Με τη βοήθεια της μετάφρασης να βρείτε τα υποκείμενα των μετοχών.

Ξενοφώντας, Κύρου Ανάβαση

[2.1.7] Καὶ ἤδη τε ἦν περὶ πλήθουσαν ἀγορὰν καὶ ἔρχονται παρὰ βασιλέως καὶ Τισσαφέρνους κήρυκες οἱ μὲν ἄλλοι βάρβαροι, ἦν δ᾽ αὐτῶν Φαλῖνος εἷς Ἕλλην, ὃς ἐτύγχανε παρὰ Τισσαφέρνει ὢν καὶ ἐντίμως ἔχων· καὶ γὰρ προσεποιεῖτο ἐπιστήμων εἶναι τῶν ἀμφὶ τάξεις τε καὶ ὁπλομαχίαν. [2.1.8] οὗτοι δὲ προσελθόντες καὶ καλέσαντες τοὺς τῶν Ἑλλήνων ἄρχοντας λέγουσιν ὅτι βασιλεὺς κελεύει ληνας, ἐπεὶ νικῶν τυγχάνει καὶ Κῦρον ἀπέκτονε, παραδόντας τὰ ὅπλα ἰόντας ἐπὶ βασιλέως θύρας εὑρίσκεσθαι ἄν τι δύνωνται ἀγαθόν. [2.1.9] ταῦτα μὲν εἶπον οἱ βασιλέως κήρυκες· οἱ δὲ Ἕλληνες βαρέως μὲν ἤκουσαν, ὅμως δὲ Κλέαρχος τοσοῦτον εἶπεν, ὅτι οὐ τῶν νικώντων εἴη τὰ ὅπλα παραδιδόναι· ἀλλ᾽, ἔφη, ὑμεῖς μέν, ὦ ἄνδρες στρατηγοί, τούτοις ἀποκρίνασθε ὅ τι κάλλιστόν τε καὶ ἄριστον ἔχετε· ἐγὼ δὲ αὐτίκα ἥξω. ἐκάλεσε γάρ τις αὐτὸν τῶν ὑπηρετῶν, ὅπως ἴδοι τὰ ἱερὰ ἐξῃρημένα· ἔτυχε γὰρ θυόμενος. [2.1.10] Ἔνθα δὴ ἀπεκρίνατο Κλεάνωρ ὁ Ἀρκάς, πρεσβύτατος ὤν, ὅτι πρόσθεν ἂν ἀποθάνοιεν ἢ τὰ ὅπλα παραδοίησαν· Πρόξενος δὲ ὁ Θηβαῖος, Ἀλλ᾽ ἐγώ, ἔφη, ὦ Φαλῖνε, θαυμάζω πότερα ὡς κρατῶν βασιλεὺς αἰτεῖ τὰ ὅπλα ἢ ὡς διὰ φιλίαν δῶρα. εἰ μὲν γὰρ ὡς κρατῶν, τί δεῖ αὐτὸν αἰτεῖν καὶ οὐ λαβεῖν ἐλθόντα; εἰ δὲ πείσας βούλεται λαβεῖν, λεγέτω τί ἔσται τοῖς στρατιώταις, ἐὰν αὐτῷ ταῦτα χαρίσωνται.

[2.1.7] Ήταν πια η ώρα που η αγορά είναι γεμάτη από κόσμο, και έρχονται από το βασιλιά και τον Τισσαφέρνη απεσταλμένοι. Μερικοί ήταν βάρβαροι, ένας όμως απ᾽ αυτούς, ο Φαλίνος, ήταν Έλληνας, που έτυχε να είναι στην υπηρεσία του Τισσαφέρνη και να τον έχουν οι Πέρσες σε μεγάλη υπόληψη. Γιατί έκανε πως ήξερε τάχα καλά την τακτική του πολέμου και τη χρήση των όπλων. [2.1.8] Αυτοί πλησίασαν, κάλεσαν τους αρχηγούς των Ελλήνων και τους είπαν ότι ο βασιλιάς, επειδή συμβαίνει να είναι νικητής και να έχει σκοτώσει τον Κύρο, στέλνει διαταγή στους Έλληνες να παραδώσουν τα όπλα και να πάνε στη σκηνή του, μήπως μπορέσουν και πετύχουν κάτι καλό. [2.1.9] Αυτά είπαν οι απεσταλμένοι του βασιλιά. Οι Έλληνες αγανάχτησαν που τ᾽ άκουσαν, ενώ ο Κλέαρχος αποκρίθηκε μονάχα τούτο, ότι δεν ταιριάζει σ’ αυτούς που νικούν να παραδίνουν τα όπλα τους. Και πρόσθεσε: «Εσείς, στρατηγοί, δώστε την καλύτερη και αξιοπρεπέστερη απάντηση που μπορείτε· κι εγώ θα γυρίσω στη στιγμή». Γιατί κάποιος από τους υπηρέτες τον φώναξε για να παρατηρήσει τα βγαλμένα σπλάχνα των σφαγμένων ζώων, επειδή έτυχε να θυσιάζει. [2.1.10] Τότε λοιπόν αποκρίθηκε ο Κλεάνορας από την Αρκαδία, που ήταν πολύ ηλικιωμένος πια, πως πρώτα θα πεθάνουν κι ύστερα θα παραδώσουν τα όπλα. Ο Πρόξενος ο Θηβαίος είπε κατόπι: «Εγώ, Φαλίνε, έχω μιαν απορία: για ποιον λόγο μάς ζητάει τα όπλα ο βασιλιάς· επειδή τάχα είναι νικητής ή μήπως τα θέλει για δώρα που θα δείχνουν τη φιλία μας. Γιατί, αν τα θέλει σα νικητής, ποιά η ανάγκη να τα ζητάει και δεν έρχεται να τα πάρει; Αν πάλι θέλει να μας πείσει να του τα δώσουμε, ας μας πει τί θα έχουν να κερδίσουν οι στρατιώτες, αν του κάμουν αυτήν τη χάρη;
Μτφρ. Γεώργιος Δ. Ζευγώλης, (διασκευή) πηγή Πύλη για την Ελληνική Γλώσσα.