Ιστορικά στοιχεία και αλήθειες

 

Θα ξεκινήσουμε την ιστορική προσέγγισή μας στο θέμα του ψηφιδωτού θέτοντας τις βάσεις για την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας.
Σε κάποια συγγράμματα κυρίως ξένων ερευνητών παρουσιάζονται, η τέχνη των εμφυτεμάτων και η τέχνη των εμφιαλωμένων πλακιδίων, σαν προπομποί ή τέχνες που γέννησαν το ψηφιδωτό. Οι δύο αυτές τέχνες παρουσιάζονται χρονικά πριν το ψηφιδωτό όμως είναι ανεξάρτητες με δική τους πορεία στην ιστορία της τέχνης και εντελώς άλλη καλλιτεχνική αισθητική. Η τέχνη των εμφυτεμάτων ήταν γνωστή και στην Κύπρο, τουλάχιστο 500 χρόνια πριν τα πρώτα ψηφιδωτά. Η τεχνική τους είναι βασισμένη στη χάραξη του ξύλου και την τοποθέτηση σε αυτή την εγκοπή λεπτής φέτας σιντέφι, πολύτιμων και ημιπολύτιμων λίθων ή φλοίδα ξύλου με διαφορετικό χρώμα από τη βάση. Αντιπροσωπευτικό δείγμα αυτής της τέχνης είναι το βασιλικό σκήπτρο που βρέθηκε σε ανασκαφές στο Κούριο και σήμερα φυλάσσεται στο αρχαιολογικό μουσείο της Λευκωσίας.
Τα εμφιαλωμένα πλακίδια, τα γνώριμα σε μας πλακάκια του μπάνιου, είναι το άλλο είδος τέχνης που κακώς πολλές φορές παρουσιάζεται σαν πρόγονος των ψηφιδωτών. Εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στη Μεσοποταμία περί το 2500 π.Χ. και πρόκειται για μια σημαντικότατη τεχνολογική ανακάλυψη για τα δεδομένα της τότε εποχής.
Οι Βαβυλώνιοι ανέπτυξαν πολύ στην τέχνη την τεχνική της τερακότας, η οποία προσομοιάζει πολύ με την πορσελάνη. Κατόρθωσαν δε να τη χρωματίσουν και να την εμφιαλώσουν δηλαδή να την επενδύσουν με ένα είδος γυαλιού. Με αυτό το υλικό δημιουργούσαν σε τεράστια μεγέθη έργα, όπως φτερωτούς λέοντες ή ανθρώπινες μορφές, συνήθως στρατιώτες. Με αυτές τις παραστάσεις διακοσμούσαν την εξωτερική όψη των τειχών, ένθεν και ένθεν των πυλών, στις οχυρωμένες πόλεις τους.
Έτσι η τέχνη αυτή θεωρήθηκε από πολλούς σαν ο πρόδρομος του ψηφιδωτού. Όμως για όσους γνωρίζουν το ψηφιδωτό, αυτό δεν ευσταθεί γιατί είναι δόγμα στην
τεχνική του ψηφιδωτού, η ψηφίδα να έχει το ίδιο χρώμα σε όλες τις πλευρές της. Ακόμη κι όταν κοπεί το εσωτερικό της να μας δίνει το ίδιο και πάλι χρώμα.

Ανακάλυψη του γυαλιού
Την ανακάλυψη του γυαλιού, του οποίου υποπαράγωγο είναι οι σμάλτινες ψηφίδες, οι παραδόσεις και οι πολιτισμοί που την διεκδικούν είναι πολλοί. Η πιθανότερη αιτία που έδωσε την ανακάλυψη του γυαλιού είναι η υπερθέρμανση της άμμου την οποία τοποθετούσαν σε στρώσεις στους φούρνους για το ψήσιμο των αγγείων. Στην αρχαία Ελλάδα η τεχνολογία της κατασκευής πήλινων αγγείων είχε φτάσει σε πολύ ψηλά επίπεδα. Για παράδειγμα πρέπει να αναφέρουμε ότι οι αρχαίοι Αθηναίοι γνώριζαν τη χρήση της χύτρας ταχύτητας. Όμως στο παρόν σύγγραμμα η περίπτωση που μας ενδιαφέρει είναι το γεγονός ότι μπορούσαν να κατασκευάσουν πυρίμαχα σκεύη. Για να γίνει κατορθωτή η παραγωγή τέτοιων σκευών έπρεπε να θερμανθούν οι φούρνοι σε πολύ ψηλές θερμοκρασίες. Με την υπερθέρμανση λοιπόν του φούρνου
σχηματίστηκαν στην άμμο, η οποία περιέχει τις πρώτες ύλες του γυαλιού, οι πρώτες ‘σταγόνες’ του νέου υλικού. Έτσι εμφανίζεται για πρώτη φορά στην ιστορία το γυαλί, ένα υλικό από τα βασικότερα που παίζει κυρίαρχο ρόλο στην καθημερινή μας ζωή για πολλούς αιώνες.

Με την ανακάλυψη του γυαλιού ο δρόμος για την παραγωγή έγχρωμης ψηφίδας είναι πλέων ρουτίνα αλλά και πρόκληση για τους καλλιτέχνες. Συνδυάζοντας το νέο υλικό, με τα ήδη γνωστά χρωματιστά μάρμαρα, σύντομα το ψηφιδωτό θα καταστεί κυρίαρχο είδος τέχνης.
Ενδεικτικά οι ιστορικοί αναφέρουν ότι δεν υπήρχε κατοικία που να μην είχε έστω κι ένα ψηφιδωτό. Από τον 1ον μ.Χ. αιώνα έχουμε δείγματα ψηφιδωτών σε δάπεδα, τοίχους και οροφές. Σταθμοί στην ιστορία του ψηφιδωτού δεν μπορούν να οριστούν κάποιοι συγκεκριμένοι αιώνες γιατί από την ανακάλυψή του έως τον 15ον μ.Χ. αιώνα που παράκμασε κατέχει έναν επικυριαρχικό ρόλο στη διακόσμηση των κτιρίων.
Για την κατασκευή των ψηφιδωτών στην αρχαιότητα κυκλοφορούσαν σχέδια συχνά αντίγραφα έργων διάσημων ζωγράφων. Οι ψηφιδογράφοι συνήθως δούλευαν επί τόπου.
Κομμάτια όμως του ψηφιδωτού που έπρεπε να δουλευτούν με προσοχή τα έφτιαχναν στο εργαστήριο και αργότερα τα τοποθετούσαν στο υπόλοιπο έργο. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι τον έργο του Σώσου από την Πέργαμο που φέρει τον τίτλο ‘τα περιστέρια που πίνουν από το κύπελλο’.
Ψηφιδωτά συναντούμε από τη Βρετανία έως την Ιορδανία. Η λεκάνη της Μεσογείου διαθέτει τα περισσότερα και λαμπρότερα του είδους. Οι Ελληνικές αποικίες της Βορείου Αφρικής, η Σικελία, η Μεγάλη Ελλάδα (Νότιος Ιταλία), η Ρωμαϊκή Ιταλία (Βόρειος Ιταλία), η Ελλάδα, τα παραλία της Μικράς Ασίας, η Κύπρος, η Συρία και η Ιορδανία είναι οι περιοχές στις οποίες το ψηφιδωτό ανθεί ιδιαίτερα.
Οι περίοδοι που χαρακτηρίζουν το ψηφιδωτό είναι:
* Η Ελληνιστική περίοδος, 4ος π.Χ. αιώνας έως τον 1ον μ.Χ. αιώνα.
* Η περίοδος Ρωμαϊκής κατάκτησης, 1ος μ.Χ. αιώνας έως τον 4ον μ.Χ. αιώνα.
* Η πρωτοχριστιανική περίοδος, 4ος και 5ος μ.Χ. αιώνας.
* Α’ Βυζαντινή περίοδος, 6ος και 8ος μ.Χ. αιώνας.
* Β’ Βυζαντινή περίοδος, 9ος και 10ος μ.Χ. αιώνας.
* Γ’ Βυζαντινή περίοδος, 11ος και 12ος μ.Χ. αιώνας.
* Παλαιολόγια Αναγέννηση 13ος έως και το 15ον μ.Χ. αιώνα.

Εξαίρετα δείγματα ψηφιδωτών όπως προείπαμε μπορούμε να συναντήσουμε και στην πατρίδα μας. Τα αντιπροσωπευτικότερα ψηφιδωτά της αρχαιότητας τα συναντούμε στην Πάφο και στο Κούριο. Επίσης σε αυτές τις περιοχές θα συναντήσουμε και εξαίρετα πρωτοχριστιανικά ψηφιδωτά. Αξιόλογα ψηφιδωτά που συγκαταλέγονται σε μεταγενέστερες περιόδους είναι το ψηφιδωτό της Αχειροποίητου στη Λάρνακα, αλλά και τα έργα της εκκλησία της Κανακαριάς που είχαν κλαπεί από τους Τούρκους.
Ως ξεχωριστό αλλά και εξόχως μοναδικό παράδειγμα για την ιστορία του ψηφιδωτού πρέπει να αντιμετωπιστεί η Αγία Σοφία στην Κωνσταντινούπολη. Ο ναός αυτός οφείλει την ιδιαιτερότητά του στο ότι, μέρη της διακόσμησης του, που αποτελείται
από έργα ψηφιδωτών, δημιουργήθηκαν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Από την ανοικοδόμηση του ναού έως την πτώση της αυτοκρατορίας, η Αγία Σοφία, λόγω της ξεχωριστής της αίγλης φαίνεται να υπήρξε ο κατεξοχήν κυριότερος αποδέκτης των αυτοκρατορικών αφιερωμάτων. Έτσι διαθέτει ψηφιδωτά από όλες τις περιόδους της Βυζαντινής τέχνης και όπως είναι φυσικό των διασημότερων καλλιτεχνών της κάθε εποχής.
Τα ψηφιδωτά εκτός από τις πολύτιμες ιστορικές πληροφορίες που μας δίνουν είναι σπουδαία πηγή για τη μελέτη της αισθητικής της τέχνης στην εποχή που φιλοτεχνήθηκαν. Η ακρίβεια με την οποίαν παρακολουθούν τις μεταβολές των αισθητικών αντιλήψεων είναι εκπληκτική. Για το λόγο αυτό η περαιτέρω μελέτη τους θα συνέβαλλε τα μέγιστα στην αποκωδικοποίηση της αισθητικής των τεχνών και ειδικότερα της ζωγραφικής, για την οποίαν οι πληροφορίες είναι μηδαμινές. Η αιτία απλή, τα υλικά που χρησιμοποιούμε στη ζωγραφική δύσκολα αντέχουν στο χρόνο.

Μαρμαροθετήματα
Τα μαρμαροθετήματα είναι έργα που συγγενεύουν με τα ψηφιδωτά αλλά έχουν δικιά τους εικαστική άποψη. Τα μαρμαροθετήματα σε αντίθεση με τα ψηφιδωτά κατασκευάζονται μόνο από μάρμαρο. Η τεχνική τοποθέτησης των μαρμάρων είναι η ίδια με του ψηφιδωτού. Η χρωματική τους φόρμα όμως δεν είναι πολυδιασπασμένη σε μικρές ψηφίδες, αλλά είναι σε ένα μικρό ή μεγάλο κομμάτι μάρμαρο, το οποίο είναι κομμένο στο σχήμα της φόρμας που είναι κατάλληλη για να εξυπηρετήσει το σχέδιό μας. Παρόμοια τεχνική χρησιμοποιείται και στο βιτρό. Τα μαρμαροθετήματα χρησίμευαν κυρίως ή σχεδόν αποκλειστικά για τις διακοσμήσεις δαπέδων. Σπάνια συναντούμε το είδος αυτό να διακοσμεί τοίχους. Πυκνότερη είναι η παρουσία του σαν επένδυση στον τοίχο στα χαμηλά σημεία του. Η εξειδικευμένη αυτή τεχνική είναι γνωστή στην ιστορία της τέχνης με την ορολογία ορθομαρμαρόστρωση. Τα μαρμαροθετήματα παρουσιάζονται στην ιστορία της τέχνης σποραδικά. Σε καμία περίοδο από την κλασική Ελλάδα μέχρι και σήμερα το είδος αυτό δεν άκμασε όπως το ψηφιδωτό. Η πρωτοχριστιανική περίοδος υπήρξε ίσως η πλέων ανθηρή για τα μαρμαροθετήματα. Σήμερα το είδος και πάλι εμφανίζεται δειλά-δειλά στους σύγχρονους ναούς.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *