|
|
Μπαρούχ Σπινόζα, Πολιτική Πραγματεία, (μτφρ. Α.Ι. Στυλιανού, Αθήνα: Πατάκης, 2003) αποσπάσματα για εκπαιδευτική χρήση
ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. Οι φιλόσοφοι αντιλαμβάνονται τα πάθη που μας βασανίζουν ως διαστροφές, στις οποίες οι άνθρωποι ενδίδουν από δικό τους φταίξιμο• γι’ αυτό και συνηθίζουν να τα περιγελούν, να τα οικτίρουν, να τα στηλιτεύουν ή (όσοι θέλουν να δείχνουν πιο ευσεβείς) να τα καταριώνται.[...] σελ. 93
4. Όταν λοιπόν καταπιάστηκα με την πολιτική, δεν είχα πρόθεση να καταλήξω σε καινοφανή ή πρωτάκουστα συμπεράσματα, αλλά μόνο σ’ όσα συνάδουν κατά τον καλύτερο τρόπο με την πράξη• και επιδίωξα να τα αποδείξω με βέβαιους και αναμφίβολους συλλογισμούς, συνάγοντάς τα από την ίδια την κατάσταση της ανθρώπινης φύσης. Προκειμένου να εξετάσω ό,τι αφορά την επιστήμη αυτή με την ίδια ελευθερία πνεύματος στην οποία μας έχουν συνηθίσει τα μαθηματικά, αντί να περιγελάσω, να οικτίρω ή να καταραστώ τις ανθρώπινες πράξεις, μερίμνησα με ιδιαίτερη φροντίδα να τις κατανοήσω. [...] σελ. 95
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί το γεγονός ότι ο άνθρωπος, όπως και τα υπόλοιπα όντα, προσπαθεί, όσο εξαρτάται από τον ίδιο, να διατηρήσει το είναι του. Αν μπορούσε να γίνει αντιληπτή εδώ κάποια διαφορά, αυτή θα έπρεπε να προέρχεται από το ότι ο άνθρωπος έχει δήθεν ελεύθερη βούληση. Αλλά, όσο περισσότερο νοούμε τον άνθρωπο ως ελεύθερο, τόσο περισσότερο είμαστε αναγκασμένοι να σκεφτούμε ότι πρέπει κατ' ανάγκην να αυτοσυντηρείται και να είναι κύριος του εαυτού του' πράγμα που εύκολα θα μού αναγνωρίσει οποιοσδήποτε δεν συγχέει την ελευθερία με το τυχαίο. Πράγματι, η ελευθερία αποτελεί αρετή ή τελειότητα: συνεπώς, οτιδήποτε δηλώνει την αδυναμία του ανθρώπου δεν μπορεί να συσχετίζεται με την ελευθερία του. Αν λοιπόν ο άνθρωπος μπορεί να ονομαστεί ελεύθερος, δεν είναι επειδή μπορεί να μην υπάρχει ή επειδή μπορεί να μην κάνει χρήση του λόγου, αλλά μόνο στον βαθμό που έχει την εξουσία να υπάρχει και να ενεργεί σύμφωνα με τους νόμους της ανθρώπινης φύσης. Άρα, όσο περισσότερο θεωρούμε έναν άνθρωπο ελεύθερο, τόσο λιγότερο μπορούμε να πούμε πως αυτός μπορεί να μην κάνει χρήση του λόγου ή να επιλέγει τα κακά αντί για τα καλά· γι' αυτό και ο Θεός, ο όποιος υπάρχει, νοεί και ενεργεί με απόλυτη ελευθερία, υπάρχει, νοεί και ενεργεί επίσης με απόλυτη αναγκαιότητα: αυτήν των νόμων της φύσης του. Γιατί δεν χωρεί αμφιβολία ότι ο Θεός ενεργεί με την ίδια ελευθερία με την όποια και υπάρχει· όπως λοιπόν υπάρχει από την αναγκαιότητα της φύσης του, έτσι και δρα από την αναγκαιότητα της φύσης του, δηλαδή δρα απολύτως ελεύθερα.
8. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι δεν είναι στην εξουσία οποιουδήποτε ανθρώπου να κάνει πάντοτε χρήση του λόγου και να βρίσκεται στον ύψιστο βαθμό της ανθρώπινης ελευθερίας. Ωστόσο, καθένας προσπαθεί πάντοτε, όσο εξαρτάται από τον ίδιο, να διατηρήσει το είναι του· και (εφόσον καθένας έχει τόσο δίκαιο, όση έχει και δύναμη) οτιδήποτε προσπαθεί ή πράττει κάποιος, είτε σοφός είτε αδαής, το προσπαθεί και το πράττει σύμφωνα με το υπέρτατο δίκαιο της φύσης. Από εδώ προκύπτει πώς το δίκαιο και ό κανόνας της φύσης, υπό την εξουσία των οποίων γεννιούνται όλοι οι άνθρωποι και περνούν, ως επί το πλείστον, την ζωή τους, δεν απαγορεύουν τίποτε, εκτός απ' ό,τι κανένας δεν επιθυμεί και δεν μπορεί να κάνει: δεν εμποδίζουν τις αντιπαλότητες ούτε τα μίση ούτε την οργή ούτε τις άπατες ούτε απολύτως τίποτε από όσα συμβουλεύουν οι ορέξεις.
Αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει: η φύση δεν υπάγεται στους νόμους του ανθρώπινου λόγου, οι οποίοι δεν αποσκοπούν παρά στο αληθινό όφελος και στην συντήρηση των ανθρώπων, αλλά υπάγεται σε μία απειρία άλλων νόμων, που αφορούν την αιώνια τάξη ολόκληρης της φύσης, της οποίας μικρό μόνο μέρος είναι ο άνθρωπος.
Όλα τα όντα είναι καθορισμένα να υπάρχουν και να ενεργούν, κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο, σύμφωνα με την αναγκαιότητα της τάξης αυτής και μόνον. Συνεπώς, όταν κάτι μέσα στην φύση μας φαίνεται γελοίο, παράλογο ή κακό, αυτό συμβαίνει επειδή γνωρίζουμε τα πράγματα μόνον εν μέρει και αγνοούμε ως επί το πλείστον την τάξη και συνοχή ολόκληρης της φύσης και θέλουμε τα πάντα να κατευθύνονται σύμφωνα με τις επιταγές τού λόγου μας. "Όμως αυτό πού ό λόγος χαρακτηρίζει κακό, δεν είναι κακό ως προς την τάξη και τούς νόμους ολόκληρης της φύσης, παρά μόνον ως προς τούς νόμους της δικής μας φύσης.
9. Συνεπάγεται, επίσης, ότι ένας άνθρωπος υπόκειται στο δίκαιο ενός άλλου για όσο διάστημα βρίσκεται υπό την εξουσία κάποιου άλλου• και υπόκειται στο δικό του δίκαιο στον βαθμό πού μπορεί να αποκρούει κάθε βίαιη επίθεση, να παίρνει εκδίκηση κατά την κρίση του για κάθε ζημία που υφίσταται και, γενικώς, να ζει σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία του.
10. Ένας άνθρωπος έχει έναν άλλον υπό την εξουσία του όταν τον κρατά αλυσοδεμένο• όταν τού έχει αφαίρεση τα όπλα του και τα μέσα για να αυτοαμυνθεί ή να δραπετεύσει• όταν τού έχει εμφυσήσει φόβο• όταν τον έχει τόσο πολύ υποχρεώσει με κάποια ευεργεσία, ώστε ό ευεργετημένος να προτιμά να υποτάσσεται στις επιθυμίες τού ευεργέτη παρά στις δικές του, και να ζει όχι κατά την κρίση του αλλά κατά την κρίση τού ευεργέτη. Οποίος έχει έναν άλλον στην εξουσία του με τον πρώτο ή τον δεύτερο τρόπο, εξουσιάζει το σώμα του αλλά όχι την ψυχή του- με τον τρίτο όμως ή τον τέταρτο τρόπο, εξουσιάζει τόσο την ψυχή όσο και το σώμα του, τουλάχιστον για όσο διάστημα διαρκεί ό φόβος ή η ελπίδα: όντως, όταν το ένα ή το άλλο συναίσθημα εξαφανιστεί, ο εξουσιαζόμενος υπόκειται, στο έξης, στο δικό του δίκαιο.
11. Η ικανότητα κρίσης μπορεί επίσης να υπαχθεί στο δίκαιο κάποιου άλλου, στο μέτρο πού ή ψυχή μπορεί να εξαπατηθεί από κάποιον άλλον. Κατά συνέπεια, η ψυχή υπόκειται εξ ολοκλήρου στο δικό της δίκαιο εφόσον μπορεί να χρησιμοποιεί ορθώς τον λόγο. Και μάλιστα, καθώς ή δύναμη του ανθρώπου πρέπει να εκτιμάται όχι τόσο από την σωματική ρώμη όσο από το ψυχικό σθένος, έπεται πώς υπόκεινται περισσότερο στο δικό τους δίκαιο εκείνοι πού διακρίνονται περισσότερο για το λογικό τους και καθοδηγούνται περισσότερο από τον λόγο.
Γι’ αυτό λοιπόν, αποκαλώ απολύτως ελεύθερο έναν άνθρωπο στο μέτρο που καθοδηγείται από τον λόγο, επειδή τότε η δράση του καθορίζεται από αιτίες που μπορούν να κατανοηθούν πλήρως από την φύση του και μόνο, όσο κι αν οι αιτίες αυτές καθορίζουν την δράση του κατά τρόπο αναγκαίο. Πράγματι, η ελευθερία (όπως δείξαμε στην παράγραφο 7 αυτού του κεφαλαίου) δεν αίρει αλλά, αντιθέτως, θέτει την αναγκαιότητα της δράσης.
12. Μια υπόσχεση προς έναν τρίτο, με την οποία κάποιος δεσμεύεται μόνον προφορικώς να κάνει αυτό ή εκείνο το πράγμα, το οποίο δικαιούται και να παραλείψει ή αντιστρόφως, παραμένει ισχυρή μόνο για όσο διάστημα δεν αλλάζει ή θέληση τού υποσχόμενου. Γιατί όποιος έχει την εξουσία να παραβεί την υπόσχεση του, στην πραγματικότητα δεν χάνει το δίκαιο του: αυτό πού δίνει είναι μόνο λόγια. Εάν λοιπόν αυτός, όντας κριτής τού εαυτού του δυνάμει τού δικαίου της φύσης, κρίνει, ορθώς ή εσφαλμένως (διότι το σφάλμα είναι ανθρώπινο), πώς η υπόσχεση πού έδωσε τού προκαλεί περισσότερη ζημία παρά όφελος και εκτιμά με δική του απόφαση ότι πρέπει να αναιρέσει την υπόσχεση του, τότε την αναιρεί δυνάμει τού δικαίου της φύσης (βλ. παράγραφο 9 αυτού του κεφαλαίου). σελ. 102-105
ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ (το φυσικό δίκαιο και το δίκαιο του κράτους) 1. Κάθε κοινωνία στην οποία υπάρχει κράτος λέγεται πολιτική κοινωνία· το σώμα του κράτους στο σύνολο του ονομάζεται πολιτικό σώμα και οι κοινές υποθέσεις του κράτους, οι όποιες εξαρτώνται από την διοίκηση εκείνου που έχει την εξουσία, αποτελούν την Πολιτεία. Επίσης, αποκαλούμε τους ανθρώπους «πολίτες», στον βαθμό που, δυνάμει του δικαίου της πολιτικής κοινωνίας, απολαμβάνουν όλα τα πλεονεκτήματα του πολιτικού σώματος• τους αποκαλούμε δε «υπηκόους», στον βαθμό που είναι υποχρεωμένοι να υπακούνε στα θεσπίσματα και τους νόμους του πολιτικού σώματος. Τέλος, υπάρχουν τρία είδη πολιτικής κοινωνίας: το δημοκρατικό, το αριστοκρατικό και το μοναρχικό, όπως είπαμε στην παράγραφο 17 του προηγούμενου κεφαλαίου. Πριν όμως αρχίσω να μελετώ το καθένα ξεχωριστά, θα αποδείξω πρώτα όσα αφορούν την πολιτική κοινωνία εν γένει• και, πριν απ’ όλα, οφείλω να εξετάσω το υπέρτατο δίκαιο του πολιτικού σώματος: το δίκαιο τού ανώτατου άρχοντος.
2. Από την παράγραφο 15 του προηγούμενου κεφαλαίου γίνεται φανερό ότι το δίκαιο του κράτους ή το δίκαιο του ανώτατου άρχοντος δεν είναι άλλο από το ίδιο το δίκαιο της φύσης. Το δίκαιο αυτό καθορίζεται από την δύναμη, όχι πλέον του κάθε ατόμου, αλλά του πλήθους, το οποίο καθοδηγείται σαν από ένα κοινό πνεύμα• πράγμα που σημαίνει ότι, όπως ακριβώς στην φυσική κατάσταση το κάθε άτομο, έτσι και το σώμα και η ψυχή όλου του κράτους έχουν τόσο δίκαιο όση και δύναμη. Γι' αυτό και κάθε πολίτης ή υπήκοος έχει τόσο λιγότερο δίκαιο όσο περισσότερο το πολιτικό σώμα είναι δυνατότερο απ' αυτόν (βλ. παράγραφο 16 του προηγούμενου κεφαλαίου) και, συνεπώς, κανένας πολίτης δεν κάνει και δεν κατέχει οτιδήποτε σύμφωνα με το δίκαιο, αν δεν μπορεί να το διεκδικήσει δυνάμει μιας κοινής απόφασης τού πολιτικού σώματος. και σε μετάφραση Τίτου Πατρίκιου 1. Η κατάσταση που υπάρχει σε οποιαδήποτε επικράτεια (imperium) λέγεται πολιτειακή κατάσταση ή πολίτευμα (status civilis), το συνολικό σώμα της επικράτειας ονομάζεται Πολιτεία (civitas) και οι κοινές για όλους υποθέσεις της επικράτειας που διευθύνονται από εκείνον που κατέχει την αρχή ονομάζονται δημόσια πράγματα (respublica). Κατόπι, ονομάζουμε τους ανθρώπους πολίτες (cives), εφόσον απολαμβάνουν βάσει του θετικού δικαίου όλα τα ωφελήματα που παρέχει η Πολιτεία, και υπηκόους (subditos), εφόσον υποχρεούνται να υπακούουν στα θεσπίσματα ή νόμους της Πολιτείας. Τέλος, όπως έχουμε ήδη πει στην παράγραφο 17 τού προηγουμένου κεφαλαίου, υπάρχουν τρία είδη πολιτεύματος, δηλαδή το δημοκρατικό, το αριστοκρατικό και το μοναρχικό. Όμως πριν αρχίσω να πραγματεύομαι το καθένα τους χωριστά, θα εκθέσω πρώτα ό,τι αφορά στο πολίτευμα εν γένει· και αυτό που πριν απ’ όλα πρέπει να εξεταστεί είναι το ανώτατο δικαίωμα της πολιτείας ή δίκαιο της ανώτατης εξουσίας (jus summarum pote-statum).
2. Από την παράγραφο 15 του προηγουμένου κεφαλαίου, φαίνεται καθαρά πως το δικαίωμα του άρχειν ή δίκαιο της ανώτατης εξουσίας δεν είναι τίποτα άλλο από το δικαίωμα που απορρέει από τη φύση, και το όποιο καθορίζεται όχι από την ισχύ (potentia) του καθενός αλλά των πολλών, που οδηγούνται, κατά κάποιο τρόπο, από ένα και μόνο νου. Δηλαδή, όπως το κάθε άτομο στη φυσική κατάσταση (in statu naturali), έτσι και το σώμα και ο νους ολόκληρης της επικράτειας έχουν ένα δικαίωμα ανάλογο με την ισχύ πού διαθέτουν. Έτσι λοιπόν και κάθε πολίτης ή υπήκοος έχει ένα δικαίωμα που είναι τόσο πιο περιορισμένο όσο ισχυρότερη είναι η Πολιτεία απέναντι του (βλ. την παρ. 16 του προηγουμένου κεφαλαίου), και συνεπώς κανένας πολίτης δεν δικαιούται να κάνει ή να έχει τίποτα άλλο έκτος από εκείνο που μπορεί να προβάλει δυνάμει ενός κοινού για όλους διατάγματος της Πολιτείας. μτφρ Τίτος Πατρίκιος (Δευκαλίων, 22/ 1978, σ. 214-215) 3. Αν το πολιτικό σώμα παραχωρήσει σε κάποιον το δίκαιο και, κατά συνέπεια, την εξουσία (διότι διαφορετικά, σύμφωνα με την παράγραφο 12 τού προηγούμενου κεφαλαίου, δίνει μόνο λόγια) να ζει σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία του, τότε παραιτείται από το δίκαιο του και το μεταβιβάζει σ' αυτόν στον όποιο δίνει μία τέτοια εξουσία. Αν πάλι δώσει σε δύο ή σε περισσότερους μία τέτοια εξουσία, να ζουν δηλαδή καθένας σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία του, τότε το κράτος διασπάται• αν, τέλος, δώσει μία τέτοια εξουσία σε κάθε πολίτη, τότε αυτοκαταστρέφεται: δεν υφίσταται πλέον πολιτικό σώμα, αλλά όλα επανέρχονται στην φυσική κατάσταση. Όλα αυτά είναι προφανέστατα, σύμφωνα με όσα είπαμε προηγουμένως. Γι' αυτό και είναι απολύτως αδιανόητο οι θεσμοί τού πολιτικού σώματος να επιτρέπουν σε κάθε πολίτη να ζει σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία του· κατά συνέπεια, το φυσικό δίκαιο, σύμφωνα με το οποίο καθένας είναι κριτής του εαυτού του, αναγκαστικά παύει να υφίσταται στην πολιτική κοινωνία. [...] σελ. 112-113
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ (το δίκαιο του πολιτικού σώματος)
4. Ωστόσο, συνήθως τίθεται το ερώτημα αν ο ανώτατος άρχων δεσμεύεται από νόμους και, συνεπώς, αν μπορεί να αμαρτάνει. Εφόσον οι λέξεις «νόμος» και «αμάρτημα» αφορούν συνήθως όχι μόνο το δίκαιο του πολιτικού σώματος αλλά και το δίκαιο όλων των φυσικών πραγμάτων, και κυρίως τους κοινούς κανόνες του λόγου, δεν μπορούμε να πούμε με τρόπο απόλυτο ότι το πολιτικό σώμα δεν δεσμεύεται από κανένα νόμο και ότι δεν μπορεί να αμαρτάνει. Πράγματι, αν το πολιτικό σώμα δεν δεσμευόταν από εκείνους τους νόμους και τους κανόνες χωρίς τούς οποίους δεν αποτελεί πολιτικό σώμα, τότε θα έπρεπε να θεωρείται όχι ως φυσικό πράγμα αλλά ως χίμαιρα. Συνεπώς, το πολιτικό σώμα αμαρτάνει όταν κάνει ή όταν επιτρέπει να γίνονται πράξεις οι οποίες μπορούν να προκαλέσουν την καταστροφή του, και στην περίπτωση αυτή λέμε πώς αμαρτάνει, υπό την ίδια έννοια που οι φιλόσοφοι ή οι γιατροί λένε ότι αμαρτάνει η φύση• και, υπό την έννοια αυτή, μπορούμε να πούμε πως το πολιτικό σώμα αμαρτάνει όταν ενεργεί αντίθετα με τις επιταγές του λόγου. Γιατί το πολιτικό σώμα υπόκειται τόσο περισσότερο στο δικό του δίκαιο όσο περισσότερο ενεργεί σύμφωνα με τις προσταγές τού λόγου (βλ. παράγραφο 7 του προηγούμενου κεφαλαίου)• στον βαθμό λοιπόν πού ενεργεί αντίθετα με τον λόγο, υπολείπεται τού εαυτού του και αμαρτάνει. Τούτο θα μπορέσουμε να το κατανοήσουμε σαφέστερα αν λάβουμε υπόψη μας ότι, όταν λέμε πως καθένας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει ένα πράγμα που υπάγεται στο δίκαιο του, αυτή η εξουσία πρέπει να ορίζεται όχι μόνον από την δύναμη του ενεργούντος αλλά και από το τι μπορεί ο πάσχων. Εάν, για παράδειγμα, πω ότι μπορώ, σύμφωνα με το δίκαιο, να κάνω ό,τι θέλω αυτό το τραπέζι, προφανώς δεν εννοώ ότι μπορώ, δηλαδή δικαιούμαι, να το κάνω να φάει χόρτο. Έτσι λοιπόν, παρόλο που λέμε πώς οι άνθρωποι δεν υπόκεινται στο δικό τους δίκαιο, αλλά στο δίκαιο τού πολιτικού σώματος, δεν εννοούμε με αυτό ότι αποποιούνται την ανθρώπινη φύση τους, για να προσποιηθούν μιαν άλλη• ούτε βέβαια ότι το πολιτικό σώμα δικαιούται να κάνει τούς ανθρώπους να πέφτουν, ή – πράγμα εξίσου αδύνατον – να αντιμετωπίζουν με σεβασμό ό,τι προκαλεί την θυμηδία ή την αηδία. Υπάρχουν ορισμένες περιστάσεις υπό τις οποίες το πολιτικό σώμα εμπνέει στους υπηκόους φόβο και σεβασμό· όταν οι περιστάσεις αυτές πάψουν να υφίστανται, εκλείπουν ο φόβος και ο σεβασμός, και μαζί τους και το πολιτικό σώμα. Το πολιτικό σώμα, λοιπόν, για να υπόκειται στο δικό του δίκαιο, είναι υποχρεωμένο να διατηρεί ό,τι προξενεί φόβο και σεβασμό – ειδάλλως παύει να υπάρχει ως πολιτικό σώμα. Πράγματι, είναι αδύνατον για εκείνον ή εκείνους πού κυβερνούν το κράτος να τρέχουν στους δρόμους μεθυσμένοι ή γυμνοί με πόρνες, να συμπεριφέρονται σαν γελωτοποιοί, να παραβιάζουν ή να περιφρονούν ανοιχτά τους νόμους που οι ίδιοι έθεσαν και, ταυτοχρόνως, να διατηρούν το μεγαλείο τους: αυτό είναι τόσο αδύνατον όσο αδύνατον είναι για ένα πράγμα να υπάρχει και να μην υπάρχει συγχρόνως. Τέλος, με το να σκοτώνει και να λεηλατεί κάποιος τους υπηκόους του, να αρπάζει τις νέες κοπέλες, και με άλλες παρόμοιες πράξεις, μετατρέπει τον φόβο σε αγανάκτηση και, συνεπώς, την κατάσταση της πολιτικής κοινωνίας σε κατάσταση πολέμου. σελ. 126-128
ΠΕΜΠΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ (για την ειρήνη του πολιτικού σώματος)
4. Αν οι υπήκοοι ενός πολιτικού σώματος δεν καταφεύγουν στα όπλα επειδή τούς παραλύει ο τρόμος, δεν μπορεί να ειπωθεί ότι αυτό το πολιτικό σώμα έχει ειρήνη, αλλά μόνον απουσία πολέμου. Πράγματι, η ειρήνη δεν είναι η έλλειψη πολέμου, αλλά αποτελεί αρετή που πηγάζει από την σταθερότητα της καρδιάς – καθότι υπακοή (βλ. παράγραφο 19 του δευτέρου κεφαλαίου) είναι η σταθερή θέληση να κάνει κάποιος αυτό που σύμφωνα με κοινή απόφαση τού πολιτικού σώματος πρέπει να γίνει. Έξαλλου, ένα πολιτικό σώμα του οποίου η ειρήνη εξαρτάται από την αδράνεια των υπηκόων, που τούς οδηγούν σαν κοπάδι μαθημένο μόνο στην σκλαβιά, θα ήταν ορθότερο να αποκαλείται ερημία παρά πολιτικό σώμα.
5. Άρα, όταν λέγω πως το καλύτερο κράτος είναι εκείνο στο οποίο οι άνθρωποι περνούν την ζωή τους με ομόνοια, εννοώ μια ζωή ανθρώπινη: εκείνη που ορίζεται όχι μόνον από την κυκλοφορία του αίματος και από άλλες κοινές σε όλα τα ζώα λειτουργίες, αλλά προπαντός από τον λόγο και από την αυθεντική ψυχική αρετή και ζωή.
6. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι, όταν λέγω πως ένα κράτος εγκαθιδρύεται ενόψει αυτού του σκοπού (της ομόνοιας), εννοώ το κράτος πού εγκαθιδρύεται από ένα ελεύθερο πλήθος, και όχι εκείνο πού επιβάλλεται σε έναν πληθυσμό δυνάμει τού δικαίου του πολέμου. Πράγματι, ένα ελεύθερο πλήθος καθοδηγείται περισσότερο από την ελπίδα παρά από τον φόβο, ενώ ένα υποταγμένο, περισσότερο από τον φόβο παρά από την ελπίδα· το πρώτο προσπαθεί να χαρεί την ζωή, το δεύτερο απλώς να αποφύγει τον θάνατο. [...] σελ. 133
|
|