ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

 

φιλολογικά

 
έκθεση α΄ λυκείου
 
έκθεση β΄ λυκείου
 
έκθεση γ΄ λυκείου
 

λογοτεχνία

 

αρχαία

 

ιστορία σχολική

 

ιστορία

 

φιλοσοφία
 
εκτός ύλης
 
συζητώντας
 
εργασίες συναδέρφων
 
ιδέες διδασκαλίας
 
επικοινωνία

.................................

Βασίλης Συμεωνίδης

δικτυακός τόπος

με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό

 

 

η αντιγραφή είναι ελεύθερη με την υπενθύμιση ότι η αναφορά στην πηγή τιμά αυτόν που την κάνει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 
 
 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

Παντελής Μπουκάλας, Το γεφύρι της γλώσσας

 

Η «Σχολή της Τιμιοτέρας», 14.02.2016

http://www.kathimerini.gr/849143/opinion/epikairothta/politikh/h-sxolh-ths-timioteras

 

Όταν μιλάμε και γράφουμε για την ελληνική γλώσσα, αρχαία και νέα, για το πώς τη διδάσκουμε και πώς θα γίνει ελκυστικότερη και αποδοτικότερη η διδασκαλία της, ξανασκεφτόμαστε το πώς εννοούμε την ελληνικότητα και πώς τη ζούμε. Ποια αναγνωρίζουμε ως θεμελιώδη γνωρίσματά της, ποιες ιδεοληπτικές ή καταχρηστικές αξιοποιήσεις του όρου απορρίπτουμε, σε ποιες καπηλικές παραχαράξεις της ελληνικότητας εναντιωνόμαστε. Θα λέγαμε ψέματα, αν επιμέναμε πως είναι μη πολιτική και μη ιδεολογική η προσέγγιση του καθενός μας στο γλωσσικό – που φαίνεται ότι δεν θα πάψει να επανεμφανίζεται με τη μια ή την άλλη μορφή, λιγότερο ή περισσότερο οξύ. Μας κληροδότησε τόσο βαρύ φορτίο η μακρότατη προϊστορία του, ώστε ακόμα και το αν θα γράψουμε «ορθοπεδικός» ή «ορθοπαιδικός», «τσιρότο» ή «τσηρώτο» κ.λπ. μπορεί να μας χωρίσει σε «προοδευτικούς» ή «συντηρητικούς», «ασεβείς καταστροφείς» ή «σεβαστικούς κληρονόμους», «τριανταφυλλιδικούς» ή «μπαμπινιωτικούς», ασήμαντους «ελληνώνυμους» ή «γνήσιους Ελληνες», «κατσαπλιάδες» ή «γραβατωμένους», για να μνημονεύσω δύο τρέχοντες χαρακτηρισμούς.

 

Δεν υπάρχει ασφαλέστερο πεδίο για την άσκηση εθνολαϊκισμού από τη γλώσσα. Και αυτό επειδή προσφέρεται για την προβολή των πιο επίμονων δογμάτων μιας σχολής σκέψης θα της έδινα τον τίτλο «Η Τιμιοτέρα». Θεράποντες και πιστοί της δεν είναι όσοι δοξάζουν «την τιμιοτέραν των χερουβίμ», αλλά όσοι έχουν κάνει θούριό τους ένα δίστιχο του Καβάφη, παρερμηνεύοντάς το. Το πασίγνωστο: «Υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός - / ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν».

 

Παραγνωρίζοντας το περιβάλλον, μέσα στο οποίο εννοηματώνονται οι στίχοι αυτοί, στο ποίημα «Επιτύμβιον Αντιόχου, βασιλέως Κομμαγηνής», του 1923, εξυψώνουν τα λόγια του Αλεξανδρινού σε νόμο της Ιστορίας. Αν διάβαζαν προσεκτικότερα το ποίημα, θα διαπίστωναν ίσως ότι δεν είναι μόνο ένας ή δύο οι τρόποι με τους οποίους ο ποιητής, θιασώτης του «ελληνισμού του κράματος», μετριάζει την απολυτότητα του αφορισμού. Τους θυμίζω, όπως τους κατέγραφα στην «Κ της Κυριακής», 14.2.2010:

 

«Πρώτον, το επιτύμβιο είναι ουσιαστικά παραγγελία εκ μέρους της “περίλυπης” αδελφής του βασιλέως, και μάλιστα αμέσως μετά την κηδεία, άρα ούτε η ιδιότητά της ούτε η περίσταση επέτρεπαν τίποτε άλλο εκτός από τον υπέρμετρο έπαινο. Δεύτερον, την παραγγελία αυτή αναλαμβάνει να την εκτελέσει όχι κάποιος ποιητής, αλλά ο σοφιστής Καλλίστρατος, ο οποίος, “από τον οίκον τον βασιλικόν / ασμένως κ’ επανειλημμένως φιλοξενηθείς”, δεν θα μπορούσε παρά να εκδιπλώσει όλη την ικανότητά του στην κολακεία», μήπως και ξεχρεώσει. Τρίτον, «το επιτύμβιο γράφεται “τη υποδείξει Σύρων αυλικών”, αμφισβητούμενης ευθυκρισίας υποθέτω», έτσι όπως έκαμπτε την όποια φιλαλήθειά τους η καλοζωισμένη εξάρτησή τους από τον θρόνο.

 

Δεν είναι αδιάφορο, τέλος, το γεγονός ότι ο Καβάφης υμνεί σαν επιτομή του «ελληνικού» έναν φανταστικό βασιλιά, μη υπάρξαντα, και πιθανότατα αδύνατον να υπάρξει, έτσι «προνοητικός, δίκαιος, σοφός, γενναίος», όπως εικονογραφείται. Ο Αντίοχος Α’ (περ. 69-31 π.Χ.), με τον οποίο ταυτίζουν ορισμένοι τον βασιλιά του επιτυμβίου, δύσκολα θα μπορούσε να αποτελέσει πρότυπο για τον αυστηρό Καβάφη, αλλά και για κάθε άλλον. Μπορεί να προσαγορευόταν (από τους αυλικούς του) Θεός, Δίκαιος, Επιφανής, αλλά και Φιλέλλην, βασίλευσε όμως κατά παραχώρηση των Ρωμαίων (του Λούκουλλου και του Πομπήιου, διαδοχικά). Και διαβάλλοντας το περίφημο ελληνικό μέτρο, ίδρυσε μνημείο της αφεντιάς του με το άγαλμά του ισότιμο δίπλα στα αγάλματα των θεών.

 

Μολαταύτα, το καβαφικό δίστιχο δεν θα πάψει να είναι το επίσημο έμβλημα της «Σχολής της Τιμιοτέρας», οι διδάχοι της οποίας βρίσκουν στη γλώσσα προνομιακή περιοχή για να προβάλουν τις βασικές αντιλήψεις τους. Πρώτον, την αντίληψη της αδιάσπαστης συνέχειας, δίχως κανένα πρόβλημα, καμία απώλεια, καμία διαφοροποίηση στους αιώνες ή πρόσμειξη. Δεύτερον, την αντίληψη της υπεροχής, ή μάλλον της μοναδικότητας, μια και η ελληνική γλώσσα (η αρχαία εννοείται, η νέα είναι φτωχαδάκι) παρασταίνεται σαν ανώτερη όλων, η μόνη που ενισχύει τη λογική και την ηγετικότητά μας, η μόνη την οποία δέχονται σαν νοηματική αλλά και «μη οριακή» τα πιο εξελιγμένα κομπιούτερ, η μόνη με μαθηματική δομή, η μόνη που αντιγράφει τη φύση, στην ετυμολογία και στη γραφή της κ.λπ. Τρίτον, την αντίληψη της διαρκούς οφειλής της οικουμένης στους Ελληνες, οι οποίοι, εκτός των πάμπολλων άλλων, πρόσφεραν αμέτρητες λέξεις σε αμέτρητες γλώσσες του κόσμου. Θυμίζω εδώ ότι τον Νοέμβριο του 2011 η Γερμανίδα ιστορικός Λεονόρα Ζέελινγκ, ενοχλημένη από το «Φόκους» και την «Μπιλντ» και προφανώς σαρκάζοντας, πρότεινε να καταβάλλει κάθε Ευρωπαίος πέντε σεντς για κάθε ελληνική λέξη που χρησιμοποιεί. Οι εξόφθαλμες τεχνικές δυσκολίες έπεισαν τους εδώ «ελληνόψυχους» να μην επιμείνουν στη διεκδίκηση.

 

Διαλέγει μέτωπο, λοιπόν, κανείς. Θέλει δεν θέλει. Του το διαλέγουν οι απόψεις του, που μόνο, όμως, αν στηρίζονται σε γνώσεις και όχι σε μυθεύματα μπορούν να λειτουργήσουν παιδαγωγικά. Εντούτοις, κάθε άλλο παρά βέβαιο είναι ότι όλοι όσοι εκφέρουν δημόσια τη γνώμη τους για τη γλώσσα έχουν συζητήσει το θέμα και με κάποιον άλλον πλην του εν κατόπτρω εαυτού τους. Αρκετοί αρκούνται στην αυθεντία τους και στην αέναη αναπαραγωγή των ίδιων πάντα μυθευμάτων και ψευδών, παρότι η γλωσσολογία τα έχει καταρρίψει προ πολλού. Και παρότι, αν έμπαιναν στον κόπο να ψάξουν στις πηγές, έστω στο Ιντερνετ, θα πληροφορούνταν, με λύπη τους, πως όσα συνεχίζουν να διαδίδουν, για το πώς ψηφίστηκε το μονοτονικό λ.χ. ή για το σατανικό (αν και ανύπαρκτο) «οργανωμένο σχέδιο εξόντωσης της γραμματικής μας και κατάργησης των φωνηέντων μας», είναι σκέτες τρολιές.

 

Εντούτοις, όσοι μοιρολογούν ότι δεν διδάσκονται πια τα αρχαία, για να μη χάσουν το δικαίωμα του κλαυθμυρίσματος, δεν θα σκεφτούν ποτέ ότι οφείλουν να δουν το ωρολόγιο πρόγραμμα. Όσοι αδιαφορούν για τα πορίσματα της γλωσσολογικής επιστήμης θα συνεχίσουν να κηρύσσουν πως η εκμάθηση των αρχαίων θεραπεύει τη δυσλεξία και την αριστεροχειρία (μήπως και την αριστεροψυχία;), στέλνοντας έτσι μαθητές στα ευαγή ιδρύματα που έχουν συσταθεί από την «αρχαιόφιλη» ιδιωτική πρωτοβουλία με τον σκοπό αυτό· τον σκοπό του εμπορίου δηλαδή.

Η συνέχεια την άλλη Κυριακή.

 

* Ομιλία σε διημερίδα, με θέμα «Μελετώντας και διδάσκοντας την αρχαία γλώσσα και σκέψη στο σύγχρονο σχολείο», που διοργάνωσαν το περ. «Νέα Παιδεία» και τα Εκπαιδευτήρια Αυγουλέα - Λιναρδάτου (Περιστέρι, 6-7.2.2016).

 

 

Το γεφύρι της γλώσσας, 21.02.2016

http://www.kathimerini.gr/849943/opinion/epikairothta/politikh/to-gefyri-ths-glwssas

 

Επειδή όσα λένε οι ελληνοκόποι κολακεύουν αγρίως το φάντασμα του «μέσου Ελληνα», που θέλει ευγενή την καταγωγή του, περιούσια τη φυλή του και αυτονόητη την υπεροχή του, οι πιστοί τους υπερτερούν σε αριθμό και σε φανατισμό. Και σε σάιτ ή μπλογκ. Ετσι εξηγείται η απίστευτη αντοχή των πιο εξωφρενικών γλωσσικών δοξασιών και η ήττα της γλωσσολογικής επιστήμης, στη σφαίρα της δημοσιότητας. Το ίδιο συμβαίνει με την ιστοριογραφική επιστήμη, επίσης ηττημένη από τους θρύλους που ικανοποιούν την εθνική μας φιλαυτία.

 

Όλα αυτά αιτιολογούν την ακυρωτική αίσθηση ματαιότητας που βασανίζει όσους προσπαθούν, γράφοντας και ξαναγράφοντας να περισώσουν κάτι από τον ορθό λόγο μέσα στην αυτοκρατορία των παραδοξολογημάτων. Στο γεφύρι της γλώσσας, ολημερίς χτίζονται επιχειρήματα που πείθουν με τον τρόπο της επιστήμης πως η γλώσσα μας δεν πέθανε, τα φωνήεντα δεν καταργούνται διά νόμου ή πως δεν υπάρχουν γλωσσικά γονίδια, ούτε ανώτερες και κατώτερες γλώσσες. Και το βράδυ όλα αυτά τα γκρεμίζουν οι τηλεβόες της ελληνικής υπεροχής απέναντι σε όλους και σε όλα, οι οποίοι συν τοις άλλοις επιμένουν ότι μετρήθηκαν ήδη 6.000.000 ελληνικές λέξεις! Εδώ επιχειρείται η εκμετάλλευση μιας από τις ισχυρότερες μαζικές πεποιθήσεις, ότι οι αριθμοί λένε πάντα την αλήθεια.

 

Στην περίπτωση της γλώσσας ενδέχεται το δόγμα αυτό όχι μόνο να μην αληθεύει, αλλά να συνιστά μια πλανεμένη και παραπλανητική δοξασία. Οι γλώσσες έχουν τα δικά τους μαθηματικά. Κατά συνέπεια, τα αριθμητικά δεδομένα μπορεί να μη συνιστούν τόσο ακλόνητες αποδείξεις όσο ισχυρίζεται ένα κράμα ιδεοληψίας και φαντασίωσης, το οποίο δεσπόζει σε πολλές απόψεις. Το γεγονός λ.χ. ότι από τις 166.724 λέξεις του λεξικού του Webster οι 35.136 είναι ελληνικές ή ελληνογενείς, κατά τις μετρήσεις του Αριστείδη Κωνσταντινίδη στο βιβλίο Οι ελληνικές λέξεις στην αγγλική γλώσσα (1991), τις οποίες αναπαράγει ο Γ. Μπαμπινιώτης στην πρώτη σελίδα της εισαγωγής του στο «Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας», δεν σημαίνει βέβαια πως η αγγλική γλώσσα είναι κατά το 1/5 ελληνική· αγγλική παραμένει, αγγλικότατη. Για να ελαφρολογήσω, αν ήταν κατά το 1/5 ελληνική, όσοι μαθητεύουν σε φροντιστήρια Αγγλικής θα μπορούσαν να ζητήσουν να περικοπεί το ένα πέμπτο των διδάκτρων τιμής ένεκεν ή ως άνευ λόγου καταβαλλόμενο.

 

Μια άλλη στατιστική τώρα, την οποία, επίσης, αναδημοσιεύει ο Γ. Μπαμπινιώτης στην ίδια εισαγωγή του. Στην «Επιστημονική Επετηρίδα» του Πανεπιστημίου Αθηνών (τόμ. 5, 1908-1909) και υπό τον τίτλο «Περί της ενότητος της ελληνικής γλώσσης», ο Γεώργιος Χατζιδάκις έγραφε τα εξής: «Εκ των 4.900 περίπου λέξεων της Καινής Διαθήκης σχεδόν αι ημίσειαι, ήτοι λέξεις 2.280, λέγονται και σήμερον έτι εν τη κοινή λαλιά, των δεν λοιπών αι πλείσται μεν, 2.220, εννοούνται καλώς υπό πάντων των Ελλήνων αναγιγνωσκόμεναι ή ακουόμεναι, ολίγαι δε μόνον, περί τας 400, είναι αληθώς ακατανόητοι υπό του Ελληνικού λαού».

Σπεύδω να πω ότι είναι δώρο μέγα να μιλάμε και να γράφουμε στην τωρινή της φάση μια γλώσσα που καλλιεργείται επί τρεις χιλιετίες. Την πορεία της αυτή εγώ τουλάχιστον την εννοώ ως εξελικτική· όχι ως πτωτική και πτωχευτική, όπως την εννοούν όσοι διατείνονται ότι περιπέσαμε στην αγλωσσία. Ας μην ασχοληθούμε όμως άλλο εδώ με τα επιμνημόσυνα κείμενα για μια γλώσσα ζωηρότατη, ικανή εκτός των άλλων να προσπερνάει λάθη στη χρήση της, λάθη που πάντα γίνονταν. Μια γλώσσα που, με τη μετανάστευση των τελευταίων δεκαετιών και την προσφυγιά των τελευταίων χρόνων, διευρύνει συνεχώς το πλήθος των χρηστών της. Οι νέοι Λουκιανοί, οι νέοι Μελέαγροι, οι νέοι Ρωμανοί Μελωδοί –μιλώ για τρεις Σύρους–, ίσως να ζουν ανάμεσά μας.

 

Ας αφήσουμε, επίσης, στις μεγαλειώδεις φαντασιώσεις της απαιδευσίας τους όσους ανεβάζουν τις χιλιετίες της γραπτής ελληνικής σε δέκα τουλάχιστον, κατορθώνοντας έτσι, με την τηλεοαίγλη τους, να γίνουν βουλευτές, υπουργοί, αντιπρόεδροι κομμάτων. Ας αρκεστούμε σε ένα μειδίαμα, ενθυμούμενοι τον ισχυρισμό τους ότι το «όλε» και το «χαλόου» γεννήθηκαν από το ομηρικό «ούλε», το «κουπεπέ» από το «κούπα, ω παι», ο δε «πλους» από το «πλουτς», απόδειξη τάχα πως η ελληνική είναι πλασμένη από τη φύση.

 

Όσοι αμφιβάλλουν ότι βρέθηκε άνθρωπος να οδηγήσει τον πλατωνικό κρατυλισμό στην ακρότατη γελοιότητα «ετυμολογώντας» τον «πλουν» από το «πλουτς πλουτς» (που πάντως πολλά αυτιά το ακούνε σαν «πλατς», εξ ου και το «πλατσούρισμα» ή το «πλάτσα-πλούτσα»), ας αναζητήσουν στο γιουτιούμπ τη σκηνή των γενεθλίων. Τη διεύθυνση θα τη βρουν στο βιβλίο του Βασίλειου Αργυρόπουλου «Γλωσσική αρχαιολατρία, μια σύγχρονη μυθολογία», η οποία διανέμεται δωρεάν στο Διαδίκτυο. Στις σελίδες του θα διαβάσουν πολλές ακόμα απομυθοποιήσεις δημοφιλέστατων παραγλωσσικών δοξασιών, όπως άλλωστε και στο δίτομο έργο του Γιάννη Η. Χάρη «Η γλώσσα, τα πάθη και τα λάθη» («Πόλις»), στο τομίδιο «Δέκα μύθοι για την ελληνική γλώσσα» που επιμελήθηκε ο ίδιος (Πατάκης), και στο βιβλίο του Νίκου Σαραντάκου «Γλώσσα μετ’ εμποδίων: Συμβολή στη χαρτογράφηση του γλωσσικού ναρκοπεδίου» (Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου).

 

Για να επιστρέψω στο δώρο, ας προσθέσω ότι δεν μένει απλώς άδωρο αλλά καταντάει επικίνδυνα φενακιστικό το να το χρησιμοποιούμε σαν εχέγγυο πνευματικής και όχι μόνο γλωσσικής ανωτερότητάς μας. Και βαυκαλιζόμαστε αυτοκαταστροφικά όταν, διαστρεβλώνοντας τη σημασία του, το μεταχειριζόμαστε σαν απόδειξη ότι μπορούμε να διαβάσουμε άνευ διδασκάλου την Καινή Διαθήκη, αλλά και την Παλαιά, καθώς και τον Θουκυδίδη ή τον Ομηρο.

 

Δεν θα μείνω εδώ στα ευτράπελα ανεκδοτολογικά για τη σύγχυση που προκαλεί η λαθεμένη ερμηνεία λέξεων που ακούγονται στους ναούς. Θα ξαναπώ όμως πόσο λαθεμένα εννοούμε, καίτοι γλωσσογονιδιωμένοι, το κατά κόρον χρησιμοποιούμενο «ο νεκρός δεδικαίωται», κολοβωμένο άλλωστε, (η πλήρης πρόταση στην Προς Ρωμαίους επιστολή του Παύλου είναι «Ο γαρ αποθανών δεδικαίωται από της αμαρτίας»). Το χωρίο ερμηνευόταν εσφαλμένα από παλιά. Γι’ αυτό ο Ωριγένης, ο Βασίλειος, ο Χρυσόστομος, ο Δαμασκηνός, εξήγησαν πως ο νεκρός απαλλάσσεται από την αμαρτία όχι επειδή συγχωρούνται τα ανομήματά του αλλά επειδή σαν νεκρός αδυνατεί πια να αμαρτήσει. «Τις γαρ εθεάσατο πώποτε νεκρόν, ή γάμον αλλότριον διορύττοντα, ή μιαιοφονία τας χείρας φοινίσσοντα, ή άλλο τι των ατόπων διαπραττόμενον;» ρωτάει τον 5ο αι. ο Θεοδώρητος ο Κύρου. Δηλαδή, ποιος είδε ποτέ νεκρό να καταστρέφει ξένο γάμο, να φονεύει βάφοντας κόκκινα τα χέρια του στο αίμα ή να κάνει οτιδήποτε άτοπο; Ουδείς – εκτός αν παρακολουθεί θρίλερ.

Την άλλη Κυριακή η συνέχεια.

 

 

Όταν η «μάχαιρα» μεταφράζεται σαν «διαίρεση», 28.02.2016

http://www.kathimerini.gr/850848/opinion/epikairothta/politikh/otan-h-maxaira-metafrazetai-san-diairesh

 

Αν ήταν μόνο 400 στις 4.900 οι λέξεις της Καινής Διαθήκης που μένουν «ακατανόητες» στο σύγχρονο αυτί, όπως αποφαινόταν ο Γ. Ν. Χατζιδάκις, ίσως δεν θα επέμενε ο Κωστής Παλαμάς στην ανάγκη να μεταφράζονται τα Ευαγγέλια. Στο άρθρο του «Η ελληνική ψυχή: Όμηρος και Ευαγγέλιον» («Ακρόπολις», 31.10.1899, τώρα στα Απαντα, τόμ. 16) καταθέτει την πίστη του ότι «το είναι ημών διαμορφώνουσι, κατά το μάλλον ή ήττον ανίσως διαμοιρασμένα, στοιχεία ειδωλολατρικά και στοιχεία χριστιανικά» και προτρέπει:

 

«Τινές ίσως θα παρατηρήσουν ότι τα μεγάλα μνημεία του παρελθόντος εξακολουθούν υπάρχοντα διά τους ολίγους μόνον και τους εκλεκτούς, απρόσιτα εις τους πολλούς. Όχι. Δύνανται ταύτα να λαλήσωσι προς πλείστους όσους την θαυμαστήν των γλώσσαν, φθάνει μόνον να καταστώσι προσιτά εις πάντας. Ποίον είναι το επισημότατον των ειδωλολατρικών αναγνωσμάτων του Ελληνικού λαού; Είναι ο Ερωτόκριτος. Μεταφράσετε τον Ομηρον εις γλώσσαν και εις ρυθμόν ως η του Κρητικού αριστουργήματος. Μόνον οι σχολαστικοί θα είπωσι περί αυτού ότι εξεχυδαΐσθη. [...]

 

»Ποία δε είναι τα επισημότατα των χριστιανικών αναγνωσμάτων του ελληνικού λαού; Είναι η Αμαρτωλών Σωτηρία [βιβλίον ωραιότατον συντεθέν εις κοινήν των Γραικών διάλεκτον παρά Αγαπίου Μοναχού του Κρητός, 17ο αι.], είναι τα Συναξάρια. Μεταφράσετε το Ευαγγέλιον ευμούσως, εις γλώσσαν προσιτήν εις πάντας, ανάλογον γραμματικώς προς την γλώσσαν της Αμαρτωλών Σωτηρίας και των Συναξαρίων. Οχι· το Ευαγγέλιον μεταφραζόμενον δεν αποβάλλει τι της μυστηριώδους αυτού ιερότητος· μόνον το μυστήριον τούτο αισθητοποιείται, πάλλεται από απροσδόκητον παλμόν ζωής. Και ιδού το Ευαγγέλιον μεταμορφούται εις είδός τι Συναξαρίου και Αμαρτωλών Σωτηρίας, υπερτελείως πνευματικής, ιδεώδους ύψους. Και τούτο θα είναι ο θρίαμβος της Ευαγγελικής αληθείας, διά της προσεγγίσεως εις την λαϊκήν ψυχήν του αισθητικού κάλλους εκείνου, η ηθική ανύψωσις της ψυχής ταύτη».

 

Τι ακολούθησε το άρθρο αυτό το ξέρουμε: τα Ευαγγελικά στις 8.11.1901, με 8 ή 11 νεκρούς. Αφορμή η δημοσίευση από την «Ακρόπολη» των Ευαγγελίων, μεταφερμένων στη δημοτική από τον Αλέξανδρο Πάλλη.

 

Τι ακολούθησε το κείμενο του Παλαμά «Μεταφράζετε τους αρχαίους» του 1903 (Απαντα, τ. 6), επίσης το ξέρουμε: τα αιματηρά Ορεστειακά τον Νοέμβριο του 1903. Αφορμή η παράσταση της αισχυλικής Ορέστειας από το Εθνικό Θέατρο, σε μετάφραση ούτε καν στη δημοτική αλλά στην καθαρεύουσα από τον Γεώργιο Σωτηριάδη. Το αμέσως επόμενο κείμενο του Παλαμά στον ίδιο τόμο των Απάντων, δημοσιευμένο τον Δεκέμβριο του 1903, τιτλοφορείται «Η τρικυμία της Ορέστειας» και αποτελεί συνηγορία υπέρ της μετάφρασης. Η κατάληξή του: «Για όλα αυτά τα έ ξ ω, λόγους, συλλαλητήρια, καβγάδες, άρθρα, συνεντεύξεις, ανοησίες και πονηρίες κάθε είδους (εξόν από λιγοστά σημάδια αξιοσέβαστα), για όλην αυτήν την τρικυμία, η κριτική μου είναι μια λέξη· και παρακαλώ τους φίλους μου [του περιοδικού] της “Κριτικής” να μου την τυπώσουν με κεφαλαία γράμματα: ΝΤΡΟΠΗ!».

 

Ας πω ότι εν έτει 2016 νιώθω κι εγώ κάποια ντροπή διαβάζοντας όσα ορίζει το άρθρο 3, παρ. 3 του ισχύοντος Συντάγματός μας, επαναλαμβάνοντας όσα προέβλεπε το αναθεωρηθέν του 1927: «Το κείμενο της Αγίας Γραφής τηρείται αναλλοίωτο. Η επίσημη μετάφρασή του σε άλλο γλωσσικό τύπο απαγορεύεται χωρίς την έγκριση της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδας και της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας στην Κωνσταντινούπολη». Δεν ξέρω αν η ρήτρα αυτή, που προσπαθεί να σώσει τα προσχήματα με το επίθετο «επίσημη», απορρέει από την πεποίθηση πως οι μη εγκρινόμενες από τις εκκλησιαστικές κορυφές μεταφράσεις δεν έχουν εξασφαλισμένη  τη θεοπνευστία. Ας δούμε όμως  σε  ποιου  είδους  νοηματική διαστροφή του πρωτοτύπου μπορεί να οδηγηθεί μια μετάφραση τυπικά θεόπνευστη, καθότι επίσημη.

 

Λέει ο Ιησούς: «Μη νομίσητε ότι ήλθον βαλείν ειρήνην επί την γην· ουκ ήλθον βαλείν ειρήνην, αλλά μάχαιραν» (Κατά Ματθαίον, 10, 24). Και διαβάζουμε στην επίσημη μετάφραση της Βιβλικής Εταιρείας: «Μη νομίσετε πως ήρθα για να επιβάλω αναγκαστική ομόνοια μεταξύ των ανθρώπων. Δεν ήρθα να φέρω τέτοια ομόνοια αλλά διαίρεση». Η «ειρήνη» του ιερού κειμένου γίνεται «αναγκαστική ομόνοια», η δε «μάχαιρα», «διαίρεση». Δεν ξέρω αν η επιλογή ήταν των έγκριτων πανεπιστημιακών που δούλεψαν τη μετάφραση, μετάφραση πάντως δεν έχουμε, ούτε καν απόδοση με την επιλογή συνωνύμων. Νομίζω ότι σε κανενός το μυαλό δεν θα έρθει σαν πρώτο ή δέκατο συνώνυμο της μάχαιρας η διαίρεση, της δε ειρήνης η αναγκαστική ομόνοια. Και στο παράλληλο χωρίο πάντως του κατά Λουκάν, 12, 51, η ίδια μεταγλώττιση γίνεται:

 

«Δοκείτε ότι ειρήνην παρεγενόμην δούναι εν τη γη;»: «Νομίζετε πως ήρθα για να επιβάλω αναγκαστική ομόνοια μεταξύ των ανθρώπων;».

 

Έχουμε λοιπόν διασκευή ή ανασκευή, αναθεώρηση, αναπροσαρμογή ή κάτι άλλο. Από την κυριολεξία του Ιησού μετατοπιζόμαστε στην περίφραση, από την οξύτητα στο στρογγύλεμα, από την ευθύτητα στην παραβολή. Εν ολίγοις, κατανοούμε ότι δεν σημαίνει πάντοτε πολλά το γεγονός ότι έχουμε τη λέξη μάχαιρα κοινό κτήμα εμείς και οι της ελληνιστικής εποχής, αφού, παρότι η λέξη δεν έχει υποστεί καμία σημασιολογική μεταβολή, το νόημά της αλλοιώνεται ή νοθεύεται, ή έστω αμβλύνεται, μετριάζεται, κατά την ιδεολογική πρόθεση του χρήστη.

 

Οπότε; Οπότε και πάλι Παλαμάς. Που λέει τα σύκα σύκα και τη μάχαιρα μαχαίρι στο 98ο από τα «Δεκατετράστιχά» του (1919): «Κι ο θεός Ραββί δίβουλους λόγους ξέρει: / -Του νόμου ο νόμος ένας είναι, πέστε / κι αν άλλος πιο μεγάλος· ν’ αγαπιέστε! / -Στους ανθρώπους να βάλω ήρθα μαχαίρι! - / κι ο βρουχισμός και του παιδιού το γέλιο - / στο ίδιο στόμα, στο ίδιο το Βαγγέλιο».

 

Αλλά και Ανδρέας Λασκαράτος. Ο οποίος, παραπέμποντας στον Ματθαίο, είχε θέσει σαν μότο στη μελέτη του «Τέχνη του δημηγορείν και συγγράφειν» την εξής διασκευή: «Μη νομίσετε ότι ήλθον βαλείν γαλήνην μεταξύ λογιωτάτων. Ουκ ήλθον βαλείν γαλήνην αλλά θύελλαν».

 

Παγίδα λοιπόν τα γλωσσικά γονίδια, παγίδα και οι λεξιλογικές στατιστικές. Η αποπαγίδευση, αυτή πιστεύω πως είναι μια βασική υποχρέωση της διδασκαλίας των αρχαίων, είτε τη γλώσσα αφορά είτε την ιστορία ή τη φιλοσοφία. Η αποπαγίδευση από τα υπνωτιστικά μυθεύματα. Η ανάδειξη των πολλών αρχαιοτήτων (κοινωνικών, πολιτειακών, γλωσσικών, λογοτεχνικών, φιλοσοφικών), που συγκρούονται κάτω από το κοινό όνομα Αρχαιότητα. Και η προσέγγιση της Αρχαιότητας ως ιστορικής περιόδου, με τα καλά και τα κακά της, και όχι ως ιδεώδους παραδείσιας κατάστασης.

 

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Παρασκευή, 11 Μαρτίου 2016.