Νεότερη Λογοτεχνία, Η πεζογραφία του Μεσοπολέμου368
Μέλπω Αξιώτη, Δύσκολες νύχτες
ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ Δύσκολες νύχτες της Μέλπως Αξιώτη εκδόθηκε το 1938 και ξάφνιασε τους αναγνώστες με την «επαναστατική» για την εποχή εκείνη γραφή του. Χωρίς εξωτερική αρχιτεκτονική, χωρίς η διήγηση να εξελίσσεται ομαλά πάνω σ' ένα σκελετό, καταγράφει τα περιστατικά άτακτα, ακολουθώντας τις ιδιορρυθμίες της μνήμης στην ανάπλασή τους. Ο λόγος είναι ελλειπτικός, συχνά ρυθμικός, με λογικά άλματα, και βρίσκεται πολύ κοντά στον προφορικό. Οι νεοτερισμοί της Αξιώτη στον πεζό λόγο συγγενεύουν με τον υπερρεαλισμό που αυτά τα χρόνια κάνει την εμφάνισή του στην ποίηση.
Το περιεχόμενο του βιβλίου απαρτίζεται από αναμνήσεις ενός κοριτσιού. Η διήγηση γίνεται σε πρώτο πρόσωπο. Η αφηγήτρια είναι ορφανή από μητέρα. Η οικογένειά της, άλλοτε ευκατάστατη και τώρα σε οικονομική παρακμή (όπως φαίνεται στο απόσπασμά μας), ζει σε κάποιο νησί του Αιγαίου, που δεν ονομάζεται. Επίσης δεν προσδιορίζεται ούτε ο χρόνος. Επειδή όμως γίνεται λόγος για αλλεπάλληλους πολέμους, υποθέτουμε ότι πρόκειται για τα χρόνια του Α' παγκόσμιου πολέμου.
Δύσκολες νύχτες
(απόσπασμα)
«Βλέπεις; μας ήρθε κι άλλος μουσαφίρης, που δεν περιμέναμε!» είπε ο πατέρας, σαν έφυγε ο λήσταρχος. «Σ' άρεσε η βράκα του; Είδες πόσα κύματα γύρω τριγύρω;»
Πολύ απορήσανε όλοι στο σπίτι. Και τρομάξανε. «Παναγία μου Δέσποινά μου», είπε η θεία Διαλεχτή, που νόμιζε πως έρχεται να μας σφάξει! Η Σοφιδώ όμως την κατάλαβε την καρδιά του την καλή. Της πρόσφερεν από το χέρι του το διοσμαρί, κι εμοσκοβόλησεν ο κόρφος της, βλέπεις από βουνό κατεβασμένο. Του πρόσφερεν εκείνη κάθισμα, κι εκοντοστάθηκεν εκείνος πριν το λάβει, εμισοχαμογέλασε, κι είπε τα χρόνια είναι πολλά, κι εξέμαθεν το κάθισμα.
«Ανάψετε τα φώτα». Ήρθε το βράδυ. Κατά την ώρα που ξεφτιλίζουνε* 369τα λυχνάρια. Τα σουβλερά του γουρνοτσάρουχα* πηγαίνανε μπροστά, κι επιάνανε τον κόσμο, και στον τοίχο ο ίσκιος του ετύλιγεν τον τοίχο, σα θεριό. Απάνω στο ραβδί του αποραβδίζει, τα χέρια ανοιχτά, και ξεκουράζεται, κι όλοι αψηλώνομε για να του φτάσομε τα μάτια. Ήρθε το βράδυ που ξεφτιλίζουνε τα λυχνάρια, όπου εσκιαχτήκαμε και τη νύχτα πολύ, και γιατί είναι φονιάς.
«Επείνασα», είπε, «και ήρθα». Ξεραΐλα ετούτον το χρόνο. Μια ανυδρίες, μια αγέρηδες».
«Παναγία μου Δέσποινά μου, και μ' ίντα να τονε χορτάσεις, όπου θα θέλει βούιδι! Εμείς δε συνηθούμε το βράδυ το κρέας...»
