β΄ εν. προστ. παρακ. ρ.
δουλεύω | δεδουλευκὼς |
γ΄ πληθ.
προστ. παρακ. ρ. πιστεύω |
πεπιστευκότες |
β΄ εν. προστ. αορ. ρ.
ἑρμηνεύω | ἑρμήνευ |
β΄ εν. προστ. παρακ. ρ.
ἀκούω | ἀκηκοὼς |
γ΄ εν. προστ. παρακ. ρ.
παρασκευάζω | παρεσκευακὼς |
β΄ πληθ. προστ. ενεστ. ρ.
κρύπτω | κρύπτε |