ΚΥΡΙΑ ΘΕΜΑΤΑ:
● H απήχηση της αφήγησης του Oδυσσέα στους Φαίακες
● Συνομιλία του Oδυσσέα με τον Aχιλλέα
Pαψωδός.
H ανάγνωσις του Oμήρου.
Πίνακας του Θεόφιλου (1926).
Πηγή: paletaart Χρώμα & Φως
Η Οδύσσεια διαρκεί 41 ημέρες. Στην ενότητα διανύουμε την 33η ημέρα:
Η απήχηση της αφήγησης του Οδυσσέα λ 376-433
376
Έπαψε εκείνος να μιλά, κι οι άλλοι όλοι έμειναν βουβοί κι αμίλητοι,
σαν μαγεμένοι κάτω απ’ τον ίσκιο της μεγάλης αίθουσας.
Ώσπου η Αρήτη, λευκή κι ωραία, έσπασε τη σιωπή μιλώντας:
«Φαίακες, πώς σας φαίνεται ο ξένος άντρας,
380 στην ομορφιά, στο ανάστημα, στο ισόρροπο μυαλό;
Είναι δικός μου ξένος, όμως κι εσείς, έχει ο καθένας μέρος
στην τιμή της πόλης· γι’ αυτό προτείνω, μη βιαστείτε,
μην τον αφήσετε να φύγει, μη λυπηθείτε τα μεγάλα δώρα,
τώρα στην ώρα της ανάγκης του· έτσι κι αλλιώς κρύβουν τα σπίτια σας
385 πολλά αγαθά, με των θεών τη χάρη.»[...]
391 Αμέσως πήρε ο Αλκίνοος τον λόγο λέγοντας:
«Ό,τι ακούσατε θα γίνει· όσο τουλάχιστον θα ’μαι ζωντανός
και βασιλιάς στους Φαίακες, που έχουν χαρά τους το κουπί.
Ας κάνει όμως λίγη υπομονή ο ξένος, μόλο που τόσο επιθυμεί
395 τον νόστο του· ας μείνει ως αύριο, ώστε κι εγώ
να αποτελειώσω την υπόθεση των δώρων· [...].»
399 Του ανταποκρίθηκε ο Οδυσσέας πανέξυπνος:
400 «Αλκίνοε βασιλιά, που διαπρέπεις σ’ όλον τον λαό σου,
ακόμη κι αν θα λέγατε να μείνω εδώ ώσπου να κλείσει χρόνος,
να μου ετοιμάσετε τον γυρισμό, να μου χαρίσετε δώρα λαμπρά,
μετά χαράς θα το δεχόμουν· το κέρδος θα ’ταν μεγαλύτερο,
να φτάσω στη γλυκιά πατρίδα με γεμάτα χέρια·
405 θα με τιμούσαν τότε περισσότερο, θα μ’ αγαπούσαν πιο πολύ,
όλοι που θα με δουν να επιστρέφω στην Ιθάκη.»
Πήρε ο Αλκίνοος ξανά τον λόγο, με φώναξε με το όνομά μου:
«Ω Οδυσσέα, μ’ όλα όσα βλέπουμε μπροστά μας,
κανείς δεν θα μπορούσε να σε πάρει για απατεώνα ή ψεύτη,
410 όπως πολλοί που βόσκουν πάνω σ’ αυτή τη μαύρη γη [...].
413 Εσένα ωστόσο και τα λόγια σου έχουν μορφή και το μυαλό σου λάμπει·
ξέρεις την τέχνη να ιστορείς, σαν αοιδός με άρτια γνώση,
415-6 και των Αργείων τα βάσανα και τα δικά σου /πάθη τα λυπητερά.
Μα τώρα πες μου κάτι ακόμη, εξήγησε με κάθε ακρίβεια,
ανίσως είδες εκεί κάτω κάποιους απ’ τους ισόθεους εταίρους,
όσοι στην Τροία βρέθηκαν μαζί σου κι όσους τους βρήκε ο θάνατος.
