ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

 

φιλολογικά

 
έκθεση α΄ λυκείου
 
έκθεση β΄ λυκείου
 
έκθεση γ΄ λυκείου
 

λογοτεχνία

 

αρχαία

 

ιστορία σχολική

 

ιστορία

 

φιλοσοφία
 
εκτός ύλης
 
συζητώντας
 
εργασίες συναδέρφων
 
ιδέες διδασκαλίας
 
επικοινωνία

.................................

Βασίλης Συμεωνίδης

δικτυακός τόπος

με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό

 

 

η αντιγραφή είναι ελεύθερη με την υπενθύμιση ότι η αναφορά στην πηγή τιμά αυτόν που την κάνει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 
 
 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

Μύθοι και σύμβολα μις εθνικής επετείου



Απόσπασμα από τον πανηγυρικό λόγο που εκφώνησε η Χριστίνα Κουλούρη (επίτιμος καθηγήτρια Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας) στον επίσημο εορτασμό της 25ης Μαρτίου του Δημοκρίτειου Παν/μίου Θράκης το 1995.Το κείμενο έχει εκδοθεί από το Δημοκρίτειο Παν/μιο Θράκης με πρόλογο του Γιάννη Πανούση, Πρύτανη του Δ.Π.Θ.

 

Κάθε χρόνο, την ίδια μέρα, με την κυκλική περιοδικότητα που χαρακτηρίζει το θρησκευτικό και κοσμικό εορτολόγιο, συναντιόμαστε σε οικείους δημόσιους χώρους, για να συνεορτάσουμε μια εθνική επετειο: την 25 Μαρτίου 1821.
Η κανονικότητα, η ομοιομορφία και το αυτονόητο των εκδηλώσεων μας οδηγεί, ωστόσο, σε ένα είδος συλλογικής επανάπαυσης και δεν μας επιτρέπει να στοχασθούμε για την ίδια την επέτειο, το πώς και γιατί καθιερώθηκε, τα σύμβολα που τη συνοδεύουν και τους μύθους που την υφαίνουν, τη λειτουργία της τέλος στο δημόσιο συμβολικό λόγο της εθνικής κοινότητας. Ο ρητορικός δογματισμός και η αυταρέσκεια του πανηγυρικού λόγου ακυρώνουν, εξάλλου, σχεδόν εξ ορισμού την κριτική ιστορική γνώση του παρελθόντος, εκείνη που μόνη μας χειραφετεί ως πολίτες και μας εξασφαλίζει τη συλλογική αυτογνωσία.
Κατά κανόνα, ο λόγος που ακούγεται σε παρόμοιες ευκαιρίες συμπορεύεται με εκείνη την εκδοχή της ιστορίας, που ο Σπύρος Ασδραχάς ονόμασε “δικανική”. Ο όρος είναι, νομίζω, κατανοητός, εφόσον γνωστά είναι και τα χαρακτηριστικά του δικανικού λόγου. Η “δικανική ιστορία” αποφαίνεται περί δικαίων και αδίκων, κρίνει και αξιολογεί, παρουσιάζεται κατά περίπτωση ως κατήγορος ή ως συνήγορος.

 

Με αυτή της τη μορφή, η ιστορία γίνεται όπλο και αποδεικτικός μηχανισμός, γίνεται “χρήσιμη”. Η χρησιμότητά της, όπως νοείται από τους χρήστες της, εντοπίζεται συνήθως σε παρούσες συγκυρίες, σε ζητήματα του εκάστοτε πολιτικού, και κοινωνικού, παρόντος. Επιβεβαιώνεται έτσι η γνωστή ρήση του Benedetto Croce ότι “κάθε ιστορία είναι σύγχρονη ιστορία”. Με άλλα λόγια, η ιστορική γραφή, η ιστορική αποτύπωση του παρελθόντος, μας πληροφορεί και για το παρόν από το οποίο παράγεται. Πολλές φορές μάλιστα, μας πληροφορεί αποκλειστικά για το παρόν και καθόλου για το παρελθόν, το οποίο διαθλάται και παραμορφώνεται μέσα από τις διόπτρες του παρόντος. Έτσι, η πρόσληψη της ιστορίας μοιάζει να βρίσκεται σε αντίφαση με την οντολογία της, με αυτά καθεαυτά τα ιστορικά συμβάντα.

 

Η διαπίστωση αυτή ενδεχομένως ξενίζει εκείνους που πρεσβεύουν την αντικειμενικότητα της ιστορικής γνώσης και τη μοναδικότητα της αλήθειας. Αποτελεί ωστόσο κοινό μυστικό, από τον περασμένο ήδη αιώνα, ότι η ιστορία τέθηκε στην υπηρεσία μη επιστημονικών σκοπιμοτήτων και χρησιμοποιήθηκε ως ιδεολογικός μηχανισμός για τη νομιμοποίηση του έθνους-κράτους ή επιμέρους πολιτικών και κοινωνικών ομάδων.

 

Οι ιστορικοί δεν είναι άμοιροι ευθυνών, εφόσον ενίοτε υποθάλπουν ή και καλλιεργούν παρόμοιες στάσεις. Παρατηρείται έτσι το φαινόμενο οι ίδιοι οι ιστορικοί να προβάλλουν την πλασματική εκδοχή της πραγματικότητας, τον μύθο αντί της ιστορίας. Αυτό οφείλεται εν μέρει και στο γεγονός ότι κάποτε ο ιστορικός ταυτίζεται με τα αντικείμενα της παρατήρησής του, μετέχει συναισθηματικά και χάνει την απόσταση που επιβάλλει η κριτική θεώρηση. Σ’αυτή την περίπτωση, το παρόν επικαθορίζει το παρελθόν και ο μύθος κατέχει κεντρικό ρόλο στον ιστοριογραφικό λόγο.

 

Στα όρια του μυθικού και του ιστορικού τοποθετείται η εικόνα που έχουμε για την Ελληνική Επανάσταση και, ειδικότερα, για την 25 Μαρτίου 1821. Δεν είναι, βεβαίως, δύσκολο να κατανοήσουμε αυτή τη μετάπτωση του ιστορικού στο μυθικό στην περίπτωση ενός γεγονότος τόσο σημαντικού για τη νεοελληνική ιστορική συνείδηση όπως ο Αγώνας.

 

Η ιδεολογικοποίηση και εξιδανίκευσή του προηγήθηκε της νηφάλιας επιστημονικής του διαπραγμάτευσης και γι’αυτό -αλλά και για πολλούς άλλους λόγους- το μυθολογικό του απείκασμα υπήρξε ισχυρότερο, συνεπώς διαρκέστερο, από την ιστορική του αναπαράσταση.

 

Στο μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα, όσο ζούσαν ακόμη οι αγωνιστές και όσοι είχαν την άμεση εμπειρία των πολλαπλών ρήξεων που φέρνει ένας πόλεμος, υπήρχε μια βιωματική σχέση με το παρελθόν, σχέση σχεδόν απαγορευτική για την ιστοριογραφική του επεξεργασία. Έγραφε χαρακτηριστικά ο Καμπούρογλους: “με την αρχαιότητα μας συνδέει ο θαυμασμός, με την παλαιότητα ο πόνος”.

 

Πράγματι, πλάι στο θαυμασμό για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, που διακρίνει την ελληνική σκέψη από την εποχή του Διαφωτισμού, τοποθετείται, μετά τη δημιουργία του ελληνικού κράτους, η συναισθηματική σχέση με τους πατέρες. Και μάλιστα, η Ελληνική Επανάσταση θεωρείται ως η κατεξοχήν απόδειξη της αρχαιοελληνικής καταγωγής των νεότερων Ελλήνων, μέσα από μια νέα σύγκρουση Ευρώπης - Ασίας, ανάλογη με εκείνη των μηδικών πολέμων.

 

Οι ήρωες της Επανάστασης θα προβληθούν έτσι ως τα κατεξοχήν πρότυπα της ανδρείας και του πατριωτισμού, σύμφωνα με την κυρίαρχη αντίληψη που τόνιζε το σωφρονιστικό έργο της ιστορικής διδαχής και ήθελε την ιστορία “magistra vitae” (διδάσκαλο βίου), κατά την περίφημη διατύπωση του Κικέρωνα. Η λειτουργία αυτή διακρίνεται εναργέστερα στη σχολική πράξη, εκεί που η κοινωνικοποίηση του παιδιού στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στην υποβολή προτύπων συμπεριφοράς, προς μίμηση ή προς απόρριψη. Μέσα και έξω από το σχολείο, εξάλλου, τα πρότυπα αυτά, οι “μεγάλοι άνδρες”, φτιάχνουν την πινακοθήκη, θα λέγαμε, της εθνικής ιστορικής μνήμης: οι αγωνιστές συγκροτούν το εθνικό μαρτυρολόγιο, οι αρχαίοι Ελληνες, το εθνικό πάνθεον. Σύντομα, και όταν τα πενιχρά μέσα του ελληνικού κράτους το επιτρέψουν, οι εικόνες τους θα κοσμούν τις σχολικές αίθουσες, πλάι στη θρησκευτική εικόνα και το χάρτη της Ελλάδας.

 

Δεν υπάρχει αμφιβολία. Η Ελληνική Επανάσταση εντάχθηκε αμέσως, αβίαστα, αυτονόητα, στη νεοελληνική εθνική συνείδηση. Ήταν το ύψιστο γεγονός της συλλογικής αυτοεπιβεβαίωσης. Οι ερμηνείες της, ωστόσο, δεν υπήρξαν πάντοτε σύμφωνες. Αλλωστε, ενόσω εξελισσόταν ακόμη, δεν έλειψαν οι εμφύλιες διαμάχες και συγκρούσεις. Μετά την αίσια έκβασή της, οι επιζώντες θέλησαν να υποστηρίξουν το δίκιο τους, τη δική τους εκδοχή για τα γεγονότα. Εν μέρει απολογητικός είναι συνεπώς ο χαρακτήρας των απομνημονευμάτων των στρατιωτικών και πολιτικών ηγετών του Αγώνα. Τεκμήρια της ατομικής μνήμης, οι πολύτιμες αυτές μαρτυρίες μας μεταφέρουν πάντως την αίσθηση της τομής και του σημαντικού που συμμερίζονταν όσοι μετείχαν στην Επανάσταση. Η συγγραφή των απομνημονευμάτων δηλώνει ακριβώς τη βαρύτητα που απέδιδαν στη διατήρηση της μνήμης του γεγονότος, έστω με τις μεροληψίες και τις διαθλάσεις που επιβάλλει η χρονική απόσταση και η υποκειμενική στάση.
Είτε διαβάσει κανείς τα απομνημονεύματα είτε στηριχθεί στις πρώτες απόπειρες ιστοριογραφικής σύνθεσης που δημοσιεύονται κατά τις πρώτες δεκαετίες του ελληνικού κράτους, ανιχνεύει αυτό το διάλογο λήθης και ανάμνησης, σιωπής και υπόμνησης που διακρίνει κάθε κατασκευή μνήμης, ατομικής ή συλλογικής. Και στην περίπτωση της Ελληνικής Επανάστασης, υπήρχαν πολλά που έπρεπε να αποσιωπηθούν. Οι φόβοι, τα διλήμματα, οι ιδιοτέλειες, ανθρώπινες στάσεις δηλαδή, δεν είχαν θέση σε μια ιστορία επική, που φιλοδοξούσε να διδάξει μέσα από ηρωικά πρότυπα. Οι αντιδράσεις, επίσης, των ομάδων εκείνων που διαφωνούσαν με την κήρυξη της Επανάστασης δεν εναρμονίζονταν με μια εικόνα εθνικής σύμπνοιας και ομοψυχίας που η “επίσημη” ιστοριογραφία επιθυμούσε να προωθήσει. Συνεπώς, ήδη από τα μέσα του περασμένου αιώνα και αφού έχουν καταλαγιάσει τα πάθη που ακολούθησαν τη δολοφονία του Καποδίστρια, η μνήμη της Ελληνικής Επανάστασης καλύπτεται με το μανδύα του μύθου. Ένα μανδύα που δεν θα αποβάλει πάντως μέχρι και σήμερα σχεδόν, στις επετειακές της τουλάχιστον εκδοχές.

 

Βεβαίως, και αυτό το τονίζω, ο μύθος δεν είναι πάντοτε ο ίδιος. Όπως επισήμανα και στην αρχή της ομιλίας, η διαχείριση της ιστορικής γνώσης διαφοροποιείται μέσα στη διαχρονία αλλά και στη συγχρονία, ανάλογα με τους κοινωνικούς και πολιτικούς εκφορείς της.

 

Έτσι και η Επανάσταση του 1821 ερμηνεύθηκε ως εθνική αναγέννηση, ως αστική επανάσταση, ως λαϊκό κίνημα κ.ο.κ. Δεν θα επιμείνω εδώ σε όλες τις δυνατές, και υπαρκτές, ερμηνευτικές της αποχρώσεις.

 

Είναι πάντως ενδιαφέρον να σταθούμε σε δυο τουλάχιστον όψεις της πρόσληψής της, οι οποίες χωρίς να είναι κατ’αναγκην ασύμπτωτες είναι και διαδοχικές. Η πρώτη όψη είναι αυτή της “ανολοκλήρωτης” επανάστασης. Σε όλο το 19ο αιώνα και μέχρι την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου το 1922, η Ελληνική Επανάσταση θεωρούνταν ανολοκλήρωτη και το έργο των αγωνιστών ατελές. Το όνειρο της αλυτρωτικής επέκτασης, όπως εκφράστηκε με την πολιτική της Μεγάλης Ιδέας, στηριζόταν σε αυτήν ακριβώς την ερμηνεία της Επανάστασης.

 

Η δεύτερη όψη είναι εκείνη της “επερχόμενης” επανάστασης. Αντίληψη συνδεδεμένη με τους μετασχηματισμούς της ελληνικής κοινωνίας και τις νέες πολιτικές ομάδες που αναδείχθηκαν στις αρχές του 20ού πλέον αιώνα, στήριζε μια θεωρητική και εξόχως πολιτική συζήτηση ως προς το χαρακτήρα της νέας, “επερχόμενης”, επανάστασης - αν θα ήταν αστικοδημοκρατική, σοσιαλιστική κλπ. Μια καινούρια, “προοδευτική”, μυθολογία της Ελληνικής Επανάστασης εφευρίσκεται λοιπόν μέσα στον 20ό αιώνα.

 

Το στοιχείο της εφεύρεσης δεν είναι φυσικά πρωτότυπο. Από τη στιγμή της ίδρυσής του, το νεαρό ελληνικό κράτος θα αναζητήσει και θα εφεύρει, σε αναλογία με τα σύγχρονά του δυτικοευρωπαϊκά, τα συμβολικά στοιχεία της συνοχής του. Θεσμοί και τελετές με ιστορικές αναφορές θα χρησιμοποιηθούν προς επικουρία του ενοποιητικού έργου.

 

Στην περίπτωση της Ελληνικής Επανάστασης, αλλά και άλλων στιγμών της πρόσφατης ιστορίας μας αργότερα, παρατηρείται ένας συναρπαστικός μεταβολισμός: η μετατροπή της ίδιας της μνήμης, της βιωμένης ιστορίας, σε συλλογική κληρονομιά, σε κοινό κτήμα της εθνικής κοινότητας. Ο μεταβολισμός αυτός συντελείται και μέσω μιας δημόσιας, συχνά θεατρικής, γλώσσας που αρθρώνεται με τελετουργικά και συμβολικά στοιχεία. Θα μπορούσα να αναφέρω, για παράδειγμα, τα εθνικά μνημεία και τους ανδριάντες, τις επετειακές εκδηλώσεις και τις παρελάσεις, τις σημαίες και άλλες συμβολικές αναπαραστάσεις. Η αποτελεσματικότητα αυτών των στοιχείων έγκειται κυρίως στη θεσμοθέτηση και την επανάληψή τους και όχι τόσο στη συναισθηματική και ενθουσιώδη συμμετοχή του πλήθους. Οπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Γ.Χαριτάκης το 1921, ενόψει του εορτασμού της εκατονταετηρίδας της Επανάστασης, “αι παρ’ημίν τελεταί και εορταί συνίστανται, σχεδόν κατά κανόνα, εις ιεροτελεστίας, στρατιωτικάς παρατάξεις και εκφωνήσεις πανηγυρικών λόγων, έχουν δε συνήθως κάπως μονότονον χαρακτήρα. Εις τας τοιαύτας τελετάς η συμμετοχή του λαού, παρ’ όλας τας προσπαθείας των εκάστοτε οργανωτών είναι μάλλον χλιαρά, εκτός εάν πρόκειται περί εορτασμού προσφάτου εκάστοτε χαρμοσύνου εθνικού γεγονότος, το οποιον να ενθουσιάζη τους πάντας και να καλύπτη πάσαν ανεπάρκειαν οργανώσεως ή προπαρασκευής” (σ.20). Η Μικρασιατική Καταστροφή δεν επέτρεψε πάντως τον εορτασμό της εκατονταετηρίδας, η οποία γιορτάστηκε τελικά το 1930, επέτειο της ίδρυσης του ελληνικού κράτους.
Απ’όλες, ωστόσο, τις δυνατές ημερομηνίες για τον εορτασμό την Ελληνικής Επανάστασης, είχε επιλεγεί από το 1838 εκείνη της έναρξης του απελευθερωτικού αγώνα, χωρίς πάντως την ακρίβεια που επέβαλλε η ιστορική έρευνα και τα πραγματικά γεγονότα.

 

 

Πράγματι, τα γεγονότα υπαγόρευαν την επιλογή είτε της 24 Φεβρουαρίου, με την εκδήλωση του κινήματος του Υψηλάντη, ή έστω της 23 Μαρτίου, όταν ξεσπά η επαναστατική δράση στην Πελοπόννησο. Παρ’όλα ταύτα, το Β.Δ. του 1838 που καθιέρωνε την 25 Μαρτίου ως εθνική εορτή, επικαλούνταν τους εξής λόγους για την επιλογή: πρώτον, το γεγονός ότι τη μέρα αυτή το 1821 έγινε η έναρξη του “υπέρ της ανεξαρτησίας αγώνος του ελληνικού έθνους” και δεύτερον, γιατί η μέρα αυτή ήταν “λαμπρά καθ’εαυτήν” λόγω του Ευαγγελισμού. Φαίνεται ότι από τους δυο λόγους ισχύει μόνον ο δεύτερος, η σύνδεση δηλαδή της εθνικής επετείου με τη θρησκευτική εορτή και τους συμβολισμούς για το έθνος που συνεπαγόταν ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου. Μάλιστα, η ισχύς του συμβολισμού επικράτησε των πορισμάτων της έρευνας, εφόσον σήμερα κανένας δεν πιστεύει πλέον ότι η Ελληνική Επανάσταση κηρύχθηκε όντως την 25 Μαρτίου 1821 ούτε ότι αυτό συνέβη στην Αγία Λαύρα.

 

Ο θρύλος για την ύψωση του λαβάρου της Επανάστασης από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στην Αγία Λαύρα πλάστηκε στην ουσία στο δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα, με τη συνδρομή ποικίλων παραγόντων, παρόλο που αγνοήθηκε ή διαψεύσθηκε από τη νεοελληνική ιστοριογραφία του 19ου αιώνα. Η αφετηρία του μύθου μπορεί να ανιχνευθεί στην περιγραφή ενός γάλλου περιηγητή, του Πουκεβίλ, που έγραψε το 1824 μια “Ιστορία της ελληνικής επανάστασης”. Εκεί δίνει μια ρομαντική περιγραφή της κήρυξης της επανάστασης, κατάλληλης προς κατανάλωση από το σύγχρονό του ευρωπαϊκό κοινό.

 

Η παγίωση του μύθου θα ευνοηθεί πάντως από τις συνθήκες που θα αναπτυχθούν στο εσωτερικό του ελληνικού κράτους μετά τη δημιουργία του, δηλαδή τις κοινωνικές ομάδες που θα αναλάβουν ηγετικό ρόλο και θα θελήσουν να εξάρουν τη συμβολή τους στο απελευθερωτικό έργο, την αναπτυξη του νεοελληνικού τοπικισμού, την ανάγκη σύνδεσης θρησκείας και έθνους, κυρίως μετά την κήρυξη του αυτοκεφάλου της ελληνικής εκκλησίας το 1833 και την επακόλουθη ψυχρότητα με το Πατριαρχείο. Η καθιέρωση, εξάλλου, της εθνικής επετείου της 25 Μαρτίου συνέβαλε στη μυθοποίηση της Λαύρας, μυθοποίηση που στη συνέχεια κρυσταλλώνεται μέσα από τη λογοτεχνία και τη ζωγραφική.

 

Η ίδια η επέτειος της 25 Μαρτίου γνώρισε ωστόσο κατά τα πρώτα χρόνια της καθιέρωσής της περιπέτειες, για τις οποίες αναμφίβολα δε μας υποψιάζει ο τωρινός, ομόψυχος και λαμπρός εορτασμός της.

 

Φαίνεται, λοιπόν, ότι στα χρόνια της οθωνικής βασιλείας, και μάλιστα στις παραμονές του Συντάγματος του 1843, η επέτειος απέκτησε πολιτικό περιεχόμενο και εμπλέχτηκε στην αντιπολιτευτική δράση κατά του Οθωνα.

 

Κάποιοι νέοι, φοιτητές κυρίως, αποφάσισαν να γιορτάσουν με το δικό τους, διαφορετικό τρόπο την 25 Μαρτίου, και γι’αυτή τους την πράξη παραπέμφθηκαν σε δίκη. Αξίζει, νομίζω, να σταθούμε σ’αυτή τη διάσταση ανάμεσα στον επίσημο, κρατικό, εορτασμό της εθνικής επετείου και στην ενθουσιώδη, ιδιωτική πρωτοβουλία μιας ομάδας νέων, για τους οποίους η επέτειος αυτή συμβόλιζε την εξέγερση της Ελλάδας εναντίον κάθε μορφής τυραννίας. Αλλά και να επισημάνουμε την καταστολή αυτής της πρωτοβουλίας που δεν συμβάδιζε με το επιβεβλημένο τυπικό και θεωρήθηκε ότι υπέκρυπτε ανατρεπτικές ροπές.

 

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Όπως ανέφερα ήδη, η 25 Μαρτίου καθιερώθηκε ως εθνική επέτειος το 1838, και τότε γιορτάστηκε και για πρώτη φορά επίσημα. Μέχρι τότε, το ελληνικό κράτος γιόρταζε δυο επετείους, και τις δυο συνδεδεμένες με το πρόσωπο του βασιλέα: τα γενέθλια και τα αποβατήρια. Η 25 Μαρτίου θα είναι, συνεπώς, η μόνη καθαρά εθνική γιορτή, “η μόνη”, σύμφωνα με την εφημερίδα της εποχής Αθηνά, “ήτις ημπορεί να συγκινήση παντός ευαισθήτου Ελληνος την καρδίαν”.

 

Από την επόμενη χρονιά, το 1839, δοκιμάζεται ένας ιδιωτικός εορτασμός, ο οποίος επαναλαμβάνεται και το 1840, ώστε να αντισταθμιστεί, σύμφωνα με τη μαρτυρία ενός από τους πρωταγωνιστές των γεγονότων, η αδιαφορία ή η δυσμένεια των Βαυαρών για τη γιορτή αυτή. Την πρωτοβουλία ανέλαβε μια ομάδα νέων οι οποίοι γιόρτασαν την επέτειο με μνημόσυνο των πεσόντων του Αγώνα στην εκκλησία της Καπνικαρέας και με συμπόσιο και μουσική σε σπίτι φωταγωγημένο και διακοσμημένο με συμβολικές εικόνες. Η αντιοθωνική μερίδα, την οποία αποτελούσαν κατά πλειονότητα νέοι, θέλησε μ’αυτό τον τρόπο να ιδιοποιηθεί τον πανηγυρισμό της εθνικής επετείου.

 

Η αντιπαράθεση που απλώς λάνθανε τα δυο πρώτα χρόνια ξέσπασε το 1841. Τότε, τη μέρα του Ευαγγελισμού, δεν ακούσθηκαν οι πρωινοί κανονιοβολισμοί -δείγμα ενδεχομένως της ολιγωρίας και απροθυμίας της διοίκησης. Οπως θα γράψει ένα μήνα αργότερα ένας άλλος από τους πρωταγωνιστές, ο Θεόδωρος Ορφανίδης: “φθάνει η 25 Μαρτίου, η ημέρα καθ’ ην εκδικητικός κεραυνός επέσκηψεν μετά πατάγων κατά της κεφαλής των τυράννων μας” ... “και τί γίνεται; τίποτε: μήτε εσπερινή μουσική, μήτε εωθινά άσματα, μήτε πυροβόλων εκπυρσοκροτήσεις”.

 

Οι νεαροί φοιτητές αποφασίζουν τότε να γιορτάσουν εκείνοι με τη λαμπρότητα που της άρμοζε την εθνική επέτειο. Φωταγωγούν εναν κατάλληλο χώρο και παρουσιάζουν στους διαβάτες σειρά συμβολικών εικόνων. Η εικόνα του Κοραή κατέχει κεντρική θέση. Ο αντιμοναρχισμός και οι δημοκρατικές ιδέες του “σοφού γέροντος των Παρισίων” εξηγούν τη συμβολική του εμφάνιση σε έναν τέτοιο εορτασμό. Κάποιες από τις υπόλοιπες εικόνες που είχαν αναρτηθεί στον ίδιο χώρο εκλαμβάνονται από τη διοίκηση ως αντιπολιτευτικές και καταστρέφονται. Επρόκειτο, μεταξύ άλλων, για την εικόνα ενός πλοίου που κλυδωνιζόταν χωρίς πηδάλιο.

 

Οι πρωτεργάτες της εκδήλωσης συλλαμβάνονται και παραπέμπονται σε δίκη. Ο Ζήσης Σωτηρίου, ομοϊδεάτης και συνεορταστής τους τα προηγούμενα χρόνια, ήταν άρρωστος τη μέρα του Ευαγγελισμού και δε συνελήφθη. Για συμπαράσταση, μήνυσε ο ίδιος τον εαυτό του στην Εισαγγελία. Στη δίκη ο Ορφανίδης διάλεξε τον έμμετρο λόγο για να απολογηθεί. Διαβάζω λίγους χαρακτηριστικούς στίχους απ’αυτήν την απολογία:
"Διατί της δίκης ταύτης κοινολογηθείσης μόλις
Στο ακροατήριον σας συνηθροίσθη όλ’ η πόλις;
......
Έχει εθνισμόν η δίκη, κ’ ήλθε να ιδή καθείς των
Πώς το δικαστήριόν σας κρίνη περί των μεγίστων,
Ήλθεν να ιδή ο Ελλην, αν τιμών τους ήρωάς του,
Αμυδρόν αν ρίπτων βλέμμα στας ενδόξους εποχάς του,
Εάν εις τάφους σπένδων των προμάχων δακρυχέων
Θα συμμερισθή την τύχην των κακούργων και φονέων".

 

Οι κατηγορούμενοι αθωώθηκαν τελικά εκτός από έναν, στον οποίο επιβλήθηκε φυλάκιση ενάμιση μηνός. Τον επόμενο χρόνο, επανέρχονται ζητώντας την άδεια να παρουσιάσουν το θεατρικό έργο του Ιωάννη Ζαμπέλιου “Ρήγας ο Θεσσαλός” και με τις εισπράξεις να ανεγείρουν μνημείο πρός τιμήν του Ρήγα. Η άδεια δεν δόθηκε, ίσως από το φόβο των ταραχών, αλλά ο Ζήσης Σωτηρίου, που συναντήσαμε προηγουμένως, αποφάσισε στο εξής να γιορτάζει την ονομαστική του εορτή την 25η Μαρτίου.
Έτσι, το βράδυ της 25 Μαρτίου 1843, γιορτάζοντας τη γιορτή του Ζήση Σωτηρίου οι νέοι του Πανεπιστημίου και του Γυμνασίου περιήλθαν όλη την πόλη ψάλλοντας άσματα υπέρ του Συντάγματος. Ο Σεπτέμβριος ήταν πια κοντά και η σύνδεση της εθνικής επετείου με τις φιλελεύθερες διεκδικήσεις απροκάλυπτη.

 

Εντελώς διαφορετικός είναι ο συμβολισμός της εθνικής επετείου κάποιες δεκαετίες αργότερα, όταν το προσκύνημα στο νησί της Τήνου προσλαμβάνει όχι μόνο θρησκευτικό αλλά και εθνικό χαρακτήρα. Στη Μεγαλόχαρη, το μεγαλύτερο πλήθος των προσκυνητών ώς το 1922 συνέρρεε την 25 Μαρτίου και όχι την 15 Αυγούστου. Ενδεικτικά, σύμφωνα με μια στατιστική του 1881, μέσα σε μια μέρα στο πανηγύρι του Μαρτίου έφθασαν στο νησί 25000 προσκυνητές. Ο εορτασμός του ευαγγελισμού στην Τήνο λειτουργούσε ώς τη Μικρασιατική Καταστροφή σαν εθνικό προσκλητήριο, συγκεντρώνοντας προσκυνητές και από το ελληνικό κράτος αλλά και από τον ελληνισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κυρίως από τη Σμύρνη.

 

Ο Δροσίνης περιγράφει γλαφυρά αυτή την ποικιλόχρωμη συνεύρεση: “Ο φουστανελλοφόρος χωρικός της Ρούμελης με την δασύτριχον κάπαν προστρίβεται επί του βελουδίνου γελεκίου του κομψού Σμυρναίου, ενώ του εκ Τσεσμέ βρακοφόρου η κεφαλή παρεμπίπτει μεταξύ του αργυροστεφούς μετώπου Ελευσινίας λυγερής και των μαύρων οφθαλμών Αλεξανδρινής Σφιγγός. Επεται τεφρόχρους πίλος Συριανου βιομηχάνου και χρυσούν παπάζι Μεσσηνίας δεσποίνης...”. Ο ρόλος αυτός του νησιού της Τήνου κατά την εθνική επέτειο παραλληλίζεται άλλωστε σε εφημερίδα της εποχής με το ρόλο του ιερού του Απόλλωνα στη γειτονική Δήλο κατά την αρχαιότητα.

 

Η αναφορά στις δυο διαφορετικές μορφές που προσέλαβε ο εορτασμός της 25 Μαρτίου μέσα στον προηγούμενο αιώνα έρχεται να συναντήσει όσα εισαγωγικά καταγράφηκαν σχετικά με τη μυθοποίηση και την ιδεολογική χρήση της ιστορίας. Μια επέτειος μπορεί να είναι ένα πολλαπλό, ακόμη και αντιφατικό, σύμβολο. Μπορεί να προβάλλεται για να τονίσει την ενότητα μιας κοινωνίας ή, αντίθετα, για να υπογραμμίσει τις ρωγμές και τις αντιπαλότητές της.

 

Πέρα απ’όλα αυτά, συμπυκνώνει κάποιες αξίες, εκείνες που θεωρείται πως πραγματώθηκαν κατά τη διάρκεια των εορταζομένων γεγονότων. Ο εορτασμός της επετείου επιβεβαιώνει την προσήλωση των μελών της κοινωνίας στις αξίες αυτές. Έτσι και με την 25 Μαρτίου. Οι φοιτητές του 1841 διαδήλωναν με τον εορτασμό της την προσήλωσή τους στις δημοκρατικές αρχές της Επανάστασης, εκείνες που κατά τη γνώμη τους καταπατούσε η βαυαρική διοίκηση και η οθωνική απολυταρχία. Οι προσκυνητές της Μεγαλόχαρης, από τη μεριά τους, τιμούσαν τις αξίες της ενότητας του ελληνισμού αλλά και προσδοκούσαν την τελείωση της “ανολοκλήρωτης” επανάστασης.

Σήμερα, 157 χρόνια μετά τον πρώτο εορτασμό, ίσως αξίζει να στοχαστούμε, πέρα από την τελετουργική επανάληψη γνωστών από τα σχολικά μας χρόνια στερεοτύπων, ως προς την αξιακή φυσιογνωμία αυτής της επετείου, ως προς τη θέση της στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία αλλά και ως προς το πραγματικό ιστορικό της περιεχόμενο.

 

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Κυριακή, 08 Μαρτίου 2015.