Φ I Λ Ο Σ Ο Φ I Κ Ο Σ  Λ O Γ Ο Σ


Ενότητα 5η, Πλάτωνας, Πρωταγόρας, 323A-E


 

Η πολιτική αρετή ως κοινή και φυσική ιδιότητα όλων των ανθρώπων

Ἵνα δὲ μὴ οἴῃ ἀπατᾶσθαι ὡς τῷ ὄντι ἡγοῦνται πάντες ἄνθρωποι πάντα ἄνδρα μετέχειν δικαιοσύνης τε καὶ τῆς ἄλλης πολιτικῆς ἀρετῆς, τόδε αὖ λαβὲ τεκμήριον. Ἐν γὰρ ταῖς ἄλλαις ἀρεταῖς, ὥσπερ σὺ λέγεις, ἐάν τις φῇ ἀγαθὸς αὐλητὴς εἶναι, ἢ ἄλλην ἡντινοῦν τέχνην ἣν μή ἐστιν, ἢ καταγελῶσινχαλεπαίνουσιν, καὶ οἱ οἰκεῖοι προσιόντες νουθετοῦσιν ὡς μαινόμενον·

Και για να μη νομίζεις ότι πλανάσαι, αν συμφωνήσεις ότι, πράγματι, όλοι οι άνθρωποι πιστεύουν πως κάθε άνδρας μετέχει στη δικαιοσύνη και την άλλη πολιτική αρετή, δέξου αυτό ως απόδειξη. Γιατί στις άλλες ικανότητες, όπως εσύ το λες, αν κάποιος ισχυριστεί ότι είναι καλός αυλητής ή κατέχει κάποια άλλη τέχνη, την οποία δεν ξέρει, ή τον περιγελούν ή οργίζονται μαζί του. Και οι δικοί του τον πλησιάζουν και τον συμβουλεύουν, σα να πρόκειται για τρελό.

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ καὶ ἐν τῇ ἄλλῃ πολιτικῇ ἀρετῇ, ἐάν τινα καὶ εἰδῶσιν ὅτι ἄδικός ἐστιν, ἐὰν οὗτος αὐτὸς καθ' αὑτοῦ τἀληθῆ λέγῃ ἐναντίον πολλῶν, ὃ ἐκεῖ σωφροσύνην ἡγοῦντο εἶναι, τἀληθῆ λέγειν, ἐνταῦθα μανίαν, καί φασιν πάντας δεῖν φάναι εἶναι δικαίους, ἐάντε ὦσιν ἐάντε μή, ἢ μαίνεσθαι τὸν μὴ προσποιούμενον [δικαιοσύνην]· ὡς ἀναγκαῖον οὐδένα ὅντιν' οὐχὶ ἁμῶς γέ πως μετέχειν αὐτῆς, ἢ μὴ εἶναι ἐν ἀνθρώποις.

Στην περίπτωση της δικαιοσύνης, όμως, και της άλλης πολιτικής αρετής, ακόμη και αν ξέρουν ότι κάποιος κάνει αδικίες, αν αυτός ο ίδιος, μπροστά σε πολλούς, λέει την αλήθεια για τον εαυτό του, εκείνο που πριν νόμιζαν ότι είναι σωφροσύνη, δηλαδή να λέει κανείς την αλήθεια, εδώ το λένε τρέλα. Και ισχυρίζονται πως πρέπει όλοι να λένε ότι είναι δίκαιοι, είτε είναι είτε όχι, και ότι είναι τρελός όποιος δεν προσποιείται τον δίκαιο. Γιατί το βρίσκουν αναγκαίο, κανείς να μην υπάρχει που, κατά κάποιον τρόπο, να μη μετέχει στη δικαιοσύνη· διαφορετικά, δεν πρέπει να ζει με τους ανθρώπους.

Ὅτι μὲν οὖν πάντ' ἄνδρα εἰκότως ἀποδέχονται περὶ ταύτης τῆς ἀρετῆς σύμβουλον διὰ τὸ ἡγεῖσθαι παντὶ μετεῖναι αὐτῆς, ταῦτα λέγω· ὅτι δὲ αὐτὴν οὐ φύσει  ἡγοῦνται εἶναι οὐδ' ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου, ἀλλὰ διδακτόν τε καὶ ἐξ ἐπιμελείας παραγίγνεσθαι ᾧ ἂν παραγίγνηται, τοῦτό σοι μετὰ τοῦτο πειράσομαι ἀποδεῖξαι. Ὅσα γὰρ ἡγοῦνται ἀλλήλους κακὰ ἔχειν ἄνθρωποι φύσει ἢ τύχῃ, οὐδεὶς θυμοῦται οὐδὲ νουθετεῖ οὐδὲ διδάσκει οὐδὲ κολάζει  τοὺς ταῦτα ἔχοντας, ἵνα μὴ τοιοῦτοι ὦσιν, ἀλλ' ἐλεοῦσιν· οἷον τοὺς αἰσχροὺς ἢ σμικροὺς ἢ ἀσθενεῖς τίς οὕτως ἀνόητος ὥστε τι τούτων έπιχειρεῖν ποιεῖν;

Για το γεγονός, λοιπόν, ότι εύλογα οι Αθηναίοι δέχονται κάθε άνδρα ως σύμβουλο γι’ αυτήν την αρετή, επειδή πιστεύουν ότι καθένας μετέχει σ’ αυτή, αυτά λέω. Ότι, όμως, δεν πιστεύουν ότι η αρετή αυτή είναι έμφυτη, ούτε εμφανίζεται τυχαία, αλλά μπορεί να διδαχτεί, και, όποιος την αποκτά, την αποκτά με φροντίδα, αυτό, ύστερα από το προηγούμενο θέμα, θα προσπαθήσω να σου αποδείξω. Γιατί, για όσα κακά οι άνθρωποι πιστεύουν ο ένας για τον άλλο, πως έχουν έμφυτα ή από τύχη, κανένας δεν οργίζεται ούτε συμβουλεύει ούτε διδάσκει ούτε τιμωρεί όσους τα έχουν, για να πάψουν να είναι τέτοιοι, αλλά τους λυπούνται· στους άσχημους, λόγου χάρη, ή στους κοντούς ή στους καχεκτικούς, ποιος είναι τόσο ανόητος, ώστε να επιχειρήσει να κάνει κάτι από αυτά;

Ταῦτα μὲν γὰρ οἶμαι ἴσασιν ὅτι φύσει τε καὶ τύχῃ τοῖς ἀνθρώποις γίγνεται, τὰ καλὰ καὶ τἀναντία τούτοις· ὅσα δὲ ἐξ ἐπιμελείας καὶ ἀσκήσεως καὶ διδαχῆς οἴονται γίγνεσθαι ἀγαθὰ ἀνθρώποις, ἐάν τις ταῦτα μὴ ἔχῃ, ἀλλὰ τἀναντία τούτων κακά, ἐπὶ τούτοις που οἵ τε θυμοὶ  γίγνονται καὶ αἱ κολάσεις καὶ αἱ νουθετήσεις Ὧν ἐστιν ἓν καὶ ἡ ἀδικία καὶ ἡ ἀσέβεια  καὶ συλλήβδην πᾶν τὸ ἐναντίον τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς.

Γιατί ξέρουν, νομίζω, ότι τα καλά και τα αντίθετά τους υπάρχουν από τη φύση στους ανθρώπους ή εμφανίζονται τυχαία. Όσα καλά, όμως, θεωρούν ότι οι άνθρωποι τα αποκτούν με φροντίδα, άσκηση και διδασκαλία, αν κάποιος δεν τα έχει, έχει όμως τα αντίθετά τους κακά, γι’ αυτά υπάρχουν οι θυμοί και οι τιμωρίες και οι συμβουλές. Ένα από αυτά είναι η αδικία και η ασέβεια και, μ’ ένα λόγο, ό,τι είναι αντίθετο στην πολιτική αρετή.

Μετάφραση: Ι. Σ. Χριστοδούλου, Ελένη Απ. Πλευρά, εκδ. Ζήτρος


 

Σύρε τον πίνακα, για να δεις και τις υπόλοιπες στήλες. Είναι προτιμότερο να γυρίσεις πλάγια τη συσκευή σου.

  Μετάφραση Η.Σ. Σπυρόπουλου Μετάφραση Κ.Ν. Πετρόπουλου Μετάφραση Β.Ν. Τατάκη
Ἵνα δὲ μὴ οἴῃ ἀπατᾶσθαι ὡς τῷ ὄντι ἡγοῦνται πάντες ἄνθρωποι πάντα ἄνδρα μετέχειν δικαιοσύνης τε καὶ τῆς ἄλλης πολιτικῆς ἀρετῆς, τόδε αὖ λαβὲ τεκμήριον. ἐν γὰρ ταῖς ἄλλαις ἀρεταῖς, ὥσπερ σὺ λέγεις, ἐάν τις φῇ ἀγαθὸς αὐλητὴς εἶναι, ἢ ἄλλην ἡντινοῦν τέχνην ἣν μή ἐστιν, ἢ καταγελῶσιν Και, για να μη σου μπει στο μυαλό ότι σ' εξαπάτησα λέγοντας πως όλοι πιστεύουν πραγματικά ότι ο κάθε άνθρωπος έχει μερίδιο στη δικαιοσύνη και γενικά σε κάθε πολιτικήν αρετή, άκουσε αυτή την καινούρια απόδειξη. Δηλαδή στ' άλλα χαρίσματα ―κατά τα λεγόμενά σου― αν κάποιος λόγου χάρη καμαρώνει ότι είναι καλός στο παίξιμο του αυλού ή σε κάθε άλλη τέχνη, ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι, οι άλλοι ή τον παίρνουν στο ψιλό Και για να μη νομίζεις πως πέφτουμε έξω στο ότι πράγματι όλοι θεωρούν πως κάθε άνθρωπος έχει συμμετοχή και στη δικαιοσύνη και σε κάθε άλλη πολιτική αρετή, πάρε για τεκμήριο και το εξής ακόμα. Όταν πρόκειται για τις άλλες ικανότητες, συμβαίνει αυτό που λες: αν κανένας ισχυρίζεται πως είναι ικανός αυλητής ή τίποτε άλλο, γενικά ικανός σε κάποια τέχνη που πραγματικά δεν είναι, ή γελούν όλοι μαζί του Και για να μη νομίζης πως πέφτεις σε πλάνη, αν δεχτής ότι πράγματι όλοι οι άνθρωποι πιστεύουν πως καθένας μετέχει στη δικαιοσύνη και την άλλη πολιτική αρετή, να πάρε τούτη εδώ την απόδειξη. Στις άλλες, αλήθεια, ικανότητες, που συ ανάφερες, αν κανείς ισχυρίζεται ότι είναι καλός αυλητής, ή ξέρει κάποια άλλη τέχνη που δεν ξέρει, ή τον κοροϊδεύουν
[323b] ἢ χαλεπαίνουσιν, καὶ οἱ οἰκεῖοι προσιόντες νουθετοῦσιν ὡς μαινόμενον· ἐν δὲ δικαιοσύνῃ καὶ ἐν τῇ ἄλλῃ πολιτικῇ ἀρετῇ, ἐάν τινα καὶ εἰδῶσιν ὅτι ἄδικός ἐστιν, ἐὰν οὗτος αὐτὸς καθ’ αὑτοῦ τἀληθῆ λέγῃ ἐναντίον πολλῶν, ὃ ἐκεῖ σωφροσύνην ἡγοῦντο εἶναι, τἀληθῆ λέγειν, ἐνταῦθα μανίαν, καί φασιν πάντας δεῖν φάναι εἶναι δικαίους, ἐάντε ὦσιν ἐάντε μή, ἢ μαίνεσθαι τὸν μὴ προσποιούμενον [δικαιοσύνην]· [323b] ή θυμώνουν, και οι συγγενείς του τον παίρνουν κατά μέρος και τον συμβουλεύουν, σαν να είναι τρελός. Το αντίθετο όμως συμβαίνει με τη δικαιοσύνη και τις άλλες πολιτικές αρετές: πες ότι ξέρουν πως κάποιος είναι άδικος·ε, μολοντούτο, αν αυτός λέει την αλήθεια για το άτομό του μπροστά σ' όλον τον κόσμο, αυτό το οποίο στην προηγούμενη περίπτωση το θεωρούσαν φρονιμάδα ―το να λέει κανείς την αλήθεια― τώρα το θεωρούν τρέλα· και λένε ότι όλοι πρέπει να ισχυρίζονται πως είναι δίκαιοι ―είναι δεν είναι― διαφορετικά, ότι είναι τρελός αυτός που δεν παριστάνει τον δίκαιο. [323b]  ή τον εχθρεύονται. Και οι δικοί του πάνε και τον κατευνάζουν σαν άνθρωπο που παραλογίζεται. Όταν όμως πρόκειται για τη δικαιοσύνη και για την πολιτική αρετή γενικά, κοίτα τι συμβαίνει στην περίπτωση που ένας γίνεται αντιληπτός ότι έχει κάνει αδικία. Αν αυτός καταγγέλλει αληθινά τον εαυτό του μόνος του μπροστά στον κόσμο, κάτι που οι άλλοι το θεωρούσαν αυτοεπίγνωση στην προηγούμενη περίπτωση, δηλαδή το να λέει κανείς αληθινά τι είναι, ακριβώς στην περίπτωση αυτή εδώ το θεωρούν παραλογισμό. Και συμφωνούν ότι ο καθένας θα πρέπει για τον εαυτό του να υποστηρίζει πως είναι δίκαιος, άσχετα αν είναι ή όχι. Αλλιώτικα, όποιος δεν επικαλείται το χαρακτηρισμό του δίκαιου, θα παραλογίζεται.  [323b]  ή θυμώνουν μαζί του, και οι δικοί του έρχονται και προσπαθούν να τον φέρουν στα λογικά του, σαν να είναι τρελλός. Στη δικαιοσύνη όμως και στην άλλη πολιτική αρετή, ακόμη και αν ξέρουν κάποιον πως είναι άδικος, αν αυτός μόνος του μπροστά σε πολλούς λέγη την αλήθεια για τον εαυτό του, εκείνο που νόμιζαν στην πρώτη περίπτωση σωφροσύνη, να λέγη κανείς την αλήθεια, εδώ το λένε τρέλλα, και δέχονται πως όλοι πρέπει να λένε ότι είναι δίκαιοι, είτε είναι είτε όχι, και ότι είναι τρελλός όποιος δεν προσποιείται δικαιοσύνη· 
ὡς ἀναγκαῖον [323c] οὐδένα ὅντιν’ οὐχὶ ἁμῶς γέ πως μετέχειν αὐτῆς, ἢ μὴ εἶναι ἐν ἀνθρώποις. Ὅτι μὲν οὖν πάντ’ ἄνδρα εἰκότως ἀποδέχονται περὶ ταύτης τῆς ἀρετῆς σύμβουλον διὰ τὸ ἡγεῖσθαι παντὶ μετεῖναι αὐτῆς, ταῦτα λέγω· ὅτι δὲ αὐτὴν οὐ φύσει ἡγοῦνται εἶναι οὐδ’ ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου, ἀλλὰ διδακτόν τε καὶ ἐξ ἐπιμελείας παραγίγνεσθαι ᾧ ἂν παραγίγνηται, τοῦτό σοι μετὰ τοῦτο πειράσομαι ἀποδεῖξαι. ὅσα γὰρ ἡγοῦνται ἀλλήλους κακὰ ἔχειν ἄνθρωποι [323c] Τόσο πολύ είναι απαραίτητο όλοι χωρίς εξαίρεση να έχουν με κάποιο τρόπο το μερίδιό τους σ' αυτήν ή, στην αντίθετη περίπτωση, ν' αποκλειστούν από την κοινωνία. Λοιπόν, πάνω στο ότι οι Αθηναίοι δέχονται με τον πιο φυσικό τρόπο να τους συμβουλεύει ο καθένας για πράγματα που έχουν σχέση μ' αυτήν την αρετή, επειδή πιστεύουν ότι όλοι έχουν το μερίδιό τους σ' αυτήν, αυτά είχα να πω. Στη συνέχεια θα προσπαθήσω να αποδείξω τούτο: ότι δηλαδή πιστεύουν πως αυτήν δεν μας την δίνει η φύση ή η τύχη, αλλά μπορεί να διδαχτεί και να γίνει κτήμα ύστερ' από φροντίδες, σ' όποιον την κάνει κτήμα του. Γιατί, για όσα ελαττώματα πιστεύουν οι άνθρωποι ότι οι όμοιοί τους τα έχουν [323c] Κάτι που υποδηλώνει την ανάγκη καθένας ανεξαίρετα να μετέχει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στη δικαιοσύνη, αλλιώς να μην έχει θέση ανάμεσα σε ανθρώπους. Αυτά λοιπόν έχω να πω για το ζήτημά σου: ότι δικαιολογημένα οι άνθρωποι παραδέχονται για σύμβουλο πάνω σ' αυτή την αρετή τον καθένα, επειδή πιστεύουν πως ο καθένας έχει συμμετοχή σ' αυτήν. Μετά από αυτό τώρα θα προσπαθήσω να σου αποδείξω το άλλο: πως το φανέρωμά της, σ' όποιον έχουμε τέτοιο φανέρωμα, δεν το νομίζουν ότι γίνεται από έμφυτο ούτε έτσι ανεξέλεγκτα, αλλά ότι είναι κάτι που διδάσκεται και βγαίνει έπειτα από φροντίδα. Πράγματι, με όσα ελαττώματα πιστεύουν οι άνθρωποι πως τα 'χει ο διπλανός τους [323c] γιατί (είναι) αναγκαίο να μην υπάρχη κανείς που κατά κάποιο τρόπο να μη μετέχη σ' αυτήν, αλλιώς να μη ζη μαζί με τους ανθρώπους. Όσο για το ζήτημα λοιπόν ότι εύλογα δέχονται οι Αθηναίοι κάθε άνδρα σύμβουλο σ' αυτή την αρετή, γιατί πιστεύουν ότι καθένας μετέχει σ' αυτήν, αυτά λέγω. Ότι όμως δεν πιστεύουν ότι η αρετή αυτή έρχεται από τη φύση ούτε από τύχη, αλλά διδάσκεται, και τη φτάνει, όποιος τη φτάνει, με την επιμέλειά του, αυτό ύστερα από το πρώτο θέμα θα προσπαθήσω να σου αποδείξω. Γιατί για όσα κακά πιστεύουν οι άνθρωποι, ένας για τον άλλον, ότι τα έχουν
[323d] φύσει ἢ τύχῃ, οὐδεὶς θυμοῦται οὐδὲ νουθετεῖ οὐδὲ διδάσκει οὐδὲ κολάζει τοὺς ταῦτα ἔχοντας, ἵνα μὴ τοιοῦτοι ὦσιν, ἀλλ’ ἐλεοῦσιν· οἷον τοὺς αἰσχροὺς ἢ σμικροὺς ἢ ἀσθενεῖς τίς οὕτως ἀνόητος ὥστε τι τούτων ἐπιχειρεῖν ποιεῖν; ταῦτα μὲν γὰρ οἶμαι ἴσασιν ὅτι φύσει τε καὶ τύχῃ τοῖς ἀνθρώποις γίγνεται, τὰ καλὰ καὶ τἀναντία τούτοις· ὅσα δὲ ἐξ ἐπιμελείας καὶ ἀσκήσεως καὶ διδαχῆς οἴονται γίγνεσθαι ἀγαθὰ ἀνθρώποις, [323d]  από τη φύση ή από την τύχη, κανένας δεν θυμώνει ούτε τους δίνει συμβουλές ή μαθήματα, ούτε τιμωρεί αυτούς πού τα έχουν, για να πάψουν να είναι τέτοιοι, αλλά τους συμπονούν· έτσι, ποιος είναι τόσο άμυαλος, ώστε να τολμήσει να κάμει κάτι τέτοιο στους άσχημους, τους κοντούληδες ή τους αρρωστιάρηδες; Επειδή βέβαια ξέρουν, νομίζω, ότι η φύση ή η τύχη δίνουν στους ανθρώπους τα χαρίσματα και τ' αντίθετά τους. Αν όμως κάποιος δεν έχει τα προτερήματα, που κατά την κοινή αντίληψη οι άνθρωποι τα αποχτούν με φροντίδα και άσκηση και διδασκαλία, [323d]  έμφυτα ή τυχερά του, κανένας δεν αγανακτεί. Ούτε κανένας συμβουλεύει όποιους τα έχουν ούτε τους δασκαλεύει να μην είναι όπως είναι ούτε τους παιδεύει. Αντίθετα, τους βλέπουν με οίκτο. Πάρε ας πούμε τους άσχημους, τους μικρόσωμους, τους αδύνατους ― ποιος θα 'χε τόση απερισκεψία ώστε να θέλει πάνω τους να εφαρμόσει τέτοια μεταχείριση! Γιατί θαρρώ ξέρουν πως αυτά όλα, και τα προτερήματα εξίσου και τα αντίθετά τους, έρχονται από έμφυτο στους ανθρώπους και από το τυχερό τους. Ενώ πάλι όσα καλά νομίζουν οι άνθρωποι πως τους έρχονται έπειτα από φροντίδα κι από άσκηση και διδαχή, [323d] από τη φύση, ή από τύχη, κανείς ούτε θυμώνει, ούτε συμβουλεύει ούτε διδάσκει ούτε τιμωρεί όσους τα έχουν, για να πάψουν να είναι τέτοιοι, αλλά τους λυπούνται· στους άσχημους λόγου χάρη, τους κοντούς ή αδύνατους ποιος είναι τόσο ανόητος ώστε να επιχειρή να τους κάμη κάτι απ' αυτά που είπα; Γιατί ξέρουν, νομίζω, ότι από τη φύση και την τύχη έρχονται στους ανθρώπους οι καλές αυτές ιδιότητες και οι αντίθετές τους· όσα αγαθά όμως νομίζουν ότι τα αποκτούν οι άνθρωποι από επιμέλεια, άσκηση και διδασκαλία,
[323e] ἐάν τις ταῦτα μὴ ἔχῃ, ἀλλὰ τἀναντία τούτων κακά, ἐπὶ τούτοις που οἵ τε θυμοὶ γίγνονται καὶ αἱ κολάσεις καὶ αἱ νουθετήσεις. ὧν ἐστιν ἓν καὶ ἡ ἀδικία καὶ ἡ ἀσέβεια καὶ [324a] συλλήβδην πᾶν τὸ ἐναντίον τῆς πολιτικῆς ἀρετῆς· [323e] αλλά έχει τα αντίθετά τους ελαττώματα, σ' αυτή την περίπτωση έχουμε θυμούς, τιμωρίες και συμβουλές. Σ' αυτά τα τελευταία ελαττώματα ανήκουν η αδικία και η ασέβεια, και με δυο λόγια καθετί το αντίθετο με την πολιτική αρετή. [323e] αν τύχει και δεν τα 'χει κανείς παρά έχει τα αντίθετά τους ελαττώματα, με αυτά έχουν να κάνουν οι πιο πολλές σκηνές αγανάκτησης, τιμωρίες ή οδηγίες. Ανάμεσα σ' αυτά είναι και η αδικία κι η ασέβεια και μ' ένα λόγο κάθε αντίθετο στην αρετή του σωστού πολίτη. [323e] όταν κανείς δεν τα έχη, αλλά έχη τα αντίθετά τους κακά, γι' αυτά είναι που έχομε και τους θυμούς και τις τιμωρίες και τις παραινέσεις. Ένα από αυτά είναι και η αδικία και η ασέβεια και με μια λέξη ό,τι είναι αντίθετο στην πολιτική αρετή·

αρχή

 



 

τεκμήριον (<τεκμαίρομαι): βέβαιο σημείο, απόδειξη, στοιχείο που επιτρέπει την εξαγωγή βάσιμου συμπεράσματος
τέχνην·αιτιατική της αναφοράς, εκφερόμενη σύστοιχα (ενν. το τεχνίτης: ἢ ἄλλην ἡντινοῦν τέχνην ἣν μή ἐστιν τεχνίτης)
καταγελῶ: περιγελώ, εμπαίζω, κοροϊδεύω, χλευάζω
χαλεπαίνω: γίνομαι χαλεπός, δύσκολος, βαρύς, άγριος· οργίζομαι, αγανακτώ
οἰκεῖοι· οἰκεῖος: αυτός που ανήκει στον οίκο· πρόσωπο της ίδιας οικογένειας, συγγενής, στενός φίλος
προσιόντες· προσίημι: πλησιάζω, αφήνω κάποιον να πλησιάσει
νουθετέω-ῶ: θέτω κάτι στον νου κάποιου, εφιστώ την προσοχή, συμβουλεύω, προτρέπω
μαινόμενον· μαίνομαι: πάσχω από μανία· είμαι παράφρων, τρελός
προσποιούμενον· προσποιέομαι-οῦμαι: παριστάνω, προσποιούμαι, υποκρίνομαι
ἁμῶς γέ πως: κατά τούτον τον τρόπο, έτσι
φύσει (η δοτική ως επίρρημα): φυσικά
ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου· αὐτόματος: α) αυτός που πράττει από δική του βούληση· β) το πράγμα που κινείται από μόνο του· γ) το γεγονός που συμβαίνει αφ' εαυτού, χωρίς να παρέμβει κάποια εξωτερική ενέργεια. Ἀπὸ τοῦ αὐτομάτου: έκφραση ισοδύναμη με το επίρρημα αὐτομάτως.
διδακτόν: ό,τι μπορεί κανείς να διδάξει ή ό,τι μπορεί ο άνθρωπος να διδαχθεί
παραγίγνεσθαι· παραγίγνομαι: επέρχομαι
τύχῃ (δοτική οργανική ως επίρρημα): τυχαία, κατά τύχη
θυμόομαι-οῦμαι: είμαι οργισμένος
κολάζω: περιορίζω, αναχαιτίζω, τιμωρώ, μετριάζω, διορθώνω
ἐλεέω-ῶ: λυπούμαι, οικτίρω, αισθάνομαι έλεος, συμπάθεια
οἷον (ως επίρρημα): πόσο· όπως, όπως ακριβώς· όπως, παραδείγματος χάριν
αἰσχρός (<αἶσχος): α) ο επονείδιστος, αυτός που προκαλεί ντροπή, αισχύνη· β) ο κακοήθης, ο φαύλος, ο άτιμος· γ) ο άσχημος. [Αντί των ομαλών παραθετικών αἰσχρότερος, -τατος, ο Όμηρος και οι αττικοί συγγραφείς προτιμούν τα αἰσχίων, αἴσχιστος.]
κόλασις: τιμωρία (συνώνυμο: κολασμός)
νουθέτησις: συμβουλή, παραίνεση
συλλήβδην: περιληπτικώς, εν περιλήψει, συνολικά

αρχή

 



 

φύσις: α) οι φυσικές ιδιότητες και η φυσική κατάσταση κάποιου πράγματος, ο χαρακτήρας κάποιου πράγματος ή έμψυχου είδους, ο χαρακτήρας του ανθρώπου· β) ο φυσικός κόσμος, οι νόμοι που διέπουν το σύμπαν, η γέννηση και η αρχή του κόσμου· γ) η δύναμη που προκαλεί τη γέννηση και την αρχή του κόσμου· δ) η ουσία των πραγμάτων· ε) το σύμπαν· στ) το φύλο, το γένος (θηλυκό ή αρσενικό), τα γεννητικά όργανα και τα φυλετικά χαρακτηριστικά.

κολάζει: η διαφορά μεταξύ της έννοιας του κολάζω και της έννοιας του τιμωροῦμαι ορίζεται, ακό τον Αριστοτέλη ως εξής: το μεν πρώτο αποβλέπει στην τιμωρία του αδικήσαντος, το δε δεύτερο στην ικανοποίηση του αδικηθέντος (Ρητορική I, 10, 17).

θυμός: α) η ψυχή ή το πνεύμα, το στοιχείο της ζωής, της αίσθησης ή της σκέψης, ειδικά των ισχυρών συναισθημάτων και παθών· β) η ψυχή, η πνοή, η ζωή· γ) οι επιθυμίες και οι ορέξεις· δ) η θέληση· ε) η τόλμη, το θάρρος· στ) η οργή, το πάθος, ο θυμός. Ο Πλάτων διαιρεί το ζωώδες μέρος της ψυχής σε θυμὸν και ἐπιθυμίας, δηλαδή πάθος και ορμή.

ἀσέβεια: η έλλειψη ευσέβειας, σεβασμού προς τα θεία. Η ασέβεια είναι ως προς τους θεούς το αντίστοιχο με την αδικία ως προς τους ανθρώπους, όπως βλέπουμε και στη φράση του Ξενοφώντα: «διὰ τὴν ἐκείνων περὶ μὲν θεοὺς ἀσέβειαν περὶ δὲ ἀνθρώπους ἀδικίαν» (Κύρου Ἀνάβασις 8, 8, 7). Πολλοί φιλόσοφοι και ποιητές της Αθήνας είχαν υποστεί κατηγορίες και δίκες περί ασεβείας κατά τον 5ο αιώνα. Μεταξύ αυτών, ο Αναξαγόρας (δες Εισαγωγή, σελ. 20) και ο τραγικός ποιητής Αισχύλος.

Πρόσθετα σχόλια

κολάσεις-νουθετήσεις: Η τιμωρία, βέβαια, και οι νουθεσίες είναι θεραπείες που κρίνονται απαραίτητες για την αρμονική ή, τουλάχιστον, για την υποφερτή συμβίωση. Αυτό δε σημαίνει πως πίσω από την τιμωρία υπάρχει ισχυρή και κατοχυρωμένη η πεποίθηση ότι η αρετή μπορεί να εμφυσηθεί. Ακόμη, όμως, κι αν υπήρχει κάποια πεποίθηση, δεν είναι σίγουρο πως είναι εύστοχη. Οι υποτροπές στην παραβίαση των πραγμάτων της αρετής και οι ηθικές μεταπτώσεις στέκονται μάρτυρας για το αντίθετο. Άλλωστε, είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που ξεχωρίζει κάποιος για την αρετή του. Συχνότερα, μάλλον, οι άνθρωποι παρουσιάζονται ελλειμματικοί και ασταθείς στη συμπεριφορά και την επικοινωνία μεταξύ τους.

Πηγή: Πλάτων, Πρωταγόρας, Μετάφραση Ι.Σ. Χριστοδούλου, Ελένη, Απ. Πλευρά, εκδ. Ζήτρος

 

αρχή

 



1. Γιατί η δικαιοσύνη και η πολιτική αρετή θεωρούνται, κατά τον Πρωταγόρα, στοιχεία σύμφυτα με την ίδια την ανθρώπινη ιδιότητα (τουλάχιστον από τη στιγμή που ο άνθρωπος εισέρχεται στον πολιτισμό); Αναλύστε τα επιχειρήματα του Πρωταγόρα στο απόσπασμα αυτό και προσθέστε τα δικά σας.

 


 

εικόνα

Κορινθιακό νόμισμα που απεικονίζει την Αθηνά (420-400 π.Χ.)