ιστορικό δημοσιεύσεων

Καλώς ήρθατε! στον προσωπικό δικτυακό τόπο του Βασίλη Συμεωνίδη

αρχική

 

φιλολογικά

 
έκθεση α΄ λυκείου
 
έκθεση β΄ λυκείου
 
έκθεση γ΄ λυκείου
 

λογοτεχνία

 

αρχαία

 

ιστορία σχολική

 

ιστορία

 

φιλοσοφία
 
εκτός ύλης
 
συζητώντας
 
εργασίες συναδέρφων
 
ιδέες διδασκαλίας
 
επικοινωνία

.................................

Βασίλης Συμεωνίδης

δικτυακός τόπος

με εκπαιδευτικό και διδακτικό σκοπό

 

 

η αντιγραφή είναι ελεύθερη με την υπενθύμιση ότι η αναφορά στην πηγή τιμά αυτόν που την κάνει

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 

 

 
 
 

τεχνική υποστήριξη

Σταυρούλα Φώλια

για τα αρχαία ελληνικά

 

Σχόλιο από τον/την Vasilis Simeonidis στις 21 Νοέμβριος 2009 στις 17:53

Ο Γιάννης Χάρης γράφοντας σχετικά λέει για τη «δομική σχεδόν δυσκολία να διδαχτούν τα αρχαία, ιδίως στο γυμνάσιο, έστω και μόνο για δύο λόγους: (α) έναν ιδεολογικό, τη σύνδεση με το αρχαίο πνεύμα κτλ. και την ενίσχυση των καταγωγικά τάχα «ανάπηρων» Νέων Ελληνικών• και (β) έναν απολύτως πρακτικό, τη δυσκολία να κατακτήσει ο μαθητής μια γλώσσα που παρουσιάζει παραπλανητικές, για την ηλικία του, ομοιότητες και άλλες τόσες –για την ακρίβεια, απείρως περισσότερες– διαφορές με τη γλώσσα την οποία μιλά».

 

 

Σχόλιο από τον/την Γιάννης Μαργιούλας στις 25 Νοέμβριος 2009 στις 21:32

Ζητώ συγγνώμη για το είδος της παρέμβασης - γιατί απλώς παραπέμπω σε μια σεντονιάδα που ανάρτησα στην προσωπική μου σελίδα (βλ. παρακάτω)  μάλλον σχετική με το θέμα της συζήτησης - αλλά δεν είμαι (ακόμη) εξοικειωμένος με τον τρόπο διαλόγου των φόρουμ που πρέπει να είναι κατ' ανάγκην συνοπτικός. Συγγνώμη

 

 

ΓΙΑΤΙ ΜΑΘΑΙΝΟΥΜΕ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ;

 

Στη μόνιμη και επαναλαμβανόμενη απορία των μαθητών - κυρίως του Γυμνασίου, αλλά και του Λυκείου - "γιατί μαθαίνουμε αρχαία ελληνικά;" ο δάσκαλος οφείλει να δώσει μια πειστική απάντηση. Αν ο μαθητής δεν έχει πειστεί (ή έστω υποψιαστεί) για τη χρησιμότητα όσων διδάσκεται, η διδασκαλία είναι εξαρχής υπονομευμένη. Θυμάμαι πως όταν είχα απευθύνει κι εγώ ως μαθητής την ίδια ερώτηση, κάπου στις αρχές του 80, μια πανικόβλητη φιλόλογος μου είχε απαντήσει πως μόνο έτσι θα μπορούσα να διαβάσω την επιγραφή που θα έβρισκα στο χωράφι μου. Βρήκα την απάντηση τουλάχιστον γελοία - ίσως γιατί στα καμποχώραφα των Σερρών όπου μεγάλωσα βρίσκαμε μόνο κάλυκες από τον εμφύλιο - κι ορκίστηκα πως, αν γίνω δάσκαλος, θα πρέπει να είμαι τουλάχιστον πιο πειστικός.

Για το υπουργείο όμως τέτοιες συζητήσεις και απορίες είναι εξ ορισμού απαγορευμένες, αφού οι μαθητές «δεν είναι σε θέση, και λόγω ηλικίας και λόγω βιωμάτων και γλωσσικών εμπειριών απαιτητικού λόγου, να συνειδητοποιήσουν το όφελος που μπορεί να έχουν ή να μην έχουν από την επαφή τους με τα Αρχαία Ελληνικά». Τουλάχιστον αυτή την απάντηση έδωσαν οι φωστήρες του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου στον καθηγητή Μιχάλη Κελπανίδη, όταν του αρνήθηκαν τη διεξαγωγή έρευνας για τις απόψεις των μαθητών του γυμνασίου απέναντι στο μάθημα 1.

Ωστόσο, νομίζω αξίζει να δούμε (παρακάμπτοντας την επίσημη στοχοθεσία του μαθήματος και τη σύγχυση που επικρατεί εκεί, όπως εύστοχα έχει δείξει σε κείμενά του ο Λάμπρος Πόλκας 2), πώς το εκπαιδευτικό σύστημα προσπαθεί να πείσει τους μαθητές της Α΄ Γυμνασίου για την αξία του μαθήματος κατά την πρώτη τους επαφή με την αρχαία γλώσσα, μέσα από μια περιδιάβαση των πρώτων σελίδων του αντίστοιχου σχολικού εγχειριδίου (Ν. Μπεζεντάκος, Α. Παπαθωμάς, Ε. Λουτριανάκη, Β. Χαραλαμπάκος, Αρχαία Ελληνική Γλώσσα Α΄ Γυμνασίου, ΟΕΔΒ, Αθήνα 2009).
Στον Πρόλογο του βιβλίου, μια σελίδα που απευθύνεται στους μαθητές και είναι γραμμένη σε απλό, φιλικό και διδακτικό ύφος, οι συγγραφείς τεκμηριώνουν τη χρησιμότητα της γνωριμίας με την αρχαία ελληνική γλώσσα τονίζοντας τα εξής :

1) Τα Αρχαία Ελληνικά είναι μια πολύ πειθαρχημένη και ταυτόχρονα ελεύθερη γλώσσα και η κατανόηση της δομής των κειμένων της οξύνει τη σκέψη του μαθητή όσο και μια αλγεβρική εξίσωση.

2) Ο στόχος του βιβλίου είναι να δείξει τη συνέχεια και τη συγγένεια της αρχαίας και της νέας ελληνικής, μια και η πρώτη είναι ο "όχι και τόσο μακρινός πρόγονος" της σημερινής γλώσσας. Η συνέχεια και η συγγένεια θα διαπιστωθούν με την παρακολούθηση της σημασίας και της χρήσης των λέξεων μέσα στο χρόνο, διαδικασία που μπορεί να πάρει τη μορφή μιας γοητευτικής εξερεύνησης.

3) Τα Αρχαία πρέπει να πάψουν να θεωρούνται μάθημα δύσκολο και άχρηστο, γιατί «είναι οι ρίζες της γλώσσας μας και πρέπει να τα φροντίζουμε γιατί η γλώσσα μας τα έχει ανάγκη, όπως ακριβώς κάθε ζωντανός οργανισμός έχει ανάγκη τις ρίζες του».

4) Στόχος της διδασκαλίας στο Γυμνάσιο είναι, τελειώνοντας την τρίτη τάξη, να έχουν αποκτήσει μια αρκετά καλή γνώση της αρχαίας γλώσσας. «Ίσως έτσι φθάσουν κάποτε να συνεχίσουν την ενασχόλησή τους με τη γλώσσα και να αποκτήσουν το προνόμιο να κατανοήσουν κάποιο αρχαίο κείμενο διαβάζοντάς το στο πρωτότυπο».

 

Στο πρώτο μάθημα, μετά το «Ταξίδι των λέξεων στο χρόνο...», στην παράγραφο με τίτλο «Οι Έλληνες και η ελληνική γλώσσα» σημειώνεται: «η Ελληνική αποτελεί μοναδικό παράδειγμα γλώσσας με αδιάκοπη ιστορική συνέχεια. Έτσι, μπορούμε να μιλάμε για ενιαία ελληνική γλώσσα από την αρχαιότητα έως σήμερα» (οι υπογραμμίσεις στο πρωτότυπο).

 

Στο τελευταίο μέρος του πρώτου μαθήματος, το επιμύθιο δίνεται με ένα απόσπασμα από το βιβλίου ενός ιταλού φιλολόγου (Raffaele Cantarella, La letteratura greca classica, Firenze 1967, σ. 25) με τίτλο "Γιατί να μάθω Αρχαία Ελληνικά;" όπου, μεταξύ άλλων αναφέρεται : «... Ο άπειρος πλούτος της λεξιλογικής παραδόσεως, η σχεδόν απεριόριστη δυνατότητα συνθέσεως, η σημασιολογική ακρίβεια των πολυάριθμων συνωνύμων, η απλότητα του κλιτικού συστήματος των ονομάτων και ο πλούτος του κλιτικού συστήματος των ρημάτων, το εναλλασσόμενο παιχνίδι των μορίων και των προθέσεων, η διαφάνεια της λογικής και συντακτικής δομής, το εύηχον και η μουσικότητα, τέλος, δημιούργησαν το πιο τέλειο όργανο που ο άνθρωπος έφτιαξε, για να εκφράσει τις σκέψεις του».

 

Κάπως έτσι τελειώνει το εισαγωγικό μάθημα προτού εισαχθούν τα πρωτάκια, στις επόμενες σελίδες, στα κείμενα και τον ονειρεμένο κόσμο της σύνταξης και της γραμματικής της αττικής διαλέκτου.

 

Όποιος διαβάσει τον πρόλογο και το πρώτο μάθημα του εγχειριδίου, εύκολα αντιλαμβάνεται πως το βάρος πέφτει στις έννοιες της συνέχειας, της συγγένειας, της εγγύτητας της νεοελληνικής γλώσσας με την αρχαία, των ομοιοτήτων τους αν θέλετε (για να είμαστε και στο πνεύμα μιας συζήτησης που ξεκίνησε ο Βασίλης στο μπλογκ), για να καταλήξει στη διαπίστωση της (μοναδικής στον κόσμο) ενιαίας γλώσσας. Πρόκειται για μια εξόφθαλμα ιδεολογική επιλογή. Τα πρωτάκια καλούνται να μελετήσουν τα αρχαία ελληνικά πρωτίστως και κυρίως για να νιώσουν πως μέσω μιας ενιαίας και ελάχιστα διαφοροποιημένης γλώσσας συνδέονται με τους ένδοξους παππούδες τους, πως είναι οι άξιοι και πρωτότοκοι κληρονόμοι τους. Οι εκατοντάδες διδακτικές ώρες στο σχολείο, ο μόχθος, τα διαγωνίσματα, οι βαθμοί και το άγχος καθηγητών και παιδιών για να εξυπηρετηθούν βασικά οι ίδιοι στόχοι της πάλαι ποτέ Εθνικής Ηθικής Διαπαιδαγώγησης.

Ο ιδεολογικός αυτός σκοπός επιχειρείται μέσα από μια εσκεμμένη σύγχυση: η αδιαμφισβήτητη συνέχεια της ελληνικής γλώσσας (συνέχεια με την έννοια πως δεν διασπάστηκε στην ιστορική της πορεία σε ξεχωριστές γλώσσες όπως η λατινική) δεν την καθιστά ενιαία3 γλώσσα, αφού οι αλλαγές που υπέστη σε όλα τα επίπεδα (φωνολογία, μορφολογία, σύνταξη, λεξιλόγιο) ήταν δραστικές. Γι’ αυτό και ο μόνος ουσιαστικά γλωσσικός σκοπός που αναφέρεται4 στον πρόλογο είναι «η παρακολούθηση της σημασίας των λέξεων μέσα στο χρόνο», αφού κυρίως η «λέξη» προσφέρεται για να εντοπιστούν οι ομοιότητες.

Όμως, ούτε η γλώσσα ταυτίζεται με τις «λέξεις» ούτε είναι σοβαρός στόχος για ένα γλωσσικό μάθημα αυτή η «γοητευτική εξερεύνηση» των λέξεων, τη στιγμή που, όποιος έχει στοιχειώδεις γνώσεις γλωσσολογίας, γνωρίζει πως οι ζωντανές γλώσσες (όπως η νέα ελληνική) κατακτώνται και εμπλουτίζονται με συγχρονικούς όρους και όχι μέσα από ετυμολογικές αναφορές. Ο μύθος της «ενιαίας» γλώσσας συμπληρώνεται με την απλοϊκή παρομοίωση της γλώσσας με δέντρο που έχει «ρίζες» τις οποίες πρέπει να προσέχουμε και να ποτίζουμε, παρομοίωση που θα εξόργιζε κάθε σοβαρό γλωσσολόγο.

Η μύηση των παιδιών στην αξία του μαθήματος ολοκληρώνεται με μια θέση που οι συγγραφείς του βιβλίου δεν τόλμησσαν να διατυπώσουν οι ίδιοι (ίσως γιατί μυρίστηκαν κράξιμο) και κατέφυγαν στην αυθεντία ενός ιταλού κλασικού φιλόλογου και σε ένα κείμενο του 1967. Ο μύθος της «τέλειας γλώσσας» δεν αντέχει σε οποιαδήποτε επιστημονική κριτική. Για την επιστήμη της γλωσσολογίας όλες οι γλώσσες ως επικοινωνιακά συστήματα είναι ισότιμες (με την έννοια πως εμπεριέχουν στις δομές τους ισότιμους μηχανισμούς παραγωγής νοημάτων). Το γεγονός πως κάποιες γλώσσες (όπως η αρχαία ελληνική και η λατινική) συνδέθηκαν με σημαντικά γραπτά κείμενα του παγκόσμιου πολιτισμού, οφείλεται στις ιστορικές και πολιτισμικές συνθήκες των κοινωνιών που τα παρήγαγαν και όχι σε κάποια εγγενή ανωτερότητα των γλωσσών αυτών ως σημειωτικών συστημάτων (δηλ. στη «σημασιολογική ακρίβεια των συνωνύμων, στο παιχνίδι των μορίων» και σε άλλα τέτοια φαιδρά).

Τέλος, ο ολοφάνερα μαξιμαλιστικός στόχος στο τέλος του προλόγου (να έχουν αποκτήσει οι μαθητές τελειώνοντας το γυμνάσιο μια αρκετά καλή γνώση της αρχαίας γλώσσας) και η ευχή να μπορέσουν κάποτε (συνεχίζοντας μόνοι τους τη μελέτη) να διαβάζουν κείμενα στο πρωτότυπο, είναι καθαρά προσχηματικά. Διαψεύδονται από την ίδια την πραγματικότητα (όσο κι αν το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο απαγορεύει τη διερεύνησή της) τη στιγμή που ακόμα και οι φιλόλογοι προσεγγίζουν τα πρωτότυπα κείμενα μόνο με μια στοίβα λεξικά.

 

Παρακολουθώντας τις – μάλλον βιαστικές αλλά ειλικρινείς και αποκαλυπτικές – συζητήσεις στα ιστολόγια που με τόσο μεράκι και κόπο έστησαν ο Βασίλης Συμεωνίδης και ο Σωτήρης Γκαρμπούνης, διαπιστώνω την αμφιθυμία πολλών συναδέλφων πάνω στο θέμα. Απογοήτευση από τη μια μεριά για τα αποτελέσματα και τις αξεπέραστες δυσκολίες της διδασκαλίας του μαθήματος στο γυμνάσιο, αλλά και μια εδραιωμένη πεποίθηση από την άλλη πως το πρόβλημα είναι η μέθοδος, τα εγχειρίδια κλπ., πως υπάρχει τρόπος να μάθουν οι μαθητές αρχαία στο γυμνάσιο (ίσως με κάτι σαν παιγνίδι, κάτι πιο ευχάριστο, πιο ελκυστικό κλπ), αλλά δεν τον έχουμε ακόμα ανακαλύψει ή τον στρεβλώνουν οι αγκυλώσεις κάποιων συντηρητικών καρεκλοκένταυρων.

 

Φοβάμαι πως πριν συζητήσουμε τον τρόπο, θα πρέπει να είμαστε σε θέση να απαντήσουμε πειστικά σ’ αυτή τη μόνιμη και ενοχλητική απορία των μαθητών: «γιατί μαθαίνουμε αρχαία ελληνικά;». Αν είμαστε στοιχειωδώς έντιμοι ως επιστήμονες και ως δάσκαλοι, οφείλουμε να μην το κάνουμε με τον τρόπο του εγχειριδίου της Α΄ γυμνασίου, δηλαδή επιστρατεύοντας ιδεολογήματα και θέσεις επιστημονικά αστήριχτες.

Αν πάλι δεν έχουμε απάντηση στο ερώτημα, θα πρέπει, πριν από οτιδήποτε άλλο, αυτή να αναζητήσουμε πριν μπούμε στην τάξη. Να την αναζητήσουμε διαβάζοντας, συζητώντας, παρακολουθώντας έναν διάλογο που έχει ανοίξει εδώ και δεκαετίες και έχει σωρεύσει αρκετό υλικό. Σε κάθε άλλη περίπτωση κινδυνεύουμε να εκτεθούμε στα μάτια των υποψιασμένων μαθητών είτε δίνοντας απαντήσεις στα όρια της κυνικής χρησιμοθηρίας («γιατί θα σου χρειαστούν στο λύκειο και στις εξετάσεις») είτε στέλνοντάς τους στα χωράφια να ξεθάβουν επιγραφές.



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

1. βλ. την απάντηση του καθηγητή στο http://www.alfavita.gr/anakoinoseis/ank29_5_9_1253.php

2. Λάμπρος Πόλκας, «Η διδασκαλία του μαθήματος της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και γραμματείας στο γυμνάσιο και το λύκειο», στο Α. - Φ. Χριστίδης (επιμ.), Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός για τη Γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 234-238.

3. Περιττό να πούμε πως ο όρος «ενιαία γλώσσα», δημιούργημα του εθνικού μας γλωσσολόγου, πρύτανη, λεξικογράφου κλπ κλπ, δεν απαντάται πουθενά και αποτελεί επιστημονικό νεολογισμό. Φαίνεται πως είναι μοναδικό φαινόμενο, όπως μοναδική είναι η ελληνική γλώσσα … (μήπως και η ελληνική φυλή που τη μιλά;)

4. Ο άλλος, ο πιο αμφιλεγόμενος σκοπός της διδασκαλίας των αρχαίων παρακάμπτεται και αποσιωπάται (έστω κι αν υπονοείται): πράγματι, πουθενά δεν υποστηρίζεται πως η γνώση των αρχαίων θα βελτιώσει τη χρήση της νέας ελληνικής.

 

 

 

 

 

 

Σχόλιο από τον/την XΡΥΣΑ ΕΥΣΤ. ΑΛΕΞΟΠΟΥΛΟΥ στις 27 Ιανουάριος 2010 στις 11:39

Αγαπητοί συνάδελφοι, μετέχοντας στον προβληματισμό σας καταθέτω την άποψή μου για το αν δίνουμε ή όχι μετάφραση του αρχαίου κειμένου στους μαθητές. Καταρχάς σε καμιά περίπτωση δεν μοιράζουμε πριν την επεξεργασία του κειμένου έτοιμη μετάφραση. Δυστυχώς, αυτό γίνεται ακόμα και στα τμήματα θεωρητικής κατεύθυνσης(!). Από εκεί και πέρα η μετάφραση είναι αγώνισμα κατανόησης του αρχαίου λόγου και δεν είναι μία. Είναι χρήσιμο αυτό να το καταλάβουν από την αρχή τα παιδιά και να τα βοηθήσουμε να το αποδεχτούν υπό την έννοια ότι εμείς δεν αξιολογούμε με απόλυτο τρόπο τη μετάφρασή τους ιδίως στο Γυμνάσιο (Γ'τάξη). Δεν είναι χάσιμο χρόνου να αφιερώσουμε 1 ή 2 ώρες για να μιλήσουμε για τον μηχανισμό της μετάφρασης, που δεν είναι μετάφραση, στην περίπτωση των Αρχαίων Ελληνικών, αλλά μεταφορά σε μια άλλη μορφή της ίδιας γλώσσας. Ας αφήσουμε τα παιδιά στις πρώτες απόπειρες να μας που ποιες λέξεις αγνοούν παντελώς ή δεν αναγνωρίζουν ούτε το θέμα τους και τότε θα δουν πως είναι ελάχιστες. Στη συνέχεια ας κινηθούμε στον άξονα των κυρίων όρων και μετά στα συμπληρώματα-προσδιορισμούς. Προσωπικά έχω διδάξει ΛΥρική ποίηση στη Β΄κατεύθυνση με αυτόν τον τρόπο και η αυτενέργεια των μαθητών ήταν θαυμαστή. Στην Α΄Λυκείου, νομιζω, ότι ακολουθώντας τον πιο πάνω τρόπο του άξονα φτάνουμε σε δοκιμές μετάφρασης και οι μαθητές ας σημειώσουν μόνοι τους όποια κρίνουν ή καταλάβουν. Το να δίνουμε έτοιμη μετάφραση σημαίνει γι' αυτούς επανάπαυση, αδιαφορία ή "παπαγαλία". Θα μου πείτα θα πάνε στα Βοηθήματα, ας πάνε, δεν θα "νομιμοποιήσουμε"όμως εμείς κάτι που δεν προάγει την αυτενέργεια. Μια εξαίρεση θεωρώ ότι πρέπει να γίνεται στη Γ΄Λυκείου στα Αρχαία Γενικής Παιδείας, αλλά κι εκεί η μετάφραση να δίνεται μετά την εξομάλυνση και τις δοκιμές απόδοσης και να είναι γραμμένη αντικριστά με το αρχαίο κείμενο, το οποίο θα έχει καταγραφεί με τη λογική του άξονα κυρίων όρων κλπ. Φυσικά δεν θεωρώ ότι οι ομοιότητες της αρχαίας με τη νέα είναι "παραπλανητικές" και ότι οι διαφορές είναι "άπειρες". Και αυτή η άποψή μου αποτελεί βεβαιότητα λόγω των ειδικών γνώσεων που απέκτησα παρακολουθώντας στη Γερμανία Γλωσσολογία ως παράλληλο μάθημα της Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο. Ως επιστήμονες είναι καλό, κατά την ταπεινή μου γνώμη, να μην εγκλωβιζόμαστε σε ιδεολογήματα κάθε είδους. Ευχαριστώ για την ευκαιρία κατάθεσης απόψεων.

 

 

Σχόλιο από τον/την Μαρία στις 3 Μάρτιος 2010 στις 14:26

Με προβληματίζει τον τεέυαιο καιρό πολύ το θέμα της διδασκαλίας των αρχαίων στο σχολείο. Έχω μια προσωπική άποψη, η οποία όμως βασίζεται περισσότερο σε θεωρητικές πεποιθήσεις και γενικόλογες συζητήσεις, καθώς στην πράξη της διδασκαλίας θα έλεγα πως είμαι καινούρια σχετικά.
Ξεκίνησα στο προσωπικό μου ιστολόγιο μια ψηφοφορία σχετική με το θέμα για να δω την γενικότερη τάση και από εκεί και πέρα και με κριτήριο άλλους παράγοντες να διαμορφώσω σφαιρικοτερη άποψη για το θέμα.

Αν θέλετε να συμμετάσχετε δείτε εδώ

http://ephilologos.blogspot.com/2010/03/blog-post_1211.html

θα επανέλθω στο φόρουμ αναλύοντας τους προβήματισμούς μου για να τους συζητήσουμε μαζί.

 

 

 

Στις 27 Νοέμβριος 2009 και ώρα 12:07, ο/η Χριστίνα Παπαγγελή είπε...

Γιάννη, καλημέρα!

Βρήκα το κείμενό σου καταπληκτικό από κάθε άποψη, περιεχομένου, συγκρότησης και τεκμηρίωσης. Δεν αυποστηρίζω με πάθος την άποψη να καταργηθούν τα αρχαία στο γυμνάσιο, αλλά όλη η επιχειρηματολογία που υπάρχει σχετικά με τους θολούς στόχους αλλά και τις καταστροφικές συνέπειες μιας μεθοδολογίας αρτηριοσκληρωτικής με βρισκει σύμφωνη.

Θα ήθελα να σε ρωτήσω, ποια είναι η΄άποψή σου για τα αρχαία στο Λύκειο; πώς απαντάμε σε ερωτήματα αντίστοιχα σε μαθητές του Λυκείου, ("γιατί μαθαίνουμε αρχαία ελληνικά;"), ή νομίζεις ότι ούτε στο Λύκειο πρέπει να διδάσκονται;

 

 

Στις 27 Νοέμβριος 2009 και ώρα 18:27, ο/η Γιάννης Μαργιούλας είπε...

Χριστίνα γεια χαρά

 

Κατ’ αρχάς θέλω να τονίσω πως η προσωπική μου σχέση με την αρχαία ελληνική γλώσσα (την οποία σπούδασα και αγαπώ) δεν έχει να κάνει με τις απόψεις μου για τη θέση της στην εκπαίδευση, όπου πρέπει να πρυτανεύουν οι ανάγκες της ολόπλευρης και γενικής μόρφωσης των μαθητών και όχι οι δικές μας προτιμήσεις ή επιστημονικές προτεραιότητες.

Θεωρώ την αρχαία γλώσσα εργαλείο ενός ειδικού επιστήμονα. Η κατάκτησή της στο βαθμό που επιτρέπει την γλωσσική προσπέλαση των κειμένων και οδηγεί στην αισθητική τους απόλαυση και την κατανόηση του περιεχομένου και των ιδεών, είναι μια επίπονη και μακρόχρονη διαδικασία η οποία ξεπερνά τα όρια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Η διδασκαλία της στο ελληνικό σχολείο – ακόμα και σε εποχές που ήταν πολύ εντατικότερη – δεν όπλισε ποτέ τον μέσο απόφοιτο με αυτή την ικανότητα.
Φυσικά στο λύκειο πρέπει να εισαχθούν συστηματικά και εντατικά στη μελέτη της αρχαίας γλώσσας όσοι θα τη χρησιμοποιήσουν στις σπουδές τους. Όσοι δηλαδή προτίθενται να γίνουν φιλόλογοι, αρχαιολόγοι, όσοι θέλουν να ασχοληθούν με την αρχαία φιλοσοφία, την αρχαία ιστορία κτλ.
Οι υπόλοιποι, δηλαδή ο μέσος μαθητής και αυριανός εγγράμματος πολίτης, είναι κατά τη γνώμη μου σημαντικό να γνωρίσουν (στο τέλος του γυμνασίου ή την αρχή του λυκείου) την ιστορία της ελληνικής γλώσσας μέσα από ενδεικτικά αντιπροσωπευτικά κείμενα όλων των εποχών κι όχι εντρυφώντας στη δομή της αττικής διαλέκτου, δηλαδή της γλώσσας μιας περιόδου.

Αυτά φυσικά για την αρχαία γλώσσα, όχι για την αρχαία ελληνική γραμματεία η οποία είναι ένα άλλο κεφάλαιο (που, αν θέλεις, το συζητάμε).

 

 

Στις 29 Νοέμβριος 2009 και ώρα 13:11, ο/η Χριστίνα Παπαγγελή είπε...

 

Γιάννη και πάλι καλημέρα!

είμαι από τα άτομα που τα χαρακτηρίζει αυτή η αμφιθυμία για την οποία κάνεις λόγο στο πρώτο σου κείμενο.Θα ήθελα παρόλ' αυτά να καταλάβω καλύτερα την άποψη που υπερασπίζεται την κατάργηση της διδασκαλίας στο γυμνάσιο και την προσαρμογή της στο λύκειο, όπως εισηγείσαι. Κι έχω δυο απορίες:

1. Μίλάς για "ιστορία της ελληνικής γλώσσας" ενώ δε δέχεσαι τον όρο "ενιαία" γλώσσα, προφανώς γιατί χρησιμοποιείται με σκοπούς εθνοκεντρικούς από τους γνωστούς φορείς. Μα η αποδοχή του ότι η ελληνική γλώσσα έχει ιστορία δεν προϋποθέτει ότι μιλάμε για την ίδια γλώσσα, δηλαδή για την εξέλιξή της; Ποια είναι η ιδιαίτερη φόρτιση του όρου «ενιαία»; (κατά τη γνώμη μου άστοχος όρος). Συμφωνώ ότι χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται αυτός ο μύθος για εθνικιστικούς σκοπούς, αλλά μήπως φτάνουμε στο άκρο να μη βλέπουμε /παραδεχόμαστε μια πραγματικότητα; από άποψη, έστω λεξιλογική (καθόλου αμελητέα). Πόσες λέξεις από αυτές που χρησιμοποίησα ήδη στο κείμενο που έγραψα δεν ανάγονται στην αρχαία;

2) Το δεύτερο ερώτημα αφορά τη συζήτηση σχετικά με τις ομοιότητες αρχαίας και νέας ελληνικής που τέθηκε στο http://o-mikron.ning.com/group/ancient/forum/topics/omoihotetes-kai-diaphorhes-poy Σ’ αυτήν τη συζήτηση, εγώ υποστηρίζω ότι δεν πρέπει να γίνεται ουδεμία θεωρητικού τύπου σύγκριση ανάμεσα στις δυο γλώσσες, αλλά με βάση γνώριμους τύπους και το νόημα να γίνεται η προσέγγιση. Οι συνάδελφοι αντίθετα, παρόλο που υποστηρίζουν ότι πρόκειται για δυο διαφορετικές γλώσσες και θα πρέπει η αρχαία ελληνική να διδάσκεται ως ξένη γλώσσα, θεωρούν ότι πρέπει να ξεκινάμε από τις ομοιότητες. Δεν υπάρχει εδώ κάποια αντίφαση;

Θα’ θελα τη γνώμη σου, που μπορείς να την καταθέσεις και στη συζήτηση (παραπάνω διεύθυνση) ώστε να γενικευτεί ο διάλογος, αν θες…

 

 

Στις 29 Νοέμβριος 2009 και ώρα 18:16, ο/η Γιάννης Μαργιούλας είπε...

Χριστίνα εδώ θα απαντήσω μόνο στο πρώτο σου ερώτημα (για το δεύτερο θα παρέμβω στην σχετική συζήτηση).

Γράφεις : «η αποδοχή του ότι η ελληνική γλώσσα έχει ιστορία, δεν προϋποθέτει ότι μιλάμε για την ίδια γλώσσα, δηλαδή για την εξέλιξή της; Ποια είναι η ιδιαίτερη φόρτιση του όρου «ενιαία» ;
Κατ’ αρχάς, η γλώσσα δεν ταυτίζεται με την ιστορία της και την εξέλιξή της. Άλλο μαθαίνω «τη γλώσσα» και άλλο μαθαίνω «για τη γλώσσα». Τη συνέχεια και την ενότητα της ελληνικής γλώσσας την αντιλαμβάνεται ο ερευνητής, όχι όμως (κι ούτε είναι απαραίτητο) ο χρήστης. Είναι κρίσιμη η διάκριση, γιατί σ’ αυτήν βασίζεται όλη η φιλοσοφία της διδασκαλίας της αρχαίας γλώσσας στο γυμνάσιο· ότι δηλ. η γνώση της θα βελτιώσει το χρήστη της νεοελληνικής.

Ο όρος «ενιαία» επινοήθηκε από τον καθηγητή κ. Μπαμπινιώτη για να δηλώσει ότι η ελληνική, παρά τις αλλαγές που υπέστη, δεν «αλλοιώθηκε» ως προς την εσωτερική της δομή, ότι εμφανίζει «μοναδική διαχρονική δομική συνοχή». Αυτό της χαρίζει το μοναδικό προνόμιο της «αμφίδρομης ροής του λεξιλογίου» και του αναπλουτισμού της με στοιχεία του γλωσσικού παρελθόντος της, αφού στο ευρύτερο λεξιλόγιο της ενιαίας ελληνικής εντάσσονται η αρχαία και η καθαρεύουσα. Επομένως, για να είναι κάποιος επαρκής χρήστης της νέας ελληνικής πρέπει να γνωρίζει τις παλιότερες μορφές της που την εμπλούτισαν με μια διαδικασία εσωτερικού δανεισμού. Σε αυτές τις επιστημονικοφανείς απόψεις στηρίχθηκε η επαναφορά των αρχαίων στο γυμνάσιο στις αρχές της δεκαετίας του 90. Πρόκειται για θέσεις (όπως και όλη η θεωρία της μοναδικότητας) επιστημονικά ανυπόστατες, τις έχουν καταγγείλει όλοι σχεδόν οι υπόλοιποι γλωσσολόγοι (για μια σύντομη ανασκευή τους βλ. Α.-Φ. Χρηστίδης, «Γλωσσικές μυθολογίες, η περίπτωση της ελληνικής» στο Α.-Φ. Χρηστίδης, Γλώσσα, Πολιτική, Πολιτισμός, Πόλις, Αθήνα 1999, σ. 79-97).

Ερασιτεχνική δημιουργία τον Οκτώβριο του 2004.  Τελευταία ενημέρωση:  Κυριακή, 08 Μαρτίου 2015.