ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

 

φιλολογικά

 
έκθεση α΄ λυκείου
 
έκθεση β΄ λυκείου
 
έκθεση γ΄ λυκείου
 

λογοτεχνία

 

αρχαία

 

ιστορία σχολική

 

ιστορία

 

φιλοσοφία
 
εκτός ύλης
 
συζητώντας
 
εργασίες συναδέρφων
 
ιδέες διδασκαλίας
 
επικοινωνία

.................................

Βασίλης Συμεωνίδης

δικτυακός τόπος

με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό

 

 

η αντιγραφή είναι ελεύθερη με την υπενθύμιση ότι η αναφορά στην πηγή τιμά αυτόν που την κάνει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 
 
 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

Μανόλης Αγγελίδης «Βαϊμάρη: Σύνταγμα και έκτακτη ανάγκη».

 

Καρλ Σμιτ: Η έκτακτη ανάγκη ως πολιτική απόφαση

 

Στην επιχειρηματολογία του Σμιτ αναδεικνύονται τα δύο κεντρικά μοτίβα της πολιτικοθεωρητικής του προβληματικής: η ομοιογένεια της κοινότητας, ως ενότητας των πολιτικών αποφάσεων (αντιπλουραλισμός), και η υπαρξιακή απόφαση περί του φίλου/εχθρού (κυριαρχία ως απόφαση έκτακτης ανάγκης). Αφετηρία της αντιπαράθεσης υπήρξε η νεόκοπη αρχή της «ίσης ευκαιρίας», που είχε αναπτύξει ο Σμιτ στο προσφάτως εκδοθέν βιβλίο του Νομιμότητα και νομιμοποίηση (1932). Βάσει αυτής της αρχής, ο κανόνας της αριθμητικής πλειοψηφίας, προκειμένου να απολέσει τον κενό λειτουργισμό του που υπονομεύει την ουδετερότητα και την αντικειμενικότητα και να αποκαταστήσει την «ταυτότητα» κυβέρνησης/ κυβερνωμένων, ώστε να μην καταρρεύσει το σύστημα της νομιμότητας, είναι αναγκαίο να ισχύει υπό τον όρο ότι αναγνωρίζεται η άνευ όρων «ίση ευκαιρία» σε κάθε δυνατή γνώμη, τάση και κίνημα να κερδίσει τη πλειοψηφία. Η παραβίαση αυτής της αρχής θα οδηγούσε σε μια κατάσταση όπου, μετά την επίτευξη της πρώτης πλειοψηφίας, αυτή θα εγκαθιδρυόταν ως διαρκής έννομη εξουσία και δεν θα επέτρεπε την έκφραση μιας νέας πλειοψηφίας.5 Στη δικαστική αντιπαράθεση αφέθηκε να εννοηθεί ότι το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα ήταν εκείνο που επρόκειτο να παραβιάσει αυτή την αρχή, αλλά η ακόλουθη εξέλιξη έδειξε, βεβαίως, ότι η αρχή αυτή παραβιάστηκε από τους Ναζί, αφού εγκαταστάθηκαν στην εξουσία βάσει προεδρικής εντολής και εν συνεχεία δεν επέτρεψαν την έκφραση καμιάς πλειοψηφίας.

Ο Σμιτ έστρεψε την αρχή της «ίσης ευκαιρίας» στο ερώτημα ποιος αποφασίζει ως προς το εάν ένα εμπλεκόμενο κόμμα στη σύγκρουση μπορεί να θεωρηθεί παράνομο ως εχθρός του κράτους, του λαού ή του έθνους και κατέληξε ότι αυτή η απόφαση δεν μπορεί να προέλθει από το εμπλεκόμενο κόμμα, αλλά από μια ανεξάρτητη κυβέρνηση. Το διακύβευμα, κατά τον Σμιτ, δεν ήταν απλώς το αν μια πολιτική σύγκρουση θα κατέληγε σε εμφύλιο πόλεμο, αλλά ότι στην προκειμένη περίπτωση υπήρχαν δύο αντιπαρατιθέμενα κράτη, ένα εκ των οποίων είχε «καταληφθεί» από ένα εκ των αντιμαχόμενων κομμάτων. Επομένως, το ζήτημα δεν ήταν κατά πόσο η κρατική πολιτική της Πρωσίας παρεξέκλινε από την πολιτική του Ράιχ, αλλά, αντιθέτως, το γεγονός ότι η Πρωσία επιχείρησε να αποφασίσει στο κρίσιμο πολιτικό ζήτημα «ποιος είναι ο εχθρός του κράτους και του Συντάγματος», κάτι για το οποίο δεν διέθετε αρμοδιότητα. Την αρμοδιότητα περί αυτού διέθετε μόνο η κυβέρνηση του Ράιχ, ως ανεξάρτητη από την κοινοβουλευτική πολιτική και τα πολιτικά κόμματα.

Ο Σμιτ ανέπτυξε εν προκειμένω την άποψη ότι τα πολιτικά κόμματα, ως μορφές «πολυαρχίας», που δεν μπορούν να αποφασίσουν σε κοινοβουλευτικό πλαίσιο περί φίλου και εχθρού, είναι γενικώς εκείνα που απειλούν την κρατική κυριαρχία και κάθε απόφαση για τη διατήρηση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας θα διαιώνιζε τη σύγκρουση μεταξύ των πολιτικών κομμάτων, που «δηλητηρίαζε» τη Γερμανία, καθώς μια κυβέρνηση που διαθέτει την κοινοβουλευτική εντολή είναι μέρος του προβλήματος, ως ελεγχόμενη από ένα ή περισσότερα κόμματα,8 και όχι η λύση του.

Το επόμενο βήμα της σμιτιανής επιχειρηματολογίας αφορούσε την αρμοδιότητα του ίδιου του συνταγματικού δικαστηρίου να αποφασίσει για τη διαμάχη. Ο Σμιτ αναγνώριζε το ρόλο του ως «φύλακα του συντάγματος», υπό τον όρο όμως ότι είχε να αντιμετωπίσει ένα αμιγώς νομικό ζήτημα. Απεναντίας, θεωρούσε ότι το ζήτημα, στο οποίο εκλήθη να αποφασίσει ήταν «βαθύτατα πολιτικό», και ως τέτοιο υπαγόταν στην απόλυτη αρμοδιότητα του Προέδρου του Ράιχ να αποφασίσει βάσει του άρθρου 48, καθώς σε πολιτικά ζητήματα εκείνος ήταν ο «φύλακας του συντάγματος», και επομένως ο μόνος αρμόδιος να αποφασίσει για τη συνταγματικότητα του κρινόμενου διατάγματος. Από αυτή την άποψη, υποστήριζε την πάγια θέση του ότι κάθε αυθεντική πολιτική απόφαση, λόγω ακριβώς του υπαρξιακού της χαρακτήρα, δεν μπορούσε να δεχτεί νομικούς περιορισμούς. Τα επιχειρήματα που προέβαλε ο Καρλ Σμιτ στη συγκεκριμένη υπόθεση μπορούν να ανιχνευθούν στις σχετικά πρώιμες επεξεργασίες του. Βάσει αυτών, κεντρική σημασία κατέχει η θέση ότι ο προσδιορισμός του πολιτικού, κατά το ειδικό του νόημα, εξαντλείται στη σχέση φίλου/εχθρού. Αυτή η θέση καταλήγει σε μια εφαρμογή ως προς τον προσδιορισμό της έννοιας του κράτους η οποία εξαντλείται με τη σειρά της στη δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος του πολέμου (jus belli) όλη του την έκταση, οπότε το κράτος αποφασίζει για τη ζωή και το θάνατο των ανθρώπων, και μάλιστα «απροκάλυπτα». Και τούτο διότι το δικαίωμα του πολέμου δηλώνει ότι το κράτος διαθέτει τη δυνατότητα να αξιώνει από όσους ανήκουν ον δικό του λαό την «ετοιμότητα» να θανατωθούν και να προκαλέσουν το θάνατο σε όσους βρίσκονται στην πλευρά του Το δικαίωμα του πολέμου θεωρείται ότι ευρίσκεται πάντοτε λανθάνουσα κατάσταση και διαχέεται, σε συνθήκες κανονικότητας (κανονικό κράτος), στην εντός του κράτους ολοκληρωτική ειρήνευση, προκειμένου να ισχύουν οι κανόνες δικαίου, οι οποίοι ωστόσο αναστέλλονται σε συνθήκες διακινδύνευσης της κρατικής ενότητας. Σε αυτές τις συνθήκες παράγεται, ως πραγματική συνέπεια, η δυνατότητα καθορισμού του «εσωτερικού εχθρού», η οποία κορυφώνεται στο σημείο του «εμφυλίου πολέμου» και οριοθετεί και τη διάλυση του κράτους ως «αδιαπέραστης, οργανωμένης πολιτικής ενότητας». Εάν το κράτος, υπ' αυτή την έννοια, υποστεί επίθεση, τότε ο αγώνας αποφασίζεται με τη βία των όπλων, δηλαδή εκτός του συντάγματος και του δικαίου. Έτσι, ο πόλεμος, δηλαδή η ετοιμότητα των αγωνιζόμενων ανθρώπων να θανατωθούν και να προκαλέσουν τη θανάτωση άλλων οι οποίοι βρίσκονται στην πλευρά του εχθρού, δεν έχει κανένα κανονιστικό, αλλά μόνο υπαρξιακό νόημα· αποκτά δε αυτό το νόημα στην άμεση πραγματικότητα της κατάστασης ενός πραγματικού αγώνα ενός πραγματικού εχθρού και όχι σε οποιαδήποτε ιδεώδη προγράμματα ή κανονιστικότητες. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Σμιτ ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να υπάρξει κανένας ορθολογικός σκοπός, κανένας ορθός κανόνας, κανένα πρόγραμμα, κανένα κοινωνικό ιδεώδες, καμιά νομιμοποίηση ή νομιμότητα, τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν ίο υπόστρωμα για να δικαιολογήσουν το ότι οι άνθρωποι αλληλοθανατώνονται γι' αυτά. Η πολιτική απόφαση, λόγω ακριβώς του υπαρξιακού της χαρακτήρα, λαμβάνεται δεδομένου αυτού του κανονιστικού κενού.

 Συναφώς, η κατάσταση της έκτακτης ανάγκης αναπροσδιορίζεται ώστε να υπερβεί τους περιορισμούς μιας νομικής επιστήμης που εξαντλείται στην «κανονικότητα», την ίδια στιγμή που απωθεί κάθε εξαιρετικό μέτρο ως «διαταραχή» και στέκει απέναντι του με απορία. Ως κατάσταση έκτακτης ανάγκης θεωρείται εκείνη που συνδέεται με την αναστολή ισχύος ολόκληρης της υφιστάμενης τάξης. Εφόσον αυτή η κατάσταση προκύψει, τότε το κράτος συνεχίζει να υφίσταται, το δίκαιο όμως μπαίνει στο περιθώριο, για να μην ξαναβγεί από αυτό. Από αυτή την άποψη, το κράτος διατηρεί την υπεροχή του έναντι της ισχύος του κανόνα δικαίου. Περαιτέρω, η απόφαση παύει να εξαρτάται από κάθε κανονιστικό εμπόδιο και μετατρέπεται κυριολεκτικά σε απόλυτη. Στην έκτακτη κατάσταση ανάγκης, το κράτος αναστέλλει την ισχύ του δικαίου βάσει του δικαιώματος της αυτοσυντήρησης και τα στοιχεία που συγκροτούν την «έννομη τάξη», το «έννομο» στοιχείο και το στοιχείο της «τάξης» δηλαδή, διαχωρίζονται ως αντιμέτωπα και αναδεικνύουν την εννοιολογική τους αυτοτέλεια. Απέναντι στην «κανονική κατάσταση», όπου η αυτοτέλεια της απόφασης περιορίζεται στο ελάχιστο, στην «έκτακτη κατάσταση» ο κανόνας εκμηδενίζεται. Η κατάσταση ανάγκης ανακύπτει μόνον όταν χρειάζεται να δημιουργηθεί εξαρχής μια έννομη τάξη, για την επικράτηση της οποίας αποφασίζει ο κυρίαρχος.

Αυτή η κατάσταση ανάγκης περιείχε ως προσημείωση στο εσωτερικό της μια εξ υπαρχής έννομη τάξη, τα θεμέλια της οποίας ετέθησαν με την άνοδο των Ναζί στην εξουσία. Δύο χρόνια αργότερα (13/11/1935), ο Σμιτ, προεκτείνοντας την Προβληματική του, θεωρούσε ότι αυτή η τάξη είχε πλέον παγιωθεί, με την εισαγωγή τριών νόμων: του νόμου του Ράιχ για τη σημαία (Reichsflaggengesetz), του νόμου του Ράιχ για την ιθαγένεια (Reichsbiirgergesetz) και του νόμου του Ράιχ για την προστασία του γερμανικού αίματος και της γερμανικής τιμής (Gesetz zum Schutz des deutschen Blutes und der deutschen Ehre). Κατά τον Σμιτ, με την εισαγωγή αυτών των νόμων εγκαθιδρύεται μια «εθνικολαϊκή» (volkisch) τάξη, στην οποία ο γερμανικός λαός έχει επικεφαλής του κράτους τον φύρερ ενώ το ίδιο το Εθνικοσοσαλιστικό Κόμμα αναδύεται ως ο φύλακας του νέου συντάγματος (!): αυτοί οι νόμοι θεωρείται ότι περικλείουν και διαπερνούν το γερμανικό δίκαιο στο σύνολο του και καθορίζουν την ηθικότητα, τη δημόσια τάξη, την ευπρέπεια (anstand) και τα χρηστά ήθη (gute sitten). Με άλλα λόγια, αποτελούν το «σύνταγμα της ελευθερίας», τον πυρήνα του τότε (1935) γερμανικού δικαίου.

 

Μανόλης Αγγελίδης «Βαϊμάρη: Σύνταγμα και έκτακτη ανάγκη». Στο Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης και οι σημερινές «αναβιώσεις» της, Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς – Η Αυγή, 2012, σ. 64-70

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Κυριακή, 08 Μαρτίου 2015.