προηγούμενη επόμενη

Αρχαία ελληνική μυθολογία

ΗΡΑΚΛΗΣ

Μια ιστορία γάμων, φόνων, καθαρμών, διεκδίκησης κληρονομικών δικαιωμάτων και εξουσίας

Ο Ηρακλής πνίγει τα φίδια. Ερυθρόμορφη υδρία καλπίς του Ζωγράφου της Ναυσικάς, περίπου 460-450 π.Χ.



 

8 9 10 11 12 13 14 15 16 17 18 19 20 21 22 23 24 25 26 27 28 29 30 31 32 33 34 35 36 37 38 39 40 41 42 43 44 45 46

ἐμοὶ πατρὶς μὲν Ἄργος, ὄνομα δ᾽ Ἡρακλῆς, θεῶν δὲ πάντων πατρὸς ἐξέφυν Διός· ἐμῇ γὰρ ἦλθε μητρὶ κεδνὸν εἰς λέχος Ζεύς, ὡς λέλεκται τῆς ἀληθείας ὕπο. (Ευρ., Fr. 591.1-591.4)

Ο Ηρακλής, περισσότερο από κάθε άλλο ήρωα της ελληνικής μυθολογίας, είναι ένας λαϊκός ήρωας που υπερβαίνει τα τοπικά όρια της καταγωγής του και γίνεται πανελλήνιος ήρωας.

Στις τραγωδίες Ηρακλής Μαινόμενος και Άλκηστη ο Ευριπίδης δίνει πληροφορίες για την καταγωγή, το ήθος, τις πράξεις, τις μετακινήσεις και κατακτήσεις του ήρωαέσω, για τον στόχο των ενεργειών του, που είναι η διευκόλυνση της ζωής των ανθρώπων, η απαλλαγή από επικίνδυνες καταστάσεις, από θηρία και κακούς άρχοντες, η ψυχική ανάταση των ανθρώπων, η ευσέβεια, που σημαίνει μια ζωή καθοδηγούμενη από όρους και κανόνες όπως αυτοί επιβάλλονται από το θρησκευτικό σύστημα του δωδεκαθέου, και συντείνουν σε συγκεκριμένους στόχους. Αν λάβουμε υπόψη ότι ο Ηρακλής όπου πηγαίνει ιδρύει βωμούς, τότε αναμφίβολα ο ρόλος του είναι εκπολιτιστικός και πολιτικός.

Πριν προχωρήσουμε στα ζητήματα της οικογενειακής διαπλοκής της γενιάς του Ηρακλή επισημαίνουμε ότι είναι δύσκολο να τα παρακολουθήσει κανείς χωρίς τη βοήθεια ενός σχηματικού γενεαλογικού δέντρου, ώστε να κατανοήσει τους δεσμούς συγγένειας ανάμεσα στα ύπανδρα ζευγάρια και τους λόγους (πάντα εξουσίας) μιας σειράς αιμομικτικών γάμων. [Εικ. 8] Πιο συγκεκριμένα:

Πρόγονοι

Στην κορυφή της καταγωγής του ήρωα βρίσκεται ο Δίας, από την ένωση του οποίου με τη Δανάη γεννιέται ο προπάππος του Ηρακλή, ο ήρωας Περσέας· προγιαγιά του είναι η Ανδρομέδα. Παιδιά του Περσέα και της Ανδρομέδας είναι η Γοργοφόνη, ο Έλειος, ο Αλκαίος, ο Ηλεκτρύωνας, ο Μήστορας, ο Σθένελος. Τρία από τα παιδιά αυτά, ο Αλκαίος, ο Μήστορας και ο Σθένελος, παντρεύτηκαν τρεις αδελφές, κόρες του Πέλοπα, ο πρώτος την Αστυμέδουσα ή Αστυδάμεια, ο δεύτερος τη Λυσιδίκη, ο τρίτος τη Νικίππη. Από το πρώτο ζευγάρι, τον Αλκαίο και την Αστυμέδουσα, γεννήθηκαν δύο παιδιά, ο Αμφιτρύωνας και η Αναξώ, από το δεύτερο μία κόρη, η Ιπποθόη και από το τρίτο δυο κόρες και μετά ο Ευρυσθέας. Η Αναξώ παντρεύτηκε τον θείο της Ηλεκτρύωνα και από την ένωσή τους γεννήθηκε η Αλκμήνηεξω που είχε εννιά αδελφούς και έναν ακόμη, τον Λικύμνιο, καρπό του πατέρα της και της παλλακίδας του Μιδέας από τη Φρυγία. Η Αλκμήνη με τη σειρά της, όπως η μητέρα της αρχικά, παντρεύτηκε έναν αδελφό της μάνας της, τον θείο της Αμφιτρύωνα. [Εικ. 9] Με άλλα λόγια, ο Ηλεκτρύωνας παντρεύεται την ανεψιά του και το ίδιο κάνει και ο Αμφιτρύωνας. Αυτοί οι αιμομικτικοί γάμοι σταματούν με την παρέμβαση του Δία: ο Δίας ενώνεται με την Αλκμήνη και από προ-προπάππος του Ηρακλή γίνεται ο θεϊκός πατέρας του. Όσο για τους γάμους του Ηρακλή, μέχρι και μετά τον θάνατο και την αποθέωσή του, δεν είναι με κοπέλες από τον κύκλο της οικογένειάς του. Από τους γάμους του, επίσημους και μη, προκύπτουν παιδιά, Ηρακλείδες, μέσω των οποίων πολλοί λαοί ανήγαγαν την καταγωγή τους στον Ηρακλή, ανάμεσά τους και οι Μακεδόνες. Ο Ηρακλής και οι Ηρακλείδες, Περσείδες στην καταγωγή από το Άργος, βρίσκονται σε μια διαρκή προσπάθεια επιστροφής στη γενέθλια γη, όμως τα εμπόδια είναι πολλά. Και το πρώτο κατά σειρά, ο Ευρυσθέας.

Για την εξουσία των Μυκηνών. Διεκδίκηση του θρόνου από νόμιμους κληρονόμους

Ο Ηλεκτρύωνας βρέθηκε βασιλιάς των Μυκηνών να διαδέχεται τον αδελφό του Μήστορα που είχε μείνει χωρίς διαδόχους, καθώς την κόρη του Ιπποθόη την είχε αρπάξει ο Ποσειδώνας και την έφερε στα νησιά Εχινάδες, στις εκβολές του Αχελώου, όπου και ενώθηκε μαζί της. Από την ένωσή τους γεννήθηκε ο Τάφιος, οικιστής της Τάφου, ενός μικρού νησιού ανατολικά της Λευκάδας στο Ιόνιο, στην ακτή της Ακαρνανίας, και ονόμασε τους κατοίκους της Τηλεβόες, είτε γιατί έφτασε εκεί μακριά (τήλε) από την πατρίδα του, όπως λέει ο Απολλόδωρος, είτε γιατί έκλεβαν κοπάδια από μακριά (τήλε+βους) είτε γιατί σήκωναν φωνή, δηλαδή μάχη, τόσο με τους κοντινούς τους γείτονες όσο και με άλλους μακρινούς, είτε γιατί μπορούσαν να στέλνουν τη φωνή τους μακριά [1]. Ο Τάφιος απέκτησε ένα γιο, τον Πτερέλαο, που ο παππούς του, ο Ποσειδώνας, τον έκανε αθάνατο, κάνοντας να φυτρώσει στο κεφάλι του μια χρυσή τρίχα. Αυτός με τη σειρά του απέκτησε έξι γιους, τον Χρομίο, τον Τύραννο, τον Αντίοχο, τον Χερσιδάμαντα, τον Μήστορα (πήρε το όνομα του προπάπαππου του) και τον Ευήρη. Αυτά τα έξι αγόρια, όταν μεγάλωσαν και έμαθαν την καταγωγή τους, μαζί με τον Τάφιο πήγαν στις Μυκήνες και διεκδίκησαν την εξουσία από τον Ηλεκτρύωνα. Εκείνος αρνήθηκε ότι έχουν οποιοδήποτε δικαίωμα και εκείνα τότε παραφύλαξαν και έκλεψαν ζώα από τα κοπάδια του. Τα εννιά αγόρια του Ηλεκτρύωνα κυνήγησαν τους γιους του Πτερέλαου και συγκρούστηκαν μαζί τους, για να σώσουν την περιουσία του πατέρα τους, μέχρι που σκοτώθηκαν όλοι εκτός από τον Λικύμνιο, τον μικρό γιο του Ηλεκτρύωνα από τη Μιδέα, και τον Ευήρη του Πτερέλαου που είχε μείνει στο λιμάνι να φυλάει τα πλοία. Όσοι από τους υπόλοιπους Ταφίους σώθηκαν απέπλευσαν παίρνοντας μαζί τους και τα κλεμμένα βόδια. Στο ταξίδι της επιστροφής στην πατρίδα τους προσάραξαν στην Ηλεία και άφησαν τα ζώα στον βασιλιά Πολύξενο· αλλά ο Αμφιτρύωνας τα εξαγόρασε και τα οδήγησε πάλι πίσω στις Μυκήνες. Ο Ηλεκτρύωνας, θέλοντας να πάρει εκδίκηση για τον θάνατο των παιδιών του, ετοίμασε εκστρατεία εναντίον των Τηλεβόων και εμπιστεύτηκε στον ανεψιό του Αμφιτρύωνα την εξουσία και την κόρη του Αλκμήνη, ορκίζοντάς τον να σεβαστεί την παρθενία της κόρης μέχρι την επιστροφή του. Πριν όμως φύγει για την εκστρατεία, ο Αμφιτρύωνας θέλησε να παραδώσει στον θείο του τα γελάδια που του είχαν κλέψει οι Τάφιοι και τα είχε ο ίδιος εξαγοράσει από τον Πολύξενο. Και λέγεται ότι ο Ηλεκτρύωνας πέθανε είτε γιατί διαφώνησε με τον Αμφιτρύωνα σε κάτι κι εκείνος, ο ανεψιός, θύμωσε και σκότωσε τον θείο, είτε από ατύχημα και κατά λάθος. Πιο συγκεκριμένα: Ένα από τα γελάδια αφήνιασε ή ξέκοψε από το κοπάδι και ο Αμφιτρύωνας το χτύπησε πετώντας κατά πάνω του το ρόπαλο που κρατούσε· αλλά αυτό αναπήδησε στα κέρατα του ζώου, γύρισε πίσω, χτύπησε τον Ηλεκτρύωνα στο κεφάλι και τον σκότωσε [2]. Επωφελούμενος από το ατύχημα, και με την πρόφαση ότι οι υπόλοιποι Περσείδες, οι συγγενείς του, θα αλληλοεξοντώνονταν στην πάλη τους για την εξουσία, ο Σθένελος εξόρισε από όλη την Αργολίδα τον φονιά Αμφιτρύωνα και τους δικούς του και περιόρισε τη δύναμη των Πελοπιδών συγγενών της γυναίκας του Νικίππης, παραχωρώντας στους αδελφούς της Ατρέα και Θυέστη την εξουσία της μικρής πόλης Μιδέας (από το όνομα της παλλακίδας του Ηλεκτρύωνα και μητέρας του Λικύμνιου). Και ο ίδιος ανέλαβε την εξουσία των Μυκηνών και της Τίρυνθας [3]. Όσο για τον Αμφιτρύωνα, αυτός ο ίδιος καταλάβαινε ότι δεν μπορούσε να μείνει στον τόπο, καθώς το εθιμικό δίκαιο όριζε την εξορία του φονιά μέχρι να βρεθεί άνθρωπος και τόπος που θα τον δεχόταν για να τον καθάρει από το μίασμα του φόνου.