420 Η νύχτα αυτή είναι μεγάλη, ατελείωτη· δεν έφτασε η ώρα
ακόμη να κοιμηθούμε στο παλάτι. [...]»
425 Του ανταπάντησε μιλώντας ο Οδυσσέας πολυμήχανος:
«Αλκίνοε βασιλιά, που διαπρέπεις σ’ όλον τον λαό σου,
έχουν την ώρα τους κι οι διηγήσεις που μακραίνουν, έχει
την ώρα του κι ο ύπνος. Αν όμως φλέγεσαι κι άλλο ν’ ακούσεις,
δεν είμαι εγώ που θα το αρνιόμουν· μπορώ κι άλλες πικρότερες
430 να σου ομολογήσω ιστορίες, τα πένθη των εταίρων μου που χάθηκαν
μετά· ενώ στην Τροία ξέφυγαν την ταραχή της μάχης και τους στεναγμούς,
επήγαν του χαμού στον δρόμο της επιστροφής –
433 κι όλα για χάρη μιας ολέθριας γυναίκας.
β. Συνομιλία του Οδυσσέα με τον Αχιλλέα λ 522-604
522 »Και τότε ήλθε του Αχιλλέα η ψυχή, γιου του Πηλέα, [...]
527 ολοφυρόμενη φώναξε το όνομά μου, κι όπως μου μίλησε,
τα λόγια του πετούσαν σαν πουλιά:
«Βλαστάρι του Διός, γιε του Λαέρτη, πολυμήχανε Οδυσσέα,
530 άφοβε, ποιο άλλο έργο φοβερότερο θα βάλει ακόμη ο νους σου;
Που τόλμησες να κατεβείς στον Άδη, όπου νεκροί μονάχα
κατοικούν, δίχως τον νου τους πια, είδωλα και σκιές
βροτών που έχουν πεθάνει.»
Έτσι μου μίλησε, κι εγώ αποκρίθηκα, με το όνομά του:
535 «Ω Αχιλλέα, του Πηλέα γιε, ο πρώτος κι ο καλύτερος των Αχαιών,
ήλθα γυρεύοντας τον Τειρεσία, μήπως μου δώσει
κάποια συμβουλή, το πώς θα φτάσω στην τραχιάν Ιθάκη.
Γιατί δεν ζύγωσα ακόμη στη δική μας γη, δεν πάτησα
το χώμα της πατρίδας· με δέρνει πάντα το κακό. Εσένα όμως,
540 Αχιλλέα, κρίνω πως δεν υπάρχει άλλος σου ευτυχέστερος, ούτε από όσους
έζησαν στο παρελθόν, μήτε από εκείνους που θα ’ρθουν στο μέλλον.
Αφού, και ενόσω ζούσες, όλοι μας σε τιμούσαμε σαν να ’σουνα θεός,
οι Αργείοι, αλλά κι εδώ που βρίσκεσαι με τους νεκρούς,
μένει μεγάλη η δύναμή σου· γι’ αυτό, Αχιλλέα, μη θλίβεσαι
545 και μην πικραίνεσαι πολύ στον θάνατό σου.»
Σ’ αυτά τα λόγια μου εκείνος αμέσως ανταπάντησε μιλώντας:
«Μη θες να με παρηγορήσεις για τον θάνατό μου, Οδυσσέα γενναίε·
θα προτιμούσα πάνω στη γη να ζούσα, κι ας ξενοδούλευα σε κάποιον,
άκληρο πια που να μην έχει και μεγάλο βιος,
550 παρά να είμαι ο άρχοντας στον κάτω κόσμο των νεκρών.
Όμως αυτά ας τα αφήσουμε, και πες μου κάτι για τον ακριβό μου γιο·
μπήκε στον πόλεμο, πρώτος στους πρώτους; μήπως όχι;
Μίλα μου όμως και για τον ευγενικό Πηλέα, αν κάτι ξέρεις κι έμαθες·
κρατεί ακόμη την τιμή στους τόσους Μυρμιδόνες;
555 ή μήπως ατιμάζεται στη Φθία και την Ελλάδα,
καθώς τα γηρατειά τον τσάκισαν και του ’κοψαν χέρια και πόδια;
Γιατί δεν είμαι εγώ κοντά να του παρασταθώ, αφού δεν βλέπω
πια το φως του ήλιου· τέτοιος και όπως κάποτε, στης Τροίας τον κάμπο,
σκότωνα σωρηδόν γενναίους πολεμιστές, να σώσω τους Αργείους. [...]»
564 Στο ερώτημά του εγώ αποκρίθηκα μιλώντας:
565 «Λυπάμαι, που δεν ξέρω να σου πω κάτι για τον πατέρα σου,
τον ανεπίληπτο
Πηλέα· αλλά για το παιδί, τον ακριβό σου Νεοπτόλεμο,
θα ακούσεις απ’ το στόμα μου, όπως το ζήτησες, ακέραιη την αλήθεια.
Μόνος μου, σε καράβι ισόρροπο και κοίλο,
τον έφερα απ' τη Σκύρο στους άλλους Αχαιούς, εκεί
570 που ωραία αρματωμένοι πολεμούσαν.
Κάθε φορά λοιπόν που αποφασίζαμε γύρω απ’ της Τροίας το κάστρο,
πάντοτε εκείνος έπαιρνε τον λόγο πρώτος κι η γνώμη του δεν αστοχούσε –
μόνο ο ισόθεος Νέστωρ κι εγώ, νομίζω, υπερτερούσαμε.
Αλλά και στο πεδίο της μάχης, όταν οι Αχαιοί τους Τρώες πολεμούσαμε,
575 ποτέ δεν ξέμεινε μέσα στο πλήθος, στον σωρό των άλλων·
έτρεχε κι έβγαινε πολύ μπροστά, η ορμή του δεν υποχωρούσε
σε κανένα, και σκότωνε πολλούς στην άγρια μάχη. [...]
584 Αλλά κι όταν αργότερα χωθήκαμε σ’ εκείνο το άλογο,
585 που το ’χτισε ο Επειός, οι πιο γενναίοι Αργείοι, κι έπεσε πάνω μου
όλη η ευθύνη, πότε θα ανοίξει η κλειστή παγίδα μας, πότε θα κλείσει,
τότε λοιπόν οι άλλοι, των Δαναών οι αρχηγοί κι οι σύμβουλοι,
δεν μπόρεσαν να κρύψουν το δάκρυ και τον τρόμο, που τους παρέλυε τα γόνατα.
Εξόν εκείνος, που ούτε μια φορά, ποτέ, τα μάτια μου δεν είδαν
590 να χλωμιάζει η ωραία του όψη ή να σκουπίζει κάποιο δάκρυ
στα μάγουλά του· αμέτρητες
φορές παρακαλούσε
έξω να πεταχτεί επιτέλους από το άλογο, να πιάσει τη λαβή
του ξίφους του, το χάλκινο βαρύ του δόρυ, γιατί άναβε τον νου του ο πόθος,
το πώς τους Τρώες θα βλάψει.
595 Αλλά και τότε πια που πήραμε την πόλη του Πριάμου, το ψηλό της κάστρο,
αυτός, αφού μοιράστηκε λεία και έπαθλο λαμπρό, αμέσως
στο καράβι ανέβηκε, απείραχτος· μήτε ποτέ τον βρήκε
χάλκινη αιχμή, μήτε κι από κοντά λαβώθηκε – πράγματα
που συχνά συμβαίνουν την ώρα του πολέμου, όταν, δίχως καμιά διάκριση,
600 μαίνεται ο Άρης.»
Ακούγοντας τον λόγο μου, πήρε να απομακρύνεται του Αιακίδη η ψυχή,
που δεν τον έφτανε άλλοτε κανείς στο τρέξιμο,
ανοίγοντας μεγάλο βήμα, προς το ασφοδελό λιβάδι –
604 με μια χαρά περήφανη, μ' όσα του ιστόρησα για το λαμπρό του παλικάρι.
Ερωτήσεις κατανόησης Ερωτήσεις κατανόησης