«Κλείσετε τις πόρτες», είπε ο πατέρας, «ας μη γίνει απόψε τίποτα ιδιαίτερο. Το δικό μας δείπνο. Ας μη γίνουνται και πολλοί θόρυβοι... —λίγη ησυχία— κλείσετε τις πόρτες».
Σταυροκοπιέται, κι ανοίξαν τα νεφρά της, η θεια Διαλεχτή. «Γρουσούζικια χρονιά εφέτος... Ό,τι σου μέλλει η μοίρα σου για να περάσεις, θα το περάσεις. Να κλειδομπαρωθείς με το ληστή!... Ετούτο πάλι; πώς σας εφάνηκε; Της πικροδάφνης* το ζουμί το κατακάθι, τέτοια μοίρα εφέτος!...».
Ήρθε το βράδυ. Κι έλεγε: «Ο τόπος να βαδίσεις μακριά ένα γύρω* ήταν παντέρημος. Ήτανε νύχτα, κι ώρα καλιώρα η αποψινή. Εκρύωνα, κι είχα και δίψα. Βλέπω ένα φως στα μακρινά, δρόμο δρόμο τα ξερολίθαρα, αλλού ακονιζιές* επαραμέρισα, κι έφτασα την καλύβα του. Ώρα καλή, του λέου, δε μ' αποκρένεται ώρα καλή. Διψώ, του λέου, γιατ' έρχομαι απ' αλάργα, επότισα τα ζωντανά, μα 'χεν αβδέλλες το νερό. Εγώ 'βγαλα μου λέει την κόρη μου* για να μην μπερδευτώ σε μοιρασιές, και μου 'ρθες τώρα;...
»Ως ήταν ώρα δείπνου, είχεν αποσωσμένες καμπόσες ελιές, εστήθηκεν ολόρθος, η κεφαλή του μ' εξεπέρασεν άλλη μια κεφαλή, τα μάτια του εγυαλίσανε, κι εχυθήκανε ελιοκούκουτσα από τα γόνατά του. Είναι φερμένοι, μου λέει, της ακρίβειας καιροί. Πέντε ελιές να φας, για τρεις το ελάχιστο βαραίνουν τα κουκούτσια, ήβαλά τα σε ζυγαριά, ακρίβειες... Εγώ 'βγαλα την κόρη μου ν' απέχω από μοιρασιές, έχω συντρόφισσα τη δύναμή μου τώρα.
»Φτου σου! του λέου, είμαι χορτάτος. Ήρθα να πιω νερό, και για να ζεσταθώ. Τον ήξερα άρχοντα μεγάλο. Δε θα σ' άφηνα σ' έξοδο, με την ανάπαψη και το νερό, τώρα όμως φτου σου! Του λέου όσο παλεύαμε: μη με ρίξεις στην κρίση*. 370Όσο που δε φοβούμαι το Θεό, σ' τη λέου την αμαρτία μου, το χωροφύλακα τόνε φοβούμαι.
»Τα χρόνια μου ήταν τότες λιγοστά. Δεν το στοχαζόμουν, για να σε πιάσει η κρίση πως είναι ανάγκη μαρτυριάς*... κι είμαστε καταμόναχοι μέσα στη νύχτα. Του χωροφύλακα ο φόβος ήτανε.
»Ήταν εκείνος θεριό μονάχο, αντρειωμένος. Τα νιάτα μου όμως ενικήσανε. Καμπόσα δάχτυλα άφησα πάνω στης κατοικιάς του τη γης, μου τ' απόκοψε με το λάζο*. Τα βρήκαν ύστερα, θα το θυμόσαστε, οι χωροφυλάκοι. Εμένα δε μ' εβρήκανε ποτές.
