ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

 

φιλολογικά

 
έκθεση α΄ λυκείου
 
έκθεση β΄ λυκείου
 
έκθεση γ΄ λυκείου
 

λογοτεχνία

 

αρχαία

 

ιστορία σχολική

 

ιστορία

 

φιλοσοφία
 
εκτός ύλης
 
συζητώντας
 
εργασίες συναδέρφων
 
ιδέες διδασκαλίας
 
επικοινωνία

.................................

Βασίλης Συμεωνίδης

δικτυακός τόπος

με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό

 

 

η αντιγραφή είναι ελεύθερη με την υπενθύμιση ότι η αναφορά στην πηγή τιμά αυτόν που την κάνει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 
 
 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

[Έψαχνα μια ψυχή] Λωτρεαμόν, Μαλντορόρ

 

Έψαχνα μια ψυχή που να μου μοιάζει, και δεν μπορούσα να τη βρω. Τις πιο απόμερες γωνιές της γης εξερευνούσα, η εμμονή μου ήταν ανώφελη. Ωστόσο, μου ήταν αδύνατο να μείνω μόνος. Χρειαζότανε κάποιος που να εγκρίνει το χαρακτήρα μου. Χρειαζότανε κάποιος που να έχει τις ίδιες ιδέες μ’ εμένα. Ήταν πρωί - ο ήλιος σηκώθηκε στον ορίζοντα, μ' όλη του τη μεγαλοπρέπεια, και νά που ορθώνεται μαζί του εμπρός στα μάτια μου ένας νεαρός, που η παρουσία του γεννούσε στο διάβα του λουλούδια. Με πλησίασε, κι απλώνοντας μου το χέρι: «Ήρθα α εσένα, εσένα, που με ψάχνεις. Ας ευλογήσουμε την ευτυχισμένη τούτη μέρα». Αλλά εγώ: «Φύγε - εγώ δεν σε κάλεσα - δεν έχω ανάγκη τη φιλία σου...». Ήταν βράδυ - η νύχτα άρχιζε ν’ απλώνει τη μελανότητα του πέπλου της πάνω στη φύση. Μια όμορφη γυναίκα, που μόλις και τη διέκρινα, άπλωνε κι εκείνη πάνω μου τη μαγική της επιρροή, και με κοίταζε με συμπόνια – παρ’ όλα αυτά, δεν τολμούσε να μου μιλήσει. Είπα: «Έλα κοντά μου, θέλω να δω καθαρά τα χαρακτηριστικά του προσώπου σου, γιατί το φως των αστεριών δεν είναι τόσο δυνατό, για να τα φωτίσει σ' αυτή την απόσταση». Τότε, με βάδισμα συνεσταλμένο και με μάτια χαμηλωμένα, πάτησε το γρασίδι, πλησιάζοντας προς το μέρος μου. Μόλις την είδα: «Βλέπω ότι η αγαθότητα και η δικαιοσύνη έχουν την κατοικία τους μες στην καρδιά σου, δεν θα μπορούσαμε να ζήσουμε μαζί. Τώρα, θαυμάζεις την ομορφιά μου, που έχει αναστατώσει πολλές γυναίκες, όμως, αργά ή γρήγορα, θα μετανιώσεις που μου αφιέρωσες τον έρωτα σου, γιατί δεν ξέρεις την ψυχή μου. Όχι πως θα σου είμαι άπιστος ποτέ - σ' εκείνη που μου δίνεται με τόση ανεμελιά κι εμπιστοσύνη, με άλλη τόση εμπιστοσύνη κι ανεμελιά τής δίνομαι κι εγώ – βάλ’ το καλά, όμως, στο νου σου, και μην το λησμονάς: οι λύκοι και τ' αρνιά δεν ανταλλάσσουν βλέμματα γλυκύτητας». Τι χρειαζόμουνα λοιπόν, εγώ, που απέρριπτα, με τόση αηδία, ό,τι ωραιότερο υπήρχε στην ανθρώπινη φύση! τι χρειαζόμουνα, δεν κατάφερνα να το πω. Δεν είχα συνηθίσει ακόμη να υποβάλλω σε ακριβή ανάλυση τα φαινόμενα του μυαλού μου χρησιμοποιώντας τις μεθόδους που προτείνει η φιλοσοφία. Κάθισα σ' ένα βράχο, δίπλα στη θάλασσα. Ένα καράβι μόλις είχε ανοίξει όλα του τα πανιά για να μακρύνει απ' αυτά τα μέρη. Ένα ανεπαίσθητο σημάδι είχε φανερωθεί στον ορίζοντα, και πλησίαζε σιγά σιγά, σπρωγμένο από τη ριπή του ανέμου, μεγαλώνοντας με ταχύτητα. Η θύελλα όπου να 'ναι θα ξεκινούσε τις επιθέσεις της, και ήδη ο ουρανός σκοτείνιαζε, μια μαυρίλα όσο αποκρουστική και η καρδιά του ανθρώπου. Το καράβι, που ήταν ένα μεγάλο πολεμικό σκάφος, μόλις είχε ρίξει όλες του τις άγκυρες, για να μη σαρωθεί στα βράχια της ακτής. Ο άνεμος σφύριζε με μανία από τα τέσσερα κύρια σημεία και λιάνιζε τα πανιά. Οι κεραυνοί βροντούσαν με αστραπές, μη μπορώντας να ξεπεράσουν τον ήχο των θρήνων που απλώνονταν στο σπίτι χωρίς θεμέλια, τάφος μετακινούμενος. Ο κλυδωνισμός των υδάτινων αυτών μαζών δεν κατόρθωνε να σπάσει τις αλυσίδες στις άγκυρες. Οι δονήσεις τους, όμως, είχανε μισανοίξει ένα δρόμο για το νερό, στα πλευρά του πλοίου. Ρωγμή πελώρια, αφού, οι αντλίες δεν επαρκούν για ν' αποβάλλουν οι όγκοι υδάτινης άρμης που έρχονται, αφρίζοντας, να σωριαστούν στη γέφυρα, σαν βουνά. Το καράβι εν απογνώσει κανονιοβολεί στέλνοντας σήματα κινδύνου - όμως, βουλιάζει με βραδύτητα... με μεγαλείο. Όποιος δεν έχει δει σκάφος να βουλιάζει στη μέση της λαίλαπας, με διαλείψεις αστραπών και απύθμενου σκότους, ενώ όσοι είναι μέσα του κυριεύονται από εκείνη τη γνώριμη σας απελπισία, αυτός δεν έχει ιδέα από τα πλήγματα της ζωής. Εντέλει, ξεφεύγει μια οικουμενική κραυγή οδύνης απ' τα πλευρά του σκάφους, ενώ η θάλασσα πολλαπλασιάζει τις τρομερές της επιθέσεις. Είναι η κραυγή που βγαίνει από την εγκατάλειψη των δυνάμεων του ανθρώπου. Καθένας τυλίγεται σ' ένα μανδύα παραίτησης και παραδίδει τη μοίρα του στα χέρια του Θεού. Συνωστισμός αγέλης προβάτων. Το καράβι εν απογνώσει κανονιοβολεί στέλνοντας σήματα κινδύνου - όμως, βουλιάζει με βραδύτητα... με μεγαλείο. Έβαλαν τις αντλίες να δουλεύουνε όλη μέρα. Προσπάθειες περιττές. Η νύχτα ήρθε, πυκνή, αμείλικτη, για να οδηγήσει στο απόγειο αυτό το θέαμα το αφιλοκερδές. Οι πάντες σκέφτονται πως μόλις βρεθούν στο νερό, δεν θα μπορούν ν' ανασάνουν, αφού, όσο παλιά κι αν ανατρέξουν στη μνήμη τους, κανένα ψάρι δεν αναγνωρίζουν ως πρόγονο, αλλά πασχίζουν να κρατήσουνε την ανάσα τους όσο περισσότερο γίνεται, ώστε να παρατείνουνε τη ζωή τους για δύο ή τρία δευτερόλεπτα - μια ειρωνεία εκδικητική που έχει αποδέκτη το θάνατο. Το καράβι εν απογνώσει κανονιοβολεί στέλνοντας σήματα κινδύνου - όμως, βουλιάζει με βραδύτητα... με μεγαλείο. Δεν ξέρουν ότι το σκάφος, καθώς βυθίζεται, προκαλεί φουσκοθαλασσιές σε ισχυρή περιέλιξη γύρω απ' τον εαυτό τους, ότι η αναβράζουσα ιλύς έχει αναμειχθεί με τα τρικυμιώδη νερά, κι ότι μια δύναμη που έρχεται από πάνω, αντιπερισπασμός της θύελλας που ασκεί ψηλά τα ολέθρια έργα της, υποβάλλει το στοιχείο σε κινήσεις απότομες και νευρικές. Έτσι, παρ' όλο το απόθεμα ψυχραιμίας που συλλέγει εκ των προτέρων, αυτός που του μέλλεται να πνιγεί, αφού το σκεφτεί ευρύτερα, θα πρέπει να νιώθει ευτυχής, αν παρατείνει τη ζωή του, στις δίνες της αβύσσου, στο μισό μιας κανονικής ανάσας, για να είμαστε γενναιόδωροι. Άρα θα του είναι αδύνατο ν' αψηφήσει το θάνατο, ό,τι ποθεί πάνω απ' όλα. Το καράβι εν απογνώσει κανονιοβολεί στέλνοντας σήματα κινδύνου - όμως, βουλιάζει με βραδύτητα... με μεγαλείο. Αυτό είναι λάθος. Δεν ρίχνει πια κανονιοβολισμούς, δεν βουλιάζει. Το τσόφλι του καρυδιού καταποντίστηκε τελείως. Ω ουρανέ! Πώς γίνεται να ζει κανείς, άμα δοκιμάσει τόσες ηδονές! Μόλις πριν λίγο μου έτυχε να γίνω μάρτυρας στο ψυχορράγημα πάμπολλων συνανθρώπων μου. Λεπτό προς λεπτό, παρακολουθούσα τις περιπέτειες της αγωνίας τους. Ενίοτε, το μουγκρητό κάποιας γερόντισσας, τρελής από φόβο, είχε τα πρωτεία στο πανηγύρι. Ενίοτε, το σκούξιμο ενός βρέφους στο βυζί δεν άφηνε ν' ακουστούν οι κατευθυντήριες εντολές. Το σκάφος ήταν πάρα πολύ μακριά για να μπορώ ν' αντιλαμβάνομαι ευκρινώς τις οιμωγές που μου έφερνε η ριπή του ανέμου, μα το πλησίαζα ηθελημένα, κι η οπτική παραίσθηση γινόταν πλήρης. Κάθε τέταρτο της ώρας όταν ένα φύσημα του αέρα, πιο δυνατό απ' τ' άλλα, κάνοντας ν' ακούγονται πένθιμα οι ήχοι του μέσα από την κραυγή των τρομαγμένων θαλασσοβατών, εξάρθρωνε το καράβι μ' ένα τρίξιμο καθ' όλο το μήκος του, αυξάνοντας τους θρήνους εκείνων που επρόκειτο να προσφερθούν σαν ολοκαύτωμα στο θάνατο, βύθιζα εγώ στο μάγουλο μου τη μυτερή αιχμή ενός σίδερου και σκεφτόμουνα μυστικά: «Υποφέρουνε πιο πολύ!» Είχα, τουλάχιστον, έτσι, ένα μέτρο σύγκρισης. Από την όχθη, τους απευθυνόμουν με λεκτικές αποστροφές, εξακοντίζοντας κατάρες και φοβέρες. Μου φαινόταν ότι με άκουγαν! Μου φαινόταν ότι το μίσος μου και τα λόγια μου, υπερπηδώντας την απόσταση, εξουδετέρωναν τους φυσικούς νόμους του ήχου, κι έφταναν, διακριτές, στ' αυτιά τους, που τα ξεκούφαιναν οι βρυχηθμοί του θυμωμένου ωκεανού! Μου φαινόταν ότι μάλλον εμένα σκέφτονταν, κι εκδήλωναν την εκδικητικότητά τους με αδύναμη λύσσα! Από καιρού εις καιρόν, έστρεφα τα μάτια μου προς τις πόλεις, κοιμισμένες πάνω στην ακλόνητη γη, και, βλέποντας ότι κανείς δεν υποψιαζόταν ότι κάποιο σκάφος επρόκειτο να βυθιστεί, μερικά μίλια από την ακτή, στεφανωμένο μ' αρπακτικά πτηνά και πατώντας σε βάθρο από πεινασμένους υδάτινους γίγαντες, αναθαρρούσα, και η ελπίδα μου ξαναγύριζε - λοιπόν, ήμουνα βέβαιος για την απώλεια τους! Δεν μπορούσανε να ξεφύγουν! Για επιπλέον προφύλαξη, πήγα και βρήκα το δίκαννο μου, ώστε, αν κάποιος ναυαγός προσπαθούσε να φτάσει στα βράχια κολυμπώντας, για ν' αποφύγει τον επικείμενο θάνατο, μια σφαίρα στον ώμο να του συνέθλιβε το χέρι και να τον εμπόδιζε να ολοκληρώσει το σχέδιο του. Την αγριότερη στιγμή της θύελλας, είδα, να ξεχωρίζει κολυμπώντας στα νερά, μ' απέλπιδες προσπάθειες, ένα κεφάλι αεικίνητο, με τα μαλλιά του σηκωμένα. Κατάπινε λίτρα νερού, και βυθιζότανε στην άβυσσο, κλυδωνιζόμενο σαν φελλός. Σύντομα, όμως, εμφανιζόταν και πάλι, με τα μαλλιά του να τρέχουνε κρουνηδόν, και, καρφώνοντας το βλέμμα στην ακτή, λες και περιφρονούσε το θάνατο. Ήταν αξιοθαύμαστα ψύχραιμος. Μια μεγάλη αιμορροούσα πληγή, απ' την αιχμή κάποιου κρυμμένου ύφαλου, σημάδευε το ατρόμητο κι ευγενικό πρόσωπο του. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από δεκάξι ετών, αφού, μέσα απ' τις αστραπές που φώτιζαν τη νύχτα, μόλις και διακρινόταν ο ίουλος του ροδάκινου πάνω απ' το χείλος του. Και τώρα δεν απείχε πάνω από διακόσια μέτρα απ' την απόκρημνη ακτή, κι εγώ τον διέκρινα χωρίς δυσκολία. Τι θάρρος! Τι πνεύμα ακατάβλητο! Πόσο η σταθερότητα της κεφαλής του έμοιαζε ν' αψηφά το πεπρωμένο, σχίζοντας σθεναρά το κύμα, που οι αυλακιές του ανοίγονταν δύσκολα εμπρός του!... Το είχα εκ των προτέρων αποφασίσει. Το χρωστούσα σ' εμένα τον ίδιο να κρατήσω την υπόσχεση μου: η ύστατη ώρα είχε σημάνει για όλους, κανείς δεν έπρεπε να της ξεφύγει. Ήταν η απόφαση μου, τίποτα δεν θα την άλλαζε... Ακούστηκε ένας ξερός κρότος και το κεφάλι αμέσως βυθίστηκε, για να μην ξαναφανεί. Δεν άντλησα απ' αυτόν το φόνο όση ευχαρίστηση θα νόμιζε κανείς, κι αυτό, γιατί ακριβώς είχα χορτάσει να σκοτώνω πάντα, έτσι ώστε να το κάνω εφεξής μόνο από απλή συνήθεια, που δεν μπορείς να την ξεπεράσεις, αλλά και που δεν σου προσφέρει πάρεξ αμυδρή ευχαρίστηση. Η αίσθηση είχε αμβλυνθεί, σκληρύνει. Ποια ηδονή να νιώσω από το θάνατο ενός ανθρώπινου όντος, όταν υπάρχουν πάνω από εκατό άλλα, που θα μου προσφέρονταν, ως θέαμα, στην έσχατη πάλη τους με τα κύματα, μόλις το καράβι καταποντιζόταν; Σε αυτόν το θάνατο, δεν είχα καν το θέλγητρο του κινδύνου, γιατί η ανθρώπινη δικαιοσύνη, λικνισμένη από τη λαίλαπα εκείνης της φρικτής νύχτας, κοιμόταν μέσα στα σπίτια, μερικά βήματα από εμένα. Σήμερα που τα χρόνια βαραίνουν στο σώμα μου, το λέω με ειλικρίνεια, σαν μια υπέρτατη και πανηγυρική αλήθεια: δεν ήμουν όσο απάνθρωπος είπανε οι άνθρωποι πως ήμουν. Κάποιες φορές, όμως, η κακότητά τους ασκούσε τα επίμονα ολέθρια έργα της για χρόνια ο μανία μου, δεν ήξερα πια ναν παροξυσμοί σκληρότητας και γινόμουνα τρομερός για όποιον πλησίαζε το βλοσυρό μου βλέμμα, κυρίως αν ανήκε στη ράτσα μου. Αν επρόκειτο γι’ άλογο ή για σκύλο, το άφηνα να περάσει: το ακούσατε αυτό που σας είπα; Δυστυχώς, τη νύχτα εκείνης της θύελλας, βρισκόμουν μέσα σ' έναν τέτοιο παροξυσμό, η λογική μου είχε κάνει φτερά (αφού, συνήθως, ήμουν το ίδιο στυγνός, αλλά πιο φρόνιμος) - και το καθετί που θα ‘πεφτε, αυτή τη φορά, στα χέρια μου, έπρεπε να αφανιστεί - δεν προτιθεμαι να ζητήσω συγγνώμη για τα παραπτώματα μου. Το λάθος δεν είναι όλο των ομοίων μου. Το μόνο που κάνω είναι να διαπιστώνω αυτό που συμβαίνει, περιμένοντας την έσχατη κρίση που με κάνει να ξύνω τον αυχένα μου εκ των προτέρων... Σκασίλα μου για την έσχατη κρίση! Η λογική μου δεν κάνει ποτέ φτερά, όπως σας έλεγα για να σας παραπλανήσω. Κι όταν διαπράττω ένα έγκλημα, ξέρω τι κάνω: δεν ήθελα να κάνω κάτι διαφορετικό! Όρθιος σ' ένα βράχο, ενώ η λαίλαπα μαστίγωνε τα μαλλιά και το πανωφόρι μου, παραφύλαγα εκστατικός αυτή τη δύναμη της θύελλας, να ξεσπάει σ' ένα καράβι, κάτω από έναν ουρανό χωρίς άστρα. Παρακολούθησα, με στάση θριαμβική, όλες τις περιπέτειες αυτού του δράματος, από τη στιγμή που το σκάφος αμόλησε τις άγκυρες του, ως τη στιγμή που καταδύθηκε, μοιραίο ένδυμα που παρέσυρε, στα σπλάχνα της θάλασσας, όσους το είχαν φορέσει σαν πανωφόρι. Αλλά, η ώρα πλησίαζε, που επρόκειτο, κι εγώ, να εμπλακώ σαν ηθοποιός σε αυτές τις σκηνές της ανάστατης φύσης. Όταν η θέση όπου το σκάφος είχε αντισταθεί μαχόμενο έδειξε καθαρά ότι θα περνούσε το υπόλοιπο των ημερών του στο ισόγειο της θαλάσσης, τότε, όσοι είχαν παρασυρθεί από τα κύματα, εμφανίστηκαν μερικώς και πάλι στην επιφάνεια. Κρατούσε ο ένας τον άλλον από τη μέση, δυο δυο, τρεις τρεις - ήταν ο τρόπος για να μη σώσουνε τις ζωές τους - γιατί, οι κινήσεις τους γίνονταν δύσκολες, και πήγαιναν στον πάτο σαν τρύπια κανάτια... Ποιος είναι αυτός εκεί ο στρατός των θαλασσίων τεράτων που σχίζει τα κύματα με ταχύτητα; Είναι έξι, τα πτερύγια τους είναι σφριγηλά, κι ανοίγουν δρόμο, μέσα από τα πανύψηλα κύματα. Απ' όλα τ' ανθρώπινα όντα, που αναδεύουν τα τέσσερα μέλη τους μέσα σε αυτή την ήπειρο την ελάχιστα στέρεη, οι καρχαρίες μετά από λίγο φτιάχνουνε ομελέτα χωρίς αυγά και τη μοιράζονται κατά το νόμο του ισχυρότερου. Το αίμα σμίγει με τα νερά και τα νερά σμίγουνε με το αίμα. Τα θηριώδη μάτια τους φωτίζουν επαρκώς τη σκηνή της σφαγής... Αλλά τι να 'ναι πάλι αυτός ο σάλος των υδάτων, κάτω εκεί, στον ορίζοντα; Θα 'λεγες ένας σίφουνας που ζυγώνει. Τι τράβηγμα κουπιών! Το βλέπω τι είναι. Ένας πελώριος θηλυκός καρχαρίας έρχεται να λάβει μέρος απ' το πατέ συκωτιού χήνας και να φάει κρύο βραστό. Είναι έξαλλη, γιατί έρχεται πειναλέα. Μια πάλη αρχίζει ανάμεσα σ' εκείνη και τους καρχαρίες, ερίζοντας για τα ελάχιστα σπαρταριστά μέλη που επιπλέουν εδώ κι εκεί άλαλα, στην επιφάνεια της ερυθρής κρέμας. Στα δεξιά, στ' αριστερά της, ρίχνει δαγκωματιές που γεννάνε πληγές θανάσιμες. Τρεις, όμως, καρχαρίες ζωντανοί την κυκλώνουν ακόμη, κι είναι υποχρεωμένη να γυρνάει σ' όλες τις κατευθύνσεις, για να χαλάει τους ελιγμούς τους. Με αυξανόμενη συγκίνηση, άγνωστη ως τώρα, ο θεατής, στητός στην όχθη, παρακολουθεί αυτή τη ναυμαχία νέου τύπου. Έχει τα μάτια καρφωμένα σ' αυτόν το θαρραλέο θηλυκό καρχαρία, με τα τόσο δυνατά δόντια. Χωρίς πια να διστάζει, στηρίζει τ' όπλο του στον ώμο, κι επιδέξια ως συνήθως, χώνει τη δεύτερη του σφαίρα στα βράγχια ενός από τους καρχαρίες, την ώρα που είχε ξεμυτίσει πάνω από ένα κύμα. Μένουνε δύο καρχαρίες που ακόμα μεγαλύτερη μανία μαρτυρούν. Ψηλά απ' το βράχο, ο άνθρωπος με το υφάλμυρο σάλιο, πέφτει στη θάλασσα και κολυμπάει προς τον εξαίσια χρωματισμένο τάπητα, έχοντας ανά χείρας το ατσάλινο μαχαίρι που δεν το εγκαταλείπει ποτέ. Στο εξής, ο κάθε καρχαρίας θα 'χει δοσοληψίες μ' έναν μόνο εχθρό. Προχωρεί προς τον κουρασμένο καρχαρία και, μ' όλο του το πάσο, του βυθίζει μες στην κοιλιά το κοφτερό λεπίδι. Το κινητό προπύργιο απαλλάσσεται εύκολα απ' τον τελευταίο αντίπαλο... Βρίσκονται ενώπιος ενωπίω ο κολυμβητής και ο θηλυκός καρχαρίας, που έσωσε. Κοιτάζονται στα μάτια για μερικά λεπτά, ανακαλύπτοντας έκπληκτοι την ίδια θηριωδία ο ένας στο βλέμμα του άλλου. Γυρίζουνε γύρω τριγύρω, δεν σταματάνε ν' ανταλλάσσουνε ματιές, και λένε ο καθένας από μέσα του: «Ως τώρα έκανα λάθος - νά που υπάρχει κι ένας πιο μοχθηρός». Τότε, από συμφώνου, υποβρυχίως, ο ένας προς τον άλλο γλίστρησε, με αμοιβαίο θαυμασμό, ο θηλυκός καρχαρίας παραμερίζοντας το νερό με τα πτερύγια του, ο Μαλντορόρ χτυπώντας το κύμα με τα χέρια του -και κράτησαν την ανάσα τους, με βαθύ σέβας, καθένας τους επιθυμώντας ν' ατενίσει, για πρώτη φορά, το ζωντανό πορτρέτο του. Φτάνοντας στα τρία μέτρα απόσταση, χωρίς να κάνουν καμιά προσπάθεια, έπεσαν απότομα ο ένας πάνω στον άλλο, σαν εραστές, και αγκαλιάστηκαν μ' αξιοπρέπεια κι ευγνωμοσύνη, σ' ένα σφίξιμο τόσο τρυφερό σαν αδελφός και αδελφή. Ο σαρκικός πόθος επακολούθησε αμέσως μετά απ' αυτή την επίδειξη φιλίας. Δύο νευρώδεις μηροί κόλλησαν γερά στο γλοιώδες πετσί του τέρατος, σαν δυο βδέλλες, και τα μπράτσα και τα πτερύγια πλεγμένα γύρω απ' το κορμί του αντικειμένου της αγάπης το περιέβαλαν ερωτικά, καθώς οι λαιμοί και τα στήθη τους μετά από λίγο ήταν μόνο μια γλαυκή μάζα από αναθυμιάσεις του φύκους - στη μέση της θύελλας που συνέχιζε να μαίνεται - στη λάμψη των αστραπών - έχοντας για κλίνη του υμεναίου το αφρώδες κύμα, αρπαγμένοι από ένα υποθαλάσσιο ρεύμα σαν σε λίκνο, και κυλώντας, περιστρεφόμενοι, προς τ' άγνωστα βάθη της αβύσσου, ενώθηκαν σ' ένα ζευγάρωμα αργό, αγνό και ειδεχθές!... Εντέλει, μόλις είχα βρει κάποιον που να μου μοιάζει!... Στο εξής, δεν θα 'μουν πια μόνος μες στη ζωή!... Εκείνη είχε τις ίδιες ιδέες μ' εμένα!... Ήμουν απέναντι στην πρώτη μου αγάπη!

Λωτρεαμόν, Μαλντορόρ (αποσπάσματα)

μετάφραση Στρατής Πασχάλης, εκδ. Νεφέλη, 2011 σ. 121-132

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Σάββατο, 05 Μαρτίου 2016.