435 436 Ερ Βιο

Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Α' Λυκείου

Κ.Π. Καβάφης, Αλεξανδρινοί βασιλείς


ΝΕΑ ΑΘΗΝΑΪΚΗ ΣΧΟΛΗ: ΠΟΙΗΣΗ. Ο ΔΗΜΟΤΙΣΚΙΣΜΟΣ. 435

Κ.Π. Καβάφης, Αλεξανδρινοί βασιλείς

 

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ έχει την αφετηρία του στον Βίο Αντωνίου τον Πλουτάρχου. Εκεί ο ιστορικός διηγείται πως ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα οργάνωσαν μια μεγαλοπρεπή γιορτή στο στάδιο της Αλεξάνδρειας και καθισμένοι πάνω σε χρυσούς θρόνους μοίρασαν βασιλικούς τίτλους στα παιδιά της Κλεοπάτρας. Σκοπός του Πλουτάρχου είναι να δείξει πόσο ο Αντώνιος είχε υποδουλωθεί όχι μονάχα στην Κλεοπάτρα, αλλά και στο πνεύμα της ανατολίτικης χλιδής, πράγματα ανάρμοστα για ένα Ρωμαίο στρατηγό.

Ο Καβάφης γράφει το ποίημα το 1912. Να προσέξετε κυρίως πώς ο ποιητής μεταπλάθει το ιστορικό γεγονός, ποια στοιχεία προβάλλει ιδιαίτερα και πού μετατοπίζει το βάρος του νοήματος.

 

 Πλούταρχος, «Βίος Αντωνίου» (απόσπασμα)

 Κ.Π. Καβάφης, «Αλεξανδρινοί Βασιλείς» (ανάγνωση) [πηγή: Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού]

 


 

 

Σύρε τον πίνακα, για να δεις και τις υπόλοιπες στήλες.

 
5 Μαζεύθηκαν οι Αλεξανδρινοί
να δουν της Κλεοπάτρας τα παιδιά,
τον Καισαρίωνα,Ανάγλυφο που αναπαριστά την Κλεοπάτρα και τον γιο της Καισαρίωνα, Ναός της Άθωρ στη Δένδερα και τα μικρά του αδέρφια,
Αλέξανδρο και Πτολεμαίο, που πρώτη
φορά τα βγάζαν έξω στο Γυμνάσιο,
10 εκεί να τα κηρύξουν βασιλείς,
μες στη λαμπρή παράταξη των στρατιωτών.
Ο Αλέξανδρος - τον είπαν* βασιλέα 436
της Αρμενίας, της Μηδίας, και των Πάρθων.
Ο Πτολεμαίος - τον είπαν βασιλέα
15 της Κιλικίας, της Συρίας, και της Φοινίκης.
Ο Καισαρίων στέκονταν πιο εμπροστά,
ντυμένος σε μετάξι τριανταφυλλί,
στο στήθος του ανθοδέσμη από υακίνθους,
η ζώνη του διπλή σειρά σαπφείρων κι αμέθυστων,
20 δεμένα τα ποδήματά του μ' άσπρες
κορδέλες κεντημένες με ροδόχροα μαργαριτάρια.
Αυτόν τον είπαν πιότερο από τους μικρούς,
αυτόν τον είπαν Βασιλέα των Βασιλέων.
Οι Αλεξανδρινοί ένιωθαν βέβαια
25 που ήσαν λόγια αυτά και θεατρικά.
Αλλά η μέρα ήτανε ζεστή και ποιητική,
ο ουρανός ένα γαλάζιο ανοιχτό,
το Αλεξανδρινό Γυμνάσιον ένα
θριαμβικό κατόρθωμα της τέχνης,
30 των αυλικών η πολυτέλεια έκτακτη,
ο Καισαρίων όλο χάρις κι εμορφιά
(της Κλεοπάτρας υιός, αίμα των Λαγιδών
κι οι Αλεξανδρινοί έτρεχαν πια στην εορτή,
κι ενθουσιάζονταν, κι επευφημούσαν
   ελληνικά, κι αιγυπτιακά, και ποιοι εβραίικα,
γοητευμένοι με τ' ωραίο θέαμα -
μόλο που βέβαια ήξευραν τι άξιζαν αυτά,
τι κούφια λόγια ήσανε αυτές οι βασιλείες.


Καισαρίων: γιος της Κλεοπάτρας και του Ιουλίου Καίσαρα. Θανατώθηκε σε ηλικία δεκαεφτά χρονών από τον Οκταβιανό στην Αλεξάνδρεια, το 30 π.Χ.
Αλέξανδρος και Πτολεμαίος: παιδιά της Κλεοπάτρας από τον Αντώνιο.
Γυμνάσιο: γυμναστήριο, το στάδιο της Αλεξάνδρειας.
τον είπαν: τον ανακήρυξαν.
αίμα των Λαγιδών: φυσικά από τη μητέρα του μόνο. Η δυναστεία της Κλεοπάτρας (Λαγίδες) είχε γενάρχη της τον Πτολεμαίο τον Λάγου, στρατηγό και έναν από τους διαδόχους του Μ. Αλεξάνδρου, ιδρυτή του βασιλείου της Αιγύπτου.

pano

 


Ελληνιστική περίοδος. Η εξωτερική πολιτική των Πτολεμαίων [πηγή: Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού]

 


 

Ερωτήσεις

  1. Στο περιστατικό που διηγείται ο Πλούταρχος κεντρικά πρόσωπα είναι ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα. Εδώ πώς δηλώνεται η παρουσία τους; Ποια είναι τα κύρια πρόσωπα;
  2. Ποια η θέση των παιδιών στα όσα διαδραματίζονται;
  3. Τι έχετε να παρατηρήσετε σχετικά με τον τρόπο που παρουσιάζεται ο Καισαρίων;
  4. Η περιγραφή της απονομής των τίτλων έχει μια μεγαλοπρέπεια· πώς εκφράζεται αυτή η μεγαλοπρέπεια, πού κορυφώνεται και σε ποιους στίχους αποκαλύπτεται η κουφότητα της;
  5. Πώς παρουσιάζονται οι Αλεξανδρινοί σχετικά α) με την εθνολογική τους σύνθεση, β) με τη στάση τους απέναντι στην τελετή; Είναι στάση που χαρακτηρίζει υπεύθυνους πολίτες;
  6. Η ειρωνεία είναι από τα κύρια γνωρίσματα της ποιήσεως του Καβάφη. Μπορείτε να την αναγνωρίσετε στο ποίημα;
  7. Το ποίημα χαρακτηρίζει μια ολόκληρη εποχή (την αλεξανδρινή). Νομίζετε ότι η σημασία του περιορίζεται σ' αυτή;

 

 Κ.Π. Καβάφης, «Καισαρίων» (παράλληλο κείμενο) [Ανεμόσκαλα (Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα)]

 


Αλεξάνδρεια, η οδός Ραμλίου

Αλεξάνδρεια, η οδός Ραμλίου. Σ' αυτόν τον δρόμο κατοίκησε η οικογένεια Καβάφη από το 1887 έως το 1899 (Αρχείο Ε.Λ.Ι.Α)


 

Κ.Π. Καβάφης (1863-1933)

Καβάφης

Γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια, όπου υπήρχε ακμαία ελληνική παροικία, κυρίως εμπόρων και υπαλλήλων. Έμπορος ήταν και ο πατέρας του. Η μητέρα του καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Ο Κωνσταντίνος μετά τον θάνατο του πατέρα του ακολούθησε τις μετακινήσεις της οικογένειας του και έζησε από το 1872 ως το 1878 στο Λονδίνο και από το 1882 ως το 1885 στην Κωνσταντινούπολη. Μετά το 1885 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αλεξάνδρεια, όπου και πέθανε. Τις εγκύκλιες σπουδές του έκανε στο Λονδίνο και στην Αλεξάνδρεια. Πανεπιστημιακές σπουδές δεν έκανε, αλλά κατόρθωσε να αποκτήσει βαθύτατη μόρφωση με τις προσωπικές του μελέτες (κυρίως ιστορίας). Επίσης η διαμονή του στα μεγάλα κοσμοπολίτικα κέντρα της εποχής του (Λονδίνο, Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια) τον εφοδίασε με πλούσια πείρα. Γνώριζε πολύ καλά τη γαλλική και την αγγλική γλώσσα. Ποιήματα αρχίζει να δημοσιεύει το 1886, αλλά θα αργήσει να βρει την προσωπική του έκφραση. Ως το 1900 περίπου η ποίησή του είναι επηρεασμένη από τους ρομαντικούς ποιητές στη διάθεση, στη στιχουργία και στη γλώσσα (καθαρεύουσα). Κατόρθωσε όμως να απαλλαγεί από τους παραδοσιακούς λυρικούς τρόπους και να δημιουργήσει μια ποίηση έντονα προσωπική. Πρόκειται για μια ποίηση απογυμνωμένη από παραδοσιακά λυρικά σχήματα, που φτάνει συχνά ως την πεζολογία. Τον εκφραστικό φόρτο αναπληρώνει εδώ η παραστατικότητα, η εξαιρετική γλωσσική ευστοχία, η λεπτή ειρωνεία και η υποβολή. Μια τέτοια ποίηση ερχόταν σε αντίθεση με την ποίηση που την ίδια εποχή καλλιεργούνταν στην Αθήνα με κύριο εκπρόσωπο τον Κωστή Παλαμά. Γι' αυτό και άργησε να γίνει αποδεκτή. Πρώτος τον παρουσίασε στην Αθήνα ο Γρ. Ξενόπουλος το 1903 μ' ένα άρθρο του στο περιοδικό Παναθήναια, αλλά η φήμη του εδραιώνεται μετά το 1920, οπότε και έχομε το πρώτο αφιέρωμα στον Καβάφη του περ. Ποιητική Τέχνη (1924). Η οξύτατη σκέψη του ποιητή, η βαθιά αίσθηση του τραγικού και η εκλεπτυσμένη ευαισθησία του δίνουν στην ποίηση του βάθος και πολλαπλές διαστάσεις. Σήμερα ο Καβάφης θεωρείται ένας από τους κορυφαίους ποιητές, όχι μονάχα της ελληνικής, αλλά και της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.

Συνήθως τα ποιήματά του χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: τα ιστορικά, τα φιλοσοφικά και τα ερωτικά. Ο χωρισμός αυτός είναι βέβαια σχηματικός και γίνεται με βάση το θέμα ή τον τόνο που κυριαρχεί. Από τα «ιστορικά» τα πιο πολλά αναφέρονται σε περιστατικά των ελληνιστικών κυρίως χρόνων (αλλά και των ρωμαϊκών και βυζαντινών) ή σε πλαστά περιστατικά, που ο ποιητής παρουσιάζει ως ιστορικά (ψευδοϊστορικά). Μέσα από αυτά εκφράζονται συνήθως σύγχρονες καταστάσεις. Τα «φιλοσοφικά» του είναι κυρίως ποιήματα βιοθεωρίας, όπου ο διδακτικός τόνος είναι έκφραση ζωής συνειδητά βιωμένης, ενώ στα «ερωτικά» συνυφαίνεται ο ηδονισμός με τον αισθητισμό.

 

Κ.Π. Καβάφης. Για τη ζωή και το έργο του [πηγή: Ανεμόσκαλα (Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα)]

Κ.Π. Καβάφης [πηγή: Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα)]

Παροικιακός ελληνισμός. Αίγυπτος [πηγή: Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού]

Οικία - Μουσείο Καβάφη [πηγή: Βικιπαίδεια]

Ο επίσημος δικτυακός τόπος του Αρχείου Καβάφη

Η δε πόλις ελάλησεν. Η Αλεξάνδρεια - Κ.Π. Καβάφης (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]

Κ.Π. Καβάφης. Ένας παγκόσμιος ποιητής 

 



 

Δείτε για το ποίημα στις Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη δεσμός

 

1. Εργοβιογραφικά στοιχεία

«Είμαι Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγήν, αλλά εγεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια - σ' ένα σπίτι της Οδού Σερίφ. μικρός πολύ έφυγα, και αρκετό μέρος της παιδικής μου ηλικίας το πέρασα στην Αγγλία. Κατόπιν επεσκέφθην την χώραν αυτήν μεγάλος, αλλά για μικρόν χρονικό διάστημα. Διέμεινα και στην Γαλλία. Στην εφηβική μου ηλικίαν κατοίκησα υπέρ τα δύο έτη στην Κωνσταντινούπολι. Στην Ελλάδα είναι πολλά χρόνια που δεν επήγα. Η τελευταία μου εργασία ήταν υπαλλήλου εις ένα κυβερνητικόν γραφείον εξαρτώμενον από το Υπουργείον των Δημοσίων Έργων της Αιγύπτου. Ξέρω Αγγλικά, Γαλλικά, και ολίγα Ιταλικά». Με αυτό το λιτό βιογραφικό σημείωμα συνοψίζει τη ζωή του ο Κωνσταντίνος Καβάφης (1863-1933). «Παραλείπει» στοιχεία, όπως ότι καταγόταν από εύπορη οικογένεια (ο πατέρας του ήταν μεγαλέμπορος και η μητέρα του από καλή οικογένεια της Κωνσταντινούπολης) και ότι έζησε τα παιδικά του χρόνια σε μεγάλη ευμάρεια. Ο αιφνίδιος θάνατος του πατέρα του (1870), όμως, ανάγκασε την οικογένεια να φύγει από την Αλεξάνδρεια και να εγκατασταθεί στην Αγγλία για έξι χρόνια (1872-1878). Έπειτα, επέστρεψαν για λίγο στην Αλεξάνδρεια, όπου ο Καβάφης φοίτησε στο εμπορικό Λύκειο «Ερμής», αλλ' έφυγαν και πάλι, λόγω πολιτικών ταραχών (1882), αυτή τη φορά για την Κωνσταντινούπολη, όπου έμειναν τρία χρόνια. Επέστρεψαν στην Αλεξάνδρεια το 1885 και έκτοτε ο Καβάφης ελάχιστα ταξίδεψε, στο Παρίσι και το Λονδίνο (1897), καθώς και στην Αθήνα (1901 και 1903). Έζησε όλη τη ζωή του ήσυχα, από το 1907 στην οδό Λέψιους, όπου και δημιούργησε το έργο του. Εργάστηκε επί τριάντα χρόνια ως δημόσιος υπάλληλος στο Γραφείο Αρδεύσεων. Πέθανε την ημέρα των γενεθλίων του, στις 29 Απριλίου του 1933.

Ο Καβάφης έγραψε τα πρώτα ποιήματά του στην καθαρεύουσα, αργότερα όμως τα «αποκήρυξε». Σημαντική περίοδος στην ποιητική του δημιουργία είναι η δεκαετία 1890-1900, κατά την οποία έγραψε αριστουργήματα, όπως τα ποιήματα «Τείχη», «Κεριά», «Ένας Γέρος», «Τα παράθυρα», «Περιμένοντας τους βαρβάρους» κ.ά. Δέχτηκε επιδράσεις αρχικά από τον ρομαντισμό, έπειτα από τον παρνασσισμό και τον συμβολισμό, ουσιαστικά όμως δημιούργησε καθαρά προσωπική ποίηση. Ο ίδιος ο Καβάφης έθεσε ως ορόσημο για την ποιητική του εξέλιξη το 1911 και διέκρινε τα ποιήματά του στα «προ του 1911» και «στα μετά το 1911». Τον χαρακτήριζε μια τάση τελειομανίας, η οποία αντικατοπτρίζεται στη συνεχή επεξεργασία των ποιημάτων του και στον πρωτότυπο τρόπο με τον οποίο τα διακινούσε στους φίλους του: στην αρχή σε «μονόφυλλα» (μικρά φυλλάδια), αργότερα σε «τεύχη» και έπειτα σε «συλλογές». Ουσιαστικά, τα διόρθωνε αδιάκοπα, γι' αυτό και εν ζωή δεν εξέδωσε ποτέ ολόκληρο το ποιητικό έργο του. Τα «αναγνωρισμένα» από τον ίδιο ποιήματα είναι μόνο 154 και η πρώτη συγκεντρωτική έκδοσή τους με τίτλο Ποιήματα έγινε μετά τον θάνατό του (1935) στην Αλεξάνδρεια. Έκτοτε, εκτός από τα «Αναγνωρισμένα», έχουν δημοσιευτεί και τα «Ατελή» ποιήματά του, ακόμα και όσα ο ίδιος είχε αποκηρύξει.

Κύριο γνώρισμα του Καβάφη είναι ο πρωτοποριακός χαρακτήρας της γραφής του, που έγκειται στη χρήση ιδιότυπων εκφραστικών τρόπων, όπως της ειρωνείας, της πεζολογίας, της δραματικότητας, του ρεαλισμού κ.ά. Η συνηθέστερη πηγή έμπνευσής του είναι η ιστορία, από την οποία δανείζεται ποικίλα προσωπεία για να διατυπώσει γενικότερους προβληματισμούς για τον Άνθρωπο. Ιδιαίτερα έλκεται από τις εποχές παρακμής, που του δίνουν αφορμή για να σαρκάσει για τη ματαιότητα των ανθρωπίνων, αλλά και να προβάλει την τραγική διάσταση της ανθρώπινης φύσης, ιδιαίτερα όταν μέσα στον άνθρωπο συγκρούονται αντίθετες έννοιες, όπως το χρέος και η αδυναμία, η αξιοπρέπεια και η ροπή προς το «κακό», η επιθυμία και η «κοινωνική ηθική», το «ναι» και το «όχι» κ.ά.

Ο Καβάφης διέκρινε τα ποιήματά του από την άποψη του περιεχομένου τους σε τρεις «περιοχές»: τη φιλοσοφική, την ιστορική και την ηδονική (ή αισθησιακή), συχνά όμως οι τρεις αυτές κατηγορίες συνυφαίνονται. Η γλώσσα του είναι δημοτική, ανάμεικτη με τύπους της καθαρεύουσας και «αντιποιητικά» στοιχεία, και ο στίχος του ιαμβικός ανομοιοκατάληκτος.

 

2. Η κριτική για το έργο του

«Με τον όρο "ειρωνεία" και "ειρωνική γλώσσα" εννοώ το είδος της έκφρασης που δημιουργεί το χώνεμα της λεκτικής ειρωνείας του Καβάφη με τη δραματική του ειρωνεία. Με την πρώτη ο Καβάφης υποβάλλει νοήματα και αισθήματα που δεν βρίσκονται στις λέξεις του και που συχνά είναι αντίθετα από το νόημα που αυτές εκφράζουν. Με τη δεύτερη δημιουργεί αντιθέσεις καταστάσεων που, υποβάλλοντας ή αποκαλύπτοντας την αληθινή όψη των πραγμάτων, αποδεικνύουν ότι η ιδέα των ηρώων του για την πραγματικότητα είναι μια τραγική αυταπάτη. Ακόμα και η παρουσία φανταστικών προσώπων και ιστορικών χαρακτήρων στα ποιήματά του, που χρησιμεύουν για ν' αναπαραστήσουν σύγχρονα συναισθήματα, είναι μια μορφή ειρωνείας, λεκτικής και, ταυτόχρονα, δραματικής [...]. Η σχέση της δραματικής ειρωνείας με το δράμα είναι πρωταρχική: η σύγκρουση ανάμεσα σε αντίθετες καταστάσεις, οι ξαφνικές μεταβολές της τύχης, η απροσδόκητη διάψευση των ελπίδων, αποτελούν τον πυρήνα της δραματικής αναπαράστασης. Όσο πιο πυκνή είναι η ανθρώπινη δράση στα ποιήματα του Καβάφη, τόσο πιο ειρωνική γίνεται η ατμόσφαιρά του. Αλλά εκείνο που κάνει την ειρωνεία του Καβάφη να διαφέρει από την ειρωνεία των άλλων ποιητών, δεν είναι τόσο η συχνότητα της δραματικής ειρωνείας του, όσο ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο συνδυάζει τη λεκτική και τη δραματική του ειρωνεία.»

 

(Ν. Βαγενάς, «Η ειρωνική γλώσσα», Εισαγωγή στην ποίηση του Καβάφη, Επιλογή κριτικών κειμένων,
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 31999, σελ. 353)

 

«Ο Σεφέρης είναι ο εισηγητής του όρου "ψευδοϊστορικά", ο οποίος νομίζω είναι πολύ κατάλληλος για τα ποιήματα στα οποία η ιστορία χρησιμοποιείται μεταφορικά ή αλληγορικά, δηλαδή "ψεύτικα" κατά έναν τρόπο, αφού ο Καβάφης δεν αντιμετωπίζει, στις περιπτώσεις αυτές, το ιστορικό υλικό ως ιστορικός ποιητής, αλλά σαν φιλοσοφικός / διδακτικός [...]. Ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος είναι ο εισηγητής του όρου "ιστορικοφανές", που νομίζω ότι είναι κατάλληλος (αν χρησιμοποιηθεί με συστηματικότητα και συνέπεια) για τα ποιήματα στα οποία έχουμε προβολή ενός ή και περισσοτέρων πλαστών υποκειμένων μέσα σε άμεσα (ή και έμμεσα) δηλωμένο ιστορικό πλαίσιο, χρονικό ή και τοπικό, το οποίο χρησιμεύει συνήθως ως φόντο του φανταστικού επεισοδίου που σκηνοθετείται στο ποίημα [...]. Ο όρος που έχει χρησιμοποιηθεί περισσότερο από τους άλλους, είναι βέβαια ο όρος "ιστορικά" ποιήματα. Προτείνω όμως να μην τον υιοθετήσουμε, για δύο λόγους. Αφενός γιατί είναι ο μόνος κατάλληλος για τη γενική διάκριση που είναι απαραίτητο να γίνεται ανάμεσα σε "μυθολογικά" και "ιστορικά" ποιήματα του Καβάφη και αφετέρου γιατί "ιστορικά" είναι ΟΛΑ τα ποιήματα που εξετάζουμε εδώ, σ' όποιαν απ' τις τρεις κατηγορίες και αν ανήκουν.

Για τα ποιήματα της τρίτης αυτής κατηγορίας, για τα οποία και ο ίδιος ο ποιητής φαίνεται ότι δεν θεώρησε επαρκή τον όρο "ιστορικά", αλλά αισθάνθηκε την ανάγκη, όπως είδαμε πιο πάνω, να μιλήσει στον Αθαν. Γ. Πολίτη για "στενώς ιστορικά" ποιήματα, νομίζω ότι καταλληλότερος όρος είναι ο όρος "ιστοριογενή", με τον οποίο δηλώνεται το κύριο χαρακτηριστικό τους, ότι δηλαδή είναι άμεσα συνδεδεμένα με το ιστορικό υλικό από το οποίο γεννήθηκαν, ότι πρόκειται κατά βάση για ποιητικές βιώσεις συγκεκριμένων ιστορικών επεισοδίων από τα οποία είναι όμως κατά έναν τρόπο δεσμευμένα.»

 

(Μ. Πιερής, «Καβάφης και Ιστορία», ό.π., σελ. 405-406)

 

«Ένα πολύ ενδιαφέρον δίπτυχο σχηματίζουν δύο ποιήματα του Καβάφη για τις τελευταίες μέρες του Μάρκου Αντώνιου. Το πρώτο -"Το τέλος του Αντωνίου" (1907), που θα παραμείνει ανέκδοτο από τον ποιητή- θεωρείται εμπνευσμένο όχι τόσο από τον Πλούταρχο ("Βίος Αντωνίου"), όσο από την τραγωδία του Σαίξπηρ "Αντώνιος και Κλεοπάτρα". Ο ήρωάς του είναι έτοιμος να δεχτεί τον θάνατο με αξιοπρέπεια. Αλλά μεγάλη δόση αλαζονείας του ξυπνά η εθνική του "υπερηφάνεια". το ιταλικό του αίμα "αηδίασε", όταν άκουσε να τον κλαιν οι γυναίκες με τα βαρβαρίζοντα ελληνικά τους και με "ανατολίτικες χειρονομίες" αισθάνεται αποστροφή για την "παράφορη Αλεξανδρινή ζωή του" ("αυτά που ως τότε λάτρευε τυφλά"), και θέλει όχι να μοιρολογούν το χάλι του, αλλά να τον εξυμνήσουν

που εστάθηκε μεγάλος εξουσιαστής,

κι απέκτησε τόσ' αγαθά και τόσα.

Και τώρα αν έπεσε, δεν πέφτει ταπεινά,

αλλά Ρωμαίος από Ρωμαίο νικημένος.

Τούτες οι ίδιες στιγμές, που ο ήρωας περιμένει το τέλος του, φωτίζονται με άλλα εντελώς χρώματα, τρία χρόνια αργότερα στο "Απολείπειν ο θεός Αντώνιον" (1910, 1911). Και ο τίτλος του ποιήματος, και ο μύθος, στον οποίο στηρίζεται, είναι δάνεια από τον Πλούταρχο. Όπως και στον Πλούταρχο, η αποχώρηση του "αόρατου θιάσου" του Διόνυσου από την Αλεξάνδρεια ερμηνεύεται σαν σημείο καταστροφής για τον Αντώνιο, δεν είναι όμως αυτό που τονίζεται, όσο η στωική συμπεριφορά του ανθρώπου μπροστά στο αναπόφευκτο τέλος. Η Αλεξάνδρεια συμβολίζει την ευτυχία, τη χαρά της ζωής, ο ποιητής καλεί τον ήρωά του να την αποχαιρετίσει (αφού ο αποχαιρετισμός είναι αναγκαίος) χωρίς "μάταιες ελπίδες", χωρίς "των δειλών τα παρακάλια και παράπονα", αντίθετα ως την τελευταία στιγμή ν' απολαύσει και ν' ακούσει "τους ήχους, τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου".

Το ποίημα χωρίζεται καθαρά σε δύο μέρη: το πρώτο εισάγει το θέμα της ήττας ("την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου που βγήκαν όλα πλάνες") και του αναπόφευκτου τέλους που έρχεται μοιραία, σαν από μόνο του:

αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που φεύγει.

Το δεύτερο μέρος αναπτύσσει το μοτίβο (που ήδη ακούστηκε πιο πάνω) μιας ψύχραιμης αποδοχής των γεγονότων τέτοια που είναι, χωρίς αυταπάτες ("μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου"). Η στωική απόφαση, όπου καλεί ο ποιητής, προκαλεί ισχυρότατη εντύπωση έτσι που η προτροπή αντηχεί μέσα στην ατμόσφαιρα μιας εντελώς προσωπικής ιστορίας:

αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις

Ένα μήνα πριν έγραψε το "Ιθάκη" (1910, 1911). Η βιοθεωρία του εμφανίζεται εκεί πιο αναπτυγμένη. Όταν τώρα διαβάζουμε τα δύο ποιήματα μαζί, βλέπουμε το "Απολείπειν ο θεός Αντώνιον" σαν ένα φινάλε του "Ιθάκη", τελευταία σκηνή στο μακρόχρονο ταξίδι της ανθρώπινης ζωής. [...]

Θα ξεχωρίσουμε ακόμη δύο σημεία στον τρόπο που ερμηνεύει ο Καβάφης το θέμα της ανθρώπινης ζωής, του προορισμού της, σ' αυτό το ποίημά του. Σ' ένα πνεύμα, γνωστό από το "Θερμοπύλες", μνημονεύει κι εδώ το υψηλό φρόνημα, τονίζοντας γι' άλλη μια φορά τη σπουδαιότητα του προσωπικού στοιχείου:

Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,

τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,

αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,

αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Δίπλα σε τούτο το, παραδοσιακό πια για τον Καβάφη, μοτίβο εμφανίζεται στο "Ιθάκη" και θα πάρει σημαντική θέση μέσα στο έργο του το θέμα της αισθησιακής ζωής. Εδώ τώρα ακούγεται σαν μια σύντομη νότα, τονισμένη όμως με την επανάληψη:

και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής

όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά...

Στη συζήτησή του με τον Λεχωνίτη τόνισε ο ίδιος πως ο αναγνώστης πρέπει να παρατηρήσει "μίαν εμφαντικήν μνείαν των μυρωδικών, τα οποία εδώ αναμφιβόλως συμβολίζουν τας ηδονικάς απολαύσεις. Οι γνώσται του ύφους τον Καβάφη γνωρίζουν καλά, ότι ο ποιητής σπανίως κάμνει χρήσιν εμφάνσεως, όταν δε συναντήσομεν τοιαύτην κάτι ασφαλώς σημαίνει. Δεν έγινε τυχαίως ή απο παρασυρμόν λυρισμού".»

 

(Σ. Ιλίνσκαγια, Κ Π. Καβάφης, Οι δρόμοι προς το ρεαλισμό στην ποίηση του 20ού αιώνα,
Κέδρος, Αθήνα, 1983, σελ. 140-144)

 

«[...] Από το 1910, αρχίζοντας από το ποίημα "Απολείπειν ο θεός Αντώνιον", ο Καβάφης ανακαλύπτει τον θησαυρό του αλεξανδρινού υλικού, νιώθει μια ιδιαίτερη, ανεπανάληπτη γνησιότητα στις αναλογίες του με τη σύγχρονη εποχή και σε λίγο "ανεπαισθήτως" θα βρεθεί σ' έναν κύκλο συλλήψεων που συνδέονται μεταξύ τους με νήματα επικής στόφας, έχουν σε βάθος χαρακτήρα μυθιστορηματικό και είναι δραστήρια φορτισμένες με την πείρα της ψυχολογικής πεζογραφίας. [...]

Σπουδαίο κέντρο στον αλεξανδρινό κύκλο του Καβάφη στάθηκε η σύντομη περίοδος λίγο πριν το 30 π.Χ., τα χρόνια της τελικής πια κατάκτησης της ελληνιστικής Αιγύπτου από τους Ρωμαίους. Αν το ποίημα "Απολείπειν ο θεός Αντώνιον", που εγκαινιάζει τη σειρά, αξιοποιούσε το ιστορικό υλικό (την αφήγηση του Πλουτάρχου) με ένα κλειδί αποκλειστικά φιλοσοφικό —ανιχνεύεται η ανθρώπινη στάση στο σύνορο ζωής και θανάτου — , τα επόμενα ποιήματα για την Αλεξάνδρεια της ίδιας περιόδου περιέχουν ευδιάκριτα στοιχεία κοινωνικής και ιστορικής ανάλυσης. Μπορούμε με άνεση να το ισχυριστούμε αυτό αναφερόμενοι σ' ένα από τα καλύτερα ποιήματα του Καβάφη, το "Αλεξανδρινοί Βασιλείς" (1912), που ζωντανεύει την εικόνα της ελληνιστικής Αλεξάνδρειας, λίγο πριν την πτώση της, μέσα σε μια ατμόσφαιρα λαμπρή και πανηγυρική ("η πολυτέλεια έκτακτη"), όταν γίνεται η τελετή των "δωρεών": απονέμονται στην Κλεοπάτρα και στα παιδιά της οι βασιλικοί τίτλοι, μαζί με τις χώρες που είχε υποτάξει και συμπεριλάβει στην κοσμοκρατορία του ο Μέγας Αλέξανδρος.

Εκτός από τη συνηθισμένη στον Καβάφη τραγική ειρωνεία, που περικλείνει η αντιπαράθεση της λαμπρής αυτής εικόνας και της καταστροφής που έρχεται (αυτό ο αναγνώστης το ξέρει μόνος του, ο ποιητής δεν κάνει ρητή μνεία), λειτουργεί λαμπρά στο ποίημα ένα άλλο ειρωνικό ζευγάρι: αυτό που με τόση μεγαλοπρέπεια προβάλλεται και το άλλο που στην πραγματικότητα γίνεται, τα κούφια λόγια που "ήσανε αυτές οι βασιλείες". Σ' αυτήν πάνω την αντίθεση οικοδομείται το ποίημα. Το ιστορικό γεγονός που περιγράφει ο Πλούταρχος στο "Βίο Αντωνίου» και αναπλάθει στο "Αλεξανδρινοί Βασιλείς" ο Καβάφης, συμβαίνει το 34 π.Χ., τρία χρόνια πριν τη μοιραία ναυμαχία στο Άκτιον που θα σημάνει την καταδίκη σε θάνατο και του Αντώνιου, και της ελληνιστικής δυναστείας των Λαγιδών. Εδώ όμως τον ποιητή τον απασχολεί όχι τόσο η δική τους τύχη, όχι οι ίδιοι οι βασιλείς της Αλεξάνδρειας, όσο ο χαρακτήρας αυτής της πολιτικής τους εκδήλωσης, της τελετής, που τόσο χτυπητά αντανακλά το χαρακτήρα της εποχής. Εποχής που ένας ολόκληρος κόσμος πάει να τελειώσει, ξεθωριάζουν μαζί του κι οι κοινωνικοί του θεσμοί, πράγματα που τα συνοδεύει κι η πλήρης πολιτική αδιαφορία των μαζών. Ακριβώς αυτή η απάθεια συγκεντρώνει την προσοχή του ποιητή. Το ενδιαφέρον του Καβάφη για την ομαδική ψυχολογία, όπως διαμορφώνεται μες στις ιστορικές εξελίξεις, σαν ένα από τα επακόλουθά τους, συμβάδιζε με ανάλογες αναζητήσεις και προβληματισμούς της παγκόσμιας ρεαλιστικής λογοτεχνίας.

Από την αρχή του ποιήματος ο Καβάφης τονίζει το θεατρικό χαρακτήρα των γεγονότων — στην αντίληψη τουλάχιστον των Αλεξανδρινών που "μαζεύθηκαν... να δουν της Κλεοπάτρας τα παιδιά". Το κύριο (κατά τον Πλούταρχο) πρόσωπο, ο Αντώνιος, καθώς και η Κλεοπάτρα, δεν εμφανίζονται στο προσκήνιο. Οι προβολείς συγκεντρώνονται στους νέους "βασιλείς". Όπως διευκρινίζει ο Γ. Π. Σαββίδης, ο Καισαρίων ήταν 14 χρονών, ο Αλέξανδρος 7 χρονών και ο Πτολεμαίος 2 χρονών. Η λεπτομέρεια είναι βαρυσήμαντη. Μας επιτρέπει να εκτιμήσουμε το θεατρικό ακριβώς χαρακτήρα της τελετής και την ανάλογη στάση των Αλεξανδρινών.

Την καθαρά αισθητική πλευρά του θεάματος υπογραμμίζει και το παρνασσικό, πιστό ζωγράφισμα, η διαυγής εμπεριστατωμένη και τόσο γραφική εικόνα της περιβολής του Καισαρίωνα, όπως και η μνεία πως "η μέρα ήτανε ζεστή και ποιητική / ο ουρανός ένα γαλάζιο ανοιχτό" (ο Καβάφης δεν μπαίνει σε άλλες λεπτομέρειες, διαλέγει λίγα λόγια πληροφοριακού χαρακτήρα, που επισημαίνουν την ατμόσφαιρα της ανατολίτικης γιορταστικής μέθης), "το Αλεξανδρινό Γυμνάσιον ένα θριαμβικό κατόρθωμα της τέχνης". Επίσης η ομορφιά του Καισαρίωνα. Ξέρουμε πως ο Καβάφης τίποτα δεν επαναλαβαίνει χωρίς μια ιδιαίτερη σημασία. Στον Καισαρίωνα ξαναγυρίζει προσέχοντας τώρα όχι το ντύσιμό του, αλλά τον ίδιον. Η "λαμπρή" τελετή δεν ήταν τίποτε άλλο παρά θεατρική παράσταση, ένα "ωραίο θέαμα", και οι γοητευμένοι Αλεξανδρινοί αντιδρούσαν αναλόγως — "κ' ενθουσιάζονταν, κ' επευφημούσαν", χωρίς διόλου να σκέφτονται σοβαρότερα πράγματα: "ήξευραν τι άξιζαν αυτά".

Ο διχασμός, η απόσταση ανάμεσα στο "φαίνεσθαι" και στο "είναι" όχι μόνο δεν αποτελεί γι' αυτούς μυστικό, αλλά δεν τους αγγίζει καν, δεν τους συγκινεί. Τα 'χουν συνηθίσει. Η εποχή της αρχαίας πόλης με το ιδεώδες της αρετής του πολίτη έμεινε πολύ πίσω. Μάλιστα, τώρα πια η ελληνιστική εποχή, το πνεύμα του ατομισμού με την αποθέωση της εκλεπτυσμένης ομορφιάς, έφτασε στο τελευταίο της όριο: τον κόσμο εκείνον έρχεται να τον εκτοπίσει ο ρωμαϊκός, η Pax Romana, η ισχυρή αυτοκρατορία που χτίζει ο Οκταβιανός Αύγουστος—"... τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Αντώνιος και η Κλεοπάτρα θα αυτοκτονήσουν, ο Καισαρίων θα εκτελεστεί, και "τα μικρά του αδέρφια" θα συρθούν αιχμάλωτα στη Ρώμη να στολίσουν τη θριαμβική πομπή του Οκταβιανού...".

[...] Σε λίγο, πρώτα εκείνα, θα γίνουν τα αθώα θύματα της θανάσιμης σύγκρουσης των αντίπαλων πολιτικών δυνάμεων. Ένα είδος επίλογο στο "Αλεξανδρινοί Βασιλείς" αποτελεί η κατακλείδα του "Καισαρίων" (1914, 1918). Η εντύπωση του ανίσχυρου και του ανυπεράσπιστου, που προξενούσε, ακαθόριστα, στο πρώτο ποίημα η μορφή του Καισαρίωνα με την εύθραυστη χάρη του, αποχτά εδώ ιδιαίτερα τραγική ένταση - μπροστά στην άμεση απειλή του θανάτου που θ' ακολουθήσει.»

 

(Σ. Ιλίνσκαγια, ό.π., σελ. 178-182)

 

«Το ποίημα που θα μας απασχολήσει [Περιμένοντας τους Βαρβάρους] είναι από τα πιο γνωστά του Καβάφη. Μάλιστα οι τελευταίοι του στίχοι είναι απελπιστικά γνωστοί. [...].

Η πρώτη παρατήρηση που θα είχαμε να κάνουμε είναι ότι όλο το ποίημα διεκπεραιώνεται με τη μορφή του "διαλόγου" — ας τον πούμε προσωρινά έτσι. Ο διάλογος σημειώνεται με παύλα, αλλά μονάχα για το πρόσωπο που ρωτάει. Η απάντηση διαφοροποιείται με την αλλαγή του ρυθμού: ενώ δηλαδή οι ερωτήσεις είναι σε στίχους 15/σύλλαβους ιαμβικούς, πολιτικούς, οι απαντήσεις ακολουθούν σε 12/σύλλαβους ή 13/σύλλαβους, συντομότερους, που με τη στερεότυπη επανάληψη —γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα— δίνουν ένα δραματικό τόνο. Έτσι ο "διάλογος" των προσώπων μετατρέπεται σε διάλογο ρυθμών. Επίσης: Αν έχουν κάποια σημασία οι αριθμοί στην ποίηση, παρατηρούμε ότι ο αριθμός των στίχων από ερώτηση σε ερώτηση αυξάνεται ως την 4η ερώτηση, που γίνεται με 6 στίχους, και δίνει την πιο πλατιά και λεπτομερή περιγραφή της συγκέντρωσης. Ακολουθεί μια ανάπαυλα με 2 στίχους στην ερώτηση 5, αλλά και στην αντίστοιχη απάντηση, όπου το ποίημα φαίνεται να ακινητεί για μια στιγμή, για να ακολουθήσει η επαυξημένη ερώτηση 6η με 4 στίχους που μιλούν για την ξαφνική ανησυχία. Το συνολικό άθροισμα των στίχων κατά ερωτήσεις και απαντήσεις είναι ανά 18, δηλαδή το ποίημα μοιράζεται εξίσου στα πρόσωπα και ισοζυγίζεται.

Χρησιμοποίησα στην αρχή συμβατικά και προσωρινά τον όρο διάλογος. Στην πραγματικότητα όμως ο διάλογος περιορίζεται στο ύφος των προσώπων και δίνει την ανάλογη ένταση στο ποίημα. Κατά τα άλλα ουσιαστικός διάλογος δεν υπάρχει, αλλά έχουμε μια σειρά ερωταποκρίσεις που προωθούν την αφήγηση. Η σχέση της καβαφικής ποίησης με τους αρχαίους "μίμους"είναι ήδη διαπιστωμένη. [...].

Αλλά ενώ στο Περιμένοντας τους Βαρβάρους οι καταλυτικοί στίχοι με την αναδραστική ενέργεια βρίσκονται στο τέλος του ποιήματος, στα κατοπινά παραδείγματα μετατίθενται προς το κέντρο του και μοιράζουν έτσι το ποίημα σε δύο μέρη που συστοιχούν το πρώτο στα φαινόμενα και το δεύτερο στην ουσία, στο φαίνεσθαι και στο είναι ή στο δοκείν και στο είναι. Η διάσταση ανάμεσα σ' αυτά τα δύο φαίνεται πως είναι ακόμα ένα από τα στοιχεία που συνθέτουν την καβαφική ειρωνεία.

Αλλά πιο πολύ μας οδηγεί στο ποίημα Αλεξανδρινοί Βασιλείς η σχέση πολιτών-πολιτείας. Άλλωστε και η ιστορική περίοδος, όπου παραπέμπει το ποίημα, χαρακτηρίζεται από τη διάβρωση αυτών των σχέσεων. Η εποχή την οποία χαρακτηρίζουν τα πραγματολογικά δεδομένα είναι πλασμένη κατ' αναλογίαν προς την εποχή της ρωμαϊκής παρακμής. Πρόκειται δηλαδή για ιστορική σκηνοθεσία. Μ' άλλα λόγια το ποίημα είναι ψευτοϊστορικό, με κύριο χαρακτηριστικό την πολιτική αλλοτρίωση.

Και στα δυο ποιήματα που αναφέραμε, οι "πολίτες" (υπήκοοι για την ακρίβεια) έχουν αποξενωθεί από την πολιτεία τους.

Η συναίσθηση της πολιτικής ευθύνης έχει εκλείψει. Το ενδιάμεσο κενό, το χάσμα, πάει να καλυφθεί με την προσφυγή σε καταστάσεις που κύριο γνώρισμά τους έχουν τον πολιτικό αμοραλισμό. Στους Αλεξανδρινούς Βασιλείς, σ' έναν αισθητισμό και αισθησιασμό που στέκεται στην επιφάνεια των πραγμάτων. Στο Περιμένοντας τους Βαρβάρους, στην αναμονή ενός γεγονότος καταλυτικού για την ίδια τους την πολιτεία. Κι όταν ματαιώνεται, πέφτουν σε αθυμία. Για να είμαι ειλικρινής, έχω την αίσθηση πως πίσω από τους δυο καταληκτικούς στίχους του ποιήματος ξεμυτίζει και μια άλλη απογοήτευση: όχι μόνο γιατί χάθηκε η "μια κάποια λύση"(τι λύση άλλωστε;), αλλά και γιατί μαζί της ματαιώθηκε και η κορύφωση ενός θεάματος που προ-εικονίστηκε.

Αλλά θα ήθελα, τελειώνοντας, να υπογραμμίσω και μια βασική διαφορά ανάμεσα στους Αλεξανδρινούς και στους ανθρώπους που περιμένουν τους Βαρβάρους. Οι πρώτοι όχι μόνο διασώζονται, αλλά και κυριαρχούν τελικά μέσα στο ποίημα, ακριβώς χάρη σ' αυτόν τον αισθητισμό και αισθησιασμό τους — και την αίσθηση του χιούμορ που υπολανθάνει στη στάση τους. Ενώ στο Περιμένοντας τους Βαρβάρους κατέχονται από μια ψυχική φτώχεια, από μια μιζέρια [...].»

 

(Χρ. Μηλιώνης, «Κ.Π. Καβάφης Περιμένοντας τους Βαρβάρους», Φιλόλογος, 35, 1984, σελ. 19-24)

 

3. Τα κείμενα

ε. Αλεξανδρινοί βασιλείς

Διδακτικές επισημάνσεις

• Να αναφερθεί το ιστορικό γεγονός από το οποίο αντλεί την έμπνευσή του ο Καβάφης: συγκεκριμένα περιγράφει ένα γεγονός του 34 π.Χ. που διάβασε στους Βίους Παράλληλους του Πλούταρχου. Η περικοπή έχει ως εξής σε μετάφραση: «Αφού ο Αντώνιος γέμισε με όχλο το στάδιο και τοποθέτησε πάνω σε ασημένια εξέδρα δύο χρυσούς θρόνους, έναν για τον εαυτό του και έναν για την Κλεοπάτρα, και για τα παιδιά άλλους, λιγότερο εντυπωσιακούς, πρώτα ανακήρυξε την Κλεοπάτρα βασίλισσα της Αιγύπτου, της Κύπρου, της Λιβύης και της Κοίλης Συρίας με συμβασιλέα τον Καισαρίωνα, ο οποίος θεωρούνταν παιδί του Καίσαρα, και ύστερα ανακήρυξε βασιλείς των βασιλέων τους δικούς του γιους που είχε αποκτήσει με την Κλεοπάτρα — στον Αλέξανδρο επιδίκασε την Αρμενία, τη Μηδία και τα εδάφη των Πάρθων, όταν θα υποτάσσονταν στον Πτολεμαίο, τη Φοινίκη, τη Συρία και την Κιλικία. Ταυτόχρονα, παρουσίασε τον Αλέξανδρο με μηδικό φόρεμα που συνοδευόταν από στέμμα και περσικό κάλυμμα κεφαλιού, ενώ τον Πτολεμαίο ντυμένο με υποδήματα, χλαμύδα και φαρδύ καπέλο.»

• Να επισημανθεί η πολιτική σημασία της τελετής των Δωρεών για τον Αντώνιο και την Κλεοπάτρα, αφού απέβλεπε στην κατακύρωση των χωρών που είχε κυριεύσει ο Μέγας Αλέξανδρος στη βασίλισσα της Αιγύπτου και στα παιδιά της και στην ίδρυση μιας ελληνορωμαϊκής αυτοκρατορίας.

• Να διαφανούν τα σημεία στα οποία ο Καβάφης συνειδητά μεταπλάθει την περικοπή του Πλουτάρχου, ιδιαίτερα ως προς τον πρωτεύοντα ρόλο που αποκτά το πλήθος των Αλεξανδρινών στο ποίημα και την αποσιώπηση του ρόλου του Αντώνιου στην τελετή.

• Να εστιαστεί το ενδιαφέρον στη μεροληψία του Καβάφη σε σχέση με την αμφίεση των παιδιών (παραλείπεται η αμφίεση του Αλέξανδρου και του Πτολεμαίου και ευνοείται του προσώπου που συμπαθεί ιδιαίτερα, του Καισαρίωνα, ο οποίος μάλιστα γίνεται το επίκεντρο του θεάματος). Να σχολιαστεί η ιδιαίτερη έμφαση που δίνεται στην ομορφιά του Καισαρίωνα, στις λέξεις της καθαρεύουσας που επιστρατεύονται για να αποδοθεί η εντυπωσιακή εμφάνιση του εφήβου και η ειρωνεία για την κενότητα και τη ματαιοδοξία του θεάματος που υποκρύπτεται στην όλη παρουσίαση.

• Να συζητηθεί σε συνάρτηση με τα παραπάνω και ο τίτλος «Βασιλεύς των Βασιλέων», που προέρχεται από την περικοπή του ιστορικού Δίωνος, και συνειρμικά ανακαλεί στη σκέψη τον τίτλο που απέδωσαν τα λυσσασμένα πλήθη στον Ιησού λίγο πριν το σταυρικό θάνατο.

• Να αναζητηθούν και άλλα καβαφικά ποιήματα στα οποία αναδεικνύεται η μορφή του Καισαρίωνα («Καισαρίων» και «Τυανεύς γλύπτης»).

• Μέσα από τη φανταχτερή παράσταση, την αδιαφορία και την απάθεια των Αλεξανδρινών, να προβληθεί η χαλάρωση των πολιτικών θεσμών σε εποχές παρακμής και να αναδειχθεί η αντίθεση που συχνά χαρακτηρίζει τα λόγια και τα έργα των ανθρώπων, καθώς και το χάσμα ανάμεσα στην επιφάνεια και στην αλήθεια, στο «φαίνεσθαι» και το «είναι».

• Να αναζητηθούν, τέλος, τα γνωρίσματα της καβαφικής ποιητικής: ο πεζολογικός χαρακτήρας, η συμβολική χρήση ιστορικών προσώπων, η ειρωνεία, ο αισθησιασμός.

 

Συμπληρωματικές εργασίες-Δραστηριότητες

• Πώς παρουσιάζει ο Καβάφης τον Καισαρίωνα στο ποίημα «Αλεξανδρινοί βασιλείς»; Τι κατά τη γνώμη σας τον θέλγει περισσότερο στη μορφή του; Μπορείτε να ανατρέξετε και στο ποίημά του «Καισαρίων» για να βρείτε περισσότερο υλικό για την απάντησή σας.

 

4. Ενδεικτική βιβλιογραφία

Γιουρσενάρ M., Κριτική παρουσίαση του Κωνσταντίνου Καβάφη, μτφρ. Γ. Π. Σαββίδης, Χατζηνικολής, Αθήνα, 1983.

Δάλλας Γ., Καβάφης και Ιστορία, Ερμής, Αθήνα, 1974.

Δάλλας Γ., Ο Καβάφης και η δεύτερη σοφιστική, Στιγμή, Αθήνα, 1984.

Δασκαλόπουλος Δ. & Στασινοπούλου Μ., Ο βίος και το έργο του Κ.Π. Καβάφη, Μεταίχμιο, Αθήνα, 2002.

Δημαράς K. Θ., Σύμμικτα, Γ. Περί Καβάφη, φιλολογική επιμέλεια Γ.Π. Σαββίδης, Γνώση, Αθήνα, 1992.

Ιλίνσκαγια Σ., Κ Π. Καβάφης, Οι δρόμοι προς το ρεαλισμό στην ποίηση του 20ου αιώνα, Κέδρος, Αθήνα, 1983.

Keeley E., Η καβαφική Αλεξάνδρεια, μτφρ. Τζ. Μαστοράκη, Ίκαρος, Αθήνα, 1979.

Λεχωνίτης Γ., Καβαφικά αυτοσχόλια. Με Εισαγωγικό Σημείωμα του Τίμου Μαλάνου, Δ. Χάρβεϋ & Σία, Αθήνα, 21977 (α' έκδοση: Αλεξάνδρεια 1942).

Μαρωνίτης Δ. Ν., «Κ. Π. Καβάφης: Ένας ποιητής αναγνώστης», Κύκλος Καβάφη, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Ίδρυμα Σχολής Μωραΐτη, Αθήνα, 1983.

Μηλιώνης Χρ., «Κ.Π. Καβάφης Περιμένοντας τους Βαρβάρους», Φιλόλογος, τεύχος 35, 1984, σελ. 19-24.

Παπανούτσος Ε., Παλαμάς, Καβάφης, Σικελιανός, Ίκαρος, Αθήνα, 1985.

Πιερής Μ., Χώρος, φως και λόγος. H διαλεκτική του «μέσα»-«έξω» στην ποίηση του Καβάφη, Καστανιώτης, Αθήνα, 1992.

Πολίτης Λ., Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 1998, σελ. 227-235.

Pontani F. M., Επτά δοκίμια και μελετήματα για τον Καβάφη (1936-1974), Πρόλογος Γ.Π. Σαββίδης, Εισαγωγή Massimo Peri, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 1991.

Σαββίδης Γ. Π., «Διαβάζοντας τρία "σχολικά" ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη», Φιλόλογος, 11-12, 1977, σελ. 173-196.

Σκαρτσής Σ. Λ. (επιμέλεια), Πανεπιστήμιο Πατρών. Πρακτικά Τρίτου Συμποσίου Ποίησης. Αφιέρωμα Κ.Π. Καβάφη, Γνώση, Αθήνα, 1984.

Τσίρκας Σ., O Καβάφης και η εποχή του, Κέδρος, Αθήνα, 1958.

Τσίρκας Σ., Ο πολιτικός Καβάφης, Κέδρος, Αθήνα, 1971.

 

pano

 


Κ. Π. Καβάφης:

Ιστορία Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Α, Β, Γ Γυμνασίου) δεσμός
Βιογραφικό σημείωμα [πηγή: Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού] Βιογραφικό σημείωμα [πηγή: Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού]
Εποχές και Συγγραφείς. Η παγκοσμιότητα του Κων. Καβάφη (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ] Εποχές και Συγγραφείς. Η παγκοσμιότητα του Κων. Καβάφη (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]
Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ, μέσα από τη μαρτυρία της τελευταίας ανιψιάς του ποιητή ΧΑΡΙΚΛΕΙΑΣ ΚΑΒΑΦΗ Ο  ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ, μέσα από τη μαρτυρία της τελευταίας ανιψιάς του ποιητή ΧΑΡΙΚΛΕΙΑΣ ΚΑΒΑΦΗ
Οι εικαστικές αναπαραστάσεις της μορφής του ποιητή ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΒΑΦΗ Οι εικαστικές αναπαραστάσεις της μορφής του ποιητή ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΒΑΦΗ
Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ 50 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ 50 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ
Eπίσημος δικτυακός τόπος Ιδρύματος Ωνάση Κ. Π. Καβάφης,
ΠΟ.Θ.Ε.Γ. Βιογραφικό σημείωμα [πηγή: Πολιτιστικός Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας]
Βικιπαίδεια Κ. Π. Καβάφης,
Ανεμόσκαλα, Συμφραστικός Πίνακας, Βιογραφία, Εργογραφία, Το ποιητικό έργο του Κ. Π. Καβάφης
Αναγνώσεις ποιημάτων στο Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού δεσμός
Ανάγνωση του ποιήματος από τον Μίμη Σουλιώτη, Σ.Ν.ΕΛ. δεσμός

Βιογραφικό δεσμός, desmos

 

 

pano

 


Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.

 

Ποιο είναι το ποιητικό υποκείμενο, ο αφηγητής;

Το ποιητικό υποκείμενο είναι...

 

Σε ποιον απευθύνεται;

Απευθύνεται...

 

Σε ποιο πρόσωπο και αριθμό βρίσκονται τα ρήματα του ποιήματος, π.χ. γ' ενικό

Τα ρήματα βρίσκονται...

 

Ποιος είναι ο χώρος;

Ο χώρος του ποιήματος είναι...

 

Ποιος είναι ο χρόνος;

Ο χρόνος του ποιήματος είναι...

 

Ποιες είναι οι εικόνες του ποιήματος;

Οι εικόνες του ποιήματος είναι...

 

Από πού αντλεί τις εικόνες του ο ποιητής; (π.χ. φύση)

Ο ποιητής αντλεί τις εικόνες του...

 

Ποιους εκφραστικούς τρόπους χρησιμοποιεί ο ποιητής; (π.χ. σχήματα λόγου, χρήση επιθέτων)

Οι εκφραστικοί τρόποι είναι οι εξής...

 

Πώς χρησιμοποιεί τη στίξη;

Ο ποιητής....

 

Ποια είναι η γλώσσα; (π.χ. κοινή, λόγια, κοινή με λόγια στοιχεία κλπ.)

Το ποίημα είναι γραμμένο σε...

 

Το ποίημα έχει ομοιοκαταληξία κι αν ναι τι είδους; (π.χ. ζευγαρωτή, πλεκτή, σταυρωτή κλπ.)

Η ομοιοκαταληξία είναι....

 

Ποια συναισθήματα σου προκαλεί;

Τα συναισθήματα...

 

pano