ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

 

φιλολογικά

 
έκθεση α΄ λυκείου
 
έκθεση β΄ λυκείου
 
έκθεση γ΄ λυκείου
 

λογοτεχνία

 

αρχαία

 

ιστορία σχολική

 

ιστορία

 

φιλοσοφία
 
εκτός ύλης
 
συζητώντας
 
εργασίες συναδέρφων
 
ιδέες διδασκαλίας
 
επικοινωνία

.................................

Βασίλης Συμεωνίδης

δικτυακός τόπος

με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό

 

 

η αντιγραφή είναι ελεύθερη με την υπενθύμιση ότι η αναφορά στην πηγή τιμά αυτόν που την κάνει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 
 
 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

ληστεία και αλυτρωτισμός (5 αποσπάσματα)

 

1o (κλέφτες και αρματολοί στις αρχές του 19ου αι.)

 

Οι κλέφτες και οι αρματολοί αποτελούσαν προϊόν της ανασφάλειας για τη ζωή και την περιουσία, της κατάκτησης, της ξένης κυριαρχίας, καθώς και εδαφικών και οικονομικών συνθηκών πού ευνοούσαν την παρανομία εν γένει και τη ληστεία ειδικότερα. Ήταν ορεσίβιοι, κτηνοτρόφοι οι περισσότεροι, και συνήθως διακρίνονταν για τις ληστρικές τους συνήθειες. Είτε δρούσαν ως ληστές είτε στην υπηρεσία των άρχων, απέδιδαν ιδιαίτερη αξία στα όπλα, ενώ η βία και η ανοιχτή η συγκαλυμμένη περιφρόνηση της καθεστηκυίας αρχής αποτελούσε το στοιχείο τους. Χωρίς αμφιβολία, η ύπαρξη διαθέσιμου οπλισμού κατά τον 18ο αιώνα βοήθησε να εκδηλωθεί η περιφρόνηση τους αυτή με στρατιωτικά μέσα. Η «μπέσα», αλβανικός όρος πού σημαίνει συμφωνία και τιμή, αποτελούσε ρυθμιστική αρχή στον κόσμο των ορεσίβιων παρανόμων, ενώ τα ιδανικά της «παλικαριάς» η της «λεβεντιάς», πού σήμαιναν ανδρεία, θάρρος και γενναιότητα, ήταν σε μεγάλη εκτίμηση. Από τα μέλη της ιδιαίτερης αυτής ομάδας αναμενόταν επίσης να δείχνουν μεγαλοψυχία, γενναιοδωρία, αυτοπειθαρχία και ικανότητα για μεγάλους άθλους φυσικής δύναμης και αντοχής. Έπρεπε να διακριθούν σε ένα χώρο όπου το στρατιωτικό ταλέντο, σε αντίθεση με τούς πόρους, ποτέ δεν σπάνιζε.

 

Οι αρματολοί ήταν πρώην παράνομοι, πού είχαν αμνηστευθεί και χρησιμοποιήθηκαν για την καταστολή της ληστείας. Το να βάζεις έναν κλέφτη να πιάσει έναν κλέφτη, ένα τέχνασμα πού ήταν από τότε σε χρήση για να προστατεύουν οι κυβερνώντες τα εκτεθειμένα εδάφη τους χωρίς να χρειάζεται να διατηρούν μόνιμες στρατιωτικές δυνάμεις, αποτελούσε κοινή πρακτική. Οι αρματολοί ήταν επιφορτισμένοι με την ασφάλεια των ορεινών διαβάσεων και τη διατήρηση του νόμου και της τάξης στους χώρους της δικαιοδοσίας τους, τα «αρματολίκια». Τα όριά τους συνέπιπταν με ορισμένες διοικητικές περιφέρειες σε τόπους όπου το ληστρικό φαινόμενο ήταν έντονο. Κάθε αρματολίκι οι τουρκικές αρχές το εμπιστεύονταν σε έναν «καπετάνιο», τον οποίο επέλεγαν συνήθως ανάμεσα στους πιο ικανούς και πιο επικίνδυνους παρανόμους και στον όποιο παρέδιδαν απευθείας τις αρμοδιότητες του με την παρουσία των χριστιανών προεστών. Ό ίδιος δεσμευόταν να μένει πιστός στο κράτος και επιφορτιζόταν με την υποχρέωση να διατηρεί έναν αριθμό ενόπλων στις διαταγές του, ώστε να είναι σε θέση να εκτελεί τα καθήκοντα του. Ο καπετάνιος, από τη στιγμή πού περιβαλλόταν τυπική εξουσία, περιπολούσε το αρματολίκι, συνέλλεγε, έκτος από τούς κρατικούς και άλλους φόρους, τον ειδικό φόρο πού κατέβαλλαν οι χριστιανοί υπήκοοι για την κάλυψη των μισθών των αρματολών πού διοικούσε και έκανε ό,τι μπορούσε για να διοικεί την περιφέρεια του σαν οικογενειακό τιμάριο, εκτρέφοντας κοπάδια και επιδιδόμενος στη γεωργία και το εμπόριο. Το αξίωμα σταδιακά έγινε κληρονομικό και ταυτίστηκε με ορισμένες τοπικές οικογένειες, όπως οι Μπουκουβαλαίοι, οι Βλαχάβες, οι Στορνάρηδες, οι Κοντογιάννηδες και οι Βαρνακιώτες.

