Δυναστεία των Μακεδόνων (Μακεδονική δυναστεία)
Βασίλειος Α' ο Μακεδών (867-886)
Λέων ΣΤ' ο Σοφός (886-912)
Αλέξανδρος (912-913)
Κωνσταντίνος Ζ' ο Πορφυρογέννητος (913-959)
Ρωμανός Α' Λεκαπηνός (920-944)
Ρωμανός Β' (959-963)
Νικηφόρος Β' Φωκάς (963-969)
Ιωάννης Α' Τσιμισκής (969-976)
Βασίλειος Β' (976-1025)
Κωνσταντίνος Η' (1025-1028)
Ζωή (1028-1050)
Ρωμανός Γ' ο Αργυρός (1028-1034)
Μιχαήλ Δ' ο Παφλαγών (1034-1041)
Μιχαήλ Ε' ο Καλαφάτης (1041-1042)
Κωνσταντίνος Θ' ο Μονομάχος (1042-1055)
Θεοδώρα (1042 & 1055-1056 )
Μιχαήλ ΣΤ' Βρίγγας (Στρατιωτικός) (1056-1057) εκτός δυναστείας
7. Σχέσεις Βυζαντίου-Δύσης. Αγώνες για τη διατήρηση των ιταλικών κτήσεων
Συνοπτική παρουσίαση της ενότητας
Διδακτικοί στόχοι
1. Να παρακολουθήσουν οι μαθητές την εξέλιξη της δυτικής πολιτικής του Βυζαντίου.
2. Να γνωρίσουν οι μαθητές μεθόδους και τρόπους άσκησης της βυζαντινής διπλωματίας.
Επισημάνσεις για την πορεία διδασκαλίας
Η διδασκαλία προτείνεται να ξεκινήσει από το ερώτημα: Πώς βρέθηκαν οι Έλληνες στη Σικελία και τη Ν. Ιταλία; Ακολούθως πρέπει να γίνει μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία της βυζαντινής Ιταλίας: Οι κυριότεροι σταθμοί της ήταν οι κατακτήσεις του Ιουστινιανού, η ίδρυση του Εξαρχάτου της Ραβένας, οι νέες εγκαταστάσεις Ελλήνων στα χρόνια των σλαβικών επιδρομών, η κατάκτηση της Βενετίας και της Ιστρίας από τον Καρλομάγνο και η ανάκτησή τους από το Βυζάντιο δυνάμει της συνθήκη του έτους 812.
Η καθαυτό διδακτική ενότητα επικεντρώνεται στις κατακτήσεις των Αράβων επί Σικελίας, τις δημογραφικές και στρατιωτικές συνέπειές τους και τις πολιτικές συνέπειες της γερμανικής παρέμβασης. Με τις αραβικές επιδρομές και τη στέψη του Όθωνα Α' ως βασιλέως Ιταλίας και ως αυτοκράτορος Ρωμαίων συνδέονται στενά οι επιδιώξεις της ιταλικής πολιτικής του Βυζαντίου (απόκρουση Αράβων και Γερμανών και διατήρηση και επέκταση των ιταλικών κτήσεων) και η διοικητική οργάνωση των βυζαντινών κτήσεων σε τρία θέματα που συνενώθηκαν περί το 975 στο κατεπανάτο Ιταλίας.
