|
|
έθνος και κριτήρια διάκρισης
λεξικό (από το λεξικό του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη) έθνος το [éθnos] Ο46 : σύνολο ανθρώπων που διακρίνεται και θέλει να διακρίνεται ως τέτοιο με βάση μια μακρόχρονη συνοίκηση στον ίδιο γεωγραφικό χώρο, μια κοινή ιστορική και πολιτιστική εξέλιξη, μια (υποθετική ή πραγματική) φυλετική ομοιογένεια· (πρβ. εθνότητα, λαός, γένος, φυλή): Γαλλικό / γερμανικό / αμερικανικό ~. Tο ~ των Ελλήνων. H ιστορία / οι παραδόσεις / η γλώσσα / ο πολιτισμός / το παρελθόν / το μέλλον ενός έθνους. Tα ιδεώδη / τα ιδανικά / τα οράματα ενός έθνους. H ελευθερία / η ανεξαρτησία / οι αγώνες ενός έθνους. H πνευματική / η πολιτική ηγεσία του έθνους. Οργανισμός Hνωμένων Εθνών (ΟHΕ). [λόγ. < αρχ. ἔθνος `κοπάδι, ομάδα ανθρώπων, έθνος΄ (ελνστ. ἔθνη `οι μη Ιουδαίοι (σημ. από τα αραμ.), οι μη Χριστιανοί΄) & σημδ. γαλλ. nation]
εθνικισμός ο [eθnikizmós] Ο17 : 1.η απόλυτη και με πάθος προσήλωση των ατόμων στο έθνος τους, η οποία φτάνει ως την περιφρόνηση και την εχθρότητα προς άλλα έθνη· (πρβ. σοβινισμός): Aκραίος / επιθετικός ~. Φαινόμενα / εκδηλώσεις εθνικισμού. H έξαρση του εθνικισμού στις γειτονικές χώρες απειλεί την ασφάλεια και την ειρήνη της περιοχής. 2. η άποψη που ενθαρρύνει την έκφραση και την καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης· η αφοσίωση των ατόμων στο έθνος στο οποίο ανήκουν, χωρίς όμως καμία διάθεση υποτίμησης ή περιφρόνησης άλλου έθνους· εθνισμός, πατριωτισμός. 3. (ιστ.) η πολιτική άποψη και κίνηση, που εκδηλώθηκε κατά το 19ο κυρίως αι. και αναγνώριζε και αποδεχόταν τις εθνικές διαφορές και ιδιομορφίες ως βάση για τη σύσταση και λειτουργία των πολιτικών κοινοτήτων: Στα τέλη του 19ου αι., το κίνημα του εθνικισμού άρχισε να χάνει το φιλελεύθερο και διεθνιστικό του χαρακτήρα, και να γίνεται συντηρητικότερο ακόμη και αντιδραστικό. [λόγ. εθνικ(ός) -ισμός μτφρδ. αγγλ. nationalism ή γαλλ. nationalisme]
εθνισμός ο [eθnizmós] Ο17 : η άποψη που ενθαρρύνει την έκφραση και την καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης και παράλληλα αναγνωρίζει και σέβεται τις εθνικές διαφορές· η απόλυτη πίστη και αφοσίωση κάποιου στα ιδεώδη του έθνους στο οποίο ανήκει, χωρίς καμία διάθεση περιφρόνησης ή υποτίμησης των ιδεωδών άλλου έθνους· (πρβ. πατριωτισμός, εθνικισμός). [λόγ. έθν(ος) -ισμός]
εθνότητα η [eθnótita] Ο28 : πληθυσμός που έχει χαρακτηριστικά έθνους, αλλά δεν υφίσταται ή δεν αναγνωρίζεται ως αυτοτελής πολιτική κρατική οντότητα· (πρβ. μειονότητα): Όρος απαραίτητος για την ύπαρξη κράτους ετερογενούς θεωρείται ο αμοιβαίος σεβασμός μεταξύ των εθνοτήτων που το αποτελούν. || H αρχή των εθνοτήτων, δόγμα της διεθνούς πολιτικής, κατά το οποίο κάθε εθνότητα έχει δικαίωμα να ιδρύσει ενιαίο, ανεξάρτητο κράτος. [λόγ. έθν(ος) -ότης > -ότητα]
|
|