά του χέρια

λύθηκαν, ένιωθε τσακισμένος απ' το κύμα·

σώμα πρησμένο, στόμα, ρουθούνια να ξερνούν τη θάλασσα,

κι αυτός πεσμένος κάτω, δίχως πνοή, δίχως φωνή,

σαν λιγοθυμισμένος, τυραννισμένος από κούραση φριχτή.

Κι ωστόσο μόλις πήρε ανάσα κι ήλθε η ψυχή ξανά στον τόπο της,

το μαγικό μαγνάδι λύνοντας το παραδίνει

στου ποταμού το ρέμα που έσμιγε με τη θάλασσα·

γοργά το πήρε μες στη δίνη του ένα μεγάλο κύμα,

κι αμέσως το υποδέχτηκαν τα χέρια της Ινώς.

Τότε απ' το ποτάμι βγαίνει, έγειρε σ' ένα σχοίνο πλάι,

σκύβοντας φίλησε το χώμα της ζωοδόχου γης.

Βαρύθυμος ακόμη, μιλώντας είπε στη γενναία ψυχή του:

«Τώρα στο τέλος τι μου μέλλεται να πάθω, αλίμονο.

Αν μείνω στο ποτάμι και περάσω εδώ τη μαύρη νύχτα,

πώς να μη συμμαχήσουν άσχημα πάχνη και παγωνιά,

εξαντλημένον να μου πάρουν την ψυχή,

έτσι που την αυγή τόσο ψυχρό το αγιάζι κατεβαίνει απ' το ποτάμι.

Αν πάλι ανέβω την πλαγιά στο δάσος το βαθύσκιωτο,

αν σε φυλλωσιές πυκνές πέσω να κοιμηθώ, πες πως το κρύο

κι ο κάματος μ' αφήνουν, κι επέρχεται ύπνος γλυκός·

τα άγρια θηρία τρέμω μήπως με βρουν και με σπαράξουν.»

Κι όπως το συλλογίστηκε, αυτό του φάνηκε πως είναι το καλύτερο:

ξεκίνησε να βρει το δάσος, το βρήκε πλάι στον ποταμό,

ψηλά σε ξάγναντο.

Τρύπωσε εκεί, κάτω από θάμνα δίδυμα, ελιά κι αγρίλι που ξεφύτρωναν μαζί.

Δεν έφτανε ως εδώ το μένος των υγρών ανέμων,

δεν τα χτυπούσε αυτά τα θάμνα ήλιος με τις αχτίνες του,

όταν σηκώνεται λαμπρός, μήτε η βροχή τα διαπερνούσε·

τόσο πυκνά συμπλέκονταν το 'να μαζί με τ' άλλο.

Γλίστρησε ο Οδυσσέας στον κόρφο τους, και με τα χέρια του

φτιάχνει το στρώμα του παχύ κι ευρύχωρο,

από τα φύλλα τα πολλά που ήταν χυμένα γύρω, τόσο και τέτοιο,

που θα μπορούσε δυο και τρεις ανθρώπους να τους προφυλάξει,

ακόμη και σε χειμωνιάτικη ώρα, όταν βαραίνει ο καιρός πολύ.

Το έργο του κοιτώντας, βασανισμένος ο Οδυσσέας και θείος,

ένιωσε μέσα του χαρά· στη μέση ξάπλωσε ρίχνοντας

από πάνω του σωρό τα φύλλα.

Πώς κάποιος έκρυψε δαυλό μέσα στη μαύρη στάχτη,

σε χτήμα απόμερο, που γείτονες στο πλάι του δεν έχει, σώζοντας έτσι

το σπέρμα της φωτιάς, που να μην είναι ανάγκη απ' αλλού ν' ανάβει·

με ένα δαυλό παρόμοιος ο Οδυσσέας σκεπάστηκε με φύλλα.

Τότε κι η Αθηνά χύνει στα μάτια του τον ύπνο,

γρήγορη ανάπαυση από τον μόχθο και τον κάματο του.

Κι ο ύπνος σφράγισε τα βλέφαρα του.

 

 

Ομήρου Οδύσσεια, μετάφραση Δ. Ν. Μαρωνίτη (οριστική έκδοση), ΙΝΣ, Θεσσαλονίκη, Οκτώβριος 2009

 

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Κυριακή, 08 Μαρτίου 2015.