Η ιταλική πολιτική των Μακεδόνων απέβλεπε στην απόκρουση των Αράβων και στην επίλυση των διπλωματικών διαφορών του Βυζαντίου με την Γερμανική Αυτοκρατορία (χρήση αυτοκρατορικού τίτλου και έλεγχος ημιαυτόνομων ιταλικών κρατιδίων) και άλλαξε πολλές φορές. Ο Κωνσταντίνος Ζ' αντιμετώπισε τους Άραβες με τη συνδρομή του γηγενούς ιταλικού πληθυσμού (δεύτερο παράθεμα), ενώ αντάλλαξε πρεσβείες με δυτικούς ηγέτες. Ο Νικηφόρος ακολούθησε σκληρή γραμμή στις διαπραγματεύσεις με τον απεσταλμένο του Όθωνα Λιουτπράνδο (απόσπασμα από το έργο του Λιουτπράνδου Relatio de legatione Constantinopolitana). Ο Ιωάννης Τζιμισκής, αντίθετα με τον προκάτοχό του, έδειξε διαλλακτικότητα έναντι των Γερμανών και έφτασε σε έναν συμβιβασμό, που επισφραγίστηκε με τον γάμο μεταξύ Όθωνα Β' και Θεοφανώς. Ο γάμος είχε σημαντικές πολιτιστικές συνέπειες, αφού ενίσχυσε τις βυζαντινές επιρροές στη Γερμανία και τη Δύση.
Σχολιασμός του υποστηρικτικού υλικού
Το πρώτο παράθεμα προέρχεται από αγιολογικό κείμενο και περιγράφει τη μετοικεσία μέρους του σικελικού πληθυσμού προς την Καλαβρία, εξαιτίας των κατακτήσεων και λεηλασιών των Αράβων στο νησί και της τρομερής πείνας που ακολούθησε μαζί με τις συνέπειές της (φαινόμενα ανθρωποφαγίας). Οι Σικελιώτες, υπό την ηγεσία του αγίου Σάββα, έφυγαν προς το ανατολικό μέρος του νησιού, όπου κατέφυγαν προσωρινά στο απόρθητο φρούριο της Ραμέτας, και ακολούθως πέρασαν με πλοία στην Καλαβρία.
Το δεύτερο παράθεμα αναφέρεται στην εξέγερση των κατοίκων του Ροσάνου / Rossano κατά του βυζαντινού διοικητή της περιοχής που έγινε περίπου το 965/966, στα χρόνια της βασιλείας του Νικηφόρου Φωκά. Τα γεγονότα εξελίχτηκαν ως εξής: Ο μάγιστρος Νικηφόρος Εξακιονίτης, προφανώς στρατηγός και διοικητής της Καλαβρίας, αποφάσισε να κατασκευάσει με προσωπική εργασία (αγγαρεία) των κατοίκων χελάνδια (πολεμικά πλοία), για να προστατεύσει με αυτά τις πόλεις της περιοχής από τις αραβικές επιδρομές και «να αφανίσει τη γειτονική και εχθρική Σικελία», που αποτελούσε το ορμητήριο των Σαρακηνών (Αράβων). Όταν τα πλοία είχαν ναυπηγηθεί και ήταν έτοιμα να καθελκυστούν στη θάλασσα, οι «πάροικοι» του Ροσάνο ξεσηκώθηκαν, πυρπόλησαν τα πλοία και απαγχόνισαν τους καπετάνιους (πρωτοκαράβους).
Ποιοι ήταν οι λόγοι της εξέγερσης και των ενεργειών που επακολούθησαν; Σύμφωνα με τη Vera von Falkenhausen, La Vita di S. Nilo come fonte storica per la Calabria Bizantina, Atti del congress internazionale su S. Nilo di Rossano, Rossano-Grottaferrata 1989, 292, αυτές υπαγορεύτηκαν από την επιθυμία των κατοίκων του Ροσάνο, που είχαν ναυπηγήσει τα χελάνδια και αποτελούσαν τα πληρώματα του στόλου, να εμποδίσουν τη βυζαντινή αντεπίθεση εναντίον της Σικελίας, «όντας ασυνήθιστοι να υπηρετούν τα χελάνδια (εννοείται ως κωπηλάτες και μαχητές)», όπως υπογραμμίζει το κείμενο. Πρόκειται για σύγκρουση μεταξύ των επεκτατικών φιλοδοξιών της βυζαντινής κυβέρνησης, εκπροσωπούμενα από το μάγιστρο Νικηφόρο Εξακιονίτη, και του αμυντικού πραγματισμού (ρεαλισμού) του τοπικού πληθυσμού, που εκφράζει στην πράξη την πολιτική σύγκρουση μεταξύ πρωτεύουσας και επαρχίας.
Το τρίτο παράθεμα προέρχεται από την εμπαθή, σχεδόν λιβελογραφική έκθεση του Λιουτπράνδου για την πρεσβεία του στην Κωνσταντινούπολη και διαφωτίζει τις αιτίες της σύγκρουσης μεταξύ του Γερμανικού και του Βυζαντινού Κράτους στα χρόνια του Νικηφόρου Φωκά. Τα «αγκάθια» που δηλητηρίαζαν τις σχέσεις των δύο κρατών ήταν η χρήση του τίτλου imperator Romanorum (βασιλεύς Ρωμαίων) από τον Όθωνα Α' και η προσπάθεια των Γερμανών να θέσουν υπό τον έλεγχό τους τη Ρώμη και τα ημιαυτόνομα κρατίδια της κεντρικής Ιταλίας. Οι Βυζαντινοί θεωρούσαν ότι στον ηγεμόνα των Γερμανών ταίριαζε ο τίτλος rex και ότι δεν είχε δικαίωμα κυριαρχίας στον χώρο της κεντρικής Ιταλίας. Στην ουσία πρόκειται για ανανέωση της διαμάχης που ξέσπασε με αφορμή τη αυτοκρατορική στέψη του Καρλομάγνου (800).
Σχετικά με το εικονογραφικό υλικό επισημαίνουμε ότι η παράσταση με τους γάμους της Θεοφανώς με τον Όθωνα Β' είναι σημαντική, γιατί το γεγονός αυτό σηματοδοτεί τη μεταβολή της βυζαντινής πολιτικής έναντι των Γερμανών, την αποκατάσταση των γερμανοβυζαντινών σχέσεων (με την επάνοδο στο παλαιό Status quo) και την αρχή μιας περιόδου έντονου επηρεασμού των γερμανικών χωρών από τον βυζαντινό πολιτισμό. Πολύ χρήσιμος για να μπορέσουν οι μαθητές να προσανατολιστούν στον γεωγραφικό χώρο της Ιταλίας και να κατανοήσουν τους στόχους της βυζαντινής και γερμανικής πολικής σ' αυτή είναι ο χάρτης στο τέλος της ενότητας.
Υποδείξεις για τις απαντήσεις στις ερωτήσεις του βιβλίου
Οι αιτίες της αποδημίας των Σικελιωτών από την κεντρική Σικελία προς τις ανατολικές ακτές του νησιού και από εκεί προς την Καλαβρία ήταν οι επιδρομές και λεηλασίες των Αράβων, οι οποίες προκάλεσαν φοβερό λιμό. Η πείνα οδήγησε με τη σειρά της σε φαινόμενα ανθρωποφαγίας (κανιβαλισμού), ακόμη και σε βάρος νεκρών συγγενών. Οι συνέπειες της μετανάστευσης ήταν κυρίως δημογραφικές: Μείωση του πληθυσμού της Σικελίας και ενίσχυση του ελληνικού στοιχείου της Καλαβρίας (πρώτη ερώτηση).
Οι αιτίες της εξέγερσης ήταν η απροθυμία των κατοίκων του Ροσάνο να συμμετάσχουν σε μια άκρως επικίνδυνη εκστρατεία κατά της Σικελίας, τη στιγμή που οι ίδιοι δεν είχαν πολεμική πείρα στη θάλασσα και δεν είχαν συνηθίσει να υπηρετούν ως κωπηλάτες ή ως μαχητές στα πλοία. Η δυσαρέσκεια των εξεγερθέντων εκφράστηκε με την πυρπόληση των πλοίων που είχαν ναυπηγήσει οι ίδιοι με αναγκαστική εργασία και τον απαγχονισμό των κυβερνητών των χελανδίων (πρωτοκαράβων) (δεύτερη ερώτηση).
