ΒΙΤΣΕΝΤΖΟΣ ΚΟΡΝΑΡΟΣ
Ερωτόκριτος
Η υπόθεση του Ερωτόκριτου: Βρισκόμαστε στην προχριστιανική Αθήνα, κάστρο της εποχής όμοιο με τα ιπποτικά που δέσποζαν στη Δύση. Εκεί ζει ο βασιλιάς Ηράκλης και η γυναίκα του που, αφού έμειναν πολλά χρόνια χωρίς παιδί, φέρνουν στον κόσμο μια κόρη, την Αρετούσα, την οποία ερωτεύεται ο Ερωτόκριτος (το όνομά του το βρίσκουμε και ως Ρωτόκριτος ή Ρώκριτος), γιος του συμβούλου του βασιλιά Πεζόστρατου. Ο νέος ομολογεί την αγάπη του στον φίλο και σύμβουλό του Πολύδωρο. Έπειτα μεταμφιεσμένος τραγουδάει καντάδες κάτω από τα παράθυρα της Αρετούσας. Ο βασιλιάς το μαθαίνει και βάζει τέλος στις νυχτερινές αυτές συναντήσεις. Η Αρετούσα ερωτευμένη με τον άγνωστο τραγουδιστή ομολογεί τα αισθήματά της στη νένα της, τη Φροσύνη. Ο Ερωτόκριτος κάνει με τον φίλο του Πολύδωρο ένα ταξίδι στον Έγριπο (παραφθορά του Εύριπος, δηλαδή στην Εύβοια) για να διασκεδάσει τη θλίψη του. Στη διάρκεια της απουσίας του η Αρετούσα ανακαλύπτει το πορτρέτο της στο δωμάτιο του Ερωτόκριτου και του στέλνει μήλα για δώρο και για να του εκδηλώσει την αγάπη της.
Στη συνέχεια ο βασιλιάς οργανώνει έναν αγώνα για να διασκεδάσει την κόρη του. Ο αφηγητής περιγράφει λεπτομερώς τις μονομαχίες, ιδιαίτερα εκείνη του Κρητικού με τον Καραμανίτη (που συμβολίζει τη σύγκρουση των Κρητών με τους Τούρκους). Ο Ερωτόκριτος νικά στον αγώνα και παίρνει το στεφάνι από το χέρι της Αρετούσας. Παίρνει τότε το θάρρος κι εκμυστηρεύεται το αίσθημά του στον πατέρα του πείθοντάς τον να ζητήσει το χέρι της κόρης από τον βασιλιά.
Ο Πεζόστρατος ζητεί από τον βασιλιά το χέρι της Αρετούσας για τον γιο του, όμως ο Ηράκλης εξοργισμένος από την αλαζονεία ενός κοινού θνητού διώχνει τον Πεζόστρατο, εξορίζει τον γιο του και φυλακίζει την Αρετούσα που δε δέχεται να παντρευτεί κανένα από τα αρχοντόπουλα. Τρία χρόνια μένει φυλακισμένη, γιατί αποκρούει την πρόταση γάμου του βασιλόπουλου του Βυζαντίου, που της επαναλαμβάνει κάθε μέρα ο πατέρας της. Αχώριστοι φίλοι των δύο νέων είναι ο Πολύδωρος και η Φροσύνη που παίζουν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της υπόθεσης.
Αργότερα κηρύσσεται πόλεμος εναντίον του βασιλιά των Βλάχων, στον οποίο έρχεται και πολεμά με γενναιότητα ο Ερωτόκριτος μεταμφιεσμένος σε μαύρο με τη βοήθεια ενός μαγικού υγρού. Στη μάχη σώζει τον βασιλιά και δέχεται να μονομαχήσει με τον Άριστο, ανεψιό του βασιλιά των Βλάχων, τον οποίο και σκοτώνει. Ο Ερωτόκριτος ζητεί για αμοιβή του να παντρευτεί την Αρετούσα, που δεν τον αναγνωρίζει στην αρχή, γι' αυτό αρνείται. Στο τέλος όμως γίνεται η αναγνώριση χάρη στο μαγικό υγρό που του ξαναδίνει τη μορφή του και οι νέοι παντρεύονται και ζουν ευτυχισμένοι.
Τα δύο επιλεγμένα αποσπάσματα από τον Ερωτόκριτο, το πιο γνωστό και δημοφιλές έργο της κρητικής λογοτεχνίας, προέρχονται από το τρίτο και τέταρτο μέρος του ποιήματος. Το πρώτο απόσπασμα τοποθετείται στη μέση περίπου του έργου και θίγει το πρόβλημα της κοινωνικής διαφοράς ανάμεσα στην οικογένεια της Αρετούσας και του Ερωτόκριτου. Έχουν προηγηθεί ο έρωτας του Ερωτόκριτου και η ανταπόκριση της Αρετούσας (Α' Μέρος), καθώς και το κονταροκτύπημα και η νίκη του Ερωτόκριτου (Β' Μέρος). Μετά τη νίκη το αίσθημα των δύο νέων γίνεται σφοδρότερο, αρχίζουν οι ερωτικές συνομιλίες τους στο δώμα του παλατιού, οι οποίες οδηγούν στην κοινή απόφαση να παρακαλέσει ο Ερωτόκριτος τον πατέρα του να μιλήσει στον βασιλιά για τον γάμο. O πατέρας του Ερωτόκριτου Πεζόστρατος, παρά τις αντιρρήσεις του, πείθεται και τολμά, με σύνεση και διστακτικότητα, να μιλήσει στον βασιλιά, όμως εκείνος τον διώχνει από το παλάτι με ύβρεις και απειλές. Δίνει επίσης διαταγή να εξοριστεί ο Ερωτόκριτος, ο οποίος με σπαραγμό ψυχής αποχαιρετά την αγαπημένη του, τον τόπο του και τους δικούς του, και πηγαίνει στην Έγριπο. Στο τέταρτο μέρος, ο βασιλιάς επιμένει να παντρέψει την κόρη του με το βασιλόπουλο του Βυζαντίου, η Αρετούσα αρνείται και ο πατέρας της τη φυλακίζει. Ενώ μπαίνει ο τέταρτος χρόνος από τη φυλάκιση της Αρετούσας, ο βασιλιάς των Βλάχων εισβάλλει στο βασίλειο των Αθηνών, παρουσιάζεται όμως ο Ερωτόκριτος, αγνώριστος, μαυρισμένος από ένα μαγικό υγρό, και σώζει την Αθήνα, τόσο με τα ανδραγαθήματά του όσο και με την τελική μονομαχία του με τον Άριστο, το καλύτερο παλικάρι των Βλάχων. Το δεύτερο απόσπασμα έχει επικό χαρακτήρα και είναι η αρχή της δικαίωσης του Ερωτόκριτου, η οποία θα οδηγήσει σταδιακά στο ευτυχισμένο τέλος, στον γάμο των δύο νέων και στην ανάληψη της βασιλείας.
[Γ. 891-936. Διάλογος ρήγα Ηράκλη και Πεζόστρατου]
ΠOΙΗΤΗΣ Εκείνη η μέρα επέρασε κι η άλλη ξημερώνει |
μα εβάλθηκε την προξενιάν ετούτη να μιλήσει. | |
895 |
Επήγεν εις του βασιλιού να τόνε δικιμάσει κι ελόγιαζεν από μακρά με ξόμπλια* να τον πιάσει· αγάλια αγάλια αρχίνισεν αποκοτιά* να παίρνει και μια και κι άλλη αθιβολήν* αλλοτινή του φέρνει. |
ΠΕΖOΣΤΡΑΤOΣ Λέγει: «Στους παλαιούς καιρούς, που 'σα μεγάλοι αθρώποι*, | |
900 |
τα πλούτη και βασίλεια εκράζουντάνε κόποι, 'πειδή ετιμούσανε πολλά της αρετής τη χάρη παρά τσι χώρες, τσ' αφεντιές, τα πλούτη, το λογάρι*, κι εσμίγασι τα τέκνα τως οι αφέντες οι μεγάλοι με τους μικρούς οπού 'χασι γνώση, αντρειά και κάλλη. |
905 |
Όλα τα πλούτη κι οι
αφεντιές* εσβήνουν και χαλούσι και μεταλλάσσουν, κι οι καιροί συχνιά τα καταλούσι*, μα η γνώση εκεί που βρίσκεται και τσ' ευγενιάς τα δώρα ξάζου* άλλο παρά βασιλειά, παρά χωριά και χώρα· ουδ' ο τροχός δεν έχει εξάν*, ως θέλει να γυρίσει, |
910 |
τη γνώση και την αρετή ποτέ να καταλύσει». ΠOΙΗΤΗΣ Κι ήφερνε ξόμπλια απόμακρα, πράματα περασμένα και καταπώς του σάζασι* τα 'λεγεν έναν ένα. Με τούτες τες παραβολές αγάλια αγάλια σώνει* εις το σημάδι το μακρύ κι ήρχισε να ξαμώνει*. |
915 |
Αποκοτά δυο τρεις φορές να το ξεφανερώσει κι οπίσω τον εγιάγερνε* κι εκράτειέ τον η γνώση. Στο ύστερον ενίκησεν η αγάπη του παιδιού του και φανερώνει τα κουρφά* και τα χωστά* του νου του· μα ως ενεχάσκισε* να πει την προξενιά του γάμου, |
ΒΑΣΙΛΙΑΣ | |
920 | του λέγει ο ρήγας: «Πήγαινε και φύγε από κοντά μου! Πώς εβουλήθης κι είπες το, λωλέ, μισαφορμάρη*, γυναίκα του ο Ρωτόκριτος την Αρετή να πάρει; Φύγε το γληγορύτερο και πλιο* σου μην πατήσεις εις την αυλή του παλατιού και κακοθανατίσεις. |
925 | Γιατί σε βλέπω ανήμπορο,
γιαύτος* δε σε ξορίζω, μα ο γιος σου μην πατήσει πλιο σ' τσι τόπους οπ' ορίζω. Τέσσερις μέρες κι όχι πλια* του δίδω να μισέψει*, τόπους μακρούς κι αδιάβατους ας πάγει να γυρέψει και μην πατήσει ώστε να ζω στα μέρη τα δικά μου, |
930 | αλλιώς του δίδω θάνατο για χάρισμα του γάμου. Κι εκείνο που αποκότησες κι είπες τούτη την ώρα μη γροικηθεί*, μην ακουστεί σ' άλλο εδεπά* στη χώρα και κάμω πράμαν εις εσέ οπού να μη σ' αρέσει, να τρέμου όσοι τ' ακούσουνε κι εκείνοι οπού το λέσι. |
935 | Δε θέλω πλιο να σου μιλώ· στο ρήγα δεν τυχαίνει τα τόσα να πολυμιλεί· κι απόβγαλ' τον* να πηαίνει». [Δ. 1003-1038. Μάχη Αθηναίων και Βλάχων] Ανακατώνεται ο λαός και τα φουσάτα* σμίγου, μα 'τον ακόμη σκοτεινά και δεν καλοξανοίγου*. |
1005 |
Δίδου αναπνιά στα βούκινα*, τσι σάλπιγγες φυσούσι, πάγει η λαλιά στον ουρανό, τα νέφη αντιλαλούσι. Με τη βαβούρα* την πολλή και κτύπους των αρμάτω εγροίκησε* ο Ρωτόκριτος, γιατί δεν εκοιμάτο, κι ο λογισμός της Αρετής ολίγο τον αφήνει |
1010 | να κοιμηθεί, γιατί αγρυπνά σ' τσ' αγάπης την οδύνη. |
Άλλο μαντάτο να του που δε στέκει ν'
ανιμένει*, με σπούδα* εκαβαλίκεψε, στον κάμπο κατεβαίνει. Σαν όντεν* είν' καλοκαιριά, μέρα σιγανεμένη, και ξάφνου ανεμοστρόβιλος από τη γην εβγαίνει, | |
1015 | με βροντισμό και ταραχή τη σκόνη ανεσηκώσει και πάγει τη τόσο ψηλά, οπού στα νέφη σώσει, έτσι κι όντεν εκίνησε με τέτοια αντρειά επορπάτει, οπού βροντές και σκονισμούς κάνει στο μονοπάτι. Μ' έτοια μεγάλη μάνηταν ήσωσε* στο φουσάτο, |
1020 | οπού όποιος κι αν εγλίτωκε με φόβο το εδηγάτο. Εισέ καιρό ο Ρωτόκριτος ήσωσε στο λιμνιώνα*, που οι Αθηναίοι εφεύγασι κι οι Βλάχοι τσ' εζυγώνα· με φόβον εγλακούσανε*, βοήθεια δεν ευρίσκα κι οι οχθροί τως τους εδιώχνασι κι αλύπητα εβαρίσκα. |
1025 | Κι ωσά λιοντάρι όντε πεινά κι από μακρά γροικήσει κι έρχεται βρώμα* οπού 'πασκε* να βρει να κυνηγήσει κι εις την καρδιά κινά, ως το δει, η πεθυμιά τη μάχη, τρέχει ζιμιόν* απάνω του κι αγριεύει σαν του λάχει·* φωτιά πυρή στα μάτια του ανεβοκατεβαίνει, |
1030 | καπνός απ' τα ρουθούνια του μαύρος βραστός
εβγαίνει, αφροκοπά το στόμα του, το κούφος* του μουγκρίζει, ανασηκώνει την ορά*, τον κόσμο φοβερίζει, κατακτυπούν τα δόντια του και το κορμί σπαράσσει, αναχεντρώνουν* τα μαλλιά και τρέχει να το πιάσει· |
1035 |
εδέτσι* εξαγριεύτηκε για τα κακά μαντάτα κι ωσάν αϊτός επέταξε κι εμπήκε στα φουσάτα. Βλάχοι, κακό το πάθετε εις τό σας ηύρε αφνίδια, εδά 'ρθασι τ' απαρθινά* κι επάψαν τα παιγνίδια! Β. Κορνάρος, Ερωτόκριτος, Ερμής |
Γιάννης Τσαρούχης, Ερωτόκριτος και Αρετούσα
Γιάννης Τσαρούχης, Ερωτόκριτος
Θεόφιλος, Ερωτόκριτος και Αρετούσα
Ερωτόκριτος
στο Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού
στους Ψηφιακούς Πόρους για την Ελληνική Γλώσσα
Ηχητικά αποσπάσματα του Ν. Μαμαγκάκη στην Ελληνική Μουσική Βιβλιοθήκη
(Δες
περισσότερα στο Υλικό)
Λεξιλόγιο
*κύρης: πατέρας *μερώνει: ηρεμεί *
πλιο: πια *κρίση: μαρτύριο, βάσανο *ξόμπλι:
παράδειγμα *αποκοτιά: θάρρος *αθιβολή:
λόγος *μεγάλοι αθρώποι: σημαντικοί *λογάρι:
θησαυρός *αφεντιά: εξουσία *καταλούσι:
φθείρουν *ξάζου: αξίζουν *εξά: εξουσία
*σάζασι: ταίριαζαν *σώνει, ξαμώνει:
φτάνει στο κρίσιμο σημείο και δοκιμάζει να πει *γιαγέρνω:
επιστρέφω *κουρφά, χωστά: κρυφά *ενεχάσκισε:
τόλμησε *λωλέ, μισαφορμάρη: παλαβέ, μισότρελε *πλιο:
στο εξής *γιαύτος: γι' αυτό *πλια:
περισσότερο *να μισέψει: να φύγει *γροικηθεί:
ακουστεί *εδεπά: εδώ *απόβγαλ' τον:
διώξε τον *φουσάτο: στράτευμα *δεν καλοξανοίγου:
δεν καλοβλέπουν *δίδου αναπνιά στα βούκινα: φυσούν τις
πολεμικές σάλπιγγες *βαβούρα: φασαρία *
εγροίκησε: άκουσε *ανιμένει: περιμένει *σπούδα:
βιασύνη *όντεν: όταν *ήσωσε: έφτασε *λιμνιώνας:
λιμάνι *εγλαυκούσανε: έτρεχαν *βρώμα:
τροφή, λεία θηρίου *'πασκε: προσπαθούσε *ζιμιόν:
αμέσως *λάχει: τύχει *κούφος: θωρακική
κοιλότητα *ορά: ουρά *αναχεντρώνουν:
για το τρίχωμα του ζώου που υψώνεται *εδέτσι: έτσι *απαρθινά:
αληθινά.
ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ
1. Γιατί ο Πεζόστρατος χρησιμοποιεί πολλά «ξόμπλια» και παραβολές πριν μιλήσει στον βασιλιά για το προξενιό;
2. Ποιες διαταγές έδωσε ο Ηράκλης στον Πεζόστρατο; Τι πιστεύει ότι θα πετύχει ο βασιλιάς με τον εξορισμό του Ερωτόκριτου;
3. Συγκρίνετε τις δύο σκηνές προξενιών στο ποίημα του Ερωτόκριτου και στο θεατρικό έργο Ο Βασιλικός.
4. Στο δεύτερο απόσπασμα αναδεικνύεται η γενναιότητα και η ψυχική ανωτερότητα του Ερωτόκριτου. Βρείτε στοιχεία του κειμένου που επιβεβαιώνουν αυτή την άποψη.
5. Συγκρίνετε την ηρωική εμφάνιση του Ερωτόκριτου και του Διγενή, κρίνοντας από τον τρόπο που εξαίρει τις πολεμικές αρετές τους ο κάθε ποιητής.
6. Ακούστε μελοποιημένα αποσπάσματα του Ερωτόκριτου από το CD: Γιώργος Κουμεντάκης, Λουδοβίκος των Ανωγείων, Νίκος Ξυδάκης, Ψαραντώνης, Τέσσερις δρόμοι για τον Ερωτόκριτο, Lyra 2000.
Διάβασε για τη ζωή και το έργο του εδώ. Κατέβασε σύντομο βιογραφικό . Δες και παρακάτω στο Υλικό.
Το πρώτο απόσπασμα αναφέρεται στο προξενιό, που ο Πεζόστρατος για χάρη του γιου του αναλαμβάνει να διεκπεραιώσει. Τα λόγια του Πεζόστρατου προκαλούν την οργισμένη αντίδραση του βασιλιά, η οποία οφείλεται στην κατώτερη κοινωνική θέση του υποψήφιου γαμπρού και συνάδει με τον πληγωμένο εγωισμό του. Ο Ηρακλής δεν ανέχεται τη θρασύτητα του υπηκόου του να ελπίζει σε γάμο με τη βασιλοπούλα, καθώς ο γάμος αυτός δημιουργεί εμπόδια στα μελλοντικά σχέδιά του για ένα πετυχημένο προξενιό, το οποίο θα ενίσχυε την πολιτική θέση και θα εξασφάλιζε ειρήνη στο βασίλειο. Με τον εκφοβισμό του Πεζόστρατου και την εξορία του Ερωτόκριτου ο βασιλιάς επιβάλλει βίαια την εξουσία του, οι αποφάσεις όμως που παίρνει αποδεικνύονται στην πραγματικότητα ανώφελες, καθώς η δοκιμασία ενισχύει την αγάπη και την πίστη των δύο νέων. Η Αρετούσα αρνείται πεισματικά κάθε προξενιό και, παρά τη φυλάκιση, η καρδιά της δε λυγίζει. Ο Ερωτόκριτος, πάλι, είναι παρών όταν θα τον χρειαστεί το πολιορκούμενο βασίλειο. Μεταμορφωμένος, χάρη σε ένα μαγικό υγρό, θα ανδραγαθήσει σε έναν επικό αμυντικό αγώνα, με τελικό έπαθλο την ποθητή Αρετούσα και τον θρόνο του βασιλείου.
Το δεύτερο απόσπασμα έχει επικό χαρακτήρα, προσφέρεται για αισθητική ανάλυση και σύγκριση με ανάλογες πολεμικές περιγραφές από την Ιλιάδα, τόσο στη μορφή όσο και στο περιεχόμενο. Έχει ενδιαφέρον π.χ. να εξεταστεί συγκριτικά η δομή και η λειτουργία της πλατιάς παρομοίωσης στα δύο κείμενα, μέσα στη γενικότερη ατμόσφαιρα της ανδραγαθίας και της πολεμικής ορμής.
Βιτσέντζος Κορνάρος
Διάβασε για τη ζωή και το έργο του
εδώ.
Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα)
στη Βικιπαίδεια
στο Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού
Ερωτόκριτος
«Ερωτόκριτος» [πηγή: Ψηφίδες, Δημώδης Γραμματεία]
«Ερωτόκριτος» [πηγή: Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού]
Νίκος Μαμαγκάκης, «Ερωτόκριτος» (ηχητικά αποσπάσματα) [πηγή: Ελληνική Μουσική Βιβλιοθήκη www.musicale.gr.]
Μουσικά αποσπάσματα από όλο το κείμενο
«Τα θλιβερά μαντάτα», Γιάννης Χαρούλης
«Αποχαιρετισμός», Νίκος Ξυλούρης
«Ο όρκος της Αρετούσας» Λουδοβίκος των Ανωγείων, Μαρία Αναματερού
Το κείμενο του τραγουδιού (Γ' μέρος)
"Tα λόγια σου, Pωτόκριτε, φαρμάκι-ν εβαστούσαν,
κι ουδ' όλπιζα, ουδ' ανίμενα τ' αφτιά μου ό,τι σ' ακούσαν. 1410
Διώξε τσι αυτούς τους λογισμούς, κ' έγνοια καμιά μην έχεις.
Mη θες να με ξαναρωτάς το πράμα οπού κατέχεις·1540
Kαι πώς μπορώ να σ' αρνηθώ; Kι α' θέλω, δε μ' αφήνει 1435
τούτ' η καρδιά που εσύ'βαλες σ' τσ' Aγάπης το καμίνι,
Kι α' δε θελήσει η Mοίρα μας να σμίξομεν ομάδι, 1475
η ψη σου ας έρθει να με βρει χαιράμενη στον Άδη.
Ολόκληρο το απόσπασμα (Γ' μέρος)
APETOYΣA
«Tα λόγια σου, Pωτόκριτε, φαρμάκι-ν εβαστούσαν,
κι ουδ' όλπιζα, ουδ' ανίμενα τ' αφτιά μου ό,τι σ' ακούσαν. 1410
Ίντά 'ναι τούτα τα μιλείς, κι ο νους σου πώς τα βάνει;
Πού τα 'βρε αυτάνα η γλώσσα σου οπού μ' αναθιβάνει;
Kαι πώς μπορεί τούτη η καρδιά, που με χαρά μεγάλη
στη μέσην της εφύτεψε τα νόστιμά σου κάλλη,
και θρέφεσαι καθημερνό, στα σωθικά ριζώνεις, 1415
ποτίζει σε το αίμα τση, κι ανθείς και μεγαλώνεις,
κι ως σ' έβαλε, σ' εκλείδωσε, δε θέλει πλιο ν' ανοίξει,
και το κλειδί-ν ετσάκισεν, άλλης να μη σε δείξει.
Kαι πώς μπορεί άλλο δεντρόν, άλλοι βλαστοί κι άλλ' ά'θη,
μέσα τση πλιο να ριζωθούν, που το κλειδί-ν εχάθη; 1420
»Σγουραφιστή σ' όλον το νουν έχω τη στόρησή σου,
και δεν μπορώ άλλη πλιο να δω παρά την εδική σου.
Xίλιοι σγουράφοι να βρεθούν, με τέχνη, με κοντύλι,
να θέ' να σγουραφίσουσι μάτια άλλα κι άλλα χείλη,
τη στόρησή σου ως την εδούν, χάνεται η μάθησή τως, 1425
γιατί κάλλια 'ναι η τέχνη μου παρά την εδική τως.
Eγώ, όντε σ' εσγουράφισα, ήβγαλα απ' την καρδιά μου
αίμα, και με το αίμα μου εγίνη η σγουραφιά μου.
Όποια με το αίμα τση καρδιάς μια σγουραφιά τελειώσει,
κάνει την όμορφη πολλά, κι ουδέ μπορεί να λιώσει. 1430
Πάντα 'ναι η σάρκα ζωντανή, καταλυμό δεν έχει,
και ποιος να κάμει σγουραφιά πλιο σαν εμέ κατέχει;
Tα μάτια, ο νους μου, κι η καρδιά, κι η όρεξη εθελήσαν,
κι εσμίξαν και τα τέσσερα, όντε σ' εσγουραφίσαν.
Kαι πώς μπορώ να σ' αρνηθώ; Kι α' θέλω, δε μ' αφήνει 1435
τούτ' η καρδιά που εσύ 'βαλες σ' τσ' Aγάπης το καμίνι,
κι εξαναγίνη στην πυρά, την πρώτη Φύση εχάσε,
η στόρησή μου εχάθηκε και τη δική σου επιάσε.
Λοιπόν, μη βάλεις λογισμό σ' έτοια δουλειά, να ζήσεις,
δε σ' απαρνούμαι εγώ ποτέ, κι ουδέ κι εσύ μ' αφήσεις. 1440
Kι ο Kύρης μου, όντε βουληθεί, να θε' να με παντρέψει,
και δω πως γάμο 'κτάσσεται και το γαμπρό γυρέψει,
κάλλια θανάτους εκατό την ώρα θέλω πάρει,
άλλος παρά ο Pωτόκριτος γυναίκα να με πάρει.
»Mα για να πάψει ο λογισμός αυτόνος που σε κρίνει, 1445
κι ολπίδα μιά παντοτινή στους δυό μας ν' απομείνει,
την ώραν τούτη θέλεις δει, κι ας πάψει η έγνοια η τόση,
πράμα-ν οπού παρηγοριάν πολλή σου θέλει δώσει."
ΠOIHTHΣ
Kαι τη Φροσύνην ήκραξε, και τη φωτιάν τής πάγει,
και βάνει τη σα Mάνα της εις το δεξό τση πλάγι. 1450
APETOYΣA
Λέγει τση· «Nένα, γρίκησε, και μαρτυριά να δώσεις,
κι όπου κι α' λάχει, ό,τι θωρείς, κάμε να μην το χώσεις.
Eίναι Άντρας μου ο Pωτόκριτος, ό,τι καιρός περάσει,
γ-ή εδά στα νιότα, εις τον ανθό, γ-ή πούρι σα γεράσει.
Kι αμνόγω του στον Oυρανό, στον Ήλιο, στο Φεγγάρι, 1455
άλλος ο-για γυναίκα του ποτέ να μη με πάρει.»
ΠOIHTHΣ
'Kεί, οπού ποτέ το χέρι τση δεν του' δωκε ν' απλώσει,
την ώραν κείνη σπλαχνικά, ο-για να ξετελειώσει
207 το τάσσιμο του Γάμου τως, και να' χει πάντα ολπίδα,
αρχοντικά το επρόβαλε στη σιδερή θυρίδα. 1460
APETOYΣA
«Aς πιάσει», λέγει, «ο Pώκριτος τη χέραν που πεθύμα,
με την οποιά περ'λαμπαστοί να μπούμε σ' ένα μνήμα.»
ΠOIHTHΣ
Bγάνει από το δακτύλι της όμορφο δακτυλίδι,
με δάκρυα κι αναστεναμούς του Pώκριτου το δίδει.
APETOYΣA
Λέγει του· «Nα, και βάλε το εις το δεξό σου χέρι, 1465
σημάδι πως, ώστε να ζω, είσαι δικό μου Tαίρι.
Kαι μην το βγάλεις από 'κει, ώστε να ζεις και να' σαι,
φόρειε το, κι οπ' σου το'δωκε, κάμε να τση θυμάσαι.
Kι ο Kύρης μου αν το βουληθεί να πάρει τη ζωή μου,
και δε μ' αφήσει να χαρώ, σα θέλει η όρεξή μου, 1470
φύλαξε την Aγάπη μας, κι ας είσαι πάντα ως ήσου',
και με το δακτυλίδι μου πέρασε τη ζωή σου.
Tούτο για 'δα είναι ο Γάμος μας, και τούτο μας-ε σώνει,
κάθε καιρό ό,τι ετάξαμεν, τούτο το φανερώνει.
Kι α' δε θελήσει η Mοίρα μας να σμίξομεν ομάδι, 1475
η ψη σου ας έρθει να με βρει χαιράμενη στον Άδη.
Πάντα σε θέλω καρτερεί, ζώντας, κι αποθαμένη,
γιατί μια Aγάπη μπιστική στα κόκκαλα απομένει.
Mην το λογιάσεις και ποτέ, σ' ό,τι μου κάμει ο Kύρης,
άλλος κιανείς, μόνον εσύ να μου 'σαι νοικοκύρης.» 1480
ΠOIHTHΣ
Tη χέρα εκράτειεν εις τ' αλλού, όση ώρα τα μιλούσαν,
και ποταμόν τα μάτια τως και βρύσιν εκινούσαν.
Στα κίντυνα ο Pωτόκριτος, που ευρίσκετο, και Πάθη,
παρηγοριά του δώκασι τούτ' όλα κι ανεστάθη,
κι επλήθυνεν η ολπίδα του, και βέβαιο το εθάρρει, 1485
πως η Aρετή άλλον παρ' αυτόν Άντρα δε θέλει πάρει.
Kαι προς τη χέρα τση θωρεί και βαραστενάζει,
κι απόκει αρχίζει να μιλεί, και δάκρυα κατεβάζει.
PΩTOKPITOΣ
"Kαλώς το 'πιάσε η χέρα μου το μαρμαρένιο χέρι,
κείνο που ολπίδα μου'δωκε, το πως σε κάνω Tαίρι. 1490
Σημάδι πεθυμητικό της αναγάλλιασής μου,
παρηγοριά και θάρρος μου, και μάκρος τση ζωής μου.
Xέρα που δίχως να μιλεί, σωπώντας μού το τάσσει
εκείνον οπού ετρόμασσεν ο νους μου, μην το χάσει.
Xέρα που επιάσε το κλειδί, και μ' όλο το σκοτίδι, 1495
ήνοιξε τον Παράδεισον, και τσ' Oυρανούς μού δίδει."
ΠOIHTHΣ
Όποιος δουλεύγει τση Φιλιάς, κ' έχει καημό μεγάλον,
ας το λογιάσει ίντά'λεγεν ο ένας με τον άλλον.
Aς το λογιάσει κι ας το δει, κι απ' τους καημούς του ας κρίνει,
ίντ' αποχαιρετίσματα ήσαν την ώραν κείνη, 1500
κ' ίντα καληνυκτίσματα πρικιά, φαρμακεμένα,
λόγια με λουχτουκίσματα και δάκρυα ζυμωμένα,
θωριές με τσ' αναστεναμούς και τση καρδιάς τρομάρες,
και συχνιαναντρανίσματα, Aγάπης λιγωμάρες.
Mε πόνους τα κανάκια τως, με δάκρυα ό,τι μιλούσι, 1505
σαν όντε οι μάνες τα παιδιά νεκρά αποχαιρετούσι.
Ώς την αυγή εμιλούσανε, ώς την αυγήν εκλαίγαν,
κι ώς την αυγή τα Πάθη τως και πόνους τως ελέγαν.
Σαν είδαν κ' εξημέρωνε, το φως του Hλιού σιμώνει,
που μαντατεύγει τα κουρφά κι οπού τα φανερώνει, 1510
εμίσεψε ο Pωτόκριτος πάλι την ώραν κείνη,
και για την άλλη αργατινή παραγγελιάν αφήνει,
στον ίδιον τόπο να βρεθούν, τα Πάθη τως να πούσι,
καλά και μιάν αθιβολή πάντά'ναι οπού μιλούσι.
Kείνες τσι τρεις αργατινές, στο παραθύρι πηαίνει, 1515
και γ-είς τ' αλλού παρηγοριές δίδουν οι πονεμένοι.
Ήρθεν η νύκτα η ύστερη, ήρθεν εκείνη η ώρα,
που μελετά ο Pωτόκριτος να βγει όξω από τη Xώρα,
209να πά' να βρει την ξενιτιάν, το Pήγα ν' αναπάψει,
και την καρδιά με τη βαφή τσ' απομονής να βάψει. 1520
EPΩTOKPITOΣ
Λέγει τση· "Aφέντρα και Kερά, τσ' ώρες θωρώ σιμώνουν,
και φαίνεταί μου κι ο Oυρανός και τ' Άστρη με πλακώνουν.
Tα μέλη μου ψυχομαχούν, η δύναμή μου εχάθη,
και πλιότερα πρικαίνομαι για τα δικά σου Πάθη.
Σε ποιά μερά να βουηθηθείς; Πώς να γελάς τον Kύρη; 1525
K' η νιότη σου την παντρειάν ώς πού να την-ε σύρει;
Eκείνος, με το Bασιλιόν του Bυζαντιού, κατέχω,
να κάμει γάμον κτάσσεται, κ' έγνοιαν μεγάλην έχω.
Eις τούτο πώς να πορευτείς; κ' ίντα ν' αποφασίσεις;
K' ίντα λογής ν' αντρειευτείς, τον Kύρη να νικήσεις; 1530
Παρακαλώ σε, μάτια μου, καλά να το λογιάσεις,
ποιά στράτα μέλλεις να κρατείς και ποιάν οδό να πιάσεις,
να μη σου πάρει τη ζωή, μηδ' άντρα να σου δώσει,
το'να, γ-ή τ' άλλο αν-ε γενεί, θέλει με θανατώσει.
Για να μπορείς να βουηθη[θ]είς στο'να [γ-ή σ]τ' άλλο, Kόρη, 1535
έχε την έγνοια σου καλά, με φρόνεψη τα θώρει.
ΠOIHTHΣ
Mε τη λαχτάρα εις την καρδιά, στο νουν περιορισμένη,
στά τσ' είπε απιλογήθηκε του Πόθου η πληγωμένη·
APETOYΣA
"Διώξε τσι αυτούς τους λογισμούς, κ' έγνοια καμιά μην έχεις.
Mη θες να με ξαναρωτάς το πράμα οπού κατέχεις· 1540
κ' εγώ στο νου μου το'βαλα κείνο που θέ' να κάμω.
Θάνατο δε μου δίδουσι, μηδ' άλλο γάμο κάνω.
Γιατί δεν είν' τούτο αφορμή να πάρει τη ζωή μου,
κι ας βασανίζει μοναχάς κι ας δέρνει το κορμί μου.
Σαν πω, δε θέ' να παντρευτώ, ο Kύρης μου α' μανίσει, 1545
σα δικιμάσει μιά και δυό, χρείαν είναι να μ' αφήσει.
Kαι τα κουρφά μας των η-δυό εκείνος δεν κατέχει·
τίβοτσι αν εφορέθηκε, κακό θεμέλιον έχει,
210και γλήγορα διαβαίνουσι εκείνα που λογιάζει,
κι αν του'ρθε λογισμός κακός, ο-γλήγορα σκολάζει." 1550
Γιάννης Τσαρούχης, βιογραφία και έργα
στην Εθνική Πινακοθήκη
,
στο paleta art
,
,
στο artnet
,
στο ΝΙΚΙΑΣ
στο lifo (44 άνδρες του Γ. Τσαρούχη)
στο lifo (για την αφιερωματική έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη
Γιάννης Τσαρούχης: «Είμαι ερευνητής με μεγάλη περιέργεια», άρθρο της Ειρήνης Σπυριδάκη στο art magazine
Γιάννης Τσαρούχης: το έργο του και η αναδρομική του έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη, άρθρο της Νάνσυ Μπαλούτογλου στο art magazine
ταινίες:
Γιάννης Τσαρούχης
,
Γιάννης Τσαρούχης, Σπουδή για πορτραίτο. 1981
,
Γιάννης Τσαρούχης, Βιογραφίες
,
Τα ζεϊμπέκικα του Γιάννη Τσαρούχη,
Θεόφιλος (Χατζημιχαήλ), βιογραφικά και έργα του
στο paleta art
,
στην Εθνική Πινακοθήκη
,
στο eikastikon
,
στο ΝΙΚΙΑΣ
στο artnet
στο Google Art & Culture
Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.
Ποιο είναι το ποιητικό υποκείμενο, ο αφηγητής;
Το ποιητικό υποκείμενο είναι...
Σε ποιον απευθύνεται;
Απευθύνεται...
Σε ποιο πρόσωπο και αριθμό βρίσκονται τα ρήματα του ποιήματος, π.χ. γ' ενικό
Τα ρήματα βρίσκονται...
Ποιος είναι ο χώρος;
Ο χώρος του ποιήματος είναι...
Ποιος είναι ο χρόνος;
Ο χρόνος του ποιήματος είναι...
Ποιες είναι οι εικόνες του ποιήματος;
Οι εικόνες του ποιήματος είναι...
Από πού αντλεί τις εικόνες του ο ποιητής; (π.χ. φύση)
Ο ποιητής αντλεί τις εικόνες του...
Ποιους εκφραστικούς τρόπους χρησιμοποιεί ο ποιητής; (π.χ. σχήματα λόγου, χρήση επιθέτων)
Οι εκφραστικοί τρόποι είναι οι εξής...
Πώς χρησιμοποιεί τη στίξη;
Ο ποιητής....
Ποια είναι η γλώσσα; (π.χ. κοινή, λόγια, κοινή με λόγια στοιχεία κλπ.)
Το ποίημα είναι γραμμένο σε...
Το ποίημα έχει ομοιοκαταληξία κι αν ναι τι είδους; (π.χ. ζευγαρωτή, πλεκτή, σταυρωτή κλπ.)
Η ομοιοκαταληξία είναι....
Ποια συναισθήματα σου προκαλεί;
Τα συναισθήματα...