ΕΛΛH ΑΛΕΞΙΟY
Όμως ο μπαμπάς δεν ερχόταν
Το διήγημα προέρχεται από το βιβλίο της Έλλης Αλεξίου Προσοχή συνάνθρωποι (1978), το οποίο περιέχει διηγήματα που αναφέρονται στη γερμανική Κατοχή, την Αντίσταση και την εξορία. Το συγκεκριμένο διήγημα έχει γραφτεί το 1954 και παρουσιάζει τον αγώνα μιας μητέρας να ζήσει και να στηρίξει τα παιδιά της, όσο ο άντρας της βρίσκεται στην εξορία, αλλά και τις οικονομικές δυσκολίες όλων των ανθρώπων της μεταπολεμικής εποχής.
Η Αγγελικούλα, μόλις άνοιξε τα μάτια της το πρωί, ξαναθυμήθηκε τη χθεσινή κουβέντα της μαμάς τους, ακριβώς όπως τους τα είχε πει αποβραδίς: «...γιορτές και να μη με ζητήσουν μήτε για πλύσιμο... μήτε για άσπρισμα... άλλο πια δεν έχει. Θα πάω να σταθώ στην οδός Αιόλου,* να διακονέψω*...».
Πάντα της ξενοδούλευε, γιατί ο άντρας της -πλανόδιος ντενεκετζής που ήταν- τι να βγάλει, και πού να φτάσουν, μα τώρα που είχε απομείνει μονάχη, ακόμα χειρότερα. «Θα σταθώ στην οδός Αιόλου... και θα σας πάρω και σας. Τα σκολειά κλειστά είναι. Θα χαζέψετε και τον κόσμο... Θα δείτε τα πράματα που θα 'χουν απλωμένα από δω κι από κει... μπορεί να βρεθεί και κανείς χριστιανός να σας δώσει και καμιά δεκάρα...»
- Πότε, μαμά, θα πάμε στην οδός Αιόλου; ρώτησε η Αγγελικούλα.
- Θα λέμε και τα κάλαντα της εξορίας; ρώτησε κι ο Πέτρος τη μαμά του.
- Να τα λέτε.
Κι ο Πέτρος άρχισε να σιγοτραγουδά από κει που ήταν ξαπλωμένος:
Αρχημηνιά-ά κι α-αρχή χρο-νιά,
είν' ο μπαμπάς, χρόνους εννιά στη
μα- στη μαύ-ρην εξορία...
συ 'σαι αρχό- συ 'σαι αρχόντισσα κυρία...
- Θ' αργήσουμε, μαμά, ακόμα;
Η Αγγελικούλα βιαζότανε να φύγουν.
- Εμ τώρα είναι ακόμα πρωί... Καλά καλά δεν έφεξε. Θα πάμε άμα σφίξει ο κόσμος.
- Και πότε θα σφίξει ο κόσμος;
- Άμα βγει ο ήλιος.
- Κι αν δε βγει ο ήλιος, δε θα πάμε; ρώτησε ο Πέτρος.
- Τι να κάνουμε από τέτοιαν ώρα; Να ξεπαγιάσουμε άδικα;
- Τα παιγνίδια όμως, ας είναι και πρωί, δεν είναι στα τζάμια; ξανάπε ο Πέτρος. Αν μαζέψεις, μαμά, πολλά λεφτά, και μας δώσουν και μας από τα κάλαντα, θα μου πάρεις, μαμά, κείνο το σιδερόδρομο που σου 'λεγα;
Ήταν ένας σιδερόδρομος που έπιανε όλη τη βιτρίνα! Τα παιδιά, στα σκολειά, στα διαλείμματα, όλο για το σιδερόδρομο μιλούσαν. Διηγούνταν πώς κάνει γύρους. Πώς ανάβουν και σβήνουν τα ηλεκτρικά του. Πώς έχει σειρά τα βαγόνια. Ανεβοκατεβαίνει στα βουνά, χωρίς να γκρεμίζεται. Περνάει κι ένα ποτάμι πάνω από μια γέφυρα και ύστερα!... τρυπώνει σ' ένα τρυπημένο βουνό... και χάνεται!... Μα σε λίγο... να σου τον και ξετρυπώνει από την άλλη μεριά της βιτρίνας, και ξαναρχίζει τα ίδια...
- Αυτά τα παιγνίδια είναι ακριβά! Δεν μπορούμε να τ' αγοράσουμε μεις...
- Άμα πιάσουμε πολλά λεφτά;
- Όσα και να πιάσουμε... δεν μπορούμε.
- Πότε θα μπορέσουμε;
- Άμα έρθει ο μπαμπάς σου.
- Πότε θα 'ρθει ο μπαμπάς μου;
- Άμα τον αφήσουν οι κακοί ανθρώποι.
- Θα τον αφήσουν πριν από την Πρωτοχρονιά;
- Ναι... ναι... πριν από την Πρωτοχρονιά.
- Κι άμα έρθει, θα μου πάρει το σιδερόδρομο;
- Ναι... ναι...
- Να του το πεις όμως και συ...
- Ναι... ναι... θα του το πω.
Στην οδό Αιόλου κόντεψαν να χαθούν. O Πέτρος έψαχνε να βρει το σιδερόδρομο, κι η Αγγελικούλα είδε μια κούκλα, που στεκόταν πίσω από το τζάμι και κουνούσε το κεφάλι της δεξιά κι αριστερά, κι ανοιγόκλεινε τα μάτια της, και σταμάτησε, γιατί ήθελε να τη δει καλά.
- Αν δεν έχετε το νου σας, να το ξέρετε, πως θα χαθούμε. Εγώ θα στέκουμαι εδώ σε τούτη τη γωνιά. Μην ξεμακρύνετε... Και να 'στε πιασμένοι χέρι χέρι...
- Άντε να πάμε να βρούμε το σιδερόδρομο, είπε ο Πέτρος στην Αγγελικούλα, και ύστερα ξαναγυρίζομε.
Μπρος από τη βιτρίνα, που ήταν ο σιδερόδρομος, είχαν μαζευτεί ένα σωρό παιδιά. Κι όλα φώναζαν:- Κοιτάτε! Τώρα θ' ανεβεί, θα το δείτε, σ' αυτό το ψηλό βουνό.
- Θα περάσει και το ποτάμι... πάνω από τη γέφυρα...
- Κοίτα το μηχανικό πώς κάνει;
- Τώρα θ' ανάψει το πράσινο φως και θα σβήσει το κόκκινο.
- Θα μου τον αγοράσει ο μπαμπάς μου, είπε το παιδί ενός καθηγητή, τώρα στις γιορτές, που θα τους δώσουν δύο μισθούς...
- Εγώ θα πω στο νονό μου, είπε ένα αδυνατούλικο, χλομό αγοράκι, να μου τον αγοράσει, που είναι σωφέρης.*
- Η θεία μου η μικρή, είπε της μαμάς μου, πως θα βάλουν όλοι τους, ο θείος ο Νικόλας, κι ο θείος μου που 'χει το περίπτερο, να μου τον αγοράσουν..., είπε ένα άλλο παιδί.
- Εμάς, ξεθαρρεύτηκε ο Πέτρος, θα μας τον αγοράσει ο μπαμπάς μας...
Τα παιδιά στράφηκαν και πρόσεξαν τα δυο φτωχοντυμένα αδέλφια. O Πέτρος φορούσε μαύρο σακάκι μπαλωμένο στους αγκώνες και το γιακά, και στο λαιμό μαύρο κασκόλ, και καφέ γάντια, που βγαίναν όξω τα δυο πρώτα δάχτυλα. Η Αγγελικούλα δε φαινόταν τι φορούσε. Ήταν διπλοτυλιγμένη μέσα σ' ένα μποξά* σκούρο, σφιχτοδεμένο κάτω από τα χέρια, μ' ένα κορδόνι. Τα παπούτσια τους -αρβυλάκια- ήτανε βουτηγμένα στη λάσπη, καθώς είχαν κάμει πεζή* όλο το δρόμο, από του Ζωγράφου ως την οδό Αιόλου.
- Τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς σου;, ρώτησε τον Πέτρο το παιδί του καθηγητή.
- Είναι εξορία, μα θα 'ρθει πριν από την Πρωτοχρονιά.
- Ξέρεις πόσο κάνει ο σιδερόδρομος;, του λέει. Για να μου τον αγοράσει ο μπαμπάς μου, θα δώσει το μισό μισθό, απ' αυτόν που θα τους δώσουν για τις γιορτές.
Η Αγγελικούλα με τη μαμά και τον Πέτρο πήγαν και την άλλη μέρα στην οδό Αιόλου, και την παράλλη. O Πέτρος, κρατώντας την Αγγελικούλα από το χέρι, τραβούσε ίσια για τη βιτρίνα που ήταν ο σιδερόδρομος. Είχε το φόβο μην πάνε καμιά μέρα και βρούνε άδεια τη βιτρίνα. Κ' ύστερα; Σαν έρθει ο μπαμπάς; Αν είναι πουλημένος ο σιδερόδρομος;
Τα βράδια, άμα χτυπούσε η οξώπορτα της μάντρας, τ' αδέρφια συνερίζονταν* ποιο να προλάβει ν' ανοίξει πρώτο.
- Πώς θα καταλάβουμε πως είναι ο μπαμπάς μας;
- Από το γέλιο του.
- Εκείνος θα μας γνωρίσει;
- Ναι, ναι...
- Μα αφού δε μας ξέρει;
- Θα σας γνωρίσει από τη φωτογραφία που του στείλαμε.
Μα οι μέρες περνούσαν. Πέρασε κι η Πρωτοχρονιά. Κόντευαν τα Φώτα, κι ο μπαμπάς δεν ερχόταν. Ευτυχώς που κι ο σιδερόδρομος δεν είχε φύγει από τη βιτρίνα. Πολλά παιγνιδάκια, που κάνανε συντροφιά στο σιδερόδρομο, χάνονταν μέρα με τη μέρα. Κάτι σερβίτσια του τσαγιού, κάτι επιπλάκια, που στέκαν όρθια από δω κι από κει, μέσα στα κουτιά τους, πουλήθηκαν. Έλειψε κι η αρκούδα, που κοίταζε με τόση προσήλωση τα παιδιά, έφυγε και το αεροπλάνο, που κρεμόταν από ψηλά και, μόλις το κούρντιζαν, έφερνε γύρους. Όμως ο σιδερόδρομος έμενε πάντα στη θέση του. Μόνο πως άμα πέρασε η Πρωτοχρονιά, δεν περπατούσε πια. Είχε σταματήσει ακριβώς πάνω από τη γέφυρα. Και τα φώτα του δεν αναβοσβήνανε. Φαινόταν κι αυτός σα στενοχωρημένος.
- Αν ερχόταν ο μπαμπάς μας από την εξορία, είπε ο Πέτρος, θα μας τον είχε αγοράσει. Κανένας όμως μπαμπάς δεν ήρθε από την εξορία. Δεν τους άφησαν οι κακοί άνθρωποι.
- Εμένα δεν μου τον πήρε ο μπαμπάς, γιατί δεν τους δώσανε τον άλλο μισθό.
- O νονός μου, είπε και το αδυνατούλικο αγοράκι, είπε στη μαμά μου πως είναι καλύτερα να μου αγοράσει μια φανέλα, γιατί έχω πλευρίτη. Ξέρεις πώς πονάω, άμα παίρνω ανάσα;
- Η θεία μου η μικρή, κι ο θείος μου ο Νικόλας, κι ο άλλος που 'χει το περίπτερο, είπε και το άλλο παιδί, μ' αγόρασαν καλύτερα τούτο το παλτό... γιατί το περσινό μου ήταν λιωμένο, μα και δε με χωρούσε κιόλας.
Κι ο σιδερόδρομος κι αυτός ήταν πολύ στενοχωρημένος. Γιατί αυτός είχε έρθει στον κόσμο, μόνο και μόνο για να δώσει χαρά στα παιδιά, και τώρα αντί χαρά, τους είχε δώσει στενοχώρια.
Για όλους ήτανε φέτος πολύ στενόχωρες οι γιορτές.
- Μα του χρόνου, θα δείτε, είπε η μαμά, στα δυο λυπημένα παιδιά της. Όλα θα 'χουν αλλάξει... θα 'χουν φύγει οι κακοί ανθρώποι, κι οι καλοί μπαμπάδες θα μας έχουν έρθει, θα 'χουν γεμίσει τα έρημα, τα ορφανεμένα μας τα σπίτια...
Έ. Αλεξίου, Προσοχή συνάνθρωποι, Καστανιώτης
Παράλληλα Κείμενα
Ζλάτα Φιλίποβιτς, «Ένα ημερολόγιο από το Σεράγεβο»
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Πατέρα στο σπίτι» [Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β΄ Λυκείου]
Ζωρζ Σαρή, «Τα κουλουράκια» [Ανθολόγιο Λογοτεχνικών Κειμένων Ε' και ΣΤ'
Δημοτικού]
Λεξιλόγιο
* στην οδός Αιόλου: γραμματικό λάθος της φτωχής και αγράμματης μητέρας (όπως και παρακάτω: σιδερόδρομος)
* να διακονέψω: να ζητιανέψω
* άμα σφίξει: άμα αυξηθεί, πληθύνει
* σωφέρης: οδηγός
* μποξάς: χοντρό μάλλινο σάλι
* πεζή: περπατώντας
* συνερίζονταν: συναγωνίζονταν
ΕΥΡΥΤΕΡΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
1. Συνεχίστε το διήγημα ή γράψτε ένα άλλο, περιγράφοντας τα επόμενα Χριστούγεννα των παιδιών, που τα περνούν μαζί με τον πατέρα τους. Δώστε τον τίτλο «Ο μπαμπάς ήρθε!».
2. Δείτε την κινηματογραφική ταινία του Εμίρ Κουστουρίτσα Ο μπαμπάς λείπει ταξίδι για δουλειές.
Θεόφραστος Τριανταφυλλίδης, Δύο παιδιά στην παραλία
Δείτε τον πίνακα σε μεγαλύτερη ανάλυση στην
Εθνική Πινακοθήκη
Για τη ζωή και το έργο της διάβασε εδώ. Κατέβασε σύντομο βιογραφικό . Δες και παρακάτω στο Υλικό.
ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ
Η μονογονεϊκή οικογένεια και οι δύσκολες συνθήκες της μεταπολεμικής εποχής
Το πρόβλημα της επιβίωσης
Παιδική αθωότητα και σκληρή πραγματικότητα
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Το διήγημα έχει γραφτεί στα 1954 και σκιαγραφεί τις οδυνηρές συνέπειες του Εμφυλίου στην καθημερινή οικογενειακή ζωή. Η μάνα του διηγήματος παλεύει μόνη της για να επιβιώσει με τα δυο μικρά παιδιά της, καθώς ο άντρας της είναι εξόριστος. Η άθλια οικονομική της κατάσταση παίρνει τραγικές διαστάσεις όταν φτάνουν οι γιορτές των Χριστουγέννων. Στο βαρύ κλίμα της στέρησης και στον υπεράνθρωπο αγώνα της να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες προστίθενται οι ανικανοποίητες επιθυμίες των παιδιών για χαρά και παιχνίδι. Τα παιδιά, ακόμα και σε συνθήκες δυσβάστακτες για τους μεγάλους, διατηρούν μία αισιόδοξη και χαρούμενη διάθεση, η οποία στο διήγημα εκφράζεται με την επιθυμία τους να αποκτήσουν το πολυπόθητο παιχνίδι της βιτρίνας, το τρενάκι. Η συγγραφέας αναπαράγει τις εικόνες από το παραμύθι του Άντερσεν «Το κοριτσάκι με τα σπίρτα», χωρίς βέβαια το τραγικό τέλος εκείνου. Απλώς το όνειρο των παιδιών για μια χαρούμενη ζωή ταυτίζεται με τα εκθέματα της λαμπερής βιτρίνας. Οι μαθητές μπορούν να σχολιάσουν την ωριμότητα που δείχνουν οι διάλογοι των παιδιών, η οποία δικαιολογείται μεν από τις σκληρές εμπειρίες που έχουν βιώσει, αλλά προκύπτει και από την πρόθεση της συγγραφέα Έλλης Αλεξίου να συγκινήσει και να θίξει σύγχρονά της κοινωνικά προβλήματα. Ας μην ξεχνάμε ότι και η ίδια πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής της εκπατρισμένη στη Ρουμανία (1949-1962). Καλό είναι επίσης να επισημανθεί ότι η φράση «ο μπαμπάς δεν ερχόταν» (και οι λοιπές συναφείς εκφράσεις) λειτουργεί ως αφηγηματικό μοτίβο που προωθεί τη δράση και δημιουργεί δραματική ένταση στην αφήγηση. Ως προς τη μορφή, μπορεί να επισημανθεί η χρήση του διαλόγου, που δίνει θεατρική διάσταση στην αφήγηση και προβάλλει τους χαρακτήρες ανάγλυφους και φυσικούς.
Για τα λογοτεχνικά ρεύματα - κινήματα δείτε εδώ
Γενικά στοιχεία αφηματολογίας θα βρείτε εδώ
Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.
Ήρωες
Οι ήρωες του κειμένου είναι:
Τόπος
Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:
Η χρονική σειρά των γεγονότων
Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:
Η χρονική διάρκεια
Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).
Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:
Γλώσσα
Η γλώσσα του κειμένου είναι:
Αφήγηση
Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…
Ο αφηγητής
Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…
Η εστίαση
Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…
Τα αφηγηματικά επίπεδα
Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:
Αφηγηματικοί τρόποι
Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:
Ενότητες
Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:
Το σχόλιό σας...