Από τους μεσαιωνικούς όρους μάγιστρος και κατεπάνω προήλθαν αντίστοιχα οι λέξεις μάστορας / μαέστρος, master/Meister καπετάνιος, captain/Kapitän κ.ά. (τρίτη ερώτηση).
Σύμφωνα με τη μεσαιωνική αντίληψη, επί γης δεν μπορούσε να υπάρξει παρά μόνο μία αυτοκρατορία, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, και ένας μόνο αυτοκράτορας, που έφερε τον επίσημο τίτλο imperator Romanorum ή βασιλεύς Ρωμαίων. Το αντίθετο, δηλαδή η ύπαρξη δύο αυτοκρατοριών και δύο αυτοκρατόρων, αποτελούσε εξωπραγματικό νεωτερισμό και παράλογο σκάνδαλο, που δεν θα μπορούσε να έχει υπόσταση και διάρκεια. Σύμφωνα με την αντίληψη των Βυζαντινών στον ηγεμόνα της Δύσης ταίριαζε μάλλον ο τίτλος rex, που δήλωνε ένα ηγεμόνα κατά πολύ υποδεέστερο από τον βασιλέα Ρωμαίων που έδρευε και κατοικούσε στις όχθες του Βοσπόρου. Για τον λόγο αυτό το Βυζάντιο συγκρούστηκε τόσο με την αυτοκρατορία που εγκαθίδρυσε ο Κάρολος ο Μέγας, όταν την ημέρα των Χριστουγέννων του έτους 800 στέφθηκε από τον πάπα imperator, Romanum gubernans imperium, όσο και με την αυτοκρατορία που δημιούργησε ο Γερμανός ηγεμόνας Όθων Α' αποδεχόμενος το αυτοκρατορικό αξίωμα στη Ρώμη το έτος 962 (τέταρτη ερώτηση).
χρονολόγιο Δες κι εδώ
717| 726| 730| 732| 740| 741| 747| 763| 775| 780| 787| 790| 797| 800| 802| 811| 812| 813| 815| 820| 823| 829| 838| 842| 860| 863| 864 867| 870| 879| 886| 887| 895| 912| 913| 920| 943| 951| 959| 961| 962| 963| 965| 968| 969| 975| 976| 989| 997| 1002| 1014| 1018| 1025| 1028| 1028| 1034| 1041| 1042| 1054 | 1055| 1056|Δυναστείες και αυτοκράτορες
Δυναστεία των Ισαύρων ή Συριακή δυναστεία
Λέοντας Γ' (717-741)
Κωνσταντίνος Ε' (741-775)
Λέοντας Δ' Χάζαρος (775-780)
Κωνσταντίνος Στ'- Ειρήνη (780-790)
Κωνσταντίνος Στ' (790-797)
Ειρήνη (797-802)
«Διάδοχοι» της δυναστείας των Ισαύρων
Νικηφόρος Α' (802-811)
Σταυράκιος (811)
Μιχαήλ Α' ο Ραγκαβές (811-813)
Λέων Ε' Αρμένιος(813-820)
Δυναστεία του Αμορίου
Μιχαήλ Β' ο Τραυλός (Ψελλός)(820-829)
Θεόφιλος (829-842)
Μιχαήλ Γ' ο Μέθυσος (842-867)
Δυναστεία των Μακεδόνων (Μακεδονική δυναστεία)
Βασίλειος Α' ο Μακεδών (867-886)
Λέων ΣΤ' ο Σοφός (886-912)
Αλέξανδρος (912-913)
Κωνσταντίνος Ζ' ο Πορφυρογέννητος (913-959)
Ρωμανός Α' Λεκαπηνός (920-944)
Ρωμανός Β' (959-963)
Νικηφόρος Β' Φωκάς (963-969)
Ιωάννης Α' Τσιμισκής (969-976)
Βασίλειος Β' (976-1025)
Κωνσταντίνος Η' (1025-1028)
Ζωή (1028-1050)
Ρωμανός Γ' ο Αργυρός (1028-1034)
Μιχαήλ Δ' ο Παφλαγών (1034-1041)
Μιχαήλ Ε' ο Καλαφάτης (1041-1042)
Κωνσταντίνος Θ' ο Μονομάχος (1042-1055)
Θεοδώρα (1042 & 1055-1056 )
Μιχαήλ ΣΤ' Βρίγγας (Στρατιωτικός) (1056-1057) εκτός δυναστείας
Όροι – κλειδιά της ενότητας
Κατάκτηση Σικελίας, μετοικεσίες στην Καλαβρία, θέματα Λογγοβαρδίας, Καλαβρίας, Λουκανίας, Όθων Α΄, βασιλεύς Ρωμαίων, κατεπάνω/κατεπανάτο Ιταλίας, Θεοφανώ, Όθων Β΄, ενίσχυση βυζαντινής επιρροής στη Γερμανία, βοήθεια Βενετών, εμφάνιση Νορμανδών.
α. Ο Ελληνισμός της Ιταλίας
Το ελληνικό στοιχείο, που κατά την αρχαιότητα κατοικούσε στη Σικελία και τη Ν. Ιταλία (Μεγάλη Ελλάς), ενισχύθηκε κατά τον 7ο και τον 8ο αι. με μετοικεσίες πληθυσμών από την Ελλάδα εξαιτίας των σλαβικών επιδρομών.
Στις αρχές του 10ου αι. οι Άραβες ολοκλήρωσαν την κατάκτηση της Σικελίας. Στο Βυζάντιο απέμεινε η Ν. Ιταλία. Σικελιώτες, που εγκατέλειψαν τις εστίες τους μπροστά στις αραβικές επιθέσεις, πύκνωσαν το ελληνικό στοιχείο της περιοχής.
Σικελιώτες στην Καλαβρία (μέσα 10ου αι.)
Οι Ισμαηλίτες κυρίευσαν όλη τη χώρα και λεηλάτησαν όλους τους τόπους της. Φοβερή πείνα έπεσε σ' όλους τους κατοίκους - όχι μόνο σ' όσους κατοικούσαν στις πόλεις, αλλά ακόμη και εκείνους που ζούσαν πάνω στα βουνά. Τι τρομερή τραγωδία μπορούσε να δει κανείς, τι δυστυχία φανερώθηκε! Πολλοί Χριστιανοί έφαγαν τότε τις σάρκες των αγαπημένων τους παιδιών [...]. Παιδιά έφαγαν τις σάρκες άτυχων γονιών, και αδέλφια τις σάρκες αδελφών τους. [...] Η πείνα ήταν τόσο ανυπόφορη, που η φύση χτυπούσε και κατάβρόχθιζε τον εαυτό της. Τόσο μεγάλη ασέβεια έβλεπε ο ήλιος σ' αυτή την περιοχή [...].
Τότε ο άγιος Σάββας εξασφάλισε τη σωτηρία όχι μόνο στους οικείους του [που ζούσαν στην πόλη Collesano] αλλά και άλλους πολλούς ανθρώπους: τους οδήγησε μέσα από ερημικά βουνά και τους εγκατέστησε σε πολύ οχυρά κάστρα (στην περιοχή της Rametta, ανατολικά της Σικελίας). Έπειτα εγκατέλειψε στο μέρος αυτό (το πλήθος του λαού) και ο ίδιος με τους γονείς του έφτασε στην Καλαβρία, περνώντας τη θάλασσα.
Ιστορία και έπαινος των αγίων Σάβα και Μακαρίου των Νέων εκ Σικελίας υπό Ορέστου, πατριάρχου Ιεροσολύμων (αρχές 11ου αι.), έκδ. Io. Cozza-Luzi (Ρώμη 1893) 13-14.
Η βυζαντινή Ν. Ιταλία περιλάμβανε τα θέματα Λογγοβαρδίας, Καλαβρίας και Λουκανίας και συνόρευε στον Βορρά με κρατίδια που προσπαθούσαν να κρατήσουν την αυτονομία τους έναντι του Βυζαντίου και του Γερμανικού Κράτους.
β. Η ιταλική πολιτική των Μακεδόνων - σχέσεις με το Γερμανικό Κράτος
Η δυτική ή ιταλική πολιτική των Μακεδόνων αποσκοπούσε στη διατήρηση και την επέκταση των κτήσεών τους στην Ιταλία και στην απόκρουση των αραβικών επιθέσεων και της γερμανικής απειλής.
Για την αντιμετώπιση των Αράβων ο Κωνσταντίνος Ζ' προσπάθησε να εξασφαλίσει συμμάχους στη Δύση και έτσι αντάλλαξε πρεσβείες με τους ηγέτες της. Ωστόσο νικήθηκε στρατιωτικά από τους Άραβες (μέσα 10ου αι.).
Ο Νικηφόρος Φωκάς έναντι των Αράβων της Σικελίας και των Γερμανών ακολούθησε αμυντική τακτική, στηριζόμενος σε συμμαχίες με Ιταλούς ηγεμόνες και στη βοήθεια του τοπικού πληθυσμού.
Στάση των κατοίκων του Ροσσάνο (965-966)
Κυβερνούσε τότε και τις δύο περιοχές, δηλαδή την (υπόλοιπη) Ιταλία και την Καλαβρία μας, ο μάγιστρος (είδος αξιώματος) Νικηφόρος Εξακιονίτης [...]. Ο μάγιστρος [...] σκέφτηκε να κατασκευάσει τα λεγόμενα χελάνδια (τύπος βυζαντινού πολεμικού πλοίου) σε κάθε πόλη της Καλαβρίας και μ' αυτά όχι μόνο να διαφυλάξει την ασφάλειά τους και να τις απαλλάξει από κινδύνους, αλλά επίσης να παραδώσει στον αφανισμό τη γειτονική και εχθρική Σικελία. Αυτό όμως δεν μπόρεσαν να το ανεχτούν οι κάτοικοι του Ροσσάνο, γιατί ήταν ασυνήθιστοι να υπηρετούν στα χελάνδια και (έτσι), ενώ είχαν ναυπηγήσει τα πλοία και έμελλαν να τα καθελκύσουν στη θάλασσα, παρακινημένοι από υπέρμετρο ζήλο [...], όρμησαν με μεγάλο θόρυβο και πυρπόλησαν τα πλοία και κρέμασαν τους καπετάνιους τους. [...]
Βίος Νείλου του Νέου, κεφ. 60-62, έκδ. P. Germano Giovanelli, Badia di Grottaferrata 1972, 101-103.
Η απειλή για τις βυζαντινές κτήσεις στην Ιταλία έγινε έντονη, όταν ο γερμανός ηγεμόνας Όθων Α' ανακηρύχτηκε βασιλεύς Ιταλίας (951) και στέφθηκε από τον πάπα στη Ρώμη αυτοκράτωρ Ρωμαίων (962).
Μετά την ανταλλαγή πολλών πρεσβειών, ο πρεσβευτής του Όθωνα Λιουτπράνδος, επίσκοπος Κρεμώνας, ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη (Δεκέμβριος 968), για να προτείνει ειρήνη και γάμο του γερμανού διαδόχου με μια βυζαντινή πριγκήπισσα, με προίκα τις βυζαντινές κτήσεις της Ν. Ιταλίας. Οι Νικηφόρος Φωκάς απέρριψε τις προτάσεις αυτές, επικαλούμενος τη γερμανική επιθετικότητα εναντίον των ιταλικών του κτήσεων, και επιφύλαξε πολλές ταπεινώσεις στον Λιουτπράνδο που επέστρεψε άπρακτος στη Δύση.
45
Ο Ιωάννης Τζιμισκής συνένωσε τα τρία ιταλικά θέματα και ίδρυσε το κατεπανάτο Ιταλίας (περί το 975). Ο κατεπάνω (δηλ. ο διοικητής) της Ιταλίας έδρευε στο Μπάρι. Συγχρόνως ο Τζιμισκής ακολούθησε μετριοπαθή πολιτική έναντι των Γερμανών. Το 972 η Θεοφανώ, ανεψιά του αυτοκράτορα, νυμφεύτηκε στη Ρώμη τον Όθωνα Β', διάδοχο του γερμανικού θρόνου.
Λιουτπράνδος και βυζαντινές αρχές
Ο Λιουτπράνδος, απευθυνόμενος στον γερμανό ηγεμόνα και κύριό του, γράφει:
Γιατί αυτός (ο αξωματούχος Λέων Φωκάς) δεν Σας αποκαλούσε imperator (=αυτοκράτορα), βασιλέα στη γλώσσα του, αλλά ρήγα, [τίτλο που προέρχεται] από το δικό μας regem [...].
Ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Φωκάς σχολίασε ως εξής την ιταλική πολιτική του Γερμανών:
«Έπρεπε και μάλιστα θέλαμε να σε υποδεχτούμε φιλικά και μεγαλόπρεπα· αλλά δεν το επιτρέπει η ασέβεια του κυρίου σου, που κατέλαβε τη Ρώμη με εχθρική εισβολή, παράνομα και αθέμιτα άρπαξε με τη βία από τον Βερεγγάριο (βασιλιά της Ιταλίας) και τον Αδαλβέρτο (γιο του Βερεγγάριου) τη χώρα τους και από τους κατοίκους της Ρώμης άλλους σκότωσε, άλλους απαγχόνισε, άλλους τύφλωσε και άλλους εξόρισε. Τέλος επιχείρησε να καθυποτάξει διά πυρός και σιδήρου τις πόλεις του κράτους μας· επειδή όμως δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει τον άδικο σκοπό του, έστειλε τώρα, με πρόσχημα την ειρήνη, σε μας ως κατάσκοπο εσένα, τον υποβολέα και εισηγητή της ραδιουργίας του.
Β. Στ. Καραγεώργος, Η Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Μεσαιωνική Περίοδος, Αθήνα 1987, 499.
Ο Όθων Β' (973-983) ωστόσο έδειξε αλαζονεία και διέσχισε τη Νότια Ιταλία που αποτελούσε βυζαντινό έδαφος, συντρίφτηκε όμως από τους Άραβες σε ναυμαχία που έγινε κοντά στον Κρότωνα, λιμάνι της Ν. Ιταλίας (982). Μετά τον θάνατό του οι σχέσεις των δύο κρατών αποκαταστάθηκαν. Η επιρροή του βυζαντινού πολιτισμού στη Γερμανία ήταν πολύ έντονη στα χρόνια που η Θεοφανώ επιτρόπευε τον ανήλικο γιο της (983-992).
Οι γάμοι Όθωνα Β΄ και Θεοφανώς.
Ελεφαντοστό του 10ου αι. (Παρίσι. Μουσείο Cluny).
Ο Βασίλειος Β' αντιμετώπισε αποτελεσματικά τις εξωτερικές απειλές με τη βοήθεια των Βενετών και των Πισατών. Στους Βενετούς παραχώρησε μάλιστα τα πρώτα εμπορικά προνόμια, τα οποία αργότερα διευρύνθηκαν από τους Κομνηνούς. Στα μέσα του 11ου αι. εμφανίστηκε το πρόβλημα των Νορμανδών που είχαν κατακτήσει πολλά εδάφη στη Ν. Ιταλία και είχαν γίνει επικίνδυνοι για τις βυζαντινές κτήσεις.
Αγγελόκαστρο, το φρουριακό συγκρότημα (Ευρωπαϊκό Κέντρο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων)
46