»Εδώ εκεί, μες στα βουνά, το πράμα ζόρικο πολύ δεν είναι. Τα μαθαίνεις και σε μαθαίνουνε. Σε μαθαίνουνε κι οι χωροφυλάκοι. Ψήνεις κανένα γίδι, χορταίνεις για λίγο καιρό, χορταίνουνε κι εκείνοι, και σ' έχουνε παραιτημένο. Πρώτη φορά μου απόψε κατεβαίνω. Άσκημη χρονιά, επείνασα. Πρώτη φορά και που τα ξιστορίζω».
«Όταν τελειώσεις», του λέει ο πατέρας, «θα 'χουν στρωμένο πια το τραπέζι και θα περάσομε δίπλα. Όλο και κάτι θα 'χουν μαγειρέψει γι' απόψε, οι γυναίκες».
Ο λήσταρχος λέει: «Δε θ' απομείνω ώρα πολλή. Μέσα στα σπίτια εξέμαθα, και στεναχωριούμαι. Είν' οι σκεπές σας χαμηλές, κι ο καθείς γένεται κοντοβίστας*. Μέρα με την ημέρα το φως σου αποκόβεται, ντουβάρια, όλο εμπόδια, δε φταις εσύ σα δε βλέπεις και παραπέρα. Μπρε συ Μανούσο, τι είναι εκείνα βρε; στο ξαδερφάκι μου έλεγα, το 'χα μαζί μου όταν επρωτοβγήκα, μήτε συ δεν κατέχεις; Ήμουνε σ' απορία... Κι ήτανε μες στην άνοιξη οι κωλοφωτιές! Πράματα αλλιώτικα! όταν επρωτοβγήκα! Δέντρα! ενόμιζες πως ήτανε μαύρα ποτάμια από ψηλά κι ετρέχανε όσο που σειόντανε τα φύλλα, ενόμιζες πως ήταν ιερέηδες κι ελέγαν το ευλογητό μ' ανοιχτά τα χέρια. Φώκιες μπρε συ Μανούσο, τρέχα, να δεις... φωκοφωλιές!
»Κι ετρέχαμε με το Μανούσο. Οι φώκιες εμπαλεύανε, κι όσες όπου ενικόνταν εδίνανε ένα μακροβούτι κι αποτραβιόνταν στης θάλασσας το βυθό. Ανοίξανε, Μανούσο, τ' ασφεντρίλια*, τρέχα, πάμε να δούμε και τις λυγαριές κατά τα νοτινά π' εγεμίσανε σήμερα πάχνες*. Ετρέχαμε με το Μανούσο. Όλο αλλιώτικα πράματα! Από ψηλά όλα είναι ωραία, εφώναζεν ο αγέρας, εφωνάζανε οι άνθρωποι, τραγουδούσαν. Στα χαμηλά ο αγέρας εκατασκεύαζεν 371την ξεραΐλα, ολοχρονίς επνίγαν οι βροχάδες τα πρόβατα, κι ελασπωνόνταν οι προβιές σ' όποια απομέναν.
»Έχετε και πολέμους εδώ στα χαμηλά, καθώς όπ' έμαθα, τ' άκουσα πάνε χρόνια, κι ακόμα δεν εξεμπερδέψετε λέει, κι άκουσα απόψε όσο εκατέβαινα, κι ήμουν φτασμένος μες στις κατοικίες, ήτανε μαζεμένες πολλές γυναίκες, και, —ποιος για να 'ναι ο άτυχος, τίνος θα λάχει ο κλήρος, για να το πάει το μήνυμα στη μάνα του!— εμουγκρίζανε, για κείνο λέει, το παιδί, το γνώριζα κι ο ίδιος, ήμαστε συνομήλικοι, πριν απ' το φόνο, όταν εκατοικούσα ανάμεσο μ' εσάς, —κι οι γυναίκες εκλαίγανε, και με το δίκιο, την είχε καλή την καρδιά,— το μάδησεν το βόλι, λέει, κι εκείνο το Αλεκάκι του Σμυρλή»*.
