ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

 

φιλολογικά

 
έκθεση α΄ λυκείου
 
έκθεση β΄ λυκείου
 
έκθεση γ΄ λυκείου
 

λογοτεχνία

 

αρχαία

 

ιστορία σχολική

 

ιστορία

 

φιλοσοφία
 
εκτός ύλης
 
συζητώντας
 
εργασίες συναδέρφων
 
ιδέες διδασκαλίας
 
επικοινωνία

.................................

Βασίλης Συμεωνίδης

δικτυακός τόπος

με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό

 

 

η αντιγραφή είναι ελεύθερη με την υπενθύμιση ότι η αναφορά στην πηγή τιμά αυτόν που την κάνει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 
 
 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

Το οπλοστάσιο του αντικομμουνιστικού αγώνα: τα έκτακτα μέτρα, η φύση του καθεστώτος

 

 

Β. ΤΟ ΟΠΛΟΣΤΑΣΙΟ ΤΟΥ ΑΝΤΙΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ

 

Ο τίτλος της παραγράφου αυτής μπορεί να επικριθεί στο μέτρο που η κυβέρνηση της Δεξιάς, ειδικά μετά τις εκλογές του 1958, χρησιμοποίησε το οπλοστάσιο αυτό για να χτυπήσει ή να προκαλέσει ανησυχίες στους αγωνιστές ή τους οπαδούς της Αριστεράς ως σύνολο, δεδομένου ότι το επίθετο «κομμουνιστής» χρησιμοποιήθηκε με γενναιοδωρία για το χαρακτηρισμό των αντιπάλων του κυβερνητικού κόμματος. Ωστόσο, η βασική έμπνευση των κειμένων αυτών είναι ο αγώνας κατά της διάδοσης της κομμουνιστικής ιδεολογίας και δράσης και είναι δίκαιο να δεχθούμε το κίνητρο αυτό ως αφετηρία της ανάλυσης, έστω και αν εν συνεχεία ανακαλύψουμε και εκτιμήσουμε τις επεκτάσεις που του έδωσαν οι αρχές.

Το οπλοστάσιο αυτό είναι σύνθετο και έδωσε αφορμή σε μεγάλες νομικές διχογνωμίες. Απαρτίζεται ταυτόχρονα από μέτρα νέα και παλιά που απέκτησαν και πάλι ισχύ για να εφαρμοσθούν στην περίσταση (το παλαιότερο είναι ένας νόμος της 27ης Φεβρουαρίου - 1ης Μαρτίου 1871, που απέβλεπε στην καταστολή της ληστείας). Σκοπός μας δεν είναι να παρουσιάσουμε μια λεπτομερειακή ανάπτυξη ή μια πλήρη εικόνα του συστήματος αυτού, αλλά μόνο να υποδείξουμε τα χαρακτηριστικότερα τμήματα του. Θα περιορισθούμε εδώ στη μελέτη των κειμένων των μέτρων και θα επιφυλαχθούμε σε ένα άλλο κεφάλαιο για το πρόβλημα των κρατικών και παρακρατικών οργανισμών που ανέλαβαν την εφαρμογή τους.

Πολλά από τα μέτρα που αναφέρουμε αποτελούν αναστολή των ατομικών ελευθεριών που καθορίζει και τις εγγυάται το ελληνικό Σύνταγμα του 1952. Η θέσπιση των νόμων αυτών είχε δικαιολογηθεί με τις ανάγκες του εμφυλίου πολέμου, και ήταν επομένως θεμιτή η ελπίδα ότι ο τερματισμός του, που αναγγέλθηκε από τις στρατιωτικές αρχές ήδη το 1949, θα επέφερε και την άρση τους. Όμως οι κυβερνήσεις της Δεξιάς το αρνήθηκαν προβάλλοντας το νομικό πλάσμα ότι ο εμφύλιος πόλεμος συνεχίζεται. Η λήξη της σύρραξης αναγνωρίσθηκε επίσημα από το Συμβούλιο της Επικρατείας το 1962, δηλαδή δεκατρία ολόκληρα χρόνια μετά τον πραγματικό τερματισμό των συγκρούσεων.

 

 

1. Περιγραφή των εκτάκτων μέτρων

Ας υπομνήσουμε πρώτα το πρόβλημα των καταστάσεων που προέκυψαν άμεσα από τη συμμετοχή στον εμφύλιο πόλεμο. Και πρώτα την κατάσταση των προσώπων που καταδικάσθηκαν γιατί πήραν μέρος στη σύρραξη (ο αριθμός των κρατουμένων από την αιτία αυτή ήταν 20.291 την 1η Δεκεμβρίου 1949 και περιορίσθηκε προοδευτικά σε 1.350 μέχρι τις αρχές του 1962και σε λιγότερους από χίλιους τον Μάιο του 1963). Φαίνεται ότι πολλοί φυλακισμένοι οφείλουν την απελευθέρωση τους στην υπογραφή μιας δήλωσης μετανοίας, που καταδίκαζε την κομμουνιστική επανάσταση και διακήρυσσε τη νομιμοφροσύνη του ενδιαφερομένου προς το ελληνικό κράτος.

Οι ελληνικές κυβερνήσεις της εποχής εκείνης αμφισβητούσαν και αυτή την ύπαρξη πολιτικών κρατουμένων και διακήρυσσαν ότι τα πρόσωπα που ήταν στις φυλακές κρατούνταν για αδικήματα και εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου. Η άποψη αυτή υπονοούσε ότι οι κρατούμενοι εξέτιαν ποινές διότι, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, είχαν διαπράξει εγκλήματα κοινού ποινικού δικαίου. Βάσιμη, όσον αφορά τις ιδιαίτερες περιπτώσεις που παρατηρούνται σε όλες τις στάσεις (η περισσότερο τετριμμένη ίσως είναι η διάρρηξη μιας προθήκης ή ενός φράχτη με σκοπό τη λεηλασία και μόνο), η θέση αυτή χάνει τη νομιμότητα της όταν εφαρμόζεται σε πράξεις που είχαν σκοπό την εξασφάλιση του θριάμβου της στάσης. Ας παρατηρήσουμε ότι, κατά τους επικριτές της κυβερνητικής δράσης, πολλές εκατοντάδες πρόσωπα καταδικάσθηκαν και κρατήθηκαν επί δεκαετίες στις φυλακές διότι, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, είχαν εκτελέσει συνεργάτες των κατακτητών κατόπιν διαταγών του ΕΑΜ και της κυβέρνησης του Καΐρου.

Ας αναφέρουμε επίσης την κατάσταση των Ελλήνων που εγκατέλειψαν την εθνική επικράτεια μετά την έκβαση της σύρραξης και στους οποίους η κυβέρνηση απαγορεύει έκτοτε τον επαναπατρισμό. Ο αριθμός των προσφύγων αυτών έγινε αντικείμενο διαφόρων εκτιμήσεων: οι μεν προβάλλουν έναν αριθμό 60.000, άλλοι παρουσιάζουν ανώτερες ακόμη εκτιμήσεις. Αληθοφανής μπορεί να θεωρηθεί ένας αριθμός 65.00 ατόμων. Ας σημειωθεί πάνω στο θέμα αυτό ότι ένα διάταγμα της 7ης Δεκεμβρίου 1947 έδινε στις αρχές τη δυνατότητα να στερούν την ιθαγένεια σε πρόσωπα που στο εξωτερικό ανέπτυσσαν «αντεθνική δράση». Οι μέχρι σήμερα κυβερνήσεις εφάρμοσαν το διάταγμα αυτό εις βάρος 15.000 προσώπων και η εφαρμογή του εξακολούθησε και επί κυβερνήσεως Παπανδρέου, επί της οποίας πραγματοποιήθησαν 318 στερήσεις ιθαγενείας έναντι 3.000 περίπου επαναπατρισμών κατόπιν «ειδικής εγκρίσεως». Συνολικά την περίοδο 1952-1965 πραγματοποιήθηκαν μόνο 13.457 επαναπατρισμοί, διότι προβάλλοντας το διάταγμα εκείνο οι διάφορες κυβερνήσεις υποστήριζαν ότι οι προγεγραμμένοι δεν ήταν πλέον Έλληνες πολίτες.

Σκοπός του οπλοστασίου κατά τις επίσημες διακηρύξεις είναι ο αγώνας κατά της κομμουνιστικής δραστηριότητας και δημαγωγίας στην επικράτεια της χώρας. Ο νόμος 509 της 27ης Δεκεμβρίου 1947, τον οποίο έχουμε αναφέρει στα προηγούμενα, τιμωρεί τη δραστηριότητα αυτή με αυστηρές κυρώσεις, την αρμοδιότητα για την επιβολή των οποίων ο νόμος 1975 του 1951 παρέπεμψε από τα στρατοδικεία στα πενταμελή εφετεία. Ωστόσο, πολλές διώξεις για πράξεις προβλεπόμενες από το νόμο 509 πραγματοποιήθηκαν από τα στρατοδικεία και μετά το 1951, με πρόσχημα κατηγορίες περί κατασκοπείας και την παράβαση του νόμου 375 της 14/18 Δεκεμβρίου 1936.0 νόμος αυτός, που ανάγεται στη δικτατορία του Μεταξά, καθιστά αρμόδια τα στρατοδικεία για κάθε υπόθεση κατασκοπείας, έστω και αν κατηγορούμενοι είναι ιδιώτες και όχι στρατιωτικοί. Ο νόμος αυτός επιτρέπει την ποινή θανάτου και αν ακόμη το αδίκημα διαπράχθηκε κατά τη διάρκεια ειρηνικής περιόδου, έστω και αν στους ενόχους καταλογίζονται απλές προπαρασκευαστικές πράξεις που δεν συνιστούν ούτε καν απόπειρα τελέσεως του εγκλήματος.

Είναι πιθανό να πραγματοποιήθηκαν στη μεθόριο και τις περιοχές του Βορρά πράξεις κατασκοπείας stricto sensu (με την αυστηρή έννοια) προς όφελος γειτονικών κομμουνιστικών χωρών. Είναι όμως εξίσου αλήθεια ότι οι αρχές εκδήλωσαν σε πολλές περιπτώσεις τη ροπή μιας ευρύτατης ερμηνείας της έννοιας της κατασκοπείας προκειμένου να στιγματίσουν πολιτικούς των αντιπάλους με ατιμωτική κατηγορία. Μία από τις περιπτώσεις εφαρμογής αυτών των μέτρων, που είχε μεγάλη απήχηση στο εξωτερικό, υπήρξε η δίκη του Μανώλη Γλέζου το 1959.

Μεταξύ των διατάξεων που αντιφάσκουν φανερά προς τις συνταγματικές αρχές προστασίας των ατομικών ελευθεριών, οφείλουμε να μνημονεύσουμε τη διαδικασία εκτόπισης των πολιτών με απόφαση διοικητικών αρχών. Ο θεσμός αυτός επέτρεψε στις αρχές να στερήσουν σε πολίτες την ελευθερία τους και να τους εκτοπίσουν στο στρατόπεδο του Αγίου Ευστρατίου (μικρού νησιού στο βόρειο Αιγαίο) κατόπιν αποφάσεων μιας διοικητικής επιτροπής που έκρινε με βάση αστυνομικές αναφορές. Επίσημα, επρόκειτο για ένα προληπτικό διοικητικό μέτρο μικρής διάρκειας. Στην πραγματικότητα όμως, οι αρχές διέθεταν, χάρις στο πλάσμα της εξακολούθησης του εμφυλίου πολέμου, τη δυνατότητα να παρατείνουν για απροσδιόριστο χρόνο την εκτόπιση. Η διάρκεια της επομένως μπορούσε να ποικίλλει από ένα έως πολλά χρόνια. Οι αρχές δημιούργησαν επίσης το θεσμό της «επί τόπου εκτοπίσεως», που επέτρεπε να κρατούνται κάτω από αυστηρό αστυνομικό έλεγχο πρόσωπα που είχαν απελευθερωθεί από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και είχαν επιστρέψει στα σπίτια τους.

Είναι δύσκολο να εκτιμηθεί ο αριθμός των Ελλήνων πολιτών που υπέστη τέτοια μέτρα, το σύστημα των συλλήψεων και διαδοχικών απελευθερώσεων αυξομείωνε συνεχώς το ύψος του αριθμού αυτού. Την 1η Μαρτίου 1962, ο αριθμός των εκτοπισμένων ήταν 296 (από τους οποίους οι 230 στο στρατόπεδο του Αγίου Ευστρατίου και 60 στον τόπο της κατοικίας των).  Ο αριθμός αυτός αποδεικνύει ότι η προσφυγή στη διαδικασία αυτή, καίτοι είχε περιορισθεί σε σύγκριση με τα χρόνια που ακολούθησαν τον εμφύλιο πόλεμο, δεν είχε ατονήσει. Η χρησιμοποίηση της έμενε ακόμα και τότε αρκετά εκτεταμένη, ώστε να προκαλεί μια συνεχή κατάσταση ανησυχίας στους πολίτες που η αστυνομία θεωρούσε αντιπάλους του καθεστώτος. Είναι αλήθεια ότι στα μέσα του 1963, ο αριθμός των εκτοπισμένων έπεσε σε ένα πολύ χαμηλό αριθμό.

 

Ο θεσμός που απασχόλησε ωστόσο τους περισσότερους Έλληνες είναι τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων (που αποκαλούνται επίσημα: πιστοποιητικά νομιμοφροσύνης) -ο θεσμός απορρέει από τον αναγκαστικό νόμο 516 της 8ης Ιανουαρίου 1948. Στην αρχή, η υποβολή ενός τέτοιου πιστοποιητικού -η υποχρέωση αυτή εξακολουθεί να ισχύει- ζητούνταν από κάθε υποψήφιο για μια θέση δημόσιας ή παραδημόσιας φύσεως (νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, δήμοι και κοινότητες, δημόσιες ή δημοτικές κατά κρατική παραχώρηση επιχειρήσεις, ανώνυμες τραπεζικές εταιρείες, κάθε φύσεως ιδρύματα επιδοτούμενα από το κράτος). Αναγκαίος ήταν ο εφοδιασμός με το πιστοποιητικό όχι μόνο για την κατάληψη υπεύθυνων δημόσιων λειτουργημάτων ανωτέρας φύσεως, αλλά ακόμη και για να έχει κανείς το δικαίωμα να μετέρχεται ταπεινά επαγγέλματα (νεκροθάπτη, λιμενεργάτη, καπνεργάτη ή εργάτη σε επιχειρήσεις δημόσιων έργων...). Επιπλέον, η απαίτηση του πιστοποιητικού επεκτάθηκε προοδευτικά σε μια σημαντική σειρά καταστάσεων και πράξεων που δεν είχαν καμία σχέση με την ασφάλεια του κράτους (εγγραφή στα πανεπιστήμια, χορήγηση υποτροφιών, έκδοση αδείας οδηγού αυτοκινήτου, άδεια κυνηγιού, άδεια πλανόδιου μικροπωλητή...). Η χορήγηση διαβατηρίου και άδειας μετανάστευσης είχε επίσης υπαχθεί στη διατύπωση εκείνη.

Αρχικά αντικείμενο του πιστοποιητικού ήταν η βεβαίωση ότι ο ενδιαφερόμενος δεν ήταν κομμουνιστής, όμως, όπως μπορούσε κανείς να το προβλέψει, η αστυνομία έδειξε μεγάλη ετοιμότητα στην απόδοση της ιδιότητας του «κρυπτοκομμουνιστή» ή του «κομμουνίζοντος». Στην πράξη, κάτω από ένα τέτοιο καθεστώς, όλα εξαρτόνταν από τη γνώμη που έτρεφε η αστυνομία για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο (στην ύπαιθρο η γνώμη αυτή ήταν εκείνη που σχημάτιζε ο χωροφύλακας του κάθε χωριού). Το πρόσωπο που στα μάτια της αστυνομίας είχε ανατρεπτικές ή μη νομιμόφρονες αρχές -ή για το οποίο υπήρχε η υπόνοια ότι εμφορούνταν από τέτοιες αρχές- αποτελούσε θέμα ενός φακέλου. Αγνοούμε τον αριθμό των Ελλήνων που έχουν υπαχθεί σε τέτοιες μορφές πρακτικής, ορισμένοι υποθέτουν ότι φθάνει σε ένα καταχρηστικά υψηλό επίπεδο (της τάξεως του ενάμισι εκατομμυρίου). Χωρίς να λάβουμε θέση πάνω στο σημείο αυτό, δεδομένου ότι δεν έχουμε ασφαλή στοιχεία, παρατηρούμε ότι οι μορφές αστυνομικής παρακολούθησης είχαν λάβει σημαντική ευρύτητα.

Είναι αλήθεια ότι υφίστατο μια διαδικασία που επέτρεπε στους ενδιαφερόμενους να επιτύχουν το κλείσιμο του φακέλου τους από την αστυνομία: η λεγόμενη δήλωση αποχρωματισμού. Το άτομο που επιθυμούσε «να αποχρωματισθεί», δηλαδή να μη θεωρείται πλέον ερυθρός, μπορούσε να το κατορθώσει, αν προέβαινε σε μια δημόσια δήλωση αλλαγής πολιτικών φρονημάτων. Η δήλωση αυτή καταχωρούνταν με δαπάνη του ενδιαφερομένου στις τοπικές εφημερίδες. Το φάρμακο ήταν κατά κάποιο τρόπο χειρότερο από το ίδιο το κακό, κατά το μέτρο που ο αποχρωματισμός -χωρίς καν να επιμένουμε στις δυσάρεστες, για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, πλευρές του- προϋπέθετε με λίγα λόγια ως αφετηρία την αναγνώριση της ενοχής του από τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο πολίτη.

Είναι ευνόητο ότι το σύστημα του πιστοποιητικού νομιμοφροσύνης έδινε στις αρχές ένα μέσο άσκησης σημαντικών πιέσεων πάνω στους πολίτες. Μια τέτοια πρακτική δεν μπορούσε παρά να έχει αντίκτυπο σε όλους τους τομείς συμμετοχής στην πολιτική ζωή (συμπεριλαμβανομένης και της απλής ανάγνωσης των εφημερίδων της Αριστεράς). Επιπλέον, σε ένα τέτοιο θέμα τα νομοθετικά κείμενα των εκτάκτων μέτρων δεν περιγράφουν τα πάντα και πρέπει να φαντασθεί κανείς, χωρίς να ξεχνά τις ωμές βιαιοπραγίες, όλες τις στενοχώριες που οι αρχές έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν σε έναν πολίτη που έχει το πείσμα να μην υποτάσσεται. Ας σκεφθούμε μόνο την περίπτωση ενός εμποράκου, κατά του οποίου εφαρμόζονται με σχολαστική ακρίβεια οι γενικής ισχύος κανονισμοί.

Θα ήταν εύκολο να επεκτείνουμε τον κατάλογο αυτό των εκτάκτων μέτρων πάνω στο θέμα π.χ. των κανονισμών που αναφέρονται στον τύπο και τη διάδοση των εντύπων ή ακόμη της εκκαθάρισης των δημόσιων υπηρεσιών. Κάτω από ένα καθεστώς σαν εκείνο που γνώρισε η Ελλάδα, είναι πάντα δυνατό να γίνει μια κομματικά μονομερής εφαρμογή κειμένων, που φαινομενικά είναι αντικειμενικά. Ας αναφέρουμε το νόμο 2500 του 1956, που προβάλλει ως σκοπό τη μείωση του αριθμού των δημόσιων υπαλλήλων: κατ' αρχήν, η έννοια του «υπεραρίθμου δημοσίου υπαλλήλου» δεν είναι πολιτική, γίνεται όμως πολιτική από τη στιγμή που η απομάκρυνση ενός υπαλλήλου προτιμάται από την απόλυση ενός άλλου με βάση ένα φάκελο φρονημάτων που κατασκεύασε η αστυνομία. Είναι ωστόσο φανερό ότι επιστρατεύθηκε καθετί που μπορούσε να διευκολύνει την απομάκρυνση από την κρατική μηχανή υπαλλήλων που διέκειντο εχθρικά ή δεν ευνοούσαν και τόσο το καθεστώς.

Τα μέτρα που μνημονεύσαμε αποδεικνύουν ότι κατά τη διακυβέρνηση της Δεξιάς το οπλοστάσιο του αντικομμουνιστικού αγώνα μεταβλήθηκε σε ένα σύστημα επιβλέψεως και συχνά διώξεων της Αριστεράς υπό την ευρύτερη έννοια του όρου. Η αστυνομία διέθετε στην πράξη τις απαραίτητες δυνατότητες και την αρμοδιότητα για την άσκηση μιας εκτεταμένης παρακολούθησης των πολιτικών φρονημάτων των πολιτών (και η επίβλεψη σε πολλές περιπτώσεις επεκτάθηκε από τον ενδιαφερόμενο πολίτη στο σύνολο της οικογενείας του). Καθώς θα δούμε αργότερα, η ύπαρξη του καθεστώτος αυτού έγινε γνωστή σε διάφορους ξένους κύκλους και ισχυρές διεθνείς πιέσεις εκδηλώθηκαν για την κατάργηση του.

Οι πιέσεις αυτές φαίνεται να υπήρξαν μία από τις αιτίες της αναθεώρησης που επιχείρησε τον Ιούλιο του 1962 το νομοθετικό διάταγμα υπ' αρ. 4234. Ωστόσο, το χαρακτηριστικό του κειμένου αυτού, που θέσπισε η κυβέρνηση Καραμανλή, είναι η διατήρηση του συστήματος παρακολουθήσεως και καταστολής. Το κείμενο αυτό διατηρεί τους θεσμούς της διοικητικής εκτόπισης και του πιστοποιητικού νομιμοφροσύνης. Καίτοι διατείνεται ότι καταργεί τις εξαιρετικές διατάξεις στερήσεως της ελληνικής ιθαγένειας, διατηρεί την έκπτωση της ιθαγένειας των εξόριστων:  όσες φορές οι τελευταίοι επιστρέφουν λαθραία στην πατρίδα τους, υπόκεινται σε ποινή φυλακίσεως μετά την έκτιση της οποίας απελαύνονται. Το διάταγμα καταργεί επίσης τα μέτρα κατασχέσεως της περιουσίας των προσώπων που έλαβαν μέρος στον εμφύλιο πόλεμο και με το άρθρο 5 προβλέπει την απόδοση των κατασχεθέντων αγαθών εφόσον δεν έχουν ακόμη εκποιηθεί. Στην πραγματικότητα όμως, η διαδικασία που θεσπίζεται για την πραγμάτωση του σκοπού αυτού εναποθέτει την απόδοση στην καλή θέληση των κυβερνητικών αρχών, δεδομένου ότι η υποβολή αίτησης αποδόσεως υπόκειται σε δήλωση των αρμόδιων υπηρεσιών περί της κατάστασης των διεκδικούμενων περιουσιακών αγαθών. Τέλος, το άρθρο 6 του διατάγματος διατηρεί την απαγόρευση του ΚΚ και των άλλων οργανώσεων που διαλύθηκαν. Τιμωρεί «κάθε πράξη που αποβλέπει να τις φέρει στην εξουσία, καθώς και τη δημοσιότητα που δίδεται στα συνθήματα ή τις αποφάσεις τους με έκδηλο σκοπό την υποστήριξη και ενίσχυση τους».

Η παρουσία ενός τέτοιου νομοθετικού κατασταλτικού οπλοστασίου οδηγεί απαραίτητα στη συζήτηση της φύσης του πολιτικού καθεστώτος, κάτω από το οποίο έζησε η Ελλάδα μετά το τέλος της ένοπλης εξέργεσης και ειδικότερα μετά τις εκλογές του 1958, που με την ανεπάρκεια του Κόμματος των Φιλελευθέρων μετέβαλαν την ΕΔΑ στο κοινοβούλιο σε κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

 

 Jean Meynaud (Π. Μερλόπουλος – Γ. Νοταράς) Οι πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα, 1946-1965, Αθήνα: Σαββάλας, 2002 (207-213)

 

 

 

2. Φύση του καθεστώτος

Στο Παρίσι, στις 26 Μαΐου 1962, σε μια διάσκεψη νομικών, ο Ηλίας Ηλιού -κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΕΔΑ- υπογράμμιζε ότι στην Ελλάδα, παράλληλα προς το δημοκρατικό Σύνταγμα του 1952, υφίσταται ένα παρασύνταγμα, που τελικά επικρατεί πάνω στο πρώτο. Κατά τη γνώμη του, η Ελλάδα δεν είχε φθάσει βέβαια σε ένα φασισμό κλασικού τύπου, παρουσίαζε όμως «το πρωτότυπο θέαμα» μιας «δημοκρατίας κυριαρχούμενης από το πνεύμα του φασισμού που αποδέχεται θεσμούς οι οποίοι στην πράξη καταλύουν όλες τις συνταγματικές εγγυήσεις των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη». Διαβεβαίωνε ότι το οπλοστάσιο εκείνο επέτρεπε στην αστυνομία να καταδυναστεύει ανεμπόδιστα τους οπαδούς της Αριστεράς, οι οποίοι, κατά τους αστυνομικούς, καταδιώκονταν και παρακολουθούνταν, όχι εξαιτίας του νόμιμου κόμματος που είναι η ΕΔΑ, αλλά της παράνομης και μυστικής οργάνωσης του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Παρόμοιες επικρίσεις αποτελούσαν τότε ένα από τα στοιχεία της βάσης της επιχειρηματολογίας που παρουσίαζε η ΕΔΑ στην εθνική όσο και στη διεθνή κοινή γνώμη: το κόμμα αυτό δεν έπαυε να ισχυρίζεται ότι η EPE οδηγούσε την Ελλάδα στο δρόμο του ανοικτού εκφασισμού. Ωστόσο, μετά από ένα συγκεκριμένο χρονολογικό σημείο -και είναι φανερό ότι στο θέμα αυτό οι εκλογές του 1961 αποτελούν μια καμπή- είδαμε πολλές προσωπικότητες του Κέντρου να διατυπώνουν, αν και με κάπως διαφορετικό λεξιλόγιο, ανάλογες απόψεις. Το καλοκαίρι του 1963 διάφοροι ηγέτες της Ένωσης Κέντρου, μεταξύ των οποίων και ορισμένοι μετριοπαθούς πολιτικής εμπνεύσεως όπως ο Στ. Στεφανόπουλος, χαρακτήριζαν με τον όρο «αστυνομοκρατία» την κατάσταση που είχε επικρατήσει. Οι συγκλίνουσες αυτές επικρίσεις απέδιδαν άραγε με ακρίβεια την πραγματικότητα;

Ας σημειώσουμε ευθύς αμέσως την αρχική επιφύλαξη του Ηλιού: η Ελλάδα δεν ήταν μια χώρα κλασικού φασιστικού τύπου. Ένα και μόνο σημείο αρκεί για να το αποδείξει: το γεγονός ότι η αντιπολίτευση, συμπεριλαμβανομένης και της Αριστεράς, κατόρθωνε πάντα να εκφράζει τις γνώμες της καινά αγωνίζεται δημόσια και φανερά. Βέβαια, η αντιπολίτευση προσέκρουε σε μεγάλες δυσχέρειες και διέτρεχε σοβαρούς κινδύνους κατά την εκτέλεση του έργου της. Το σύστημα περιλάμβανε επίσης μια σημαντική δόση αστυνομικών επεμβάσεων στην ατομική ζωή -και ο κίνδυνος αυθαίρετων μέτρων έφθανε το μέγιστο όριό του όταν επρόκειτο για τα στελέχη ή τους οπαδούς της βάσης. Δεχόμαστε όλες αυτές τις αιτιάσεις, των οποίων δεν εννοούμε να υποτιμήσουμε τη βαρύτητα, όμως η κυβέρνηση, καίτοι με πολλά από τα όργανα της φρόντιζε να καταστρέφει συστηματικά ορισμένα στοιχεία της αντιπολίτευσης, δεχόταν ή ανεχόταν την παρουσία και τη δραστηριότητα αντιπάλων αποφασισμένων να την ανατρέψουν. Και τελικά οι αντίπαλοι αυτοί θα επιτύχουν το σκοπό τους, αφού πρώτα επέβαλαν τη διεξαγωγή μιας κανονικής εκλογικής αναμέτρησης. Ασφαλώς, αυτό δεν είναι το συνηθισμένο διάγραμμα της φασιστικής δικτατορίας.

Παρά ταύτα, οι παρατηρήσεις του Ηλιού, που αφορούσαν την ύπαρξη ενός παράλληλου συντάγματος, φαίνεται ότι δικαιολογούνται από ης μορφές επεμβάσεων που εφαρμόζονταν τότε. Είναι φανερό ότι, με το πρόσχημα του αντικομμουνιστικού αγώνα, οι κυβερνήσεις που κατέλαβαν την εξουσία μετά τον τερματισμό του πολέμου διατήρησαν και πολλές φορές ενίσχυσαν ένα σύστημα διώξεων, προσβολών των ατομικών δικαιωμάτων και αστυνομικών αυθαιρεσιών. Ένα από τα χαρακτηριστικά του συστήματος αυτού ήταν και η τιμωρία των πολιτικών φρονημάτων με την επιβολή κοινωνικοικονομικών κυρώσεων. Διαπράττεται ίσως μια κάποια ορολογική υπερβολή όταν το πιστοποιητικό νομιμοφροσύνης χαρακτηρίζεται ως ένα όπλο οικονομικού πολέμου στα χέρια των αρχών κατά των πολιτικών αντιπάλων της κυβέρνησης. Είναι ωστόσο γεγονός ότι, σε μια χώρα όπου είναι τόσο δύσκολη η εξεύρεση εργασίας, η γνώμη της αστυνομίας σχετικά με ένα άτομο μπορούσε να στοιχίσει τη στέρηση μιας θέσης απασχόλησης.

Ας προσθέσουμε ότι κάτω από ένα καθεστώς αυτής της μορφής, οι λιγότερο ευσυνείδητοι άνθρωποι, εκείνοι που δεν διστάζουν να απαρνηθούν τον εαυτό τους, τα καταφέρνουν καλύτερα. Με τον τρόπο αυτό, πολίτες στερούμενοι υλικών πόρων θεωρήθηκαν επικίνδυνοι για να καταλάβουν απολύτως ασήμαντες θέσεις και στερήθηκαν τη δυνατότητα να κερδίζουν τη ζωή τους. Αντίστροφα, πολύ σημαντικότερα πρόσωπα, που επιδεικτικά άλλοτε εκδήλωναν τη συμπάθεια τους για το κομμουνιστικό κίνημα, κατόρθωσαν, με αντάλλαγμα κάποια απάρνηση των ιδεών τους, να καταλάβουν οφίκια πολύ κοντά στην εξουσία.

Είναι αμφίβολο αν, κάτω από τις σημερινές συνθήκες της κοινωνικοοικονομικής δομής της Ελλάδας καθώς και με τη σημερινή κατάσταση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, η ηγεσία της EPE μπόρεσε πραγματικά να πιστέψει στην αμεσότητα ή και μόνο στην παρουσία ενός κομμουνιστικού κινδύνου μέσα στη χώρα. Όμως ο αντικομμουνισμός είναι μια πολύ βολική σημαία για να καλύψει κάθε λογής εμπόρευμα: ιδιαίτερα τη θέληση να παρεμποδισθεί η ανάπτυξη ενός αυθεντικού συνδικαλισμού των εργαζομένων, που με τη δραστηριότητα του θα μπορούσε να βελτιώσει τις υλικές και ηθικές συνθήκες ζωής της εργατικής τάξης. Επιπλέον, η επίκληση του κομμουνιστικού κινδύνου αποτέλεσε, για μια ολόκληρη περίοδο, ισχυρό εκλογικό επιχείρημα εξαιτίας των κακών αναμνήσεων του εμφυλίου πολέμου. Τέλος η καταγγελία ενός τέτοιου κινδύνου και η διαβεβαίωση της επιθυμίας καταπολεμήσεως του αποτέλεσαν επί πολλά χρόνια ένα περίφημο επιχείρημα, ίσως το καλύτερο από όλα, για την επίτευξη της αμερικανικής υποστήριξης -μιας υποστήριξης που είχε φυσικό σκοπό τη διατήρηση των πληγών του κεφαλαιοκρατικού συστήματος και της οικονομίας της αγοράς, οι οποίες ασφαλώς περισσότερο από «το χρυσάφι της Μόσχας» συνθέτουν το ισχυρότερο στοιχείο της κομμουνιστικής προπαγάνδας.

 Δεν μπορούμε εξάλλου να κατανοήσουμε σωστά τη θέση του Έλληνα πολίτη απέναντι στις αστυνομικές δυνάμεις, ιδιαίτερα στην ύπαιθρο, χωρίς να λάβουμε υπόψη τη φτώχεια και την οικονομική καθυστέρηση της χώρας. Ας παρατηρήσουμε π.χ. την περίπτωση της Ιταλίας όπου οι υπηρεσίες της δημόσιας τάξης έχουν διατηρήσει πολλές από τις συνήθειες που απέκτησαν την εποχή του Μουσολίνι: ο καθένας γνωρίζει ότι δεν είναι καλό να βρεθεί εκεί χωρίς κοινωνική επιρροή και χωρίς περιουσιακά στοιχεία, μόνος απέναντι στα όργανα της τάξης, μία δε από τις συνηθισμένες συνέπειες της αθλιότητας είναι και η υπόθαλψη του φόβου εκείνων που κρατούν ένα πολλοστημόριο εξουσίας.

Οποιοσδήποτε έχει αντικρίσει Έλληνα χωροφύλακα να κορδώνεται κάτω από τα δέντρα της πλατείας του χωριού ή στον εξώστη του τοπικού καφενείου θα καταλάβει χωρίς δυσκολία την έκταση της παρατήρησης αυτής. Με άλλα λόγια, αν ο αντικομμουνιστικός αγώνας της κυβέρνησης επιδείνωσε σημαντικά τη θέση των απλοϊκών ανθρώπων απέναντι στην αστυνομία, δεν φέρει ωστόσο και την καθολική ευθύνη μιας κατάστασης που δεν μπορεί να εξαλειφθεί τελείως χωρίς την προηγούμενη πραγμάτωση πολλών προϋποθέσεων (μεταξύ των οποίων και η επέκταση και βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος).

 Jean Meynaud (Π. Μερλόπουλος – Γ. Νοταράς) Οι πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα, 1946-1965, Αθήνα: Σαββάλας, 2002 (213-217)

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Κυριακή, 08 Μαρτίου 2015.