|
|
Διονύσης Καββαθάς Ο πλανήτης Φουκώ
Ο ιστορικός Πωλ Βεν φίλος του γάλλου φιλοσόφου, παρουσιάζει τις κοινές τους απόψεις για το έργο και την αποστολή της ιστοριογραφίας http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=446495
Στο εναρκτήριο μάθημά του στο Κολέγιο της Γαλλίας (1976), ο ιστορικός της ρωμαϊκής αρχαιότητας Πωλ Βεν ανακοινώνει ότι το πρόγραμμα που θα ακολουθήσει στις ιστορικές του έρευνες συνίσταται στην αντιστροφή της αριστοτελικής άποψης ότι δεν υπάρχει επιστήμη για το συμβεβηκός (Μετά τα Φυσικά). Ο Βεν όμως θα αμφισβητήσει ακόμη και τις γενικεύσεις, τα καθόλου των ιστορικών της σχολής των Annales (Mαρκ Μπλοχ και Λυσιέν Φεμπρ), ερχόμενος σε ρήξη με αυτή τη γαλλική παράδοση ιστοριογραφίας, επειδή οι εκπρόσωποί της θεωρούν ότι ανακαλύπτουν διαχρονικά στην Ιστορία καθολικές μορφές κοινωνικού ορθολογισμού αλλά και κοινωνικών συγκρούσεων. Στον αντίποδα αυτής της παράδοσης βρίσκεται ο Μισέλ Φουκώ, με τον οποίο ο κατά τέσσερα χρόνια νεότερός του Βεν συνδέθηκε φιλικά και επιστημονικά ως τον θάνατο του πρώτου (1984). Αμφότεροι, αντί να αναζητούν στην Ιστορία τις αιώνιες αλήθειες του Είναι και του Ανθρώπου, ωθούν την ερμηνευτική δραστηριότητα στα άκρα, ώσπου να αναδειχθούν οι έσχατες διαφορές, οι ασυνέχειες και η μοναδικότητα των κοινωνικών μορφωμάτων και των ιστορικών συμβάντων. Η Ιστορία δεν λέει την αλήθεια, σκέπτεται πάνω στις αλήθειες των άλλων, χωρίς να προϋποθέτει ότι υπάρχει μια υπεριστορική αλήθεια των πραγμάτων ή κάποια απόλυτη μεταγλώσσα.
Σαν ψάρια μέσα στη γυάλα Διαβάζοντας προσεκτικά την πρόσφατη μελέτη του Βεν (2008), καθίσταται προφανές ότι ο γάλλος ιστορικός, μιλώντας για τον Φουκώ, παρουσιάζει ταυτόχρονα και τις δικές του απόψεις για το έργο και την αποστολή της ιστοριογραφίας. Κοινός τους στόχος ήταν να καταπολεμήσουν αυτό που ο Νίτσε ονόμαζε ασυνείδητη και κυρίαρχη ιδιοσυγκρασία των φιλοσόφων: την έλλειψη ιστορικής αίσθησης, «το μίσος τους προς την ίδια την ιδέα του γίγνεσθαι, τον αιγυπτιανισμό τους». Τόσο οι ιστορικοί όσο και οι φιλόσοφοι μετατρέπουν σε μούμια αυτό με το οποίο καταπιάνονται. Αντί λοιπόν να αναζητεί τη «Λογική στην Ιστορία», ο νομιναλιστής και, κατά δική του ομολογία, «σκεπτικιστής» Φουκώ αποδομεί - ως ο καλύτερος μαθητής του Νίτσε - όλες τις ιστορικές σταθερές, την πίστη σε φυσικά αντικείμενα και έτσι τις υποτιθέμενες υπεριστορικές ουσίες, φέρνοντας στο φως τη γενεαλογία τους. Παράδειγμα: δεν υπάρχει κάποιο αιώνιο φυσικό αντικείμενο ονόματι «σεξουαλικότητα» (ή «τρέλα») που διατρέχει σε παραλλαγές τον ιστορικό μας χρόνο. Η νεωτερική σεξουαλικότητα είναι παράγωγο του λόγου και των πρακτικών της νεοσύστατης βιοπολιτικής εξουσίας πάνω στο σώμα και σε καμία περίπτωση μια παραλλαγμένη ή εξελιγμένη εκδοχή των αφροδισίων και των ερωτικών πρακτικών που ίσχυαν στην ελληνική ή στη ρωμαϊκή αρχαιότητα. Με τον όρο λόγος (discours) ο Φουκώ δεν εννοεί κάποια μεταφυσική δομή ορθολογικότητας (Λόγος) με την ιδεαλιστική έννοια του Εγελου, ή κάποια ιδεολογία κατά τη μαρξιστική εκδοχή, ή το καντιανό υπερβατολογικό, ή το απωθημένο του Φρόιντ, ή το υπόρρητο του Χούσερλ, αλλά εκείνο το ιστορικό και «θετικό» σύστημα κανόνων που σε μια συγκεκριμένη εποχή επιτρέπει ή υπαγορεύει στους ανθρώπους να λένε και να κάνουν πράγματα, να διαχωρίζουν το αληθές από την πλάνη. Κατά τον Βεν, που ακολουθεί κατά πόδας τον Φουκώ, τα υποκείμενα είναι σε μεγάλο βαθμό εγκλωβισμένα στα συστήματα και στους μηχανισμούς εξουσίας «σαν ψάρια μέσα στη γυάλα», χωρίς τη θέλησή τους και χωρίς να έχουν απόλυτη συνείδηση των λόγων και των πράξεών τους. Για να μπορέσουν οι ιστορικοί να δουν ό,τι τα υποκείμενα δεν βλέπουν, είναι αναγκαίες νέες έννοιες, όπως η διάταξη (dispositif), η πρακτική, το πρόγραμμα, το αρχείο, το ιστορικό a priori κ.ά. Προσωρινά μόνο βγαίνουμε έξω από τη «γυάλα» για να σκεφτούμε τα όριά της, αλλά αμέσως μετά ξαναπηδούμε μέσα της για να μπορέσουμε να ζήσουμε. Ο Βεν, ως καλός μαθητής του Νίτσε και αυτός, υποστηρίζει ότι η αλήθεια και η ζωή είναι έννοιες ασυμβίβαστες. Πρόκειται για έναν «διχασμό» στην προσωπικότητα του ιστορικού, χωρίς τον οποίο τόσο η σκέψη όσο και η ζωή είναι αδύνατες. Ας θυμηθούμε τον Βαλερύ που έγραφε παρωδώντας τον Καρτέσιο: «Αλλοτε σκέφτομαι, άλλοτε υπάρχω».
|
|