Η Αφροδίτη είναι η θεά του κάλλους, του έρωτα και των ηδονών, του γάμου και της οικογένειας, με δύναμη σε ουρανό και θάλασσα, στη φύση ολόκληρη, που μέσω του έρωτα συνείχε και συνέχιζε το ανθρώπινο γένος (Ευρ., Ιππόλ. 447 κ.ε.).
Τρεις παραδόσεις υπάρχουν σχετικά με τη γέννηση της Αφροδίτης. Οι πιο γνωστές είναι του Ομήρου και του Ησιόδου, τρίτη έρχεται του Υγίνου.
Σύμφωνα με τον Ησίοδο (Θεογονία 188-202) ο Κρόνος ευνούχισε με ένα δρεπάνι τον πατέρα του Ουρανό και από το σπέρμα που χύθηκε στη θάλασσα γεννήθηκε η θεά [Εικ. 1 2]. Αυτή η χωρίς μάνα Αφροδίτη, αντίστοιχη με τη «βασίλισσα του Ουρανού» των σημιτικών λαών της Ανατολής, ανήκει στην πρώτη γενιά των θεών, επομένως είναι παλαιότερη του Δία, και λατρευόταν με την επωνυμία Ουρανία σε πολλά ιερά της στις ελληνικές πόλεις. Η λατρεία της στην Κύπρο και στα Κύθηρα ήταν από τις παλαιότερες –μάλιστα το ιερό της στα Κύθηρα λεγόταν ότι είχε ιδρυθεί από Φοίνικες αποίκους και διέθετε ξόανο της θεάς, αλλά και το ιερό της στην Κύπρο είχε την αρχή του στην Ασκάλωνα (Ηρ. 1, 105).
Αν, τώρα, λάβουμε υπόψη μας ότι ο Παυσανίας μαρτυρεί πως τα ξόανα της θεάς στη Θήβα ήταν κατασκευασμένα από το ξύλο των πλοίων του Κάδμου και των Φοινίκων που τον συνόδευσαν ως τη Βοιωτία (9.16.3), τότε μπορούμε να αντιληφθούμε γιατί η Αφροδίτη θεωρούνταν προστάτιδα των ναυτιλλομένων.
διὰ τὴν ἐκ τοῦ ἀφροῦ γένεσιν Ἀφροδίτη ἐκλήθη
(Πλ., Κρατύλος 406c)
Σύμφωνα με τον Όμηρο η θεά του Έρωτα είναι κόρη του Δία και της Διώνης (πρβ. και Απολλόδωρος 1.3). Έτσι η Αφροδίτη υπο-τάσσεται στον Δία ως κόρη του σε ένα σύστημα που στρέφεται γύρω από τον Δία και σε κοινωνίες που αποκτούν πατριαρχικά χαρακτηριστικά -οι θηλυκές θεότητες γενικότερα υποτάσσονται σε αυτόν ως σύζυγοι και κόρες. Με ορισμένη και περιορισμένη τη δύναμή της η μορφή της Αφροδίτης, όπως και όλων των θεών, ορίζεται με μεγαλύτερη σαφήνεια.
Σύμφωνα με τον Υγίνο (μύθος 197) ένα αυγό έπεσε στον Ευφράτη ποταμό. Αυτό το έβγαλαν ψάρια στη στεριά, το κλώσησαν περιστέρια και από εκεί, στον κατάλληλο χρόνο, ξεπετάχτηκε η Αφροδίτη. Γι’ αυτό και αποκλήθηκε και Συρία ή Συριακή θεά και οι Σύριοι δεν έτρωγαν ψάρια και περιστέρια, θεωρώντας τα θεϊκά όντα.
Η διπλή παράδοση για τη γέννηση της Αφροδίτης, η ησιόδεια και η ομηρική αποτυπώνεται και αντανακλάται και στην τέχνη. Τα αρχαιοπρεπή αγάλματα της Ουρανίας Αφροδίτης του Ησιόδου έχουν πολεμικά χαρακτηριστικά –φέρουν οπλισμό[1]. Αντίθετα, η ομηρική Αφροδίτη απεκδύεται κάθε τι το πολεμικό –η θεά μάλιστα εμφανίζεται αδύναμη για τέτοιου είδους έργα και κάποια στιγμή, τραυματισμένη στο πεδίο της μάχης από τον Διομήδη, ζητά παρηγοριά στην αγκαλιά της μητέρας της Διώνης (Ε 334-379, Ε 427-429). Ωστόσο, είναι η ησιόδεια παράδοση που θα οδηγήσει στο ολοκληρωτικό ξεγύμνωμα της θεάς, κάτι που συνδέεται με το όνομα του Πραξιτέλη, την Κω και την Κνίδο, αλλά και της Φρύνης, το πρώτο γυμνό μοντέλο που γνωρίζουμε στην ιστορία της τέχνης, που προσέδωσε «ρεαλισμό και αισθησιασμό» στο άγαλμα[2]. Οι κάτοικοι της Κω επέλεξαν τη ντυμένη εκδοχή της Αφροδίτης του Πραξιτέλη, ενώ της Κνίδου την ολόγυμνη στο λουτρό της, που για πολλούς παραμένει το ωραιότερο άγαλμα της Αρχαιότητας.
Σύμφωνα με τον R. Osborne, η Αφροδίτη δεν είναι περισσότερο ερωτική και αισθησιακή από άλλες παλαιότερες ντυμένες φιγούρες που το ρούχο κολλούσε επάνω τους[3]. Κατά την άποψή του, η αφαίρεση του ρούχου είναι μικρής σημασίας εξέλιξη, αν το συγκρίνει κανείς με τον τρόπο που αναδεικνυόταν το γυναικείο κορμί κάτω από το κολλημένο σε αυτό ύφασμα, καθώς έπεφτε μέσα στις εσοχές του αποκαλύπτοντάς τες –αρκεί να θυμηθεί κανείς τις διάφορες Νίκες, όπως της Σαμοθράκης και του Παιωνίου, ή τη σειρά των Νηρηίδων που βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο. Εκείνο που κατά τη γνώμη του Άγγλου ιστορικού είχε σημασία με την Κνίδια Αφροδίτη ήταν η θέση που έπαιρνε ο θεατής απέναντι σε αυτό, το γεγονός δηλαδή ότι μπορούσε να κινηθεί γύρω από το άγαλμα (οι Κνίδιοι το τοποθέτησαν σε στρογγυλό ναό), να το πλησιάσει και να συναντήσει το βλέμμα της θεάς, να δει τα γεννητικά όργανα που αυτή κρύβει, να γίνει ο μη αναμενόμενος επισκέπτης από τον οποίο προσπαθεί να κρυφτεί η θεά ή ο επιθυμητός εραστής. Τα όρια ανάμεσα στον κόσμο του αγάλματος και τον κόσμο του θεατή γίνονται ρευστά, ενώ ανοίγονται οι δυνατότητες για μια ερωτική και όχι απλώς διαλεκτική σχέση[4].
Σε αυτή την περισσότερο εικαστική προσέγγιση του θέματος αντιτάσσεται μια περισσότερο θρησκειολογική. Το ξεγύμνωμα δεν είναι μικρής σημασίας και συνδέεται με αλλαγές στο θρησκευτικό συναίσθημα, ενώ πυροδοτεί μια σειρά απεικονίσεων της θεάς που θα καταλήξουν στην απεικόνιση μιας κυρίας έτοιμης για συνευρέσεις ή για αντιδράσεις μιας «κυρίας καλοζωισμένης», όπως είναι η Αφροδίτη στο σύμπλεγμα με τον Πάνα και τον Έρωτα[5], τον απόηχο των οποίων βρίσκουμε στη μοντέρνα τέχνη, όπως για παράδειγμα σε μία από τις δεσποινίδες της Αβινιόν του Πικάσο. [Εικ. 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 37, 38, 39, 40, 41, 42, 43, 44, 45, 46, 47, 48, 49, 50, 51, 52, 53, 54, 55, 56, 57, 58, 59, 60, 61, 62]
Αφροδίτη Ουρανία, Αφροδίτη Πάνδημος
Στην Αθήνα τη λατρεία της Ουρανίας Αφροδίτης καθιέρωσε ο Αιγέας, ενώ της Πανδήμου ο Θησέας (Παυσ. 1.14.7· 22.3). Η πρώτη είναι δύναμη περισσότερο κοσμική, με επικυριαρχία στον ουρανό (από το πατέρα της), στη θάλασσα (από τον τόπο ανάδυσής της), στη γη (ανθίζουν λουλούδια εκεί που πατά, όταν γεννιέται) Η πάνδημος Αφροδίτη της Αττικής είναι δύναμη περισσότερο πολιτική, την καθιέρωσε ο Θησέας, όταν συνένωσε τους δήμους της Αττικής σε μια πόλη, πράξη που έκανε στο όνομα της λατρείας της Αφροδίτης: πάνδημος σημαίνει Αφροδίτη όλων των ενωμένων αττικών δήμων. Η Αφροδίτη ως δύναμη ερωτική και ενοποιούσα είναι ταυτόχρονα και δύναμη πολιτική. Έτσι, εξηγείται και η συνάφειά της με την Πειθώ.
Ωστόσο, ό,τι κυρίως γνωρίζουμε για την Αφροδίτη Πάνδημο είναι η ηθική ή μάλλον ανήθικη σημασία που της προσέδωσε ο Πλάτων στο Συμπόσιο μέσω του σοφιστή Παυσανία. Σύμφωνα λοιπόν με τον Παυσανία του Συμποσίου ο έρωτας δεν είναι στην ολότητά του κάτι ευγενικό. Η Αφροδίτη Πάνδημος είναι ο έρωτας για τις γυναίκες, τα παιδιά, είναι ασταθής, όπως ασταθής και πρόσκαιρη είναι και η ομορφιά του σώματος. Αντίθετα, η Ουρανία Αφροδίτη είναι αμήτωρ, έρως ψυχής, έρως αρσενικός, με χαρακτηριστικά τη ρωμαλεοσύνη και τη νοημοσύνη. Σε αυτού του είδους τον έρωτα ο Πλάτωνας αναγνωρίζει παιδευτικό και κοινωνικό ρόλο. Ο ερωμένος υφίσταται θεληματική δουλεία στον ερώντα και ταπεινώσεις από αυτόν, προκειμένου να γίνει αρεστός σε αυτόν και να τελειοποιηθεί. Ο Πλάτωνας δέχεται ότι είναι ηθικό να χαρίζεται κάποιος χάρη της αρετής.
Ό,τι παραδίδει ο Πλάτων είναι από την εποχή της αποσύνθεσης της παλαιάς θρησκείας και της ηθικής διόρθωσής της μέσω της φιλοσοφίας.
Γνωρίζουμε την Αφροδίτη ως θεά του έρωτα και της ομορφιάς, όχι όμως ως θεά των νεκρών, με ναούς ανάμεσα ή κοντά στους τάφους των μεγάλων νεκροταφείων. Ο Πλούταρχος παραδίδει ότι την τιμούσαν στη Νάξο με μελαγχολικές ιεροπραξίες –πένθει τινὶ καὶ στυγνότητι μεμειγμένας (Θησ. 20). Αυτό μπορούμε να το αποδώσουμε σε δύο λόγους: είτε στο ότι ως θεά των ναυτικών δεχόταν τιμές για όλους τους νεκρούς ναυαγούς που ξεβράζονταν στις ακτές [Εικ. 63, 64, 65] είτε λόγω της άτυχης ιστορίας της με τον θνητό κυνηγό Άδωνη. Κατ’ εξαίρεση, και σε αντίθεση με θεούς που εμπλέκονται σε ερωτικές σχέσεις με θνητές, με τρόπο τελείως ανώδυνο για τους ίδιους, όχι όμως για τις ερωμένες τους, η θηλυκή θεά Αφροδίτη θρηνεί για τον θάνατο του αγαπημένου της από έναν κάπρο και διαπραγματεύεται με την Περσεφόνη να τον αφήνει για έξι μήνες κάθε χρόνο. Από το χυμένο αίμα του Άδωνη φύτρωσαν ρόδα, από τα δάκρυα της θεάς ανεμώνες. [Εικ. 66, 67, 68, 69, 70, 71]
Οι έρωτες της Αφροδίτης – Απόγονοι
Πού οφείλεται η γοητεία της Αφροδίτης; Μάλλον στα ρούχα και στα αρώματα που χρησιμοποιούσε (Ομηρικός ύμνος Α1.4, 58-67, Αθήναιος 15, 682d-e). Γι’ αυτό και σε έργα των τεχνών με την Αφροδίτη παριστάνονται και σκεύη για αρώματα ή γυναίκες, ενίοτε εταίρες, που ασχολούνται με τέτοιου είδους σκεύη, όπως λ.χ. στα πλαϊνά του Θρόνου Ludovisi.
Η Αφροδίτη δέθηκε ερωτικά με όλους τους θεούς, εκτός από τον πατέρα Δία, αν και αυτός υπήρξε το μεγαλύτερό της θύμα, καθώς τον έβαζε να ερωτεύεται διάφορες θνητές και να εμπλέκεται σε περιπέτειες εξαιτίας της ζήλειας της Ήρας. Παντρεύτηκε τον Ήφαιστο [Εικ. 72, 73, 74, 75, 76, 77, 78, 79, 80, 81, 82, 83, 84, 85, 86, 87, 88], δεν παραδίδεται να απέκτησαν μαζί παιδιά, τον απάτησε με τον Άρη σε μια πολύ χαριτωμένη ιστορία που τραγουδά ο αοιδός στη ραψωδία Θ της Ιλιάδας, ενώθηκε με τον Ποσειδώνα [Εικ. 89, 90, 91, 92, 93, 94, 95, 96, 97, 98, 99], τον Φαέθοντα, τους θνητούς Αγχίση [Εικ. 100, 101], Άδωνη, (βλ. Άδωνης) Βούτη (;).
Με τον Άρη απέκτησε την Αρμονία, τον Δείμο και τον Φόβο και τον Έρωτα· με τον Ποσειδώνα (;) τον Έρυκα, μετέπειτα βασιλιά της Σικελίας και ιδρυτή του ιερού της Αφροδίτης Ερυκίνης, και τη Ρόδο· με τον Διόνυσο (ή τον Άδωνη) τον Πρίαπο [Εικ. 102], με τον Ερμή τον Ερμαφρόδιτο. Με τον Άδωνη τη Βερόη, τον Ζαριάδρη, τον Ὑστάσπη· με τον Αγχίση τον Αινεία [Εικ. 103, 104, 105, 106, 107, 108, 109, 110] και τον Λύρο. Σύμφωνα με μια εκδοχή γιος της ήταν και ο Έρωτας, χωρίς να αναφέρεται ο πατέρας.
«Κρίση του Πάρι» και αρπαγή της Ελένης
Ο Δίας, για να τιμήσει τους γάμους του θνητού Πηλέα με τη Νηρηίδα Θέτιδα, οργάνωσε συνεστίαση στον Όλυμπο, όπου παρακάθισαν προσκεκλημένοι οι θεοί, οι θεές, οι ημίθεοι, όλοι εκτός από την Έριδα, τη θεά της διχόνοιας. Η Έριδα εκδικήθηκε την προσβολή πετώντας ένα χρυσό μήλο που έγραφε πάνω του τη λέξη «καλλίστῃ», δηλαδή «για την ομορφότερη», προκαλώντας διένεξη ανάμεσα στις θεές ποια έπρεπε να το παραλάβει.
Ήρα, Αθηνά, Αφροδίτη διεκδίκησαν την τιμή να τους αποδοθεί το μήλο και ζήτησαν από τον Δία να επιλέξει τη μία από αυτές[6]. Ο Δίας, μη μπορώντας να αποφασίσει, επέλεξε τον Πάρη να κρίνει, γιατί τον θεωρούσε δίκαιο κριτή. Σύμφωνα με κάποια εκδοχή η φήμη του νέου οφειλόταν στο εξής:
Ο Πάρης περνούσε την ώρα τους βάζοντας τους ταύρους του Αγελάου να μάχονται μεταξύ τους. Ένας από αυτούς ξεχώρισε με τις νίκες του και αυτόν έβαζε ο Πάρης να αγωνίζεται ενάντια στους κορυφαίους ταύρους άλλων κτηνοτρόφων. Τους νίκησε όλους και τότε ο Πάρης προσέφερε ένα χρυσό στέμμα σε όποιο ταύρο μπορούσε να νικήσει τον δικό του. Ο θεός Άρης απάντησε στην πρόκληση, μεταμορφώθηκε σε ταύρο και, βέβαια, νίκησε εύκολα. Ο Πάρης έδωσε το έπαθλο, όπως το είχε προκηρύξει. Η εντιμότητά του στην κρίση παρακίνησε τους Ολύμπιους να ορίσουν τον Πάρη κριτή του θεϊκού διαγωνισμού ανάμεσα στην Ήρα, την Αφροδίτη και την Αθηνά.
Συνοδευόμενες από τον Ερμή, οι τρεις θεές πλησίασαν τον Πάρη, καθώς έβοσκε τα βόδια του στο βουνό. Η καθεμιά του έταξε δώρα: η Ήρα πολιτική δύναμη για όλη την Ασία και πλούτη· η Αθηνά, ικανότητα στη μάχη και σοφία· η Αφροδίτη την Ελένη, την ομορφότερη γυναίκα πάνω στη Γη. Ο Πάρης επέλεξε την Αφροδίτη. [Πλούσια εικονογράφηση θα βρεις στο λήμμα Ελένη.]
Ο Πάρης έφτασε στη Σπάρτη με πλοία που είχαν φτιαχτεί αποκλειστικά για αυτό το ταξίδι, μια και οι Τρώες δεν ήταν λαός θαλασσινός. Η ίδια η θεά Αφροδίτη τον οδήγησε μέχρι τις Αμύκλες, όπου φιλοξενήθηκε από τους Τυνδαρίδες, και μετά στη Σπάρτη, όπου φιλοξενήθηκε από τον Μενέλαο. Σύμφωνα, μάλιστα, με κάποιες παραδόσεις η αρπαγή δεν έγινε με τη συγκατάθεση της Ελένης ή με τη βία ή με την ενθάρρυνση του θνητού πατέρα της Ελένης Τυνδάρεο, αλλά με την παρέμβαση της Αφροδίτης και εν αγνοία της Ελένης, καθώς η θεά έδωσε στον Πάρη τη θωριά του Μενέλαου. Πάντως, λεγόταν και ότι η Ήρα δεν άφησε την αντίπαλό της στα καλλιστεία ομορφιάς να νικήσει κατά κράτος, καθώς έστειλε τον Ερμή να απαγάγει την Ελένη και να τη μεταφέρει στην Αίγυπτο, όπου έμεινε κάτω από την προστασία του βασιλιά Πρωτέα. Έλληνες και Τρώες πολέμησαν για ένα ομοίωμα της Ελένης φτιαγμένο από σύννεφο.
Όπως ήταν φυσικό, η Αφροδίτη πήρε το μέρος των Τρώων στον πόλεμο, παρέσυρε μάλιστα και τον εραστή της Άρη, αν και εκείνος είχε υποσχεθεί στον Δία και την Ήρα την αντίθετη υποστήριξη.
Από τις πρώτες μονομαχίες του δέκατου έτους ήταν του Πάρη και του Μενέλαου που μονομάχησαν σε μια προσπάθεια να τελειώσει ο πόλεμος χωρίς παραπέρα αιματοχυσία. Ο Μενέλαος νίκησε εύκολα τον Πάρη, αλλά προτού φέρει σε πέρας τη μονομαχία, η Αφροδίτη απομάκρυνε τον προστατευόμενό της με υπερφυσικό τρόπο. Ο Πάρις επέστρεψε στο υπνοδωμάτιό του, και η θεά υποχρέωσε την Ελένη να είναι στη διάθεσή του (Γ 380-454).
Στο πεδίο της μάχης προσπαθεί να προστατεύσει τον γιο της Αινεία, τραυματίζεται από τον Διομήδη, ζητά παρηγοριά στην αγκαλιά της μητέρας της Διώνης, δέχεται τη χλεύη της Ήρας και τις συμβουλές του πατέρα της να απέχει από τη μάχη (Ε 334-379, Ε 427-429) [Εικ. 111, 112]. Αργότερα, ξεγελιέται από την Ήρα, ότι τάχα θέλει να φιλιώσει τον Ωκεανό και την Τηθύ, ενώ στην πραγματικότητα θέλει να σαγηνεύσει τον Δία, για να πετύχει τους σκοπούς της στον πόλεμο· η Αφροδίτη απ΄ τα στήθη έλυσε την κεντημένην ζώνην, / την θαυμαστήν, που όλες εκεί τες πλάνες είχε κλείσει· / χάρις και πόθος είν΄ αυτού, γλυκόλογα είναι μέσα, / συνομιλιά, καλή τον νουν να κλέψει και φρονίμων (Ξ 214-217, μετ. Ι. Πολυλάς). [Εικ. 113]
Αν και δώδεκα μέρες άταφος ο Έκτορας, ωστόσο το σώμα του έμεινε προστατευμένο από τη σκληρή μεταχείριση χάρη στον Απόλλωνα που Με τ’ ολόχρυσο σκουτάρι του τρογύρα / τον σκέπαζε όλο, ως τον βωλόσουρνε μην ξεγδαρθεί στο χώμα (Ω 20-1)· το ίδιο και η Αφροδίτη που έδιωχνε τα σκυλιά να μη ζυγώσουν και τον κατασπαράξουν. Τον άλειψε μάλιστα με αθάνατο ροδόνερο και τον σκέπασε με παχύ γαλάζιο σύννεφο να μην ξεράνει ο ήλιος το δέρμα του.
Μετά τον πόλεμο, όταν ο γιος της Αινείας επέλεξε να σώσει τον πατέρα του και τους εφέστιους θεούς, όχι όμως τη γυναίκα του Κρέουσα και τα παιδιά του (με το κυρίαρχο στην αρχαιότητα, και όχι μόνο, σκεπτικό ότι γυναίκα και παιδιά μπορεί να αποκτήσει ξανά, όχι όμως πατέρα). Όμως την ώρα που εκείνη ακολουθούσε τον άνδρα της, καθώς αυτός έβγαινε από τα τείχη της πόλης κουβαλώντας τον παράλυτο πατέρα του και την εικόνα των Εφέστιων, η Αφροδίτη (ή/και η Κυβέλη) την απήγαγε. Η ενέργεια αυτή έσωσε την Κρέουσα από την αιχμαλωσία στους Αχαιούς.
Η Αφροδίτη τιμωρεί σκληρά τους θνητούς που επιχειρούν να την απαρνηθούν και δεν τις αποδίδουν τις πρέπουσες τιμές. Έτσι, μοιάζει να βρίσκεται σε ένα διαρκή αγώνα αντιπαλότητας με την Άρτεμη και τους θνητούς να συνθλίβονται ανάμεσα στους χώρους δικαιοδοσίας των θεών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Σμύρνα, στην οποία η Αφροδίτη ενέπνευσε έρωτα για τον πατέρα της βασιλιά Κινύρα της Πάφου· αλλά και οι άλλες κόρες του Κινύρα, που υποχρεώθηκαν να εκδίδονται στους ξένους. Ακόμη, έκανε την ορκισμένη παρθένα Αύρα να χάσει τα λογικά της και να παραδοθεί στον Διόνυσο. Την οργή της και του Έρωτα προκάλεσε και μια άλλη παρθένα κυνηγός, η Νίκαια, αλλά και η Πολυφόντη και η νύμφη Ροδώπις, στην οποία εμφύσησε έρωτα για τον εξίσου ανυπότακτο νεαρό κυνηγό Ευθύνικο. Την ομορφιά των Σειρήνων πήρε, σύμφωνα με μια εκδοχή, μεταμορφώνοντάς τες στα μειξογενή όντα που παρέσερναν τους θνητούς στον θάνατο, γιατί οι κόρες δεν τιμούσαν τις χαρές του έρωτα.
Ακόμη, έκανε τη βασίλισσα των Αμαζόνων Πενθεσίλεια να ερωτευτεί τον Αχιλλέα, τη στιγμή που διασταυρώνονταν τα δόρατα και τα βλέμματά τους. Παγίδευσε την Αταλάντη, επίσης ορκισμένη παρθένα, αφιερωμένη και αφοσιωμένη στην Άρτεμη και στο κυνήγι, δίνοντας στον επιδοξο μνηστήρα Ιππομένη ή στον Μελανίωνα χρυσά μήλα από ένα ιερό της στην Κύπρο. Και καθώς έτρεχε μπροστά ο νέος σε αγώνα δρόμου με την Αταλάντη, τα έριχνε κάτω· κι εκείνη έσκυβε να τα μαζέψει, είτε από περιέργεια είτε από έρωτα για τον νέο, και τελικά νικήθηκε, οπότε και υποχρεώθηκε να τον παντρευτεί, όπως είχε υποσχεθεί. (Βλ. Αταλάντη)
Η θεά θύμωσε και με την κύπρια Ερινόνη, γιατί διαφύλαττε την παρθενία της τιμώντας τις θεές Αθηνά και Άρτεμη. Η Κύπριδα προσπάθησε να κάνει τον Δία να ερωτευτεί την κόρη, η Ήρα ζήλεψε και κανόνισε, ώστε ο Άδωνης να βιάσει την αγνή Κυπρία και να απολέσει την παρθενία της, καθιστώντας την αδιάφορη για τον αρχηγό των Ολυμπίων. Ο Δίας οργίστηκε με το συμβάν, κεραυνοβόλησε και σκότωσε τον Άδωνη, ενώ η Άρτεμη μεταμόρφωσε την Ερινόνα σε παγώνι και, στη συνέχεια, το παγώνι σε άνθρωπο. Αλλά η Αφροδίτη παρακάλεσε τον Δία να επαναφέρει τον Άδωνη στον κόσμο των ζωντανών, να παντρευτεί τη μεταμορφωμένη και ξαναμεταμορφωμένη Ερινόνα και να αποκτήσουν ένα γιο, τον Ταλέα ή Τάλο.
Τιμώρησε και τις Λήμνιες γυναίκες με δυσοσμία, γιατί δεν την τίμησαν όπως ήθελε, με αποτέλεσμα οι άνδρες να τις αποφεύγουν και να φέρουν άλλες γυναίκες από τη Θράκη, για να απολαμβάνουν τον έρωτα και να κάνουν παιδιά. Με τη σειρά του τιμώρησε και έναν νέο, τον Ιππόλυτο που, απαρνούμενος τον έρωτα, δηλαδή την Αφροδίτη, έγινε ο ίδιος θύμα του ερωτικού πόθου της γυναίκας του πατέρα του, της Φαίδρας. Αντίστοιχα, έκανε τις φοράδες του Γλαύκου να αφηνιάσουν και να τον κατασπαράξουν, γιατί εκείνος, θέλοντας να τις κάνει πιο γρήγορες, δεν τις άφηνε να ζευγαρώσουν, προσβάλλοντας έτσι τη θεά.
Τις Προποιτίδες, κόρες του βασιλιά Προποιτού της κυπριακής πόλης Αμαθούς, που αμφισβήτησαν τη θεϊκή της υπόσταση τις μεταμόρφωσε σε πέτρες, αφού πρώτα τις ανέδειξε σε αρχετυπικές πόρνες, δηλαδή στις πρώτες γυναίκες που εκπορνεύθηκαν έχοντας επιθυμίες που ήταν αδύνατο να ικανοποιηθούν ακόμη και από όλους τους άνδρες μαζί (Οβ., Μετ. 220-242) –αυτές είδε ο Πυγμαλίων και αντιπάθησε τις γυναίκες. Αλλά και τους κατοίκους της Αμαθούντας που συνήθιζαν να θυσιάζουν κάθε ξένο που έφτανε στην πόλη τους, είτε ως ναυτικός είτε ως ναυαγός, τους μεταμόρφωσε σε ταύρους, γιατί δεν ανεχόταν άλλο τις άγριες αιματηρές θυσίες στον αγαπημένο τόπο της άφιξής της ύστερα από τη γέννηση/ανάδυσή της στο νησί των Κυθήρων. Ακόμη, τύφλωσε τον γιο του Απόλλωνα Ερύμανθο, επειδή την είχε δει να λούζεται ολόγυμνη.
Εξοργίστηκε με την απάθεια και την υπεροψία που έδειξε η Αρσινόη για τον έρωτα του Αρκεοφώντα προς εκείνη και για τον θάνατό του. Οι πολίτες λυπήθηκαν, πένθησαν τον νέο και οι συγγενείς του εξέθεσαν το σώμα του την τρίτη ημέρα από τον θάνατό του. Όταν η Αρσινόη έσκυψε από το σπίτι της να δει σαν θέαμα το σώμα του Αρκεοφώντα που καιγόταν, η Αφροδίτη τη μεταμόρφωσε σε πέτρα και τα πόδια της τα ρίζωσε στη γη. Μαρτυρείται ακόμη ότι στη Σαλαμίνα, σε ναό της Αφροδίτης, υπήρχε το άγαλμα της αλαζονικής κόρης Αναξαρέτη με το όνομα Ατενίζουσα Αφροδίτη (Venus Prospiciens). Η πέτρα που η ευγενικής καταγωγής κόρη είχε στη θέση της καρδιάς και δεν συγκινήθηκε από τον έρωτα του ταπεινού Ίφη κατέλαβε ολόκληρο το σώμα.
Στον θυμό της Αφροδίτης για τον Τυνδάρεο αποδίδεται το γεγονός ότι οι κόρες του Τιμάνδρα, Κλυταιμνήστρα, Ελένη εγκατέλειπαν τους άνδρες τους και γίνονταν δίγαμοι τε και τρίγαμοι καὶ λείψανδροι (Σχόλ. Ευρ. Ορ. 249). Στους έξι γιους του Ποσειδώνα και της Αλίας έριξε μανία, γιατί την εμπόδισαν να προσορμιστεί στη Ρόδο στο ταξίδι της από τα Κύθηρα στην Κύπρο. Στην αλλοφροσύνη τους επάνω οι γιοι βίασαν τη μητέρα και διέπραξαν πολλές βιαιότητες σε βάρος των ντόπιων.
Στην Ηώ ενέπνευσε έρωτα για τον Ωρίωνα, για να την εκδικηθεί που δόθηκε στον δικό της εραστή Άρη. Ενέβαλε έρωτα στον Ήλιο για τη Λευκοθόη προδίδοντας την αγαπημένη του Ωκεανίδα Κλυτία, για να τον εκδικηθεί που φανέρωσε στον σύζυγό της Ήφαιστο και τους άλλους Ολύμπιους την κρυφή εξωσυζυγική της σχέση με τον Άρη.
Η ίδια ερωτεύτηκε τον Νηρίτη, τον ωραιότερο γιο του Νηρέα και της Δωρίδας, και θύμωσε μαζί του, γιατί αρνήθηκε να την ακολουθήσει στον Όλυμπο, αν και εκείνη ήδη τον είχε φτερώσει για να τον έχει συνέχεια μαζί της. Η θεά, οργισμένη, τον καταδίκασε σε αιώνια ακινησία· τον μεταμόρφωσε σε κοχύλι κολλημένο στα βράχια, ενώ τα φτερά, τα έδωσε στον Έρωτα, που έγινε ο μόνιμος σύντροφός της.
Η Αφροδίτη τιμά αυτούς που τιμούν την ίδια και αγαπημένα της πρόσωπα. Έτσι, εκτιμώντας τα δυνατά συναισθήματα του Μήλου και της Πελίας του ενός για τον άλλον και για τον αγαπημένο της θεάς Άδωνη, μεταμόρφωσε τον Μήλο στον καρπό της μηλιάς και την Πελία σε περιστέρι. Μεταμόρφωσε ακόμη τον όμορφο βοσκό Σέλεμνο σε ποτάμι, όταν η αγαπημένη του θαλάσσια νύμφη Αργυρά έπαψε να τον επισκέπτεται· τον έκανε μάλιστα να τη λησμονήσει.
Σύμφωνα με μια παραλλαγή, χάρισε στην αγαπημένη του Διόνυσου Αριάδνη ένα διάδημα. Ακόμη, προίκισε με ομορφιά τις δυο κόρες του Ωρίωνα, τη Μητιόχη και τη Μενίππη (βλ. Κορωνίδες). Στις κόρες του Πανδάρεου έφερνε φαγητό μετά τον θάνατο του γονιού τους και όταν έφτασαν σε ηλικία γάμου ανέβηκε στον ουρανό για να ζητήσει από τον Δία κατάλληλες συζύγους για εκείνες.
Ο Πυγμαλίωνας ήταν βασιλιάς της Κύπρου που ερωτεύτηκε άγαλμα γυναίκας από ελεφαντόδοντο· κατά άλλους, γλύπτης του αγάλματος ήταν ο ίδιος. Και όπως ο Νάρκισσος ερωτεύτηκε τον εικόνα του, ο Πυγμαλίων ερωτεύτηκε το δημιούργημα των χεριών του. Σε γιορτή της Αφροδίτης, και παθιασμένος με το άγαλμά του, ζήτησε από τη θεά μια γυναίκα που να έχει τη μορφή του αγάλματός του. Γυρνώντας στο σπίτι βρήκε το άγαλμα ζωντανό. Παντρεύτηκε αυτή τη γυναίκα και απέκτησαν μια κόρη, την Πάφο ή τη Μεθάρμη, κι εκείνη τον Κινύρα που εισήγαγε τη λατρεία της Αφροδίτης στο νησί.
Ο μύθος του Πυγμαλίωνα παραδίδεται μόνο από τον Οβίδιο, φαίνεται όμως ότι στηρίζεται σε μιαν άλλη κυπριακή εκδοχή, όπου ο βασιλιάς της Κύπρου ερωτεύεται το λατρευτικό άγαλμα της Αφροδίτης. Το ίδιο παραδίδεται και για το άγαλμα της Αφροδίτης στην Κνίδο, ότι δηλαδή κάποιος ερωτεύτηκε το άγαλμα και ενώθηκε με την πέτρα.
Ψυχή και Έρως: Μια ιστορία έρωτα και ταλαιπωρίας από μια κακιασμένη πεθερά, την Αφροδίτη
Η ιστορία του Έρωτα και της Ψυχής, με την Αφροδίτη σε ρόλο «κακιάς» πεθεράς, παραδίδεται από τον Ρωμαίο μυθιστοριογράφο Απουλήιο (2ος αι. μ.Χ.). Είναι όμως δεδομένο ότι ο συγγραφέας χρησιμοποίησε και ελληνικές πηγές στη σύνθεση του μυθιστορήματός του, φιλολογικές και εικαστικές, καθώς ήδη από τον 4ο αι. π.Χ. εμφανίζονται νεαρά κορίτσια με φτερά που προσεγγίζουν επίσης φτερωτά αγόρια. Εξάλλου, στον Φαίδρο του Πλάτωνα η ψυχή φτάνει με τη βοήθεια του έρωτα στη θέαση των ιδεών· ο μύθος του Έρωτα και της Ψυχής είναι η αλληγορική έκφραση της αγωνίας του ανθρώπου για την αλήθεια των όντων. Την ιστορία στο μυθιστόρημα του Απουλήιου την αφηγείται μια γριά σε μια νέα κοπέλα για να τη διασκεδάσει:
Η Ψυχή ήταν η μικρότερη από τις τρεις όμορφες κόρες του βασιλιά της Σικελίας. Ήταν τόσο όμορφη που μόνο με τη θεά Αφροδίτη μπορούσε να συγκριθεί, μάλιστα θεωρήθηκε ότι ήταν η ίδια η θεά που είχε κατεβεί στη γη και ζούσε ανάμεσα στους ανθρώπους. Αυτήν πια προσκυνούσαν οι πιστοί, ενώ οι ιεροπραξίες προς τιμή της θεάς σταμάτησαν και τα ιερά της σε Κνίδο, Κύθηρα, Κύπρο ερήμωσαν.
Οργισμένη με την Ψυχή η θεά, ζήτησε από τον όμορφο νεαρό γιο της Έρωτα να κάνει την Ψυχή να ερωτευθεί τον πιο αξιοκαταφρόνητο και ασήμαντο άνδρα του κόσμου. Και ενώ οι αδελφές της έκαναν πλούσιους γάμους στα ξένα, όμως με γέρους και ανήμπορους βασιλιάδες, εκείνη έμενε μόνη μέσα στο παλάτι, καθώς κανένας νέος δεν αποφάσιζε να ζητήσει για γυναίκα του αυτή την πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου, μια θεά.
Απογοητευμένος ο πατέρας της, συμβουλεύτηκε το μαντείο του Απόλλωνα στη Μίλητο για την τύχη της κόρης του, που όρισε να νυμφοστολίσει την Ψυχή και να την οδηγήσει σε ψηλό, έρημο και μακρινό βουνό, σαν να πρόκειται να παντρευτεί στον Κάτω Κόσμο. Εκεί έπρεπε να περιμένει την άφιξη του γαμπρού, ένα πελώριο φτερωτό φίδι που από το στόμα του ξερνούσε φωτιές και γέμιζε με τρόμο ακόμα και τους θεούς, τον ίδιο τον Δία. Τρομαγμένος ο βασιλιάς, υπάκουσε και με μοιρολόγια συόδευσαν το κορίτσι στον μοιραίο τόπο. Όμως εκεί, ο Ζέφυρος, ο δυτικός άνεμος, σήκωσε μαλακά την Ψυχή και τη μετέφερε σε μια όμορφη κοιλάδα, σε ένα μαγεμένο περιβόλι. Περπατώντας εκεί, και ανιχνεύοντας τον τόπο, το κορίτσι βρέθηκε μπροστά σε ένα ολύχρυσο και αφύλαχτο παλάτι χτισμένο από τους θεούς με χαραγμένα στους τοίχους όλα τα είδη των άγριων ζώων. Τα πατώματα ήταν καλυμμένα με ψηφιδωτά και τοίχοι ήταν από ατόφιο χρυσάφι, με αποτέλεσμα, ακόμα και όταν δεν έλαμπε ο ήλιος, το παλάτι να λούζεται από χρυσό φως.
Αόρατοι υπηρέτες μπήκαν στην υπηρεσία της Ψυχής. Τη βοήθησαν να λουστεί, να γευματίσει, της τραγούδησαν, όμως εκείνη δεν μπορούσε να τους δει· το ίδιο και τον σύζυγό της που μέσα στη νύχτα έσμιξε μαζί της τόσο τρυφερά που εξαφάνισε κάθε ίχνος φόβου από την ψυχή της Ψυχής. Προτού ξημερώσει, χάθηκε από μπροστά της, αλλά επέστρεφε κάθε νύχτα. Και η Ψυχή μαγευόταν όλο και περισσότερο.
Στο μεταξύ, οι γονείς της μαράζωναν, όσο κι αν οι αδελφές της προσπαθούσαν να τους παρηγορήσουν. Όμως και η Ψυχή θλιβόταν για τη μοναξιά της –αόρατοι ήταν οι υπηρέτες που της πρόσφεραν τα πάντα, αόρατος και ο αγαπημένος της. Έτσι, ζήτησε από τον άνδρα της, τον παρακάλεσε, να επιτρέψει να την επισκεφτούν οι αδελφές της. Με τα πολλά, εκείνος δέχτηκε με τον εξής όρο: να δώσει στις αδελφές της ό,τι ήθελε από τα πλούτη του παλατιού, όμως να μην πλανηθεί από τα λόγια τους και θελήσει να τον δει στο φως· αλλιώς, θα τον έχανε, το παιδί που θα γεννούσε θα ήταν θνητό και η ίδια θα δυστυχούσε για πάντα.
Και όταν μια μέρα οι αδελφές της ανέβηκαν στο βουνό του μαρτυρίου της αδελφής τους θρηνώντας για εκείνη, αποκρίθηκε η ίδια η Ψυχή που τις καλούσε κοντά της. Ήταν και αυτή τη φορά ο Ζέφυρος που τις ταξίδεψε μέχρι το παλάτι, όπου μέσα σε γέλια και δάκρυα έγινε η συνάντηση των αδελφών. Όμως από επίσκεψη σε επίσκεψη εκείνες άρχισαν να νιώθουν φθόνο για την τύχη της αδελφής τους και να σκέφτονται πώς θα της κάνουν κακό· στο μεταξύ, άφηναν και τους γονείς τους να πιστεύουν ότι η μικρότερη αδελφή τους ήταν πεθαμένη. Η επιμονή τους να μάθουν ποιος ήταν ο σύζυγος της αδελφής τους την έκανε να πει ψέματα, πως ο άνδρας της ήταν ένας ένας νέος, όμορφος και δυνατός άντρας που περνούσε την ημέρα του στα βουνά κυνηγώντας. Ψέμα στο ψέμα, η Ψυχή μπερδεύτηκε, είπε κάποια φορά ότι ο άνδρας της ήταν πλούσιος έμπορος, μεγάλος στην ηλικία, οι αδελφές της έπιασαν αμέσως την αντίφαση στις δυο ιστορίες –τη μια φορά νέος και κυνηγός, στην άλλη αφήγηση, μεγάλος και έμπορος–, μέχρι που η Ψυχή αναγκάστηκε να πει την αλήθεια, ότι δεν είχε δει ποτέ τον σύζυγό της. Και τότε, την παγίδεψαν θυμίζοντάς της τον χρησμό του Απόλλωνα: ο άνδρας της ήταν στην πραγματικότητα ο φτερωτός δράκος που τη φρόντιζε μόνο και μόνο για να τη φάει, μόλις το παιδί θα μεγάλωνε στα σπλάχνα της. Και τη συμβούλεψαν μέσα στη νύχτα να ανάψει ένα λυχνάρι και να κόψει το κεφάλι του τέρατος.
Η Ψυχή πίστεψε ότι θα έπρεπα να χτυπήσει πρώτη, για να σωθεί και να σώσει το παιδί της. Μια νύχτα, στο φως του λυχναριού αντίκρυσε επιτέλους το πραγματικό πρόσωπο του συζύγου της –ο ίδιος ο Έρωτας, πανέμορφος κοιμόταν πλάι της, ξαμαρτωμένος, με το τόξο και τα βέλη στα πόδια του. Ένα από τα βέλη ακούμπησε η Ψυχή για να τα περιεργαστεί, τρυπήθηκε από αυτό και αμέσως μπλέχτηκε στα δίχτυα του έρωτα για τον Έρωτά της, τον άνδρα της. Μετανιωμένη για την ευπιστία της που την οδήγησε σε απιστία, προσπάθησε να αυτοκτονήσει με το μαχαίρι με το οποίο θα έκοβε το κεφάλι του υποτιθέμενου δράκου, όμως δεν τα κατάφερε, το μαχαίρι γλύστρησε από τα χέρια της. Όμως τότε μια σταγόνα καυτό λάδι από το λυχνάρι έπεσε στον ώμο του Έρωτα, πετάχτηκε επάνω από τον πόνο, συνειδητοποίησε την απιστία της Ψυχής και απογοητευμένος άνοιξε τα φτερά του για να πετάξει μακριά της. Όμως εκείνη πρόλαβε να πιαστεί από το πόδι του και ανυψώθηκε στον αέρα μαζί του. Εξαντλημένη από την κούραση να κρατηθεί στο πόδι του Έρωτα, έπεσε στη γη αλλά δεν σκοτώθηκε. Εκείνος κατέβηκε κάτω, στην κορυφή ενός κυπαρισσιού, από εκεί της παραπονέθηκε για την απιστία της και μετά πέταξε ξανά ψηλά. Η Ψυχή, απελπισμένη, ρίχτηκε στα νερά ενός ποταμού για να πνιγεί, εκείνος όμως τη σήκωσε και την άφησε απαλά στην πυκνή χλόη της όχθης του. Ο Πάνας, που βρέθηκε δίπλα της, προσπάθησε να την ενθαρρύνει. Κι εκείνη αποφάσισε πρώτα να τιμωρήσει τις αδελφές της και μετά να αναζητήσει τον Έρωτα.
Βρέθηκε πρώτα στην όπου κυβερνούσε ο σύζυγος μιας από τις αδελφές της. Της αφηγήθηκε τι είχε συμβεί και ότι ο Έρωτας ήθελε πια να παντρευτεί εκείνη. Η αδελφή της τρελάθηκε από χαρά και επιθυμία, επινόησε μια δικαιολογία για το σύζυγό της, ότι τάχα οι γονείς της πέθαναν, και έτρεξε στην κορυφή του βουνού, εκεί όπου είχε αφεθεί αρχικά η Ψυχή. Ρίχτηκε στο κενό πιστεύοντας ότι ο Ζέφυρος θα την έπιανε και θα την οδηγούσε στον Έρωτα, αλλά έγινε κομμάτια και την έφαγαν τα πουλιά και τα ζώα που τρώνε ψοφίμια. Το ίδιο έκανε η Ψυχή και με τη δεύτερη αδελφή της.
Μόνη και αβοήθητη από θεούς και ανθρώπους άρχισε την αναζήτηση του Έρωτά της. Ούτε καν η Ήρα ούτε η Δήμητρα, που τη συμπονούν, θέλησαν να εμπλακούν, παρά την ευσέβεια της κόρης και τους θρήνους της στα ιερά τους, γιατί θα έρχονταν σε σύγκρουση με την Αφροδίτη που τη μισούσε θανάσιμα. Απελπισμένη η νέα φτάνει στο παλάτι της Αφροδίτης και πέφτει στα χέρια της θεάς που, άλλωστε, είχε στείλει τον Ερμή να της τη φέρει με το καλό ή με το ζόρι.
Στο μεταξύ ο Έρως μαράζωνε στο κρεβάτι της μητέρας του με φοβερούς πόνους από το έγκαυμα. Ένας γλάρος φανέρωσε στην Αφροδίτη, που έπαιζε στη θάλασσα, τι είχε συμβει στον γιο της και ότι η Ψυχή ήταν η αγαπημένη του. Αυτό εξόργισε την Αφροδίτη, γιατί ο γιος της είχε παραβιάσει τις αρχικές εντολές της αλλά ο γλάρος της επισήμανε ότι υπήρχαν λίγες πιθανότητες να επιστρέψουν οι άνθρωποι στην λατρεία του Έρωτα και της Αφροδίτης και ότι η ασχήμια και το μίσος κυβερνούσαν τώρα τον κόσμο. Ούτε και τη Δήμητρα και την Ήρα άκουσε, όταν της επισήμαναν σε μια τυχαία συνάντησή τους ότι ο γιος της ήταν ενήλικας και ότι είχε δικαίωμα να αποφασίσει ο ίδιος για την ερωτική του ζωή.
Έτσι, όταν η Ψυχή έφτασε στο παλάτι της Αφροδίτης με την ελπίδα να την εξευμενίσει, εκείνη την υπέβαλε σε διάφορες δοκιμασίες. Δυο δούλες της, η Θλίψη και η Έγνοια, τη μαστιγώνουν αλύπητα, άλλη της βγάζει τρίχα τρίχα τα μαλλιά, η ίδια η Αφροδίτη τη δέρνει και της ξεσκίζει τα ρούχα. Ύστερα τη διατάζει να ξεδιαλέξει και να ταξινομήσει κατά είδος μια τεράστια ποσότητα από όλους τους καρπούς της γης –σιτάρι, παπαρουνόσπορο, κεχρί, ρεβύθια, φακή, κουκιά, κριθάρι. Η Ψυχή δεν ήξερε από πού να αρχίσει αλλά τα έβγαλε πέρα με τη βοήθεια των μυρμηγκιών. Η Αφροδίτη υποψιάστηκε ότι κάποιος είχε βοηθήσει την Ψυχή και την υπέβαλε σε νέες δοκιμασίες· να φέρει το χρυσό μαλλί από κάποια χρυσόμαλλα άγρια πρόβατα του βουνού και νερό από την πηγή Στύγα του Κάτω Κόσμου. Βοηθοί της στις δοκιμασίες στάθηκαν το προφητικό καλάμι που φύτρωνε στην όχθη του ποταμού και ο αετός του Δία. Το καλάμι τη συμβούλεψε να αποφύγει τα πρόβατα κατά τη διάρκεια των καυτών ωρών της ημέρας και όταν αυτά θα ξεκουράζονταν στη σκιά, να μαζέψει τις τούφες μαλλί που τα ζώα άφηναν περνώντας από αγκαθωτούς θάμνους. Και όταν η Ψυχή ανέβηκε στη κορυφή του βουνού για να γεμίσει το κρυστάλλινο αγγείο της με το μαύρο νερό της Στύγας που νυχθημερόν τη φύλαγαν ακοίμητοι δράκοι –ακόμα και τα νερά ύψωσαν τις φωνές τους για να την αποθαρρύνουν–, ο αετός του Δία έτρεξε να τη βοηθήσει γεμίζοντας το κανάτι με νερό.
Και πάλι η Αφροδίτη δεν ικανοποιήθηκε. Έδωσε στην Ψυχή ένα μικρό κουτί και της είπε να κατέβει στον Κάτω Κόσμο. Εκεί έπρεπε να γεμίσει το κουτί με την κρέμα ομορφιάς που χρησιμοποιούσε η σύζυγος του Άδη, Περσεφόνη, γιατί η δική της είχε τελειώσει. Παραστάτης της σε αυτή τη δοκιμασία στάθηκε ο μαγικός πύργος, από τον οποίο θέλησε να πηδήσει και να δώσει τέλος στη ζωής. Όμως εκείνος τη λυπήθηκε και τη συμβούλεψε πάρει μερικά νομίσματα μαζί της για τον πορθμέα Χάροντα και γλυκά για να προσφέρει στο αιμοδιψές, τρικέφαλο σκυλί, τον φρουρό του Άδη Κέρβερο. Έπρεπε επίσης να προσέχει τις παγίδες της Αφροδίτης, έναν κουτσό που θα οδηγούσε ένα μουλάρι και ένα γέρο άνδρα που θα γλιστρούσε στη Στύγα και ίσως της ζητούσε να τον πάρει μαζί της στη βάρκα του Χάροντα· και αν η Περσεφόνη προσκαλούσε την Ψυχή να αισθανθεί σαν στο σπίτι της και της πρόσφερε γεύμα, έπρεπε να το αρνηθεί και να δεχτεί μόνο μια κόρα ψωμί. Η Ψυχή ακολούθησε προσεκτικά τις οδηγίες του πύργου και είχε θερμή υποδοχή από την Περσεφόνη που γέμισε αμέσως το κουτί με την αλοιφή και η Ψυχή επέστρεψε ασφαλής από το βασίλειο των νεκρών. Όμως δεν μπόρεσε να νικήσει την περιέργειά της και άνοιξε το κουτί, για να βάλει λίγη από την αλοιφή, να γίνει ακόμη πιο όμορφη και να ξανακερδίσει τον Έρωτα. Δεν φάνηκε να υπάρχει τίποτα μέσα σε αυτό αλλά η Ψυχή ένιωσε να την τυλίγει ο Ύπνος σαν αποπνικτικός καπνός και αμέσως έπεσε σε βαθύ ύπνο.
Στο μεταξύ ο Έρωτας, έχοντας αναρρώσει από το έγκαυμά του και μη μπορώντας να ξεχάσει την Ψυχή, ξεγλίστρησε από το δωμάτιο όπου τον κρατούσε η μητέρα του, βρήκε την αγαπημένη του και έκλεισε ξανά τον Ύπνο στο κουτί, βοηθώντας την Ψυχή να συνέλθει και να φέρει σε πέρας την αποστολή της πλήρως. Πέταξε έπειτα μέχρι τον Δία για να τον ικετέψει να εγκρίνει τον γάμο του μαζί της.
Ο Δίας αντιμετώπισε με συμπάθεια την ιστορία και συγκάλεσε το συμβούλιο των θεών. Εκεί δήλωσε ότι ο Έρωτας έπρεπε τώρα να αρχίσει να φέρεται όπως ένας αληθινός σύζυγος και όχι σαν επιπόλαιος νέος· εξήγησε και στην Αφροδίτη ότι ο Έρωτας δεν είχε κάνει κακό γάμο, επειδή η Ψυχή θα γινόταν θεά. Ύστερα έστειλε τον Ερμή να φέρει το κορίτσι στον Όλυμπο, όπου γιορτάστηκε η γαμήλια ένωσή τους. Υστερα από λίγο καιρό, η γυναίκα που τόσα υπέμεινε για τον έ(Έ)ρωτα της έφερε στον κόσμο τον καρπό της αγάπης της με τον Έρωτα: την Ηδονή. [Εικ. 114, 115, 116, 117, 118, 119, 120, 121, 122, 123, 124, 125, 126, 127, 128, 129, 130, 131, 132, 133, 134, 135, 136, 137]
Αγαπημένα ζώα: περιστέρια[7], ίυγγα
Αγαπημένα φυτά: ρόδα, μυρτιές, ανεμώνες
Ουρανία [Εικ. 138, 139, 140, 141, 142, 143]
Αποστροφία (= αυτή που αποστρέφει το γένος των ανθρώπων από άνομες επιθυμίες και ανόσια έργα)
ἔθετο δὲ τῇ Ἀφροδίτῃ τὰς ἐπωνυμίας ἡ Ἁρμονία, τὴν μὲν Οὐρανίαν ἐπὶ ἔρωτι καθαρῷ καὶ ἀπηλλαγμένῳ πόθου σωμάτων, Πάνδημον δὲ ἐπὶ ταῖς μίξεσι, τρίτα δὲ Ἀποστροφίαν, ἵνα ἐπιθυμίας τε ἀνόμου καὶ ἔργων ἀνοσίων ἀποστρέφῃ τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων• (Παυσ. 9.16.3.6-4.5)
Μορφώ (= η όμορφη ή αυτή που δίνει ομορφιά· επίθετο της θεάς στη Σπάρτη, όπου και άγαλμα που την παριστάνει με καλυμμένο το πρόσωπο και δεμένα τα πόδια είτε για να δειχθεί το δέον για τις γυναίκες ή γιατί ο Τυνδάρεος θέλησε να τιμωρήσει τη θεά για τα δεινά που επέφερε στον οίκο του)
Επιστροφία (= η καρδιοστρόφος)
Κατασκοπία (από τον ναό της θεάς στον οποίο κατέφευγε η ερωτευμένη με τον προγονό της Ιππόλυτο Φαίδρα για να κατασκοπεύει κρυφά τον νέο την ώρα που εκείνος αθλούνταν.
Αναδυομένη (το επίθετο αυτό αποδόθηκε στη θεά χάρη στον πίνακα του Απελλή που έδειχνε τη θεά να αναδύεται από τη θάλασσα· ο πίνακας τοποθετήθηκε σε ναό του Ασκληπιού στην Κω.)
Αφρογένεια και Αφρογενής, Αλιγένεια
Καλλίπυγος
Εύπλοια, Ποντία, Λιμενία (για τη σχέση της με τη θάλασσα· βλ. και Αφροδίτη των νεκρών)
Αμβολογήρα (=αυτή που καθυστερεί το γήρας)
Αρεία και Ωπλισμένη (ως πολεμική θεά, κυρίως στη Σπάρτη)
Απάτουρος, επειδή εξαπάτησε, σύμφωνα με αφήγηση του Στράβωνα (11.2.10.16-22) τους Γίγαντες. Αυτοί επιθύμησαν τη θεά, κι εκείνη, για να προφυλαχθεί, κάλεσε τον Ηρακλή και τον έκρυψε σε μια σπηλιά, όπου καλούσε έναν έναν τους Γίγαντες τάχα για να ενωθεί μαζί τους, οπότε και τους παρέδιδε στον Ηρακλή. Το επεισόδιο αυτό τοποθετείται στη Φαναγορεία[8] της Ταυρικής χερσονήσου, όπου και ἱερὸν ἐπίσημον τῆς Ἀπατούρου.
Αργυννίδα (από τον Βοιωτό νέο Άργυννο, τον γιο της Πεισιδίκης, και ερωμένο του Αγαμέμνονα· πνίγηκε στον Κηφισσό ποταμό κι εκεί ιδρύθηκε ιερό προς τιμή της Αφροδίτης Αργυννίδας)
Διωναία (από τη μητέρα της Διώνη) και Διός θυγάτηρ
Φιλομμειδής ή φιλομειδής ή φιλομμηδής (=αυτή που αγαπά το μειδίαμα)
Πόθων Μήτηρ
Συρία
Άνθεια (επίθετο της θεάς στην Κνωσσό αλλά και της Ήρας στο Άργος)
Μαχανίτις (το επίθετο αυτό χρησιμοποιείται και για άλλους θεούς, π.χ. για την Αθηνά)
Πειθώ (επίθετο και άλλων θεών, π.χ. της Άρτεμης)
Δέσποινα (επίθετο και άλλων θεών, κυρίως της Δήμητρας και της Περσεφόνης)
Νικηφόρος (επίθετο όχι μόνο της Αφροδίτης αλλά και άλλων θεών)
Μηχανητής (επινοητικός· επίθετο που αποδίδεται και στην Αθηνά και τον Δία)
Μελαινίς (=σκοτεινή· ονομασία της Αφροδίτης στην Κόρινθο)
Εκάεργος (=αυτός που ενεργεί από μακριά· επίθετο που αποδίδεται στη θεά στην Ιουλίδα της Κω και που αποδίδεται και στην Άρτεμη)
Ακραία (επίθετο και άλλων θεών που τα ιερά τους βρίσκονταν σε άκρα, π.χ. σε λόφους)
Ευστέφανος (επίθετο και άλλων θεαινών, της Άρτεμης, της Δήμητρας, μιας Νηρηίδας)
Η Αφροδίτη θεωρείται ότι ανήκει στην πεντάδα των Γαμηλίων θεών –Δίας, Ήρα, Αφροδίτη, Πειθώ, Άρτεμη.
Κωλιάς και Γεννετυλίς. Οι ονομασίες αυτές δεν είναι βέβαιο ότι ανήκουν στην Αφροδίτη ή μόνο στην Αφροδίτη. Μπορεί να ανήκουν και στη Δήμητρα, η πρώτη, στην Άρτεμη η δεύτερη. Στα σχόλια στις Νεφέλες του Αριστοφάνη διαβάζουμε: Κωλιὰς δὲ ἡ Ἀφροδίτη οὕτως εἴρηται· ἀνήρ τις φθείρας κόρην ἐκ τῶν κώλων ἤτοι τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν ἐκρεμάσθη· καὶ λυθεὶς ἐκ τῆς θεοῦ ἱερὸν ἱδρύσατο Κωλιάδος Ἀφροδίτης ἐπονομάσας. Γεννετυλὶς δὲ ἐκλήθη ως γενέσεως αἰτία. Ο Αίλιος Ηροδιανός γράφει: Κωλιάς ἄκρα Φαληροῖ, ὅπου καὶ Ἀφροδίτη Κωλιάς. ὁ δὲ τόπος ὀρθῶς καλεῖται. ἐκκείμενος γάρ ἐστι καὶ ὅμοιος ἀνθρώπου κώλῳ (De prosodia catholica 3.1.58.22-24). Ωστόσο, δεν είναι βέβαιο ότι η Κωλιάς άκρα βρίσκεται στο Φάληρο. Όσο για το επίθετο Γεννετυλίς βρίσκεται και στον πληθυντικό αριθμό και με αυτό εννοούνται θεότητες που προστατεύουν τον τοκετό, ενίοτε ταυτίζονται με τις Ειλύθυιες.
Κυπρογενής
Κυπρογένεια και Κυπρογένηα
Κύπρις
Παφία και Παφίη
Κυθέρεια και Κυθηρεία
Ακιδαλία (ίσως από την κρήνη Ακιδαλίνη ή από το ἀκὶς, ακίς έρωτος)
Μελιναία (από την πόλη Μέλινα του Άργους)
Κνιδία (από την Κνίδο, όπου ο Πραξιτέλης τοποθέτησε το γνωστό άγαλμα)
Αρακυνθιάς (από το αβέβαιο για την ακριβή του θέση βουνό Αράκυνθος –ίσως στην Αιτωλοακαρνανία–, όπου υπήρχε ναός της θεάς)
Ιδάλια (από την πόλη Ιδάλιον της Κύπρου)
Αφακίτις (από την περιοχή Άφακας ανάμεσα στις πόλεις Ηλιούπολη και Βύβλος της Συρίας· ο ναός της θεάς βρισκόταν κοντά σε λίμνη)
Μιγωνίτις (από τη θέση Μιγώνιον στο νησί Κράναη, όπου ο Πάρης μετέφερε αρχικά την Ελένη· εκεί ίδρυσε και ναό προς τιμή της θεάς)
Ερυκίνη (από το βουνό Έρυξ στη Σικελία, όπου ο γιος της θεάς, ο Έρυκας, από τον Σικελό βασιλιά Βούτη (;) ίδρυσε ναό προς τιμή της, αν και ο Βιργίλιος θεωρεί ιδρυτή του ναού τον Αινεία. Όπως και να είναι, προς τα τέλη του τρίτου αιώνα η λατρεία της Αφροδίτης Ερυκίνης εισήχθη στη Ρώμη και στην πρώτη εικοσιπενταετία του 2ου αι. π.Χ. ιδρύθηκε ναός της έξω από την Porta Collatina. Η κόρη του Έρυκα Ψωφίδα ίδρυσε ιερό και μαντείο της Αφροδίτης Ερικίνης στην πόλη Ψωφίδα της Αρκαδίας[9].
Ζεφυρίτις (από το ακρωτήριο Ζεφύριο της Αιγύπτου)
Αμαθουσία (από την πόλη Αμαθούντα της Κύπρου, όπου και ναός της θεάς)[10]
Ζερύνθια και Ζηρύνθια (από την πόλη Ζέρυνθο της Θράκης, όπου λεγόταν ότι η Φαίδρα έκτισε ναό προς τιμή της θεάς)
Σχετικά λήμματα
Άδωνης, Αινείας, Αλία, Αμαθούντας, Αναξαρέτη, Απόλλωνας, Άρης, Αριάδνη, Αρμονία, Αρσινόη, Αταλάντη, Αύρα, Γλαύκος, Έκτορας, Ελένη, Ερινόνη, Ερμαφρόδιτος, Ερμής, Έρωτας, Κορωνίδες, Κρέουσα, Λευκοθόη, Μήλος, Νηρίτη, Νίκαια, Πανδάρεος, Πελίας, Πολυφόντη, Ποσειδώνας, Πρίαπος, Προποιτίδες, Πυγμαλίωνας, Ροδώπις, Σέλεμνος, Σειρήνες, Σμύρνα, Φάωνας, Ωρίων
1. Ο Παυσανίας τα είδε σε διάφορα ιερά της, στα Κύθηρα, την Ακροκόρινθο, τη Σπάρτη (3.23.1, 2.5.1., 3.15.10) και ο Ξενοφών στη Θήβα (5.4.4). Πρβλ. και μια επιγραφή από την Πάρο (IG XII 5, 220 [http://epigraphy.packhum.org/inscriptions/main à Aegean Islands, incl. Crete (IG XI-[XIII]) à IG XII,5 à 118 – 225 à 218 – 225 à 220).
2. Κ. Σουέρεφ, «Ιδεολογικά στοιχεία της αρχαίας ελληνικής τέχνης», στο Τέχνες Ι: Ελληνικές Εικαστικές Τέχνες. Τόμος Α’: Προϊστορική και Κλασική Τέχνη (Α. Παπαγιαννοπούλου, Δ. Πλάντζος, Κ. Σουέρεφ). Πάτρα: Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, 1999, σ. 186.
3. R. Osborne Archaic and Classical Greek Art, Oxford University Press, σ. 231.
4. Ο Λουκιανός αναφέρει ότι κάποιος ερωτεύθηκε το άγαλμα, διέφυγε την προσοχή των ανθρώπων του ναού και έμεινε μια νύκτα ικανοποιώντας το πάθος του για τη θεά (Λουκ., Εικ. 4.7-4.10).
5. Κ. Σουέρεφ, «Ιδεολογικά στοιχεία της αρχαίας ελληνικής τέχνης», ό.π. σ. 198.
6. Οι τρεις θεές εμπλέκονται και σε μια άλλη ιστορία. Όταν η Αθηνά έπαιξε τον αυλό, οι άλλες δυο την κορόιδεψαν για την παραμόρφωση του προσώπου της, κι εκείνη τον πέταξε μακριά ρίχνοντας κατάρα σε όποιον τον μάζευε (βλ. Μαρσύας).
7. Βλ. Περιστερά και Η παράδοση του Υγίνου.
8. Σε ένα περιβάλλον ανασφάλειας λόγω των πολέμων ανάμεσα σε Λυδούς και Πέρσες κατά τον 7ο και 6ο αι. π.Χ., οι πολίτες της ελληνικής παραθάλασσιας πόλης Τέω, αποικίας των Μινυαίων από τον Ορχομενό, ενταγμένη στην ιωνική δωδεκάπολη, εγκαταλείπουν τα αποικιακά εδάφη και κατευθύνονται προς την Ταυρική Χερσόνησο, όπου, σύμφωνα με τον Εκαταίο τον Μιλήσιο, ίδρυσαν, τον 6ο αι. π.Χ., την πόλη Φαναγορία στη σημερινή χερσόνησο του Ταμάν. Ιδρυτής της εθεωρείτο ο Φαναγόρης ή Φαναγόρας από την Τέω, από τον οποίο και ονομάστηκε η νέα πόλη. Οι αρχαίες πηγές την αναφέρουν και με τα ονόματα: Φαναγορεία, Φαναγόρειον, Φαναγορούπολις, Φαναγόρη, Φαναγούρα, Φαιναγόρα. Μέχρι τον 5ο αι. π.Χ. λειτούργησε ως μια δημοκρατική πόλη. Το 480 π.Χ. ενώθηκε με άλλες πόλεις της περιοχής (Ερμώνασσα, Παντικάπαιο κ.ά.), οπότε και συγκροτήθηκε το βασίλειο του Βοσπόρου έως τον 2ο αι. π.Χ. Αυτά τα περίπου τριακόσια χρόνια η Φαναγορία επιτυγχάνει τη μέγιστη οικονομική ακμή της χάρη στα άφθονα σιτηρά της που τα εξήγαγε μέχρι τη Μεσόγειο Θάλασσα και τα αντάλλασσε με ρουχισμό, κρασί, ελαιόλαδο και κοσμήματα. Επιβίωσε συνολικά 1.600 χρόνια, αφού πέρασε στη συνέχεια από την εξουσία του Μιθριδάτη ΣΤ’ του Ευπάτορα, των Ρωμαίων, των Ούννων, των βυζαντινών, των Βουλγάρων. Κατά τον 7ο αι., η πόλη ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα της Μεγάλης Βουλγαρίας.
9. Χρυσούλα Καρδάρα, Αφροδίτη Ερυκίνη: Ιερόν και Μαντείον εις την Β.Δ. Αρκαδίαν. Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, 1988.
10. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι Ζερύνθια (Πολυξένη) και Αμαθουσία ονομάζονται δύο είδη πεταλούδας. Ποια σχέση μπορεί να έχει αυτό με την Αφροδίτη δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με βεβαιότητα. Ωστόσο, δεν μπορούμε να μην σκεφτούμε τον μύθο του Έρωτα και της Ψυχής, την εικαστική απόδοση των ψυχών και τη φιλοσοφική αντιμετώπιση της πεταλούδας-ψυχής από τον Πλάτωνα στον Φαίδρο.