 

Οι κλέφτες ήταν συνήθως φυγόδικοι, οφειλέτες, έκτος νόμου, κοινωνικά απροσάρμοστοι, τυχοδιώκτες, θύματα καταπίεσης, άντρες χωρίς δεσμούς περιουσιακούς η άλλες υποχρεώσεις, πού είχαν βρει καταφύγιο στα βουνά και είχαν στραφεί στη ληστεία. Κάποια αληθινή η φανταστική αδικία, κάποια παράβαση του νόμου, η απλώς η οικογενειακή παράδοση αρκούσαν για να θέσουν έναν νέο έξω από τα όρια της νομοταγούς κοινωνίας. Σε έναν κόσμο όπου η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη νομιμότητα και την παρανομία ήταν δυσδιάκριτη, η διάβαση της δεν σήμαινε πάντοτε παραβίαση του νόμου. Χάρη στο γεγονός ότι αψηφούσαν την καθεστηκυία αρχή, οι κλέφτες γοητεύσαν τη λαϊκή φαντασία και εξυμνήθηκαν στα δημοτικά τραγούδια του χώρου. Οι κλέφτες, ως μέλη συμμορίας παρανόμων, κινούνταν από δύο πρωταρχικά ελατήρια: την επιβίωση, πού δεν ήταν εύκολη υπόθεση, και την αμνηστία, πού συχνά είχε ως επακόλουθο τη στρατολόγηση τους σε σώμα αρματολών. Για να εξασφαλίσουν αναγνώριση, οι κλέφτες έπρεπε να αποδείξουν την αξία τους στις αρχές• με τη βία και τον τρόμο κατάφερναν να γίνουν επικίνδυνοι και επίφοβοι, ενώ την ίδια στιγμή κατάφερναν πλήγμα στην αξιοπιστία των αντιπάλων τους, πού ήταν με το μέρος του νόμου. Οι πιο τολμηροί, πανούργοι και επικίνδυνοι επιβίωναν και πετύχαιναν τον πολυπόθητο στόχο: νομιμότητα ως αρματολοί.

 

Από τη στιγμή που εξασφάλιζαν αμνηστία και περιβάλλονταν την εξουσία για την τήρηση της τάξης, χρησιμοποιούσαν κάθε μέσο στη διάθεση τους για να διατηρήσουν την εξουσία αυτή• όταν την έχαναν, όπως συνέβαινε με τούς περισσότερους, επέστρεφαν στη ληστεία και προσπαθούσαν με βία και δόλο να επανακάμψουν ως αρματολοί. Οι κλέφτες επομένως ήταν απαραίτητοι για το ιδιαίτερο αυτό σύστημα ασφαλείας πού είχε αναπτυχθεί στο χώρο αυτόν, θύματα τυραννικών αξιωματούχων και αρχιερέων προτού καταφύγουν στα όρη, γίνονταν όργανα καταπίεσης στα χέρια των -ίδιων ισχυρών παραγόντων. Ως κλέφτες, ζούσαν από διαρπαγές και εκβιασμούς, ληστεύοντας χωρίς διάκριση πλουσίους και φτωχούς, κατά προτίμηση εκείνους από τούς οποίους είχαν να πάρουν περισσότερα, αλλά κατά κανόνα εκείνους τούς όποιους φοβούνταν λιγότερο. Η υποστήριξη πού οι κλέφτες κατάφερναν να εξασφαλίζουν από τον ντόπιο πληθυσμό ήταν αποτέλεσμα του φόβου αντιποίνων παρά συμπάθειας.

 

Κολιόπουλος Ιωάννης, «Ληστεία και αλυτρωτισμός», στο Βερέμης Θάνος (επιμ.) Εθνική ταυτότητα και εθνικισμός στη νεότερη Ελλάδα, Αθήνα, 2003, ΜΙΕΤ, σελ. 135-138

 


 

2o (κλέφτες και αρματολοί κατά τη δεκαετία 1820)

 

Παρά τη σύναψη επίσημης συμφωνίας ανάμεσα στους καπεταναίους και τούς αρχιερείς της δυτικής Ρούμελης, σε ειδική συνέλευση τον Φεβρουάριο του 1822, σύμφωνα με την οποία το σύστημα των αρματολικιών θα τερματιζόταν και οι καπεταναίοι δεν θα κατέφευγαν πια στις μεθόδους του, οι πρακτικές του παρελθόντος δεν σταμάτησαν παντού.

 

Όταν καθυστερούσε η καταβολή μισθών, ή τα ποσά κρίνονταν ανεπαρκή και κατώτερα των αναγκών και των προσδοκιών, οι καπεταναίοι προσέφευγαν σε μεθόδους και μέσα για τα οποία δεν έκρυβαν την προτίμηση τους: εισφορές, πού συνήθως εισπράττονταν με τη χρήση βίας και ατιμωρητί. Το εύρος αυτών των καταναγκαστικών εισφορών ήταν σχεδόν απεριόριστο, ποικίλλοντας ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνήθειες και δεξιότητες του κάθε καπετάνιου και τις τοπικές συνθήκες. Μόνο οι εισφέροντες παρέμεναν σταθεροί: ήταν πάντοτε οι άοπλοι και ευάλωτοι χωρικοί των πεδινών ή οι νομάδες βοσκοί. Οι καπετάνιοι των παραμεθόριων περιοχών ιδίως, πού στην ουσία ήταν ανεξάρτητοι από τα δύο αντίπαλα συστήματα στρατιωτικής διοίκησης, μετακινούνταν πέρα δώθε μέσα σε απροσδιόριστα όρια δικαιοδοσίας, επιδιώκοντας, έκτος από βαθμό και εισόδημα αντάξια τής πολεμικής τους δεινότητας, να αυξήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο το υλικό τους κέρδος με λεηλασίες. Οι επαγγελματίες του πολέμου σ’ αυτή την περιοχή συμπλήρωναν τη φορολογία των μόνιμα εγκατεστημένων και ευάλωτων αγροτών με αρπαγές πέρα από τα όρια της περιφέρειας τους. Οι τοποτηρητές της κυβέρνησης και οι στρατιωτικοί διοικητές επέτρεπαν σε καπεταναίους και στους κακοπληρωμένους και υποσιτισμένους άντρες τους να πραγματοποιούν επιδρομές σε περιοχές που βρίσκονταν υπό εχθρικό έλεγχο και να αποσπούν ό,τι προμήθειες έβρισκαν, κατά προτίμηση πρόβατα και βοοειδή.

 

Οι άτακτοι έπρεπε να πληρώνονται και να τρέφονται τακτικά, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, και όταν έφτανε η ώρα να απαιτήσουν τα οφειλόμενα, δεν σταματούσαν μπροστά σε τίποτε. Η πληρωμή και η σίτιση αποτελούσαν τόσο μέσα για τη συνέχιση του αγώνα εναντίον του εχθρού όσο και αυτοσκοπό, καθώς οι περισσότεροι από τους άτακτους δεν γνώριζαν τίποτε άλλο από τη ζωή του ληστή, ενώ η εν γένει ερήμωση και παράλυση που προκάλεσε ο πόλεμος είχαν αυξήσει δραματικά τη ζήτηση για έμμισθη ένοπλη απασχόληση. Με αυτή την έννοια, και στο βαθμό που έρχονταν σε συμφωνία με κάποιον καπετάνιο για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους έναντι μηνιαίας αμοιβής, οι άτακτοι ήταν μισθοφόροι, αλλά αποτελούσαν ιδιαίτερη περίπτωση. Ως μέλη της στρατιωτικής τάξης που περιγράψαμε παραπάνω, είχαν ιδιαίτερους δεσμούς με έναν ή περισσότερους καπεταναίους, που κατάγονταν από τον ίδιο τόπο με αυτούς. Παρ' όλες τις αναστατώσεις του πολέμου και τη συνακόλουθη χαλάρωση των κοινωνικών σχέσεων, σε γενικές γραμμές οι άντρες οδηγούσαν ή ακολουθούσαν συγγενείς και γνωστούς, όχι ξένους• και όταν επέλεγαν να αποσκιρτήσουν από κάποιο στρατόπεδο, Το έπρατταν από κοινού με άλλους συντρόφους ή ακολουθώντας τον αρχηγίσκο τους.

 

Οι μισθοί αποτελούσαν πρωταρχική μέριμνα τόσο για τούς άτακτους όσο και για τον καπετάνιο τους, πράγμα που ίσχυε φυσικά και για τις ευκαιρίες λείας και τροφής. Επειδή δεν υπήρχε ένα αποτελεσματικό σύστημα τροφοδοσίας των άτακτων, το πρόβλημα του εφοδιασμού των περιφερόμενων συμμοριών επιλυόταν με ανεπίσημη άδεια στους άντρες να επωφεληθούν από τα υπάρχοντα όσων είχαν κάτι να χάσουν. Η απουσία αποτελεσματικής κεντρικής κυβέρνησης και οι διακυμάνσεις στις τύχες και τα εδάφη των εμπολέμων επέτρεπαν να θεωρείται «εχθρός» οποιοσδήποτε διέθετε περιουσία που προσήλκυε το ενδιαφέρον του πεινασμένου άτακτου, χωρίς ο ίδιος να μπορεί να προβάλει ένοπλη αντίσταση για να υπερασπιστεί αυτή του την περιουσία. Τα κοπάδια των ντόπιων και περαστικών ποιμένων τραβούσαν την προσοχή των άτακτων περισσότερο από κάθε άλλη μορφή περιουσίας, χωρίς αμφιβολία επειδή τα αιγοπρόβατα μπορούν εύκολα να μετακινηθούν αλλά και λόγω των τοπικών επιδόσεων στη ζωοκλοπή. Πολλοί Έλληνες άτακτοι —και οι Τουρκαλβανοί αντίπαλοι τους— πού λυμαίνονταν τα αιγοπρόβατα των πιο ευάλωτων βοσκών με τέτοια καταστρεπτική ευχέρεια στη ζωοκλοπή, υπήρξαν οι ίδιοι, και εξακολουθούσαν να είναι, ποιμένες.

 

Κατά την αναζήτηση τροφής, έμμισθης στρατιωτικής απασχόλησης και λαφύρων, και ενώ αγωνίζονταν για να εξασφαλίσουν αυτά που θεωρούσαν οφειλόμενα, οι καπετάνιοι και οι άτακτοι διεξήγαγαν τον Αγώνα ως την επιτυχή του έκβαση, υπονομεύοντας σε όλη τη διάρκεια του, άθελα τους αλλά ανεπανόρθωτα, τα ίδια τα θεμέλια της τάξης τους. Η εκτεταμένη και συστηματική λεηλασία και απώλεια περιουσιών, πού συνέβησαν σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα για την ικανοποίηση άμεσων αναγκών, αποδιοργάνωσε την τοπική οικονομία. Η κτηνοτροφία ιδίως, που αποτελούσε το κύριο έρεισμα της στρατιωτικής τάξης, δέχτηκε σοβαρότατο πλήγμα. Μπορούσε να συντηρεί μία καθιερωμένη και επαγγελματική μορφή ζωοκλοπής, αλλά δεν ήταν σε θέση να απορροφήσει τις τεράστιες απώλειες πού προκάλεσαν οι πεινασμένες και απείθαρχες συμμορίες άτακτων. Διακρινόμενοι για τη μισθοφορική και ληστρική τους παράδοση, οι καπεταναίοι και οι άντρες τους υπηρέτησαν οποιονδήποτε αφέντη ή σκοπό έκριναν ότι εξυπηρετούσε καλύτερα τα συμφέροντα τους. Εντέλει, αν και με έμμεσο τρόπο, προώθησαν την υπόθεση του αναδυόμενου εθνικού κράτους, που αποδείχτηκε τρομερός αφέντης. Επιβίωσαν μετά τον πόλεμο και τις μεταπολεμικές αναστατώσεις και κατάφεραν να παρατείνουν την παρουσία τους, καθυστερώντας το τέλος τους, αφού προσαρμόστηκαν στη νέα πραγματικότητα και ανακάλυψαν νέους ρόλους στο νέο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο πού αναδύθηκε.

 

Κολιόπουλος Ιωάννης, «Ληστεία και αλυτρωτισμός», στο Βερέμης Θάνος (επιμ.) Εθνική ταυτότητα και εθνικισμός στη νεότερη Ελλάδα, Αθήνα, 2003, ΜΙΕΤ, σελ. 150-153


 

3o (κλέφτες και αρματολοί κατά τη δεκαετία 1840)

 

Τρία χρόνια αργότερα ή εξέγερση του Σεπτεμβρίου 1843, πού άνοιξε το δρόμο στην εισαγωγή του συντάγματος του 1844, εγκαινίασε επίσης μια περίοδο κατά την οποία η κυβέρνηση εκμεταλλεύτηκε τον αλυτρωτισμό και τις συμμορίες άτακτων όλων των αποχρώσεων για να τροφοδοτήσει εθνικούς πόθους και να ικανοποιήσει τούς καπεταναίους και τούς οπαδούς των εις βάρος του αγροτικού πληθυσμού και από τις δύο πλευρές των συνόρων. Ο Ιωάννης Κωλέττης, πρωθυπουργός στα 1844-47 και αναγνωρισμένος προστάτης των «παλικαριών» της Ρούμελης, επέτρεψε στους καπεταναίους να επιδίδονται ελεύθερα στα ενδιαφέροντα τους, αν και κυρίως προς την αντίθετη πλευρά των συνόρων. Με αυτόν τον τρόπο ο Κωλέττης ικανοποιούσε ένα δυνάμει επικίνδυνο κοινωνικό στοιχείο χωρίς επιβάρυνση για τα δημόσια οικονομικά, ενώ δημιουργούσε και την εντύπωση ότι οι ελληνικές εθνικές διεκδικήσεις δεν είχαν εγκαταλειφθεί. Ο Κωλέττης χειραγώγησε το παραδοσιακό στρατιωτικό στοιχείο χωρίς να προκαλέσει ρήξη με την Τουρκία και χωρίς να μεροληπτήσει υπέρ μιας μερίδας οπλαρχηγών εις βάρος άλλης περισσότερο απ’ όσο θεωρούσε ασφαλές για την ασφάλεια του κράτους και του καθεστώτος του.

 

Ο τερματισμός του καθεστώτος Κωλέττη το 1847 εγκαινίασε μία περίοδο αστάθειας, που επέτεινε η παρουσία περιφερόμενων συμμοριών άτακτων υπό την ηγεσία δυσαρεστημένων καπεταναίων. Ό,τι άρχισε ως μετρημένη και υπολογισμένη χρήση της δράσης συμμοριών ανάμεσα στους «μέσα» και τούς «απέξω» εξελίχτηκε σε σύγκρουση αντιτιθέμενων ιδεολογιών και πολιτικών ρευμάτων, ιδίως αφότου τα νέα των επαναστάσεων στην Ευρώπη, το 1848, άρχισαν να κάνουν την εμφάνιση τους στον αθηναϊκό τύπο. Ορισμένα αιτήματα φιλελεύθερου-συνταγματικού χαρακτήρα, που ποτέ δεν ήταν τίποτε περισσότερο από προπέτασμα καπνού για την επιδίωξη σκοπών που συγκινούσαν περισσότερο τους καπεταναίους της Ρούμελης, δεν παραπλάνησαν την κυβέρνηση. Μία σειρά μέτρων, όπως η άδεια στρατολόγησης άτακτων με έξοδα του κράτους και οι επανειλημμένες αμνηστίες για τους έκτος νόμου, υπέσκαψαν τη θέση των στασιαστών και οδήγησαν τις ταραχές σε βαθμιαία εκτόνωση.

