Ο μεγαλύτερος επικός ποιητής των Ελλήνων πέθανε επειδή παράκουσε ένα χρησμό της Πυθίας. Σύμφωνα με τον περιηγητή Παυσανία, ο Όμηρος επισκέφτηκε το μαντείο των Δελφών για να ρωτήσει την Πυθία ποιοι ήταν οι γονείς του και η καταγωγή του. Η Πυθία απάντησε με τον εξής χρησμό: «Πατρίδα της μητέρας σου είναι η νήσος Ίος, η οποία θα σε δεχθεί όταν πεθάνεις, αλλά φυλάξου από το αίνιγμα των νεαρών παιδιών». Ο ποιητής όμως παράκουσε τον χρησμό και ταξίδεψε μέχρι την Ίο. Εκεί είδε μερικά μικρά παιδιά που ψάρευαν στην ακτή. Τα ρώτησε τι έπιασαν και τα παιδιά του απάντησαν: «Όσσ’ έλομεν λιπόμεσθα, όσ’ ουχ έλομεν φερόμεσθα». Δηλαδή, ότι πιάσουμε το αφήνουμε, ότι δεν πιάσουμε το φέρουμε μαζί μας. Τα παιδιά αναφέρονταν στις ψείρες. Όσες έβρισκαν, τις σκότωναν, αλλά όσες δεν έβρισκαν, τις έφεραν στο κεφάλι τους. Ο Όμηρος δεν κατάφερε να βρει την απάντηση, αλλά θυμήθηκε την προειδοποίηση της Πυθίας. Τρομοκρατήθηκε και απομακρύνθηκε γρήγορα. Ο δρόμος ήταν λασπωμένος και ο ποιητής στη βιασύνη του, γλίστρησε και έπεσε. Χτύπησε το κεφάλι του και πέθανε σχεδόν ακαριαία. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ο Όμηρος πέθανε από τη στενοχώρια του που δεν έλυσε τον γρίφο, ενώ μία τρίτη εκδοχή λέει ότι ήταν ήδη βαριά άρρωστος και πήγε στην Ίο γιατί γνώριζε ότι θα πεθάνει. Βέβαια ο θάνατος του μεγάλου ποιητή δεν βασίζεται σε ιστορικές μελέτες, αλλά σε μύθους και παραδόσεις που κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα. Ο Παυσανίας απλώς κατέγραψε μία λαϊκή αφήγηση….
Πηγή:Η μηχανή του χρόνου