Αμφιτρύωνας: Εξόριστος στη Θήβα. Εκστρατεία εναντίον των Ταφίων.

Ο Αμφιτρύωνας με την Αλκμήνη και τον Λικύμνιο κατέφυγαν στη Θήβα, όπου εξαγνίστηκε για τον φόνο του θείου του από τον Κρέοντα και πάντρεψε την αδελφή του Περιμήδη με τον Λικύμνιο, τον μόνο αρσενικό απόγονο του Ηλεκτρύωνα από μια παλλακίδα. Όταν η Αλκμήνη του είπε ότι θα τον παντρευόταν με τον όρο να πάρει πρώτα εκδίκηση για τον θάνατο των αδελφών της, εκείνος της υποσχέθηκε ότι θα αναλάβει εκστρατεία εναντίον των Τηλεβόων και ζήτησε τη συνδρομή του Κρέοντα. Εκείνος αποδέχθηκε το αίτημα, έβαλε όμως όρο να απαλλάξει πρώτα την Καδμεία από μια άγρια αλεπούεξω της Τευμησσού που ρήμαζε την πόλη και τη γύρω περιοχή, εκτός κι αν οι Θηβαίοι της έριχναν κάθε μήνα ένα παιδί που το κατασπάραζε. Εκείνος προσπάθησε να την αντιμετωπίσει, ήταν όμως γραμμένο για εκείνη να μην τη νικά κανείς. Δεν ήταν θέμα λοιπόν δύναμης η εξόντωσή της αλλά σκέψης. Έτσι, ο Αμφιτρύωνας αναχώρησε για την Αθήνα, στον Κέφαλο, τον γιο του Δηιονέα, και τον έπεισε, με αντάλλαγμα ένα μέρος από τα λάφυρα που θα κέρδιζε από τη νίκη έναντι των Τηλεβόων, να πάρει μέρος στο κυνήγι με τον σκύλοεξω του που δικό του γραφτό ήταν να πιάνει ό,τι κυνηγούσε. Επρόκειτο για το σκυλί που ο Δίας χάρισε στην Ευρώπη για τον γάμο τους (μαζί με τον Τάλο και μια φαρέτρα με βέλη που δεν αστοχούσαν), εκείνη τον έδωσε με τη σειρά της στον γιο της Μίνωα κι εκείνος τον χάρισε στην Αθηναία Πρόκριδαεξω, τη γυναίκα του Κέφαλου, γιατί τον απάλλαξε από ασθένεια που δεν του επέτρεπε να ενωθεί με γυναίκα και να κάνει παιδιά. Και εκείνη τον πήρε μαζί της στο ταξίδι της επιστροφής από την Κρήτη στην Αθήνα. Και καθώς ο σκύλος καταδίωκε την αλεπού, χωρίς να μπορεί να την πιάσει, ο Δίας μεταμόρφωσε και τα δυο ξεχωριστά πλάσματα σε πέτρινα αγάλματα.

Ο Αμφιτρύωνας, έχοντας συμμάχους τον Κέφαλο από τον Θορικό της Αττικής, τον Πανοπέα από τη Φωκίδα, τον γιο του Περσέα Έλειο από το Έλος του Άργους, τον Κρέοντα από τη Θήβα, πολιορκούσε τα νησιά των Ταφίων. Όσο όμως ζούσε ο Πτερέλαος με τη χρυσή τρίχα που τον έκαμνε αθάνατο, δεν μπορούσε να κυριευθεί το νησί. Αυτό έγινε όταν η κόρη του Κομαιθώ ερωτεύτηκε τον Αμφιτρύωνα και για χάρη του έκοψε από το κεφάλι του πατέρα της τη χρυσή του τρίχα. Ο Πτερέλαος πέθανε και όλα τα νησιά πέρασαν στην κατοχή του Αμφιτρύωνα. Ύστερα, αφού σκότωσε την Κομαιθώ επειδή πρόδωσε τον πατέρα της, παρόλο που ο ίδιος την είχε πείσει με λόγια ερωτικά να τον βοηθήσει, σήκωσε πανιά για τη Θήβα φορτωμένος λάφυρα, γυναίκες και αντικείμενα· ανάμεσά τους την ασπίδα του Πτερέλαου και έναν τρίποδα που αφιέρωσε στο ιερό Ισμήνιο στη Θήβα, ευχαριστήριο ανάθημα για τη νίκη που του χάρισε ο θεός. Παραχώρησε τα νησιά στον Έλειο και στον Κέφαλο, που ήταν φυγάς και δεν μπορούσε να γυρίσει στην Αθήνα. Εκείνοι ίδρυσαν πόλεις με το όνομά τους και εγκαταστάθηκαν εκεί.

Η σύλληψη του Ηρακλή. Διπλοί πατεράδες

Η εκστρατεία στο νησί των Ταφίων απομάκρυνε τον επίδοξο σύζυγο από την Αλκμήνη και επέτρεψε, με τρόπο αληθοφανή για τη σύνθεση και την εξέλιξη του μύθου, την ένωση της κόρης με τον Δία στο όμορφο σπίτι του νεαρού ζευγαριού. Την είχε δει, του άρεσε και τη διάλεξε, αυτήν από όλες τις θνητές ερωμένες του, να του γεννήσει τον πιο σπουδαίο από τους γιους του, τον Ηρακλή. [Εικ. 10, 11, 12] Προτού λοιπόν γυρίσει ο Αμφιτρύωνας στη Θήβα από την εκστρατεία, και επειδή η Αλκμήνη ήθελε να μείνει πιστή σε αυτόν, ο Δίας ήλθε μέσα στη νύχτα παίρνοντας τη μορφή εκείνου όπως θα ήταν γυρνώντας από έναν πόλεμο, περιβεβλημένος όμως από σταγόνες χρυσής βροχής και κρατώντας στα χέρια του δώρα, ένα περιδέραιο και ένα χρυσό κύπελλο, το καρχήσιο. Η κόρη τού ζήτησε να της διηγηθεί τις περιπέτειές του στη χώρα των Ταφίων, το πώς εκδικήθηκε τον θάνατο των αδελφών της, το πώς οι στρατιώτες ξεχώρισαν από τα λάφυρα το χρυσό κύπελλο, δώρο του Ποσειδώνα στον Τηλεβόα και εκείνου στον Πτερέλαο, μέχρι που έφτασε στα χέρια του ως δώρο τιμητικό. Ύστερα από παράκληση-αίτημα του Δία, εκείνη η νύχτα της ένωσής του με την κόρη κράτησε όσο τρεις, καθώς ο ήλιος δεν ανέβαινε στον ουρανό για τρεις μέρες. Γι’ αυτό και ο Ηρακλής έχει τα επίθετα τριέσπερος και τρισέληνος.

Την ίδια νύχτα επέστρεψε και ο Αμφιτρύωνας, όμως καθώς δεν είδε τη γυναίκα του διαχυτική απέναντί του, δυσαρεστήθηκε μαζί της και ζήτησε να μάθει τον λόγο. Κι εκείνη όμως παραξενεύτηκε με την απορία του άνδρα της, του μίλησε για τη νύχτα που πλάγιασαν μαζί και για τα δώρα του, που ο Αμφιτρύωνας υποστήριζε ότι τα είχε ακόμη μέσα στα κιβώτιά του. Όταν δεν τα βρήκε, απόρησε και ζήτησε από τον μάντη Τειρεσίαεξω να λύσει το μυστήριο. Εκείνος αποκάλυψε την αλήθεια και έτσι, ομαλά, και χωρίς άλλες τριβές ανάμεσα στο ζευγάρι, γεννήθηκαν μετά από εννέα μήνες δύο παιδιά, το ένα του Δία και τον κατά μία νύχτα νεότερο Ιφικλή, γιο του Αμφιτρύωνα.

Σύμφωνα με τον Διόδωρο, η γέννηση του ήρωα παρουσίαζε μιαν ιδιαιτερότητα. Η πρώτη θνητή γυναίκα με την οποία έσμιξε ο Δίας ήταν η Νιόβη, η κόρη του Φορωνέα, και τελευταία, δέκατη έκτη απόγονος από τη γενιά της Νιόβης, η Αλκμήνη· με αυτήν σταμάτησε τις ενώσεις με τις θνητές γυναίκες και διαχωρίστηκε τελείως ο κόσμος των θεών από των ανθρώπων. Ο Δίας άρχισε να γεννά ανθρώπους από τις προγόνους της Αλκμήνης και σταμάτησε με αυτήν, καθώς δεν ήλπιζε ότι θα μπορούσε να προκύψει άλλο παιδί αντάξιο με τα προηγούμενα που έφερε στον κόσμο παρά μόνο κατώτερα· και αυτό δεν το θέλησε ο θεός. (Διόδ. 4.14.4)

Διπλές γεννήσεις, δύο μανάδες, δύο τροφοί

Περήφανος ο θεϊκός πατέρας διακήρυξε στους Ολύμπιους που συγκέντρωσε πλάι του ότι ο γιος που επρόκειτο να γεννηθεί εκείνη την ημέρα θα εξουσίαζε τους γείτονές του. Η Ήρα, διώκτρια των ερωμένων του άνδρα της και των παιδιών τους, προκάλεσε τον Δία να ορκιστεί ότι το παιδί που θα γεννιόταν εκείνη την ημέρα πράγματι θα κυριαρχούσε. Κι εκείνος, μη βάζοντας στο μυαλό του ότι η γυναίκα του είχε δόλο στο μυαλό της, έδωσε τον πιο δυνατό όρκο που θα μπορούσε να δώσει θεός. Αυτό που απέμενε πια ήταν η Ήρα να καταφέρει να καθυστερήσει τη γέννα της Αλκμήνης και να επισπεύσει τη γέννηση του παιδιού της Νικίππης από τον Σθένελο που βρισκόταν μόλις στον έβδομο μήνα. Οι Μοίρες και η Ειλείθυια είχαν ήδη εγκατασταθεί μπροστά στο δωμάτιο της Αλκμήνης που κοιλοπονούσε. Όμως αυτές κάθισαν κάτω και έδεσαν τα χέρια τους γύρω από τα γόνατά τους, ώστε να δέσουν και τους πόνους της επίτοκης και να καθυστερήσουν τη γέννηση του παιδιού· αντίθετα, επιτάχυναν τους πόνους της Νικίππης. Αν και οι θεές έλυσαν νωρίτερα τα δεμένα χέρια τους τρομαγμένες από το πέρασμα μιας νυφίτσας, ωστόσο είχε προλάβει η Ήρα να κάνει τη Νικίππη να γεννήσει· ο Ευρυσθέας που γεννήθηκε πρώτος, θα εξουσίαζε τους γείτονες και ο Ηρακλής που γεννήθηκε τέσσερις μέρες μετά (τετράδι γέγονας) θα έμπαινε στην υπηρεσία του. Μια μέρα μετά γεννήθηκε και ο Ιφικλής. Πάντως από το γεγονός αυτό βγήκε η φήμη πως η πρώτη τροφός του Ηρακλή ήταν μια νυφίτσα.

Σύμφωνα με άλλη εκδοχή το λύσιμο των χεριών των θεαινών προκάλεσε η Γαλινθιάδα, κόρη του Θηβαίου Προίτου και φίλη της Αλκμήνης στη Θήβα. Όταν ήταν η Αλκμήνη να γεννήσει τον Ηρακλή, η Ήρα όρισε στις Μοίρες και την Ειλείθυια, τις θεότητες του τοκετού, να απέχουν από τη διαδικασία και να μην βοηθήσουν τη μεγάλη αντίζηλό της να γεννήσει. Εκείνες όχι μόνο δεν βοήθησαν την Αλκμήνη, αλλά έμειναν με σταυρωμένα, με «δεμένα» χέρια και πόδια για εννιά μερόνυχτα μπροστά στην πόρτα του σπιτιού μουρμουρίζοντας ξόρκια που εμπόδιζαν την γέννηση. Η Γαλινθιάδα λυπήθηκε την Αλκμήνη και φοβούμενη για τις συνέπειες που μπορεί να είχαν επάνω της οι πόνοι ανήγγειλε στις θεές ότι η Αλκμήνη, με εντολή του Δία και παρά την απουσία τους, είχε γεννήσει ένα παιδί και ότι τα προνόμιά τους καταλύονταν. Έκπληκτες οι θεές σηκώθηκαν από τη θέση που «έδενε» την Αλκμήνη· αυτό επέτρεψε στην έγκυο γυναίκα να ελευθερωθεί από τους πόνους και να φέρει στον κόσμο τον Ηρακλή. Έτσι, το ψέμα αποκαλύφθηκε και, όπως ήταν επόμενο, οι θεές εκδικήθηκαν την ψεύτρα νέα και τη μεταμόρφωσαν σε νυφίτσα, καταδικασμένη να ζει σε κρυψώνες κάτω από τη γη, να συλλαμβάνει από τα αυτιά και να γεννά από το στόμα που είχε ξεστομίσει το ψέμα που τις ξεγέλασε. [Εικ. 13, 14, 15, 16, 17, 18] Όμως η Εκάτηεξω λυπήθηκε το ζώο και το έκανε ακόλουθό της και ιερό της ζώο. Από ευγνωμοσύνη ο Ηρακλής έκτισε ιερό προς τιμή της, της αφιέρωσε άγαλμα πλάι στο σπίτι όπου ο ήρωας είχε γεννηθεί και της προσέφερε θυσίες. Αυτές τις θυσίες τις κράτησαν και οι Θηβαίοι και κατά τη γιορτή του Ηρακλή θυσίαζαν το πρωί πρώτα στη Γαλινθιάδα. (Βλ. και Γαλινθιάδαεξω)

Σύμφωνα με άλλη εκδοχή τα μάγια που έκαναν μάγισσες που έστειλε η Ήρα για να καθυστερήσουν τη γέννα της Αλκμήνης τα σταμάτησε η κόρη του Τειρεσία Ιστορίς που έβγαλε μπροστά στις μάγισσες κραυγή θριάμβου. Αυτές νόμιζαν ότι η γυναίκα γέννησε και ότι ο ρόλος τους είχε τελειώσει. Έτσι, έφυγαν.

Πριν ακόμη γεννηθεί ο καρπός του έρωτα του Δία για την Αλκμήνη, η Ήρα εκδήλωσε την οργή της —όχι βέβαια απέναντι στον άνδρα της. Και όταν γεννήθηκε το παιδί, ο Ερμής το έβαλε κρυφά στο στήθος της κοιμισμένης θεάς, για να θηλάσει, ώστε να αποκτήσει αθανασία. Με το που ξύπνησε η Ήρα, απώθησε το παιδί, το γάλα της τινάχτηκε ψηλά και διέγραψε μια τροχιά στον ουρανό. [Εικ. 19, 20, 21, 22]

Άλλοι παραδίδουν λίγο διαφορετικά την ιστορία· ότι η Αλκμήνη, φοβούμενη την Ήρα, άφησε το παιδί έκθετο στα περίχωρα του Άργους, σε ένα μέρος που αργότερα ονομάστηκε «Ηράκλειον πεδίον». Από εκεί πέρασαν κάποια στιγμή η Αθηνά και η Ήρα. Η παρθένος θεά εντυπωσιάστηκε από τη δύναμη και την ομορφιά του νεογέννητου και ζήτησε από τη μητέρα Ήρα να θηλάσει το παιδί. Η θεά δέχτηκε αλλά στην ορμή του το παιδί δάγκωσε το στήθος της παραμάνας θεάς και την πλήγωσε. Η Ήρα τραβήχτηκε, πέταξε κάτω το μωρό και το γάλα της εκτινάχθηκε στους ουρανούς σχηματίζοντας τον Γαλαξίαεξωἐκχυθέντος τοῦ περισσεύματος ἀποτελεσθῆναι τὸν Γαλαξίαν κύκλον (Ερατ., Κατ. 3.44)in. Στο μεταξύ η Αθηνά μάζεψε το παιδί και το παρέδωσε στην πραγματική του μητέρα, λέγοντάς της να το μεγαλώσει χωρίς να φοβάται πια. Κι είναι εύλογο να εκπλαγεί κανείς με την απροσδόκητη τροπή που πήρε το πράγμα. Η μητέρα του δηλαδή, που όφειλε να αγαπάει το σπλάχνο της, προσπαθούσε να το εξοντώσει, ενώ αυτή που έτρεφε το μίσος της μητριάς, από άγνοια έσωζε τον φυσικό της εχθρό (Διόδ. Σ. 4.9.7).

