Άμεσο και έμμεσο αντικείμενο


Τον Πέτρο μαθαίνει ο δάσκαλος κιθάρα.
Ρήμα:μαθαίνει γεν., αιτ.

ή εμπρόθετο

άμεσο

ή έμμεσο

Υποκ. (ποιος μαθαίνει;)
Αντ. (τι μαθαίνει;)
Αντ. (σε ποιον μαθαίνει;)