|
|
[Πού άραγε να πήγε] Λωτρεαμόν, Μαλντορόρ
Πού άραγε να πήγε το πρώτο εκείνο άσμα του Μαλντορόρ, από την ώρα που το στόμα του, γεμάτο φύλλα μπελαντόνας, τ’ άφησε να πετάξει μες στα βασίλεια του θυμού σε μια στιγμή περισυλλογής; Πού πήγε αυτό το άσμα... Δεν ξέρουμε ακριβώς. Δεν το φυλάξανε τα δέντρα ούτε οι άνεμοι. Κι η ηθική, που περνάει από τούτα τα μέρη, μη διαβλέποντας πως είχε, μέσα σε αυτές τις πυρακτωμένες σελίδες, ένα θερμό θιασώτη, το είδε να κατευθύνεται, με βήμα σταθερό κι ευθύ, προς τις ανήλιαγες γωνιές και τα κρυφά υπόγεια των συνειδήσεων. Πάντως εκείνο που έχει κατακτήσει η γνώση είναι ότι, από εκείνη τη στιγμή και μετά, ο άνθρωπος, με τη μορφή βατράχου, δεν αναγνωρίζει πια τον εαυτό του, και οδηγείται συχνά σε ξεσπάσματα οργής που τον κάνουν να μοιάζει με θηρίο του δάσους. Το λάθος δεν είναι δικό του. Σ' όλες τις εποχές, είχε πιστέψει, με τα βλέφαρα του να γέρνουν κάτω απ' το βάρος των οινανθών της μετριοφροσύνης, πως δεν ήταν παρά μια σύνθεση από καλό και από μια ελάχιστη ποσότητα κακού. Αίφνης εγώ του έμαθα, φέρνοντας στο άπλετο φως την καρδιά του και τις ραδιουργίες του, ότι αντιθέτως δεν ήταν παρά μια σύνθεση από κακό, με μια μικρή ποσότητα καλού που οι νομοθέτες μετά κόπου πασχίζουν να μην εξανεμιστεί. Θα 'θελα να μη νιώσει, εγώ, που τίποτα καινούριο δεν του μαθαίνω, ντροπή αιώνια για τις πικρές μου αλήθειες. Η πραγμάτωση, όμως, αυτής της ευχής δεν θα 'ταν σύμφωνη με τους νόμους της φύσης. Πράγματι, τραβάω τη μάσκα απ' την προδοτική κι όλο λάσπη μορφή του, και κάνω να πέσουν ένα προς ένα, σαν σφαίρες από φίλντισι σε ασημένια κούπα, τα υπέροχα μυστικά, που με αυτά παραπλανά τον εαυτό του. Είν’ εν τοιαύτη περιπτώσει κατανοητό που δεν καταφέρνει γαλήνια ν' αποθέσει τα χέρια πάνω στο πρόσωπο του, ακόμα κι όταν η λογική διαλύει τα σκοτάδια της έπαρσης. Γι' αυτό ακριβώς, ο ήρωας που θέτω στη σκηνή προκάλεσε ένα αδιάλλακτο μίσος, στρεφόμενος κατά της ανθρωπότητας, που θεωρούσε πως ήταν άτρωτη, με την αθέτηση παράλογων φιλανθρωπικών μακρηγοριών. Είναι συσσωρευμένες, όπως οι κόκκοι της άμμου, σε βιβλία, που κάποιες φορές φτάνω στο σημείο, όταν η λογική μ' εγκαταλείπει, να εκτιμήσω την κωμική τους πλευρά την τόσο αστεία αλλά και βαρετή. Το είχε προβλέψει. Δεν αρκεί να λαξέψεις το άγαλμα της καλοσύνης στην κεφαλίδα των περγαμηνών που περιέχουν οι βιβλιοθήκες. Ω ανθρώπινο πλάσμα! νά σε, τώρα, γυμνό σαν σκουλήκι, κάτω απ' την αδαμάντινη ρομφαία μου! Απαρνήσου την τακτική σου. Δεν είναι πια καιρός να παριστάνεις το αλαζονικό. Αναπέμπω σ' εσένα τη δέηση μου, σε στάση γονυκλκισίας. Υπάρχει κάποιος που περιεργάζεται τις πιο αδιόρατες κινήσεις της ένοχης ζωής σου. Είσαι τυλιγμένο στα λεπτά δίχτυα της μανιακής του οξυδέρκειας - μην τον εμπιστεύεσαι, όταν κλείνει τα μάτια - γιατί σε κοιτάζει ακόμα. Δυσκολεύομαι να υποθέσω πως, χρησιμοποιώντας τις πανουργίες και την κακότητα, έχεις πάρει τη φοβερή απόφαση να ξεπεράσεις το παιδί της φαντασίας μου. Τα πιο ασήμαντα τεχνάσματα του τελεσφορούν. Λαμβάνοντας προφυλάξεις, δεν αποκλείεται να πληροφορήσει όποιον πιστεύει ότι το αγνοεί πως οι λύκοι και οι άρπαγες δεν αλληλοσπαράσσονται. Ίσως να μην το 'χουνε συνήθειο. Συνεπώς, παράδωσε άφοβα, στα χέρια του, την έγνοια της ύπαρξης σου. Θα την καθοδηγήσει με τον τρόπο που ξέρει. Μη τυχόν και πιστέψεις τη λαμπερή στον ήλιο πρόθεση του πως θα σε βελτιώσει, γιατί το ενδιαφέρον του για σένα είναι μέτριο, για να μην πω και πιο λίγο, αν και ακόμη απέχω από την πλήρη αλήθεια, με την ευμενή μετριοπάθεια αυτής μου της επαλήθευσης. Αλλά ό,τι αγαπά είναι να σου κάνει κακό, με τη δίκαιη πεποίθηση ότι θα γίνεις κι εσύ μοχθηρό σαν κι αυτόν, κι ότι θα τον συνοδέψεις στο αβυσσαλέο χάος της κόλασης, όταν σημάνει η ώρα. Η θέση του είναι από καιρό σημαδεμένη, στο σημείο όπου παρατηρεί κανείς μια σιδερένια αγχόνη, απ' όπου κρέμονται αλυσίδες και περιλαίμια. Όταν τον φέρει εκεί το πεπρωμένο, η νεκρώσιμη χοάνη δεν θα χει ποτέ γευτεί λεία πιο νόστιμη, ούτε κι αυτός θα 'χει ατενίσει πιο κατάλληλη κατοικία. Μ φαίνεται πως μιλάω μ' έναν τρόπο σκοπίμως πα τρικό, και πως η ανθρωπότητα δεν έχει το δικαίωμα να μεμψιμοιρεί. Λωτρεαμόν, Μαλντορόρ (αποσπάσματα) μετάφραση Στρατής Πασχάλης, εκδ. Νεφέλη, 2011 σ. 61-63
|
|