Ο Ηρακλής θηλάζει. Ερυθρόμορφη σφαιρική λήκυθος του Ζωγράφου του Θηλασμού, περίπου 365-350 π.Χ.

Ο Ηρακλής νήπιο. Το όνομα του παιδιού. Ο Ηρακλής πνίγει τα φίδια

Τα δύο αδέλφια, ο Ηρακλής και ο Ιφικλής, μωρά είχαν για κούνια τους την ασπίδα του Πτερέλαου, λάφυρο του Αμφιτρύωνα από τους Ταφίους. Όταν τα παιδιά έγιναν οκτώ μηνών, η Ήρα, θυμωμένη ακόμη με τη γέννηση του Ηρακλή, έστειλε νύχτα στην κούνια τους δύο τεράστια φίδια. Θαυματουργή ήταν η είσοδός τους στο δωμάτιο από την πόρτα που άνοιξε μόνη της αλλά θαυματουργό ήταν και το φως με το οποίο λούστηκε ο χώρος χάρη στη θέληση του Δία και το οποίο έκανε τα δυο μικρά να ξυπνήσουν. Ο Ιφικλής τρόμαξε, η Αλκμήνη άκουσε τον θόρυβο και τα κλάματα και όρμησε μαζί με άλλες γυναίκες, όπου με δέος αντίκρυσε τον μικρό Ηρακλή να κρατά γελαστός στα χέρια του τα δυο φίδια που τα είχε πνίξει. Οι φωνές της Αλκμήνης που καλούσαν σε βοήθεια, ξύπνησαν τον Αμφιτρύωνα και με τους ανθρώπους του παλατιού, ένοπλοι όλοι και με δάδες στα χέρια, έτρεξαν εκεί απ’ όπου ακούγονταν οι φωνές. Στα πόδια του θνητού του πατέρα πέταξε ο Ηρακλής τα πνιγμένα φίδια, ενώ η Αλκμήνη έσφιγγε επάνω της τον τρομαγμένο Ιφικλή. [Εικ. 15, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 37, 38] Ο Φερεκύδης πάλι λέει ότι ο Αμφιτρύωνας, θέλοντας να μάθει ποιο από τα παιδιά ήταν δικό του, τοποθέτησε τα φίδια στο κρεβάτι, και καθώς ο Ιφικλής προσπάθησε να γλιτώσει, ενώ ο Ηρακλής τα αντιμετώπισε, κατάλαβε ότι δικός του γιος ήταν ο Ιφικλής. Πάντως, την άλλη μέρα ο Αμφιτρύωνας κάλεσε τον μάντη Τειρεσίαεξω για να του ερμηνεύσει το γεγονός και να του φανερώσει τη βούληση των θεών για το μέλλον του παιδιού. Και ο Τειρεσίας προφήτεψε όλες τις περιπέτειες της ζωής του Ηρακλή μέχρι την τελική του αποθέωση. Για την ώρα πάντως, παρήγγειλε να καθαρθεί ο χώρος με φωτιές. Είπε δηλαδή ότι έπρεπε να καίει διαρκώς στο σπίτι μια φωτιά, και γι’ αυτό οι υπηρέτες ήταν αναγκαίο να μαζέψουν ξύλα ασπαλαθιάς ή παλιουριού ή βάτου ή αγριαπιδιάς. Σε αυτή τη φωτιά, τα μεσάνυχτα, την ώρα δηλαδή που τα φίδια ήταν προγραμματισμένο να πνίξουν τα παιδιά με το θανατηφόρο σφίξιμό τους, έριξαν τα φίδια και κάηκαν. Τα αποκαΐδια μάζεψε μια υπηρέτρια και τα έριξε στα κοιλώματα των βράχων στις όχθες του ποταμού. Ύστερα γύρισε σπίτι χωρίς να στρέψει το βλέμμα της προς τα πίσω. Μετά κάπνισαν το σπίτι με καθαρό θειάφι και με ένα σφουγγάρι τυλιγμένο σε ξύλο και βουτηγμένο σε αλατόνερο να ραντίσουν όλο το σπίτι. Το τελετουργικό του καθαρμού, με το οποίο το σπίτι παρέμενε προφυλαγμένο από κακά πνεύματα, έληξε με θυσία αρσενικού χοίρου στον Δία. Σύμφωνα με παραλλαγή που παραθέτει ο Διόδωρος (4.10.1): [...] οι Αργείοι μαθαίνοντας το γεγονός τον είπαν Ηρακλή, γιατί κέρδισε τη δόξα χάρη στην Ήρα, ενώ πριν ονομαζόταν Αλκαίος. Τ’ άλλα παιδιά παίρνουν το όνομα από τους γονείς τους, αυτός το πήρε από την παλληκαριά του. Ωστόσο, άλλες πηγές τοποθετούν τη μετονομασία την εποχή αμέσως μετά τον φόνο που διέπραξε σκοτώνοντας σε κατάσταση μανίας την πρώτη του γυναίκα Μεγάρα και τα παιδιά τους. Τότε πήγε στο μαντείο των Δελφών για να καθαρθεί από το μίασμα των φόνων και η Πυθία, ανάμεσα σε άλλες εντολές, τον πρόσταξε να πάρει το όνομα Ηρακλής με το οποίο θα εξυμνούνταν η θεά σύζυγος του πατέρα του, η Ήρα, χάρη στους άθλους που ο ήρωας θα επιτελούσε.

Η εξωτερική εμφάνιση του ήρωα, η εκπαίδευσή του και ο φόνος του δασκάλου. Ο Ηρακλής στα βουνά.

Δεν υπάρχουν περιγραφές για την εξωτερική εμφάνιση του Ηρακλή. Αν όμως κρίνουμε από τους γονείς του, θα πρέπει να ήταν εξαιρετικά εντυπωσιακός. Διότι, δεν ήταν μόνο ο πατέρας του ο υπέρτατος θεός αλλά και η μητέρα του Αλκμήνη διακρινόταν για την ομορφιά της (Ησ., Ασπίδα 4 κ.ε.). Πριν από τα δεκαοκτώ του χρόνια είχε φτάσει στο ύψος των τεσσάρων πήχεων και ενός ποδιού, δηλαδή δύο μέτρα και ενενήντα εκατοστά περίπου.

Ο Ηρακλής έμαθε από τον Αμφιτρύωνα να οδηγεί άρμα, από τον Αυτόλυκο, παππού του Οδυσσέα από τη μητέρα του Αντίκλεια, να παλεύει, στην τοξοβολία τον μύησε ο Εύρυτος ή ο Ραδάμανθης που, ως Κρητικός, ήταν πολύ έμπειρος στο συγκεκριμένο όπλο. Τη χρήση άλλων όπλων του δίδαξε ο Κάστορας, ο Διόσκουρος ή ένας φυγάδας από το Άργος, γιος κάποιου Ίππαλου. Ο Λίνος του έμαθε να τραγουδά παίζοντας κιθάρα. Ένας Αρπάλυκος που αναφέρει ο Θεόκριτος (Ειδ. 24.109 κ.ε.) δίδαξε στον Ηρακλή ξιφασκία και γυμναστική. Η ανατροφή του Ηρακλή θυμίζει την ανατροφή του Αχιλλέα από τον Κένταυρο Χείρωνα αλλά και την ανατροφή των παιδιών στην Ελλάδα της κλασικής εποχής. Αλλά βέβαια, όντας ο Ηρακλής ένας ασυνήθιστος μαθητής, προέβη σε μια πράξη ασυνήθιστη: σκότωσε τον δάσκαλό του Λίνο. Σύμφωνα με μια παράδοση ο Λίνος, που είχε έρθει στη Θήβα και είχε πολιτογραφηθεί Θηβαίος πολίτης, υπήρξε δάσκαλος του Ηρακλή και του αδελφού του Ιφικλή στη μουσική –τους δίδαξε να τραγουδούν παίζοντας κιθάρα. Και ο μεν Ιφικλής ήταν επιμελής μαθητής, ο άλλος, ο Ηρακλής, ήταν αψύς, τόσο που τελικά σκότωσε τον δάσκαλο. Ο φόνος προκλήθηκε από μια παρατήρηση, ή από συνεχόμενες παρατηρήσεις και τιμωρίες που έκανε ο Λίνος στον Ηρακλή για το πώς να παίζει την κιθάρα, ο μαθητής οργίστηκε, χτύπησε τον δάσκαλο με το μουσικό όργανο ή με μια πέτρα ή με το πλήκτρο, όργανο με το οποίο χτυπούσαν τις χορδές της λύρας, και τον σκότωσε. Ο φόνος παριστάνεται και σε κύλικα του Δούριδος από το Vulci, όπου ο Ηρακλής επιτίθεται στον Λίνο με το πλήκτρο και εκείνος, προκειμένου να αμυνθεί, σήκωσε ψηλά τη λύρα του (Μόναχο, Staatliche Antikensammlungen 2646). [Εικ. 39] Σε ερυθρόμορφο σκύφο του Ζωγράφου του Πιστόξενου είναι πολύ χαρακτηριστικές του ήθους των αδελφών οι παραστάσεις που καλύπτουν τις δύο πλευρές του αγγείου. Στη μία ο επιμελής Ιφικλής ακούει προσεκτικά τον δάσκαλο Λίνο και προσπαθεί να βάλει τα χέρια του πάνω στη λύρα όπως ο δάσκαλός του. [Εικ. 41] Η «αψάδα» του ήθους του γιου του Δία ίσως λανθάνει στη μορφή της γριάς από τη Θράκη, που στο φαντασιακό των νοτιοελλαδιτών κατοικούνταν από φυλές άγριες· έχει τατουάζ στον λαιμό, στα πόδια, στα χέρια, το στόμα της είναι μισάνοιχτο, έντονο το προγούλι της, η μύτη μεγάλη. Στη δίκη που κάποιοι κίνησαν εναντίον του Ηρακλή για τον φόνο, εκείνος τους διάβασε νόμο του Ραδάμανθη, που έλεγε ότι απαλλάσσεται από κάθε κατηγορία όποιος υπερασπίζεται τον εαυτό του από αυτόν που πάει άδικα να επιτεθεί, και αθωώθηκε [4]. [Εικ. 42, 43]