Ετρώγαμε ύστερα πιλάφι. Κι ο λήσταρχος με τα κομμένα δάχτυλα είναι πολύ αστείος τρώγοντας πιλάφι. Με έννοιες, με σκιαξίματα και τόσες λύπες, οι περισσότεροι πώς να μην απομείνουν νηστικοί τριγύρω απ' το τραπέζι εκείνο το βράδυ...
«Μας είπες πράματα καταπληχτικά απόψε, καπετάν Γεντέκα. Και η κόρη* μου, το 'δες πως τ' άκουσε με πολλή προσοχή. Δεν είναι κρίμας για όλον τον κόσμο τα ψηλά βουνά. Αραιώνει εκεί πάνω ο αγέρας, και τα πνεμόνια χρειάζουνται να είναι πολύ γερά για να ρουφούν. Μας εσυντρόφιασες όμως απόψε ...είμαστε, ως μας βλέπεις, πάντα το ίδιο μοναχοί. Έφερες ύστερα κάποια νέα θλιβερά, και που δεν εγνωρίζαμε. Πάει και ο Αλέξαντρος Σμυρλής και τα παιδικά του ματάκια».
«Μα βέβαια, πώς και για να τα μάθομε! εκλείσαμε καλά τις πόρτες, απόψε τέλεια πια από τον κόσμο αποκοπήκαμε, ο κόσμος όξω θα βοά απόψε...»
Και τότε παίρνει ο λήσταρχος τον πατέρα μου λίγο παράμερα, — τρέμεται* η θεια Διαλεχτή και γουρλώνει τα μάτια μήπως και τονε καμακέψει*, «δεν έλαβα τον κόπο να κάμω τόσο δρόμο», του λέει, «για το τραπέζι σας, ήρθα να γυρέψω λεφτά. Λεφτά μ' εχρειαζόντανε, κι ο λόγος όπ' εκατηφόρισα πρώτη φορά από τα ψηλά».
«Δεν έχομε», λέει ο πατέρας. «Ξέρεις, λεφτά δεν έχομε εμείς πια. Σου 'πρεπε εσένα ποσόν κάποιο μεγάλο και δεν έχομε. Σου δίνω», λέει, «το λόγο μου, έλα να δεις το μέρος όπου τα κρύβαμε άλλη φορά, αδειατό*, και — δεν έχομε», του λέει με δυσκολίες μέσα στα μάτια και στη φωνή.
«Βέβαια, δεν έχομε! καλά τα λέει ο πατέρας σου να τονε ξεγελάσει, για να μας γδύσει ο θεομπαίχτης οπ' εροβόλησε, δεν έχομε!», ακούω δίπλα μου 372πολύ σιγά. Οι δυσκολίες όμως του πατέρα στη φωνή και τα μάτια δεν μπορεί να είναι ψεύτικες, συλλογίζομαι. Εκείνη την καημένη τη γιαγιά συλλογίζομαι, σ' εκείνα τα πρωτινά χρόνια, «να δίνεις χρήματα πάντα σ' όποιον δεν έχει, παιδί μου, έχομε εμείς αρκετά...» και η μυρωδάτη τσάντα της, κι οι ζητιάνοι κάτω στην πόρτα αράδα, —πολύ άσκημα τα κατάφερα να μην προλάβω να την έχω ρωτήσει— ποιος θα μας έδινε εμάς λεφτά; σα δε θα 'χαμε πια... —Δεν έχομε τώρα..
Δε σου γυρεύω», λέει τώρα στον πατέρα μου ο λήσταρχος, «τώρα δε σου γυρεύω πια. Ο λόγος σου μ' εχόρτασε, και το πουγκί σου βάστα το, — καθώς που λέει κι η παραλοή*». Κι ο λήσταρχος αποτινάχτηκε, ως να δέχτηκε στο κορμί του δυο τρεις φορές μεγάλη προσβολή.
«Λιγοστές μέρες είναι, επήρα την απόφαση να κατέβαινα. Έβαλα με το νου μου την ειδική σου αρχοντιά — Από κει και να πάει, είπα, ας αρχίσομε, κι ύστερα βλέπω. Τα φέρνομε ύστερα γύρα και τ' άλλα αρχοντικά, άλλη φορά. — Εζώστηκα το λάζο, και για την πάσα ανάγκη και το στιλέτο μες στα καπούλια, εδώ — για τις αντίστασες. Τονε ποφάσισα τον εαυτό μου κατρακυλώντας στα χαμηλά. Μπορεί και να με καταδώκει, είπα, για μπορεί να 'ναι και παλικαράς, και ποφασίστηκα. Όποιος πομένει όποιος θα πάει, είπα. Μα είσαι συ, παλικαράς αλλού, κι α δεν εμέτρησα τα νύχια σου...»*. Κι ανάμεσα στα στήθια, χτυπώντας τη γροθιά του, κατασκευάζει αντίλαλο σα να χτυπά νταούλια ο ληστής.
«Είσαι άνθρωπος», λέει, «εσύ, — κατά που θέλει ο Θεός είσ' άνθρωπος, και νιώθεις από ανθρώπους...».
«Μάρι* παιδάκι μου, ετοιμάσετε κάλλιο* τα ξίδια! Δεν το πιστεύω για να τ' αντέξω μέχρι το τέλος και λογαριάζω να λιγωθώ*. Εγρίεψεν ο δαίμονας, τα βλέπεις τώρα; και χτυπιέται!».
«Κι η κατοικιά σου, εσένα, δεν είναι πολύ φραχτή. Όμορφη κατοικιά την έχεις, δεν εστενοχωρέθηκα. Και τώρα όθε* κινώ τ' απάνω, τον ανήφορο, και μήτε θα ξανακατέβω —και τριγυρίζει ολόγυρα μάτια παράξενα,— θα τη θυμούμαι, στα ψηλά, την όμορφη κατοικιά σου».
Κι αντίκρυ ένας στον άλλον, ο ληστής κι ο πατέρας μου, κοντός καθώς είναι ο πατέρας μου κι ο λήσταρχος θεόρατος, κι οι δυο μαζί γελούνε σα να φχαριστηθήκανε πολύ, αντίκρυ και γελούνε, και — Καληνύχτα, καλή σας 373νύχτα, και— Δόξα εν υψίστοις Θεός, Πάτερ ημών...— η θεια καλαναρχά*, γιατί πώς εγλιτώσαμε κι εγλίτωσεν τα ξελιγώματα, και πάει στον αγύριστο ο θεομπαίχτης ο φονιάς.
Τ. Καρβέλης, «Μέλπω Αξιώτη»
Μ. Αξιώτη, «Δύσκολες νύχτες» (απόσπασμα)
ξεφτιλίζουνε: αλλάζουν το καμένο φιτίλι κι ανάβουν τα λυχνάρια.
γουρνοτσάρουχα: γουρουνοτσάρουχα· τσαρούχια από δέρμα γουρουνιού.
πικροδάφνης: η φράση ολόκληρη σημαίνει: φέτος περάσαμε πολλές δοκιμασίες.
ένα γύρω: ολόγυρα.
ακονιζιές: αγκαθωτοί θάμνοι.
έβγαλα την κόρη μου: την έστειλα σε άλλο σπίτι, την πάντρεψα.
κρίση: δικαστήριο.
είναι ανάγκη μαρτυριάς: χρειάζονται μάρτυρες.
λάζο: μαχαίρι.
κοντοβίστας: κοντόφθαλμος.
ασφεντρίλια: ασφόδελοι, χόρτο με ψηλό στέλεχος και γαλαζωπά άνθη.
πάχνες: εννοεί τα άνθη της λυγαριάς.
Σμυρλής: οικογενειακός φίλος της αφηγήτριας, στρατευμένος.
η κόρη μου: εννοεί την αφηγήτρια.
τρέμεται: ιδιωμ. τρέμει.
καμακεύω: χτυπώ με την κάμα, μαχαιρώνