ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

 

φιλολογικά

 
έκθεση α΄ λυκείου
 
έκθεση β΄ λυκείου
 
έκθεση γ΄ λυκείου
 

λογοτεχνία

 

αρχαία

 

ιστορία σχολική

 

ιστορία

 

φιλοσοφία
 
εκτός ύλης
 
συζητώντας
 
εργασίες συναδέρφων
 
ιδέες διδασκαλίας
 
επικοινωνία

.................................

Βασίλης Συμεωνίδης

δικτυακός τόπος

με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό

 

 

η αντιγραφή είναι ελεύθερη με την υπενθύμιση ότι η αναφορά στην πηγή τιμά αυτόν που την κάνει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 
 
 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

Γιάννης Βελούδης, Για τη «(μετα)γλώσσα των νέων» 

(Από το κείμενο που παρουσιάστηκε στις 9 Φεβρουαρίου 2008 σε εκδήλωση του Συνδέσμου Φιλολόγων ν. Καβάλας. Δημοσίευση στο Φιλόλογο, τ. 132/2008 σ. 207-213)

Η γέννηση της γλωσσολογίας ως επιστήμης σήμανε τον τυπικό -μόνο- θάνατο δυο μύθων με διεθνή εμβέλεια: γλωσσική αλλαγή συνεπάγεται γλωσσική φθορά, είναι ο πρώτος· ο δανεισμός υπονομεύει τη γλώσσα που δανείζεται, είναι ο δεύτερος. Αν δοκιμάσω να τους προσαρμόσω στο ελληνικό παράδειγμα, θα τους αναγνωρίσετε αμέσως - και, φοβούμαι, πολλοί/πολλές όχι σαν μύθους αλλά ως αδιαμφισβήτητες αλήθειες.

1. Η επιστροφή στην αρχαία ελληνική είναι ο όρος για να γνωρίσουμε καλύτερα, και να χρησιμοποιούμε σωστότερα, την παραφθαρμενη της συνέχεια: τα ελληνικά που μιλούμε σήμερα.

         Αυτή τη διατύπωση αιχμής την πλαισιώνουν μια σειρά παράπλευροι μύθοι:

         Η αρχαία ελληνική ταυτίζεται με την αττική του 5ου - 4συ αιώνα π.Χ.

         Η νέα ελληνική, συνεχίζοντας την αρχαία, εξαρτάται άμεσα από αυτή.

         Η αρχαία ελληνική είναι λέξεις - και όχι δομή.

         Η γλώσσα βρίσκει την κατεξοχήν εκπροσώπηση της στη γραπτή της μορφή.

         Το πολυτονικό ήταν ένας ισχυρός δεσμός με τα αρχαία ελληνικά που τον αποκόψαμε βίαια και ασυλλόγιστα.

         Η ετυμολογική διαφάνεια (= η γνώση του ιστορικού παρελθόντος μιας λέξης) μας βοηθά να κατανοήσουμε βαθύτερα τη σημερινή της σημασία

         Η αλλαγή στη σημασία μιας λέξης είναι αποτέλεσμα φθοράς.

κτλ.

Η ιστορική, γλωσσική και γλωσσολογική πραγματικότητα είναι όμως διαφορετική. Ενδεικτικά, ας σταθούμε στους δύο τελευταίους μύθους-δορυφόρους του ανοιχτού καταλόγου μας, παραχωρώντας προς στιγμή το λόγο στον Γ. Η. Χάρη:

Σήμερα φτωχαίνει, λένε, και πεθαίνει η γλώσσα, επειδή αλλάζουν τα σημαινόμενα, συρρικνώνεται η σημασία των λέξεων, παγιώνονται λαθεμένες χρήσεις, χάνονται λέξεις... Κι όμως, το γνωρίζουν και αυτό καλά οι προφήτες, πως όλα αυτά συνιστούν φυσικό νόμο της εξέλιξης κάθε γλώσσας. Πάμε λίγο πίσω, μικρά παιδιά στην εκκλησία, να θυμηθούμε τα κρυφά γελάκια, κάθε που ο Κύριος θεράπευε πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν, ή μεγαλοβδομαδιάτικα, όταν ο έρμος ο παπάς μασούσε τα λόγια του Ευαγγελίου, εκεί που ο πρώτος γαμήσας ετελεύτησε... και εν γαρ τη αναστάσει ούτε γαμούσι ούτε εκγαμίζονται. Και πως βεβηλωνόταν στα αφτιά μας η ιερή στιγμή, τότε που ο Ιησούς λαβών άρτον, έκλασε και είπε: Τούτο εστι το σώμα μου. Δώστε τώρα σε φιλόλογο το τροπάριο της Κασσιανής, να διαβάσει τα λόγια: αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους, τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου, να δείτε που θα πάρει κόκκινο να διορθώσει: «κριμάτων μου». Γιατί κρίματα είναι σήμερα οι αμαρτίες, μα η Κασσιανή μιλάει για την κρίση του Κυρίου. Και σκεφτείτε την αντίδραση των συγκαιρινών της αλλαγής αυτής. Τότε που άλλαζε η σημασία της λέξης, και παγιωνόταν η «λάθος» χρήση. Σκεφτείτε τους σοφούς που έβλεπαν το ρήμα με το οποίο δηλωνόταν το ιερό μυστήριο του γάμου να φτάνει να σημαίνει αποκλειστικά την ερωτική πράξη. Σκεφτείτε πόσους θανάτους θα μετρούσε η γλώσσα, όταν έφτασε να παριστάνει σαν δύσοσμη πράξη του Ιησού την υψίστη ίσα ίσα προσφορά του σώματος και του αίματος [Τ]ου (κλω -άω, έ-κλων, κλάσω, έκλασα: θραύω, τσακίζω, σπάζω, κόβω κομμάτια). Αμ η μαλακία; Δείτε τις περιπέτειες της λέξης, όπως αποτυπώνονται π.χ. στο λεξικό του Δημητράκου (παραλείπω τα παραδείγματα): «θρύψις, μαλθακότης, λεπτότης εκθήλυνσις, χαυνότης, ανανδρία· κιναιδεία· σωματική ή ψυχική εξασθένηαις, αδυναμία, ασθένεια, νόσος [εδώ ο ευαγγελικός λόγος]· αυνανισμός [εδώ σήμερα… εμείς]· διαστροφή της ορέξεως, πάθος ιδ. των εγκύων γυναικών καθ’ ό ο πάσχων επιθυμεί όξινα ή διεγερτικά εδέσματα· γαλήνη, απόλκος ηρεμία, αταραξία της θαλάσσης, κάλμα, μπουνάτσα».

Και «όσα άλλα [...] Το νεαρόν και έπειτα νηρόν ύδωρ, δηλαδή το φρέσκο νερό, όπου το επίθετο έφτασε να δηλώνει μονάχα το νερό. Αναλογίζεστε τη διαδρομή; Σαν να γίνει ο γαλάζιος ουρανός σκέτα γαλάζιος, το επίθετο να γίνει ουσιαστικό και να δηλώνει πια τον ίδιο τον ουρανό, οπότε θα χρειάζεται άλλο επίθετο για να σημάνει τον γαλανό «γαλάζιο», ή τον συννεφιασμένο ή τον ηλιόλουστο «γαλάζιο» κ.οκ. (‘Μάτια διάπλατα κλειστά’, Η Γλώσσα, τα Λάθη και τα Πάθη. Πόλις, 2003,106-107).

Να αναφερθούμε όμως και στο δεύτερο μύθο που περνά για αδιαμφισβήτητη αλήθεια:

2. Η αποφυγή του δανεισμού είναι όρος για τη διαφύλαξη της ακεραιότητας της γλωσσάς μας.

         Και αυτή τη διατύπωση την πλαισιώνουν μια σειρά παράπλευροι μύθοι.

         Δάνεια είναι (μόνο) εκείνα που δείχνουν άμεσα την ξενική τους προέλευση.

         Ο δανεισμός απειλεί τον γλωσσικό πλούτο μιας γλώσσας.

         Οι δάνειες λέξεις έρχονται, με το «αρνητικό» τους πρόσημο, να προστεθούν αλγεβρικά-αφαιρετικά στο λεξιλόγιο της γλώσσας υποδοχής,

         Ο δανεισμός βαραίνει μόνο την τρέχουσα συγχρονία της ελληνικής,

         Το λεξιλόγιο της γλώσσας μας κινδυνεύει να αλλοιωθεί ανεπανόρθωτα από την ανεξέλεγκτη εισβολή δανείων κατά τα τελευταία χρόνια.

         Η απουσία αντίστασης στην εισβολή ξένων, αγγλικών κυρίως, δανείων υποδηλώνει αλλοτριωμένη (ήδη) συνείδηση.

κτλ.

Η ιστορική, γλωσσική και γλωσσολογική πραγματικότητα είναι και σε αυτή την περίπτωση διαφορετική. Ακολουθώντας την προηγούμενη τακτική, ας σταθούμε ενδεικτικά στους δύο τελευταίους μύθους-δορυφόρους του ανοιχτού -επίσης- καταλόγου μας, παραχωρώντας προς στιγμή το λόγο στην ειδικότερη συνάδελφο Άννα Αναστασιάδη-Συμεωνίδη:

Είναι γεγονός ότι υπάρχει διάσταση απόψεων όσον αφορά το φαινόμενο του δανεισμού ανάμεσα στα κείμενα που προορίζονται για το ευρύ κοινό και στα κείμενα των ειδικών.

Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι τα πρώτα θυμίζουν ανταποκρίσεις από το μέτωπο του πολέμου: γλωσσική εισβολή, φθορά, παραφθορά και διαφθορά της γλώσσας μας, γλωσσική υποδούλωση, η γλώσσα μας κατακτιέται από τους εισβολείς, αφελληνισμός της γλώσσας μας αποτελούν τις πιο συνήθεις εκφράσεις των κειμένων αυτών.

[...] Επιπρόσθετα προβάλλεται το επιχείρημα ότι η αλλοτριωμένη γλώσσα προσβάλλει τη νόηση και κατ' επέκταση τη συνείδηση μας αλλοτριώνοντας την, και συνεπώς η γλώσσα που δεν αντιστέκεται στις δάνειες λέξεις, ιδίως τις αγγλικές, μαρτυρεί αλλοτριωμένη συνείδηση, διαβρωμένη και εκφυλισμένη ψυχή. Είναι όμως έτσι; Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Για να μιλούμε για εισβολή πρέπει να υπάρχει μέγα πλήθος ξένων λέξεων στη γλώσσα μας. Όμως κάθε τέτοια κρίση ενέχει υποκειμενισμό, αφού δε γνωρίζουμε επακριβώς το ποσοστό κατά μέσο όρο των ξένων λέξεων στα νεοελληνικά κείμενα. Βέβαια υπάρχει και η λεξικογραφική στατιστική: σε σύνολο 60.000 περίπου λημμάτων γενικού λεξιλογίου της νεοελληνικής ποσοστό 5% είναι οι δάνειες λέξεις από την αγγλική. Αν αναλογιστεί κανείς ότι, σύμφωνα με έρευνες ξένων μελετητών, το ποσοστό των λέξεων που η αγγλική δανείστηκε από τη γαλλική σε παλαιότερες εποχές ανέρχεται σε 65% με 75% του σημερινού λεξιλογίου της, αναρωτιέται αν είναι δυνατόν ο δανεισμός λέξεων και μόνο να αλλοιώσει μια γλώσσα, να οδηγήσει δηλαδή σε αλλαγή της γενετικής δομής της. Τυπολογικά η αγγλική παρά το μαζικό δανεισμό, εξακολουθεί να μην ανήκει στις ρομανικές γλώσσες, στις οποίες συγκαταλέγεται η γαλλική. (‘Ιδεολογήματα και δανεισμός’ Δέκα Μύθοι για ελληνική Γλώσσα, επιμ. Γ. Η. Χάρης, Πατάκης 2001, 63-65)

Συνοψίζοντας, να επαναλάβουμε ότι δεν ταλανίζουν μόνο τη δική μας κοινωνία, παρά τη δεδομένη γλωσσολογική τους καταδίκη, οι δύο διατυπώσεις αιχμής που μας απασχόλησαν έχουν διεθνή δράση. Να σημειώσουμε όμως την ίδια στιγμή ότι η νεοελληνική περίπτωση είναι βεβαρημένη -το υπαινίχθηκαν άλλωστε οι αστερισμοί των παράπλευρων μύθων που τις πλαισίωσαν με τη μορφή καταλόγων. Γιατί άραγε; Η καθαρότερη, ιστορική, εξήγηση ανήκει στον Αναστάσιο-Φοίβο Χριστίδη:

Το νεοπαγές νεοελληνικό εθνικό κράτος καλείται να κατοχυρώσει αυτό που υπήρξε κεντρικό συστατικό της ιδεολογικής ζύμωσης, που προηγήθηκε της δημιουργίας του: τη συνέχεια -γλωσσική και άλλη- με την κλασική αρχαιότητα. Ο διάλογος που αναπτύσσεται έχει ως δεύτερο -ισχυρό- εταίρο τον βασικό διαχειριστή του κλασικού συμβολικού κεφαλαίου, τη Δύση και τον κυρίαρχο ευρωπαϊκό κλασικισμό, που στέκεται είτε αρνητικά είτε καχύποπτα απέναντι στις νεοελληνικές αξιώσεις συνέχειας και στη διεκδίκηση της νεοελληνικής ευρωπαϊκότητας, που απορρέει από τις αξιώσεις αυτές». (Ιστορία της Ελληνικής. Γλώσσας: Από τις αρχές ως την ύστερη αρχαιότητα, επιστημονική επιμέλεια Α Φ. Χριστίδης, ΚΕΓ & Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη] 2001,9)

Και λίγο πιο πάνω (ό.π., 8-9):

Στη γλωσσική ιστοριογραφία του νεότευκτου ελληνικού εθνικού κράτους, ο κοινός [...] τόπος της ιδιαιτερότητας της εξελικτικής ιστορίας της ελληνικής -η συνέχεια της σε αντίστιξη με την πολυδιάσπαση της λατινικής- θα γίνει κρίσιμο ιδεολογικό εργαλείο του νεοελληνικού έθνους-κράτους, αλλά με δύο χαρακτηριστικές διαχειριστικές τροποποιήσεις. Η πρώτη τείνει να μετατρέψει αυτή την ιστορική αντίστιξη σε μια εξωποτορική μυθική «αρετή» της ελληνικής - το θεώρημα της εγγενούς συντηρητικότητας της ελληνικής. Και αυτή η διαχειριστική τροποποίηση χαρακτηρίζει κατεξοχήν το «καθαριστικό» ρεύμα που κυριαρχεί στο έθνος-κράτος. Η δεύτερη διαχειριστική τροποποίηση αφορά την αντίληψη της συνέχειας της ελληνικής γλώσσας με όρους συγγένειας: μητέρα-κόρη κλπ. Εδώ η νεοελληνική γλωσσική ιστοριογραφία -καθαρευουσιάνικη και δημοτικιστική- θα δείξει μια ενδιαφέρουσα σύμπνοια, παρά τις, κατά τα άλλα, μετωπικές διαφορές της: «Η έκφραση «κόρη της αρχαίας γλώσσας» είναι για τη νέα γλώσσα μεταφορά άστοχη και απατηλή. Είναι η ίδια η αρχαία που αδιάκοπα μιλημένη ... πήρε τη σημερινή μορφή της μητρικής γλώσσας». Μιλάει ο Τριανταφυλλίδης (1993, 56) …].

Διασχίζοντας αλώβητος τις γνωστές περιπέτειες του ‘γλωσσικού ζητήματος’ ο απόηχος αυτού του ιστορικού προηγουμένου «διαχειριστικών τροποποιήσεων» φτάνει μέχρι τα δικά μας αφτιά. Μετά την επίσημη αναγνώριση της δημοτικής, μάλιστα, γίνεται εντονότερος- και το πιο σημαντικό, αλλάζει ακουστική «συχνότητα»: η θαυμαστή γλωσσική συνέχεια των τριών χιλιετιών απειλείται θανάσιμα, αν αφήσουμε τη νέα ελληνική στην τύχη της, ακούμε από παντού. Οι γνωστές μας «διαχειριστικές τροποποιήσεις» της ιστοριογραφίας (βλ. τελευταίο παράθεμα) έχουν ήδη μεταλλαχτεί σε διαχειριστικές τροποποιήσεις του φαινομένου της γλωσσικής αλλαγής: ‘Δεν μπορούμε σίγουρα να το νικήσουμε- ας το κάνουμε λοιπόν σύμμαχο μας!’ φαίνεται να είναι το επιτελικό σχέδιο· και "Γλωσσική αλλαγή προς τα πίσω!’, το συνακόλουθο παράγγελμα. Αυτό, έχω τη γνώμη, καλούνται να εκτελέσουν οι φιλόλογοι και τα παιδιά σήμερα μέσω των οδηγιών του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (βλ. χαρακτηριστικά Α Παπαθωμάς, Μ. Γαλάνη-Δράκου, Β. Καμπουρέλλη, Ευ. Λουτριανάκη, Αρχαία Ελληνική Γλώσσα, Β΄ Γυμνασίου. Βιβλίο εκπαιδευτικού. ΥΠΕΠΘ, Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. ΟΕΔΒ, Εισαγωγή).

Είπα «τα παιδιά», και επιτέλους αποκτήσαμε την επαφή που υπόσχεται ο τίτλος του κειμένου. Αργήσαμε κάπως, επειδή ήθελα να εξηγηθεί κατά το δυνατό γιατί στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι μεγαλύτερες ηλικίες υποδέχονται τη λεγόμενη «γλώσσα των νέων» σαν βαρύτατη πρόκληση· ασυγχώρητη αδιαφορία, τερατώδη λάθη, ασυγκράτητος δανεισμός είναι, κατά γενική σχεδόν ομολογία, τα εξόφθαλμα τεκμήρια αυτού του χαρακτηρισμού. Οι νέοι επικοινωνούν με τριακόσιες λέξεις -οι διακόσιες είναι αγγλικές-, ακούμε συχνά. «Η «ακηδία» των νέων», έγραφα αναλυτικότερα πριν οχτώ χρόνια, «εύκολα μπορεί να οδηγήσει στην κηδεία της γλώσσας μας, λένε οι φωνές. Αφανής καταλύτης αυτής της προφητείας, ο κοινός τόπος ‘οι νέοι είναι το αύριο του Έθνους μας’, που αφήνεται να δράσει υπόγεια, υποβάλλοντας ένα ζοφερό γλωσσικό αύριο, αυτό ακριβώς που θα καθορίζουν οι «γλωσσικά ανεπαρκείς» νέοι/νέες του σήμερα· και προφανώς ένα ακόμη ζοφερότερο μεθαύριο που θα εγγυώνται τα παιδιά τους, οι νέοι/νέες του αύριο, πάνω στην «αφελληνισμένη» γλωσσική βάση που θα τους έ¬χει κληροδοτηθεί». (Γ. Βελούδης ‘Άνισες εξισώσεις: Η γλώσσα των νέων’, Χάρης (επιμ.), ό.π., 76-77).

Τα εισαγωγικά που περισφίγγουν τους αρνητικούς χαρακτηρισμούς του τελευταίου παραθέματος υπαινίσσονται προφανώς τη γλωσσολογική μου αποδοκιμασία. Θέλω όμως προς στιγμή να την αφήσουμε κατά μέρος, για να καταγράψουμε μαζί κάτι άλλο. Παρά το «βαρύ» ποινικό της μητρώο, και τον τρομοκρατικό «(μεθ)αυριανισμό» του καταλύτη, η γλώσσα των νέων έχει απήχηση. Τη μιμούμαστε οι μεγαλύτεροι διασκεδάζοντας σε στιγμές γλωσσικής χαλάρωσης· ή τουλάχιστο βλέπουμε να την υποδέχονται, η έντυπη και η ηλεκτρονική δημοσιογραφία, τα προοδευτικά ιστολογία (blogs) του διαδικτύου, και οι εκπομπές γνωστών τηλεοπτικών σταρ, σαν να ήταν κάτι χαριτωμένο και γουστόζικο· ακόμη-ακόμη και δημιουργικό. «Η Γ[λώσσα] τ[ων] Ν[έων]», σημειώνει ο ειδικότερος συνάδελφος Γιάννης Ανδρουτσόπουλος, «ανήκει στη γλωσσική συνείδηση της γλωσσικής κοινότητας, αποτελεί αντικείμενο γλωσσικών στάσεων (language attitudes) και αντικείμενο μίμησης, στα μέσα ενημέρωσης και αλλού»· και λίγο παρακάτω: «Συχνά αποδεικνύεται ότι πολλά από τα στοιχεία που χαρακτηρίζονται ως ΓτΝ δεν είναι στην πραγματικότητα περιορισμένα σε μια ηλικιακή ομάδα, αλλά απαντούν στην καθομιλουμένη γενικότερα.» (‘Η Γλώσσα των Νέων σε συγκριτική προοπτική: Ελληνικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ιταλικά’, Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα 17, Πρακτικά της 17ης Ετήσιας συνάντησης του Τομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ., 1997,563). Για να γίνω πιο συγκεκριμένος ας δούμε μαζί τις απόψεις που εκφράζει ο φιλόλογος Σαράντος Καργάκος:

Σήμερα η πρέπουσα ελληνική γλώσσα υποτονεί [sic]: Τα παιδιά χρησιμο¬ποιούν μια σπαστή αργκό που ουσιαστικά δεν είναι καν αργκό. [...] Μέσα στον ηλεκτρικό και στα λεωφορεία παρατηρώ ότι τα παιδιά αδυνατούν να εκφράσουν μια ολοκληρωμένη σκέψη στ μια σωστά συγκροτημένη πρόταση. Αν έλειπε η λέξη με τα τρία άλφα τα παιδιά δεν θα μπορούσαν να συνεννοηθούν μετάξι» τους. […]

Στη σημερινή Ελλάδα κινδυνεύεις να θεωρηθείς αμαθής όταν χρησιμοποιείς σωστά τα ελληνικά. Δίχως τη γνώση της αρχαίας, μεσαιωνικής και καθαρεύουσας ελληνικής γλώσσα; δεν μπορεί να προχωρήσει η νεοελληνική δημοτική γλώσσα. Η αρχαία, μεσαιωνική και καθαρεύουσα γλώσσα αποτελούν τις ρίζες, τον κορμό και τα κλαδιά του δέντρου, ενώ η νεοελληνική δημοτική τα φύλλα του. Όλοι στην Ελλάδα πρέπει να προβληματιστούμε και να δράσουμε άμεσα [sic] σχετικά με τα προβλήματα του τεραστίου κεφαλαίου που λέγεται ελληνική γλώσσα. Δεν πρέπει να φτωχαίνουμε τα ελληνικά μέσα στη χώρα μας. [...]

Τα πράγματα δείχνουν ότι δεν έχουμε μία ευαισθησία, ώστε να αποκτήσουμε και μία ακουστική ευγένεια Σήμερα δεν είναι ότι φτωχαίνει μόνο το λεξιλόγιο μας. Φτωχαίνει και η προφορά μας. Η προφορά σήμερα είναι ένας βρυχηθμός. Και σε αυτό φταίει και η κατάργηση του πολυτονικού συστήματος. Σήμερα, το παιδί που μαθαίνει το μονοτονικό, που έχει γίνει ατονικό, στην πραγματικότητα δεν μπορεί να παρακολουθήσει τη μουσικότητα των λέξεων. Γιατί οι τόνοι και τα πνεύματα ήταν ό,τι είναι και οι νότες σε μία παρτιτούρα. [...] (από τη στήλη Αφιερώματα-Συνεντεύξεις της ηλεκτρονικής έκδοσης, kathimerini.gr· της εφημ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 25-9-06)

Πολλοί/ πολλές δε θα δίσταζαν, σε κάποιο βαθμό, να συμμεριστούν αυτή την άποψη, εξαιρώντας, θέλω να ελπίζω, τον ακροτελεύτιο, τουλάχιστο, περί προφοράς παραλογισμό της - γλωσσολογικό και άλλο. Και την ίδια στιγμή, αν θέλαμε να παρατηρήσουμε προσεκτικά τη γλωσσική τους συμπεριφορά, θα διαπιστώναμε ότι στην πράξη δεν διστάζουν, οι ίδιοι/ίδιες, σε κάποιο τουλάχιστο βαθμό, να ενδώσουν στα γλωσσικά προϊόντα των νέων. Γιατί αυτή η αντίφαση στις γλωσσικές στάσεις των μεγαλυτέρων; Ή, για να επαναλάβω το λογικό αυτό ερώτημα: αν την «αυτονόητη» καταδίκη της γλώσσας των νέων μπορούμε να την αποδώσουμε στον ιστορικό απόηχο των γνωστών «διαχειριστικών τροποποιήσεων» -τον ακούσαμε κιόλας να δονεί το τελευταίο μας παράθεμα-, πώς θα εξηγούσαμε την υιοθέτηση καταδικασμένων, κατά τα άλλα, προϊόντων αυτής ακριβώς της «γλώσσας»;

Μετατρέποντας το ερώτημα σε γλωσσολογικό, θα ζητήσω στη συνέχεια να εξαρτήσουμε την απάντηση του από τα ίδια τα χαρακτηριστικά της γλωσσικής παραγωγής των νέων. Θα προσπαθήσω καταρχήν να σας πείσω ότι η «γλώσσα» τους -κοινωνιόλεκτος, κατά τους/τις γλωσσολόγους (π.χ. Ανδρουτσόπουλος, ό.π.)-, μια ιδιαίτερη πτυχή της ελληνικής με εσωτερικές διαφοροποιήσεις και καθημερινή σχεδόν ανανέωση, βρίσκεται σε διαρκή διάλογο, καμιά φορά ιδιαίτερα ζωηρό, με τη γλώσσα των μεγαλυτέρων. Να το διατυπώσω λιγότερο μεταφορικά: μιλώντας τη γλώσσα τους οι νέοι/νέες, με τον τρόπο τους, μιλούν για τη γλώσσα μας και τις γλωσσικές μας συνήθειες, συγχρονικές και διαχρονικές - από αυτή τη μεταγλωσσική τους δραστηριότητα, μάλιστα, δε γλιτώνει ούτε και η δική τους «γλώσσα». Μόλις κλείσει αυτός ο κύκλος, ανοίγοντας λίγο τη γωνία του διαβήτη, θα σας καλέσω να διαγράψουμε έναν εξωτερικό, ομόκεντρο. Πιο συγκεκριμένα, θα σας ζητήσω να συμφωνήσουμε με την άποψη ότι η γλώσσα των νέων (από τώρα και στο εξής χωρίς εισαγωγικά) δεν είναι ελληνική, ούτε και ση¬μερινή, πρωτοτυπία: πρόκειται για διαγλωσσικό και διαχρονικό φαινόμενο, αφού απαντά και σε άλλες γλώσσες και εποχές, με τα ίδια περίπου χαρακτηριστικά - και ανάλογη υποδοχή. Τέλος, σ’ έναν τρίτο, ακόμη ευρύτερο, ομόκεντρο πάντα, κύκλο θα ισχυριστώ ότι τα γλωσσικά «ατοπήματα» των νέων τα διαπερνούν συστατικά χαρακτηριστικά του καθολικού φαινομένου ‘ανθρώπινη γλώσσα’· της γλώσσας στην οικουμενικότητα της.

[…]

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Κυριακή, 08 Μαρτίου 2015.