Επειδή, όμως, ο Αμφιτρύωνας φοβήθηκε μήπως, πάλι εκτός εαυτού, κάνει κάτι παρόμοιο, τον έστειλε στους αγρούς να φροντίζει τα βόδια. Εκεί την εκπαίδευσή του την ανέλαβε ο Σκύθης βουκόλος Τεύταρος που του δίδαξε, κατά μία εκδοχή, την τέχνη της τοξοβολίας·. Τις μουσικές σπουδές τις συνέχισε με τον Εύμολπο, γιο του Φιλάμμωνα και ανεψιό του Αυτόλυκου. Και ο Ηρακλής όλο και μεγάλωνε και ξεχώριζε απ’ όλους στην ευστοχία με το τόξο ή το ακόντιο, στο μέγεθος, στη σωματική δύναμη, στη λάμψη των ματιών του που ήταν σαν να πετούσαν φλόγες. Και μόνο βλέποντάς τον, καταλάβαινε κανείς ότι ήταν γιος του Δία.

Το λιοντάρι του Κιθαιρώνα. Οι πρώτοι απόγονοι

Την εποχή που φύλαγε τα βόδια, σε ηλικία δεκαοκτώ χρονών, σκότωσε το λιοντάρι του Κιθαιρώνα. Αυτό, εξορμώντας από τον Κιθαιρώνα, αφάνιζε τα κοπάδια του Αμφιτρύωνα και του Θέσπιου. Αυτός ήταν βασιλιάς των Θεσπιών, πόλη γειτονική των Θηβών, και σ’ αυτόν πήγε ο Ηρακλής, θέλοντας να σκοτώσει το λιοντάρι. Τον φιλοξένησε για πενήντα μέρες και κάθε νύχτα έβαζε μία από τις πενήντα κόρες που απέκτησε από την κόρη του Άρνεου Μεγαμήδη να κοιμάται μαζί του, γιατί ήθελε να αποκτήσουν όλες παιδί από τον Ηρακλή, ακριβώς γιατί ήταν ένας ξεχωριστός ξένος σωματικά και ψυχικά. Ο Ηρακλής, που νόμιζε ότι ήταν μία αυτή με την οποία κάθε φορά κοιμόταν, πήγε με όλες [5]. [Εικ. 44] Και αφού εξόντωσε το λιοντάρι, ντύθηκε με το δέρμα του και το κεφάλι με το ανοιχτό του στόμα το χρησιμοποίησε για περικεφαλαία.

Αυτό το πρώτο κυνήγι λιονταριού του ήρωα προεικονίζει το μεταγενέστερο κυνήγι του λιονταριού της Νεμέας. Ορισμένοι συγγραφείς το τοποθετούν στον Ελικώνα ή κοντά στον Τευμησσό, τόποι της Βοιωτίας, ακόμη ακόμη και στη Λέσβο. Ειδικά αυτή η τελευταία εκδοχή αντανακλά τη συνηθισμένη τακτική, διάφοροι τόποι να οικειοποιούνται έναν ήρωα, προκειμένου να επιδείξουν σπουδαία καταγωγή και σημαντικά γεγονότα, επομένως πλούσια ιστορία που προσδίδει κύρος και συνιστά διπλωματικό ατού στο «παιχνίδι» της κυριαρχίας. Μόνο ο Παυσανίας αποδίδει την εξόντωση του λιονταριού του Κιθαιρώνα όχι στον Ηρακλή αλλά στον Αλκάθοο —Ἀλκάθουν δέ φασι ποιῆσαι ἀποκτείναντα λέοντα τὸν καλούμενον Κιθαιρώνιον (1.41.3)—, στον οποίο οι περισσότερες πηγές αποδίδουν τον φόνο του λιονταριού των Μεγάρων.

Υπεράσπιση Θηβών – Ήττα του Εργίνου

Στην ίδια νεαρή ηλικία ο Ηρακλής απελευθέρωσε τη γενέθλια πόλη του, εκεί όπου οι γονείς του είχαν καταφύγει εξόριστοι από την Τίρυνθα ανταποδίδοντας στη Θήβα την οφειλόμενη χάρη. Το επεισόδιο έγινε ως εξής: Την ώρα που επέστρεφε από το κυνήγι, τον συνάντησαν εισπράκτορες, που είχε στείλει ο Εργίνος, ο βασιλιάς των Μινυών στον Ορχομενό, για να εισπράξουν από τους Θηβαίους τον καθιερωμένο φόρο. Οι Θηβαίοι πλήρωναν φόρο στον Εργίνο για τον εξής λόγο: Ο ηνίοχος του Μενοικέα, Περιήρη τον έλεγαν, χτύπησε τον Κλύμενο, βασιλιά των Μινυών, με πέτρα στην Ογχηστό, άλλη πόλη της Βοιωτίας, στο τέμενος του Ποσειδώνα· μισοπεθαμένος μεταφέρθηκε στον Ορχομενό και πεθαίνοντας όρκισε τον γιο του Εργίνο να εκδικηθεί τον θάνατό του. Ο Εργίνος, λοιπόν, οργάνωσε εκστρατεία εναντίον των Θηβών και, αφού σκότωσε πάρα πολλούς, έκλεισε ειρήνη που σφραγίστηκε με όρκους [6], να του στέλνουν οι Θηβαίοι ως φόρο κάθε χρόνο και για είκοσι χρόνια εκατό βόδια. Αυτόν τον φόρο πήγαιναν να εισπράξουν οι κήρυκες από τη Θήβα, όταν τους συνάντησε ο Ηρακλής και τους κακοποίησε· τους έκοψε αυτιά και μύτες, και αφού τους έδεσε τα χέρια με σχοινιά από τον λαιμό [7], τους πέταξε έξω από την πόλη και τους είπε να πάνε αυτόν τον φόρο στον Εργίνο και στους Μινύες. Οργισμένος ο Εργίνος ζήτησε να του παραδώσουν τον δράστη, και ο βασιλιάς των Θηβών Κρέοντας, ο γιος του Μενοικέα, φοβούμενος τη δύναμη του βασιλιά του Ορχομενού, θέλησε να ικανοποιήσει το αίτημά του. Όμως ο Ηρακλής έπεισε τους συνομήλικούς του να ελευθερώσουν τη Θήβα. Και επειδή οι Μινύες είχαν αφοπλίσει τους Θηβαίους και είχαν απαγορεύσει την ύπαρξη και του παραμικρού όπλου στα χέρια ιδιωτών, ώστε να μην μπορεί να υπάρξει ούτε καν η ιδέα της επανάστασης, ξεκρέμασε από τους τοίχους των ναών τις πανοπλίες που ήταν αφιερώματα των προγενέστερων στους θεούς ως λάφυρα από διάφορους πολέμους και εξόπλισε τους νέους. Και όταν ο Ηρακλής έμαθε ότι ο Εργίνος βάδιζε με στρατό εναντίον της πόλης, βγήκε έξω από τα τείχη της πόλης και τον συνάντησε σε στενό πέρασμα, όπου εξουδετέρωσε τη μεγάλη δύναμη του στρατού του, καθώς δεν μπορούσε να αναπτυχθεί και πολεμούσε τμηματικά —τόσοι στρατιώτες όσοι χωρούσαν στο πέρασμα. Έτσι ο Ηρακλής σκότωσε τον Εργίνο και κατέσφαξε τον στρατό του. Ύστερα όρμησε αιφνιδιαστικά στην πόλη των Ορχομενίων, πέρασε τις πύλες, έκαψε τα ανάκτορα και ισοπέδωσε την πόλη. Σε αυτήν την επιχείρηση σκοτώθηκε ο Αμφιτρύωνας πολεμώντας γενναία. Κατά άλλους πέθανε αργότερα, μετά την επιτυχή εκστρατεία του θετού γιου του εναντίον του βασιλιά της Εύβοιας Χαλκώδοντα, όπου πολέμησε και ο ίδιος, και μετά τον φόνο των εγγονών του από τον ίδιο τους τον πατέρα, όταν εκείνος καταλήφθηκε από μανία. Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή, μετά τον θάνατό του θνητού συζύγου της, η εκλεκτή του Δία Αλκμήνη παντρεύτηκε τον γιο του θεού Ραδάμανθηεξω, που κατοικούσε εξόριστος στις Ωκαλές της Βοιωτίας [8]. Από αυτόν, λεγόταν από κάποιους, έμαθε ο Ηρακλής την τέχνη της τοξοβολίας [9], παρέλαβε από τον Ερμή ξίφος, από τον Απόλλωνα τόξο και βέλη, από τον Ποσειδώνα άλογα, από τον Ήφαιστο χρυσό θώρακα και άλλα δώρα [Εικ. 45] που τον εξασφάλιζαν από τους κινδύνους του πολέμου και από την Αθηνά ένα πέπλο, δώρο που συντελούσε στην ειρηνική απόλαυση και τέρψη· μόνος του έφτιαξε ένα ρόπαλο από δέντρο της Νεμέας ή του Ελικώνα ή από τον κορμό αγριελιάς στην ακτή του Σαρωνικού. Τέλος, υπάρχει και η εκδοχή ότι η Αθηνά του έδωσε όλα τα όπλα εκτός από το ρόπαλο.

Ο γάμος με τη Μεγάρα, μανία, φόνοι, καθαρτήριοι άθλοι

Ο Κρέοντας θαύμασε, όπως και άλλοι Έλληνες εκτός Θηβών, το ανδραγάθημα του Ηρακλή και ως ανταμοιβή για την ανδρεία του τον πάντρεψε με τη μεγαλύτερή του κόρη, τη Μεγάρα και του εμπιστεύτηκε τις υποθέσεις της πόλης σαν να ήταν γνήσιο δικό του παιδί. (Τη μικρότερη κόρη του την έδωσε ο Κρέοντας σύζυγο στον Ιφικλή, ο οποίος ήδη είχε ένα παιδί, τον Ιόλαο, από την κόρη του Αλκάθου Αυτομέδουσα.) Ηρακλής και Μεγάρα απέκτησαν τρία αγόρια, τον Θηρίμαχο, τον Κρεοντιάδη, τον Δηικόοντα, ή τέσσερα ή πέντε ή επτά (Αντίμαχος, Κλύμενος, Γληνός, Θηρίμαχος, Κρεοντιάδης). [Εικ. 46, 8] Μετά τη μάχη εναντίον των Μινύων, και βλέποντας ο Ευρυσθέας ότι η δύναμη και η φήμη του Ηρακλή αυξανόταν, τον κάλεσε και τον πρόσταξε να επιτελέσει άθλους. Και επειδή ο Ηρακλής δεν φαινόταν διατεθειμένος να υπακούσει, ο πατέρας του Δίας του έστειλε μήνυμα να υπηρετήσει τον Ευρυσθέα. Ως και οι θεοί στους Δελφούς, όπου κατέφυγε ο Ηρακλής, του είπαν τα ίδια, συμπληρώνοντας όμως ότι το έπαθλο των άθλων θα ήταν η αθανασία. Ακόμη και τότε ο ήρωας δίστασε, καθώς δεν μπορούσε να δώσει λύση στην απροθυμία του να υπηρετήσει έναν κατώτερο αλλά και στην αδυναμία του οποιουδήποτε να σταθεί ανυπάκουος απέναντι στις βουλές του Δία. Σε αυτή τη χρονική στιγμή βρήκε την ευκαιρία η Ήρα, από ζήλια [10], και του ενέβαλε μανία και πάνω στο ψυχικό του άγχος σάλεψε το μυαλό του. Με θολωμένο τον νου καταφέρθηκε εναντίον των ίδιων του των παιδιών αλλά και των δυο παιδιών του Ιφικλή — τα έριξε όλα στη φωτιά [11], κάτι βέβαια που θα μπορούσε να εκληφθεί ως μια τελετουργική πράξη εξαγνισμού ή αθανασίας, όπως έκανε η Θέτιδα με τον Αχιλλέα ή η Μήδεια με τα παιδιά της. Ακόμη και τον Ιόλαο προσπάθησε να σκοτώσει αλλά εκείνος ξέφυγε. Όταν λυτρώθηκε από τη μανία και συναισθάνθηκε τι έκανε, έπεσε σε θλίψη αδρανής στο σπίτι του αποφεύγοντας τους ανθρώπους, ακόμη και αυτούς που τον συναισθάνονταν, τον συλλυπούνταν και συμμετείχαν στο πένθος του. Με το πέρασμα του χρόνου ο πόνος του πραΰνθηκε, και τότε αποφάσισε να αντιμετωπίσει τους κινδύνους που σχεδίαζε ο Ευρυσθέας για εκείνον. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή του μύθου, ο Ηρακλής μετά τον φόνο των δικών του καταδίκασε τον εαυτό του σε εξορία· στη συνέχεια, αφού εξαγνίστηκε από τον Θέσπιο, πήγε στο μαντείο των Δελφών για να ρωτήσει τον θεό σε ποιον τόπο να εγκατασταθεί. Και τότε, λέει ο Απολλόδωρος, για πρώτη φορά η Πυθία τον αποκάλεσε Ηρακλή από Αλκείδη ή Αλκαΐδη που τον έλεγαν πρώτα (από τον παππού του Αλκαίο, πατέρα του Αμφιτρύωνα), και όχι οι Αργείοι που θαύμασαν τη δύναμη του νήπιου Ηρακλή, όπως λέει ο Διόδωρος. Και η μετονομασία έγινε από την Πυθία σε Ηρακλής από το ἦρα [φέρων] κλέος, αυτός που χαρίζει, φέρει τη δόξα, γιατί ο Ηρακλής με τα έργα του δόξασε τον εαυτό του· ή γιατί με τα έργα του δοξάστηκε η Ήρα, επειδή με τις ενέργειές της τα προκάλεσε· ή γιατί άκουσε το κάλεσμα της Ήρας (Ἥρα + κλῆσις), όταν στη Γιγαντομαχία ο Γίγαντας Πορφυρίωνας επιτέθηκε στην Ήρα από πόθο για εκείνη· της έσκισε τα ρούχα και η θεά κάλεσε σε βοήθεια, ο Δίας την άκουσε και κατακεραύνωσε τον Γίγαντα, το ίδιο και ο Ηρακλής που τον κατατόξευσε. Υποκοριστικό αυτού του ονόματος ήταν το Ήρυλλος [12]. Και η Πυθία τού είπε να εγκατασταθεί στην Τίρυνθα, υπηρετώντας τον Ευρυσθέα για δώδεκα χρόνια, και να εκτελέσει τους δέκα άθλους που θα του όριζε και οι οποίοι, τελικά, θα του χάριζαν την αθανασία.

Ποια είναι τελικά η αιτία των άθλων; Ο Απολλόδωρος και άλλοι συγγραφείς (Σχόλια στον Όμηρο, Ο 639. Διόδ. Σ. 4.10.6) προβάλλουν την αθανασία, ο Όμηρος το μίσος της Ήρας (Ιλ., Τ 103 κ.ε.), ο Ευριπίδης (Ηρ. 15 κ.ε.) την επιθυμία του Ηρακλή να επανασυνδεθεί με το γένος του πατέρα του, από το οποίο είχε αποκοπεί, επειδή είχε ακούσια σκοτώσει τον Ηλεκτρύωνα. Σε αυτή την τελευταία περίπτωση οι άθλοι αποτελούσαν μια πράξη εξευμενισμού του γένους μέσα από τη δουλική υπηρεσία προς τον Ευρυσθέα και τον υποβιβασμό του Ηρακλή. Η άποψη του Διότιμου (Αθήναιος 13.80.24-6) ότι ο Ηρακλής έκανε τους άθλους για χάρη του Ευρυσθέα, με τον οποίο συνδεόταν ερωτικά, δεν φαίνεται να ευσταθεί, γιατί δεν δικαιολογεί άλλα σημεία του μύθου, όπως το μίσος της Ήρας, τον εξαγνισμό, τον χρησμό για την αθανασία του Ηρακλή μετά την περάτωση των άθλων κ.τ.λ. (Διότιμος δ᾽ ἐν τῇ Ἡρακλείᾳ ( p. 213 Ki ) Εὐρυσθέα φησὶν Ἡρακλέους γενέσθαι παιδικά, διόπερ καὶ τοὺς ἄθλους ὑπομεῖναι. Και Σχόλια στην Ιλιάδα Ο 639: οἱ δὲ παιδικὰ Ἡρακλέους θέλουσιν Εὐρυσθέα· διὸ χαριζόμενον αὐτῷ ἐπιτάσσεσθαι τοὺς ἄθλους).

Όσο για την τριαντατριάχρονη Μεγάρα, ο Ηρακλής μη μπορώντας να ζήσει μαζί της, την έδωσε στον δεκαεξάχρονο ανεψιό του Ιόλαο.

Η ευριπίδεια εκδοχή. Η τραγωδία Ηρακλής μαινόμενος (424-415 π.Χ.)

Το δράμα εκτυλίσσεται στη γενέτειρα του Ηρακλή, τη Θήβα, απόντος του ήρωα που εκτελεί τον δωδέκατο και τελευταίο άθλο του —είναι ο άθλος όπου ο Ηρακλής νικά τον ίδιο τον Άδη, ανεβάζει στον επάνω κόσμο τον σκύλο του Κάτω Κόσμου Κέβερο που του ζήτησε ο Ευρυσθέας και ελευθερώνει τον Θησέα που είχε κατεβεί ζωντανός με τον φίλο του Πειρίθοο να αρπάξουν τη βασίλισσα του Κάτω Κόσμου, την Περσεφόνη.

Η υπόθεση έχει ως εξής: Ο Λύκος, δολοφόνος του πατέρα της Μεγάρας Κρέοντα και των αδερφών της και σφετεριστής του θρόνου προτίθεται να σκοτώσει την ίδια τη Μεγάρα και τα παιδιά της από τον Ηρακλή, ώστε όταν μεγαλώσουν να μην υπάρχει πιθανότητα να πάρουν εκείνα εκδίκηση για τους φόνους. Η Μεγάρα, μαθαίνοντας τις προθέσεις του Λύκου, νεκροστολίζει ζωντανά τα παιδιά της (στ. 456-489έσω). Όσο για την ελπίδα να μην συμβεί τίποτε από αυτά, δεν υπήρχε, γιατί ο Ηρακλής ήταν απών.

Σε μια κίνηση ανατροπής, ο Ευριπίδης εμφανίζει στην κρίσιμη στιγμή τον Ηρακλή που σώζει τη γυναίκα του και τα παιδιά του τιμωρώντας όπως μόνο αυτός ξέρει τον Λύκο και όσους τον απαρνήθηκαν και άφησαν απροστάτευτους τους δικούς του, καθώς τον θεωρούσαν νεκρό (στ. 578-582):

[…] Τιμή είναι για μένα
να μάχομαι με τα θεριά, την ύδρα, το λιοντάρι,
με του Ευρυσθέα προσταγές, και τα δικά μου τέκνα
να μη σώζω απ’ το θάνατο; Δε θα με λογαριάζουν
ως νικηφόρο Ηρακλή, όπως με βλέπαν πρώτα.

Ο Ηρακλής θα σώσει την οικογένειά του. (Αργότερα, με τη γνώση που φέρνουν τα γεγονότα, ίσως κάποιοι να λέγανε ότι θα ’ταν καλύτερο να είχαν χαθεί οι αγαπημένοι του από το χέρι ενός σφετεριστή της εξουσίας και όχι από το δικό του χέρι.) Αν το έργο τελείωνε εδώ, με αυτήν την ευτυχή κατάληξη, θα μπορούσαμε να το εκλάβουμε ως σατυρικό δράμα. Όμως ο Ευριπίδης δεν επιδιώκει να γράψει μιαν άλλην Άλκηστη· θέλει να γράψει τραγωδία. Και εδώ ο ποιητής θα ξανακάνει την ανατροπή. Ο Ηρακλής, ένας άνδρας, σε κατάσταση μανίας θα σκοτώσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του μη αναγνωρίζοντάς τα, όπως ακριβώς ο Λυκούργος, ο βασιλιάς της Θράκης, και όπως η Αγαύη που σε κατάσταση μανίας θα διαμελίσει τον γιο της. Πατεράδες και μητέρες…

Τι είναι όμως αυτό που οδηγεί τον Ηρακλή στην κατάσταση αυτή; Στην περίπτωση του Λυκούργου και της Αγαύης είναι ο Διόνυσος που τους εμβάλλει μανία, γιατί αρνούνται τη θεότητα και τη λατρεία του· στην περίπτωση του Ηρακλή είναι η Ήρα που τον φέρνει σε κατάσταση βακχικής μανίας (στ. 867-8, 932-4):

Να τον κιόλας που τινάζει ξέφρενα την κεφαλή
και τις κόρες των ματιών του γοργοστρέφει στα βουβά.
[…]
Τα μάτια στριφογύριζαν άγρια, φρενιασμένα,
με ασπράδια κατακόκκινα, κι έβγαινε απ’ το στόμα
αφρός που του κατάβρεχε την όμορφη γενειάδα.

Δεν πρόκειται όμως για το είδος εκείνο της ένθεης βακχικής μανίας που φέρνει τον άνθρωπο σε κατάσταση αρμονικής συνύπαρξης με τη φύση και τον εαυτό του· εδώ ο θεός Διόνυσος απουσιάζει (στ. 890-891, 877-878):

Χορός χωρίς τα τύμπανα αρχίζει και κορώνει,
χωρίς τον θύρσο που αγαπάει ο Βρόμιος ο Βάκχος.

[Η] Λύσσα τον χόρεψε […] / στην τρέλα με αυλό φριχτό… Ο Ηρακλής συνέρχεταιέσω από τη μανία του με τη βοήθεια του Αμφιτρύωνα, με τρόπο παρόμοιο του Κάδμου προς την Αγαύη.

Γιατί όμως αυτό το χτύπημα της Ήρας; Γιατί η Ήρα θέλει να βαφεί με το δικό του αίμα / σκοτώνοντας τα τέκνα του; (στ. 831-2) Η Ήρα είναι η προδομένη σύζυγος, η σύζυγος που υπομένει τους έρωτες ενός συζύγου, άπιστου σε αυτήν, πιστού στον Έρωτα. Μην μπορώντας να χτυπήσει απ’ ευθείας τον υπέρτατο θεό, χτυπάει πλάγια, ερωμένες και παιδιά, όπως η Μήδεια τη Γλαύκη, την οποία πρόκειται να παντρευτεί ο Ιάσονας, και τα παιδιά τους· η Μήδεια επιθυμεί να πληγώσει τον Ιάσονα πληγώνοντας ό,τι εκείνος αγαπά περισσότερο, τα παιδιά. Εκείνο που καθιστά αποτρόπαιη την πράξη της Μήδειας είναι ότι πρόκειται για τα παιδιά τους, ενώ η Ήρα χτυπά τα παιδιά του, τα παιδιά του Δία, από μια άποψη όμως και δικά της παιδιά —και εν πάση περιπτώσει παιδιά, πόσο μάλλον τον Ηρακλή που έστω και άθελά της θήλασε. Το χτύπημα μάλιστα που καταφέρνει σε αυτόν τον ιδιότυπο γιο είναι ανάλογο της αγάπης και της προτίμησης που τρέφει ο Δίας απ’ όλα του τα παιδιά σε αυτόν τον ξεχωριστό γιο. Η χρονική μάλιστα στιγμή που επιλέγει να χτυπήσει καθιστά το χτύπημά της ακόμη πιο βίαιο: ο Ηρακλής μόλις ολοκλήρωνε τους άθλους του, επιτέλους τελείωνε με τη δουλική υπηρεσία στον Ευρυσθέα· οι όποιοι άθλοι μετά από αυτούς, τα όποια έργα ή μη έργα θα ήταν αποτέλεσμα πια της δικής του προαίρεσης· ήταν η στιγμή που ο Ηρακλής θα έπαιρνε τη ζωή του στα χέρια του.

Με μια εκπληκτική αντιστροφή της επικής παράδοσης ο Ευριπίδης καθιστά τον Ηρακλή τραγικό ήρωα. Διότι η παράδοση θέλει τον Ηρακλή να υπηρετεί τον Ευρυσθέα ως τιμωρία για τον φόνο της Μεγάρας και των παιδιών του. Ο λογοτέχνης, παρεμβαίνοντας στην παράδοση, την τέμνει με την έμπνευσή του: ο Ηρακλής θα διαπράξει τους φόνους των δικών του άμα τη επιτελέσει των άθλων και έχοντας απαλλαγεί από τον σφετεριστή του θρόνου των Θηβών Λύκο που σχεδίασε τον φόνο των ανθρώπων που ο Ηρακλής αγαπούσε, της οικογένειάς του. Για μια ακόμη φορά η πτώση έρχεται τη στιγμή της αναμενόμενης γαλήνης —μηδένα προ του τέλους μακάριζε σέρνεται σαν ψίθυρος η φράση. Ο Ευριπίδης καθιστά τον Ηρακλή τραγικό ήρωα, γιατί τον βάζει να δοκιμάσει ό,τι αναγκαστικά δοκιμάζει κάθε θνητός: τον πόνο του θανάτου. Ο Ηρακλής, ο ήρωας που νίκησε τέρατα και θεριά, ο ήρωας σύμμαχος των θεών, ο θνητός που κατέβηκε ζωντανός στον Άδη και επέστρεψε, αυτός ο νικητής του θανάτου καταβάλλεται από τον θάνατο. Ο θρήνοςέσω του είναι σπαρακτικός και ο θεατής αναρωτιέται αν ο ποιητής δημιουργεί μια έντονη τραγική ειρωνεία τοποθετώντας τον θάνατο του ήρωα στη διάρκεια της τέλεσης του άθλου της κατάβασης στον Άδη για τον Κέρβερο με το οποίο περίτρανα επιβεβαιωνόταν η παντοδυναμία του. Και τελικά, αν ο ήρωας καταβάλλεται από τον θάνατο, αν ο άτρωτος αποδεικνύεται τρωτός, τότε ο άνθρωπος, ο καθένας από εμάς είναι δυνατό να ελπίζει ότι μπορεί να καταβάλει τον θάνατο; Αναπόφευκτα και αυθόρμητα αναδύεται το ερώτημα: είναι δίκαιοι οι θεοί; Ο Αμφιτρύωνας, ο θνητός πατέρας του Ηρακλή, θα κλείσει τον σύντομο θρήνο αγανάκτησης που απευθύνει στον Δία (στ. 339-47) με τη φράση: «Ή είσαι κάποιος άξεστος θεός ή δίκαιος δεν είσαι».

Εμβόλιμη σημείωση: Φάσεις στη ζωή του Ηρακλή

Ο ήρωας Ηρακλής εκτελεί άθλους. Στην προσπάθειά του να τους φέρει σε πέρας έρχεται αντιμέτωπος και με άλλους κινδύνους, οπότε εμβόλιμα στους άθλους, ανάμεσα ή στη διάρκειά τους, υπάρχουν και πάρεργα. Εκστρατείες, οργανωμένες με στρατό (Τροία, Πελοπόννησος, ΒΔ Ελλάδα), ανήκουν στις λεγόμενες «Πράξεις». Σε αυτές ο ήρωας δρα ηρωικά, με τη βοήθεια και άλλων και μένοντας μέσα στα πλαίσια ηρωικών πράξεων στα μέτρα του ανθρώπου, σε αντίθεση με τα «Πάρεργα», που διακρίνονται για την τυχαία και μοναχική δράση του ήρωα και την υπέρβαση του ανθρώπινου (π.χ. Φόλος, Ευρυτίων, Άλκηστη, Κύκνος κ.τ.λ.). Άλλα κατορθώματα, επίσης, πριν από την επιτέλεση των άθλων συμπληρώνουν το ψηφιδωτό της δράστης του. Τη ζωή του σημαδεύουν, επίσης, δύο γάμοι, με τη Μεγάρα και με τη Δηιάνειρα (πέρα από τις παράπλευρες σχέσεις —ογδόντα μαρτυρεί η παράδοση), και δύο φόνοι που ξεχωρίζουν από τους πολλούς άλλους που έκανε, γιατί αυτούς τους διέπραξε σε κατάσταση μανίας. Ο ένας ήταν ο φόνος των παιδιών του από τη Μεγάρα· ο άλλος του Ίφιτου, γιου του Εύρυτου, στην Τίρυνθα. Και οι δύο φόνοι, λόγω της ιδιάζουσας συνθήκης επιτέλεσής τους, απαιτούσαν καθαρμό για να απαλλαγεί ο ήρωας από το μίασμά τους. Γύρω, λοιπόν, από αυτούς οργανώνεται η δράση του Ηρακλή, πρώτα οι δώδεκα άθλοι, με εμβόλιμα πολλά πάρεργα, ως καθαρμός μέσω δουλικής υπηρεσίας στον Ευρυσθέα, ύστερα εκστρατείες και κατορθώματα που τελούνται πριν και μετά τη δουλική υπηρεσία στη βασίλισσα της Λυδίας Ομφάλη.





[1] «Ὅτι Τάφος, νῆσος μία τῶν Ἐχινάδων νήσων τῶν πρὸς τῷ Ἀχελῴῳ. […] λῃσταὶ δὲ οἱ Τάφιοι κατὰ τοὺς παλαιούς. ἐλέγοντο δὲ οἱ αὐτοὶ, καὶ Τηλεβόαι. ἢ διότι ληϊζόμενοι, τῆλε τοὺς βόας ἀπῆγον. ἢ ὅτι οὐ τοῖς πλησιοχώροις μόνον, ἀλλὰ καὶ τοῖς τῆλε καὶ μακρὰν, βοὴν, ἤτοι μάχην συνίστων. ἢ καὶ ὡς εὐρύφωνοι καὶ τῆλε τουτέστι μακρὰν, βοᾶν ἐξισχύοντες.» (Ευστ., Σχόλια στην Ομήρου Οδύσσεια 1.26.24-28)

[2] Πρβ. Ησ., Ασπίς Ηρακλέους 11 και 79 κ.ε.

[3] Μετά τον θάνατο του Ευρυσθέα που διαδέχθηκε τον πατέρα του Σθένελο στον θρόνο, οι Πελοπίδες αύξησαν τη δύναμή τους και άπλωσαν την επιρροή τους στην Αργολίδα.

[4] Τρεις ήταν οι βασικές αρχές δικαίου του Ραδάμανθη: α) είναι αθώος αυτός που χτυπά αμυνόμενος· β) ανταπόδοση του κακού· γ) να μην δίνονται όρκοι για ασήμαντα πράγματα. Μίνωας, Ραδάμανθης, Αιακός ήταν κριτές στον κάτω κόσμο, ο Ραδάμανθης και ο Αιακός για τους νεκρούς της Ασίας και της Ευρώπης αντίστοιχα, ο Μίνωας πάνω από όλους (Πλ., Γοργίας 523e-524a). Ο Ραδάμανθης, μαζί με τον Αιακό, παριστάνονται στον τάφο της κρίσεως στη Μίεζα (τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. π.Χ.).

[5] Η αιτία της σύγχυσής του αποδίδεται στην κούραση από την ολοήμερη καταδίωξη του λιονταριού.

[6] Προϋπόθεση για την από κοινού ορκωμοσία, για τη «συνωμοσία», που μπορεί να γινόταν για οποιοδήποτε λόγο, ήταν η θυσία (βλ. ενδεικτικά Ξεν., Κύρου Ανάβ. 2,2,9).

[7] Εκ των τραχήλων. Ο τράχηλος είναι «ο αυχήν μετά του λαιμού, δηλ. το τε όπισθεν και το πρόσθεν μέρος του λαιμού». (Liddel – Scott)

[8] Σύμφωνα με τον Φερεκύδη, ο Ερμής μετέφερε την Αλκμήνη στο Νησί των Μακάρων, όπου διαμένουν όσοι πετυχαίνουν μια ξεχωριστή ζωή μετά τον θάνατό τους· εκεί η Αλκμήνη παντρεύτηκε τον Ραδάμανθη. Η εκδοχή του Απολλοδώρου είναι περισσότερο ορθολογιστική, καθώς περιγράφει έναν πραγματικό γάμο. Αντίθετα, η εκδοχή του Φερεκύδη ταιριάζει περισσότερο με μύθους, όπως η αρπαγή της Περσεφόνης από τον Άδη και ο γάμος της μαζί του, οπότε τονίζεται η κοινωνική σημασία του γάμου για μια γυναίκα, η οποία βιώνει την προετοιμασία του γάμου σαν ένα είδος θανάτου: οι κοπέλες όφειλαν να απαρνηθούν —να θανατώσουν— τη ζωή που βίωναν μέχρι εκείνη τη στιγμή ως νέες ανύπαντρες. Γι’ αυτό και οι μελλόγαμες συμμετείχαν συλλογικά σε διαβατήριες τελετές νεκρικού περιεχομένου προς τιμή ενός ήρωα ή μιας ηρωίδας που πέθαναν ανύπαντροι και ήταν σε ηλικία γάμου (Ιππόλυτος, Άδωνις). Γάμος και νεκρική τελετουργία διεισδύουν το ένα στο άλλο. Εξάλλου, ο γάμος ήταν μια τόσο σημαντική κοινωνική λειτουργία που η εξόδιος τελετή για τις κοπέλες που πέθαιναν ανύπαντρες θύμιζε πολύ τον γάμο. Η Ανδρομέδα, λ.χ., περίμενε τον θάνατο δεμένη, έχοντας μπροστά της αντικείμενα που θα μπορούσαν να είναι προσφορές είτε για τους νεκρούς είτε για τη νύφη (πυξίδες, λουτροφόροι, κάτοπτρα) (LIMC, λ. Andromeda, αρ. 3, 13, 15, 16, 17, 32, 40, 64, 91).

[9] Ως δάσκαλός του στην τοξοβολία αναφέρεται ο βασιλιάς της Οιχαλίας Εύρυτος. Πρόκειται, λοιπόν, για αντιγραφικό λάθος, όπως υποστηρίζεται από εκδότες (αὐτού αντί Εὐρύτου) ή για σκόπιμη ενέργεια, ώστε για μια ακόμη φορά ο Ηρακλής να συνδεθεί με τον Δία και την κρητική μυθολογία;

[10] Πρβ. Ομ., Ιλ. Τ 103 κ.ε. Οδ. λ 621.

[11] Πρβ. Ευρ., Ηρ. Μαιν. 967 κ.ε..

[12] Αίλ. Ηρ., π. παθών 3,3.205.11· π. παρωνύμων 3,2.205.11· εις την Απολλωνίου εισαγωγήν 3,2.205.11.