 

Τον πολιτικό σάλο στα τέλη της δεκαετίας του 1840 ακολούθησαν οι αλυτρωτικές αναστατώσεις στα μέσα της επόμενης δεκαετίας, πού προκλήθηκαν από τον Κριμαϊκό Πόλεμο. Ήδη πριν από την έναρξη των εχθροπραξιών μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας το φθινόπωρο του 1853, ο εθνικιστικός πυρετός ανέβαινε στην Ελλάδα ως αποτέλεσμα τής επετείου των 400 χρόνων από την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, τον Μάιο του 1453. Γινόταν τότε πολύς λόγος για τη δημιουργία μιας «ελληνικής αυτοκρατορίας» στα ερείπια τής οθωμανικής...  

  

Κολιόπουλος Ιωάννης, «Ληστεία και αλυτρωτισμός», στο Βερέμης Θάνος (επιμ.) Εθνική ταυτότητα και εθνικισμός στη νεότερη Ελλάδα, Αθήνα, 2003, ΜΙΕΤ, σελ. 155-156

 

4o

 

 

Ανεκπλήρωτοι εθνικοί πόθοι και δυσαρέσκεια για την επιβολή από τις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις μιας διεθνούς οικονομικής επιτροπής, που ανέλαβε να διαξαγάγει έρευνα για την κακή κατάσταση των οικονομικών της χώρας, καθώς και η ταύτιση με τον αγώνα των Ιταλών για ανεξαρτησία και ενοποίηση, οδήγησαν στην επανάσταση του Οκτωβρίου 1862, που εξανάγκασε τον βασιλιά Όθωνα και τη βασίλισσα Αμαλία να παραιτηθούν από τα δικαιώματα τους στο θρόνο και να εγκαταλείψουν τη χώρα. Μέχρι την άφιξη, τον επόμενο χρόνο, νέου βασιλιά, του νεαρού πρίγκιπα Γεωργίου, του βασιλικού οίκου Γκλύξμπουργκ της Δανίας, και την κήρυξη νέου συντάγματος το 1864, οι στασιαστές είχαν το χρόνο να ανοίξουν φυλακές και να απελευθερώσουν πλήθος πολιτικών κρατουμένων αλλά και καταδίκων του κοινού ποινικού νόμου.

Η γενική και χωρίς προηγούμενο ελευθεριότητα της μεσοβασιλείας ευνόησε μία κατάσταση ανομίας, που, μετά τη θέσπιση του νέου συντάγματος που απέκλειε την παροχή αμνηστίας σε κοινούς εγκληματίες, δημιούργησε μία εκρηκτική κατάσταση κατά τα επόμενα λίγα χρόνια. Πριν από το 1864, η περιοδική χορήγηση αμνηστίας για τους έκτος νόμου συνέβαλλε στην εκτόνωση παρόμοιων καταστάσεων. Το μέτρο ήταν σε χρήση στις δεκαετίες του 1830 και 1840, οποτεδήποτε οι προκλήσεις των ληστών φαίνονταν να ξεπερνούν τα συνήθη όρια. Ένα άλλο μέτρο, η επικήρυξη περιβόητων παρανόμων, ελάχιστα απέδιδε. Αν η καταστολή ήταν αδύνατη και η αμνηστία δεν προβλεπόταν, ένα άλλο δοκιμασμένο μέσο ήταν βέβαιον ότι μπορούσε να φέρει αποτέλεσμα: η στρατολόγηση παρανόμων σε αντάρτικα σώματα.

 

Κολιόπουλος Ιωάννης, «Ληστεία και αλυτρωτισμός», στο Βερέμης Θάνος (επιμ.) Εθνική ταυτότητα και εθνικισμός στη νεότερη Ελλάδα, Αθήνα, 2003, ΜΙΕΤ, σελ. 158-159


5o

 

Για να στηρίξει τη νέα αυτή πολιτική, ή Ελλάδα είχε ανάγκη από ικανό εθνικό στρατό. Στις πυρετώδεις μέρες τού 1878, ακόμη και όταν τα ανταρτικά σώματα εισέδυαν στη Θεσσαλία, τονιζόταν ή ανάγκη ενός τέτοιου στρατού, ενώ ή χρήση συμμοριών άτακτων συναντούσε αποδοκιμασία. Οι στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις του Χαρίλαου Τρικούπη κατά τη δεκαετία του 1880. πού αποσκοπούσαν στην αύξηση των ένοπλων δυνάμεων τής χώρας και τη βελτίωση τής ποιότητας τής εκπαίδευσης και του εξοπλισμού τους, έγιναν ευνοϊκά δεκτές. Οι παλιές μέθοδοι και συνήθειες ωστόσο επιβίωσαν. Στην περίπτωση τής βουλγαρικής προσάρτησης τής Ανατολικής Ρωμυλίας, πού προκάλεσε ελληνικές απαιτήσεις για εδαφικά αντισταθμίσματα, ό Θεόδωρος Δεληγιάννης, ό κυριότερος πολιτικός αντίπαλος του Τρικούπη και διάδοχος του στη διακυβέρνηση τής χώρας, ανέχτηκε τη σύσταση αντάρτικων σωμάτων, πού διέβαιναν τα σύνορα ακόμη και μετά την κινητοποίηση του στρατού, τον όποιο ό Δεληγιάννης κράτησε, υποτίθεται, σε ετοιμότητα για εισβολή σε όλη τη διάρκεια τού χειμώνα 1885-86.

"Ακόμη μεγαλύτερη εντύπωση προκαλεί ό ρόλος πού ανατέθηκε στα ανταρτικά σώματα δέκα χρόνια αργότερα, με την ευκαιρία τής ελληνοτουρκικής κρίσης του 1896-97, πού οδήγησε σε πολεμική αναμέτρηση τον Απρίλιο του 1897. "Ένας ισχυρός αλυτρωτικός σύνδεσμος, ή Εθνική Εταιρεία, ανέλαβε αυτή τη φορά να στρατολογήσει αρκετά ισχυρά σώματα και να τα κατευθύνει στη Μακεδονία ολόκληρο το καλοκαίρι και στις αρχές του φθινοπώρου του 1896- και στις αρχές τής επόμενης άνοιξης, ή Εταιρεία συγκέντρωσε στη Μακεδονία, έτοιμους για δράση, πολλές εκατοντάδες άτακτους κάθε λογής, οργανωμένους σε συμμορίες και εφοδιασμένους με τον παραδοσιακό τρόπο. Καπεταναίοι δεν ήταν δύσκολο να βρεθούν, καθώς ενθουσιώδεις νέοι αξιωματικοί εξάπτονταν με την ιδέα του συγχρωτισμού τους με τούς επαγγελματίες πλιατσικολόγους τής περιοχής, πού συνέρρευσαν στα σύνορα από τα ορεινά τους λημέρια έχοντας δελεαστεί κυρίως από την προοπτική λείας. Ό στρατός τής εισβολής του "Απριλίου 1897, αξίζει να σημειωθεί, είχε ως προπομπό αυτό το συνονθύλευμα τυχοδιωκτών, οι όποιοι ήταν οι πρώτοι πού τράπηκαν σε άτακτη φυγή, για να τούς ακολουθήσει σύντομα και ό τακτικός στρατός, πού αποδείχτηκε κατώτερος του καλύτερα οργανωμένου και εξοπλισμένου τουρκικού στρατεύματος.

 

 

Κολιόπουλος Ιωάννης, «Ληστεία και αλυτρωτισμός», στο Βερέμης Θάνος (επιμ.) Εθνική ταυτότητα και εθνικισμός στη νεότερη Ελλάδα, Αθήνα, 2003, ΜΙΕΤ, σελ. 169-162

 

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Κυριακή, 08 Μαρτίου 2015.