Μια φορά κι έναν καιρό και δύο

Μια φορά κι έναν καιρό και δύο, αν θέλετε, και τρεις… Έτσι, σαν παραμύθι, αρχίζει μ’ έναν δικό του τρόπο την αφήγηση της Οδύσσειας ο Μιχάλης Γκανάς. Κι αμέσως παρουσιάζει τον Οδυσσέα, τον ξακουστό και πολυμήχανο, που ύμνησε ο μεγαλύτερος ποιητής όλων των εποχών, ο Όμηρος. Τον Οδυσσέα, που επινόησε τον Δούρειο Ίππο, τον ήρωα που κατάφερε και κούρσεψε το ιερό κάστρο της Τροίας και που η θεά Αθηνά για χάρη του συγκάλεσε συγκέντρωση θεών και αθανάτων, υποστηρίζοντας πως δεν πρέπει άλλο να

  1. τον εκδικείται ο Ποσειδώνας και να
  2. εμποδίζει την επιστροφή του επειδή τύφλωσε τον γιο του,
  3. τον κύκλωπα Πολύφημο.

Ο Τηλέμαχος και η γυναίκα του

Θεωρεί πως είναι δίκαιο πλέον όλοι μαζί να βοηθήσουν τον Οδυσσέα και, ύστερα από δέκα χρόνια από τον πόλεμο της Τροίας που παλεύει με τα κύματα, να του επιτραπεί να γυρίσει επιτέλους στην πατρίδα του και στον βασιλικό του θρόνο, στην Ιθάκη. Εκεί τον περιμένει ο γιος του, ο Τηλέμαχος και η γυναίκα του, η Πηνελόπη, με

  • όλους τους μνηστήρες γύρω της να λεηλατούν τα πλούτη τους τρώγοντας και
  • πίνοντας στο παλάτι νυχθημερόν, περιμένοντας την απόφασή της.
  • Να διαλέξει, ανάμεσά τους, τον νέο σύζυγό της.

Η Αθηνά παίρνει τη μορφή του Μέντη

Με τη διαμεσολάβηση της Αθηνάς θεοί και αθάνατοι πείθονται να βοηθήσουν τον Οδυσσέα στην επιστροφή του. Πάραυτα, η Αθηνά παίρνει τη μορφή του Μέντη, του βασιλέα της Τάφου, επισκέπτεται τον Τηλέμαχο και τον παρακινεί να πάει στην Πύλο και τη Σπάρτη και να βρει τον Μενέλαο –τον τελευταίο που γύρισε από την Τροία– και να ρωτήσει για τον πατέρα του…

Μιχάλης Γκανάς: «Ομήρου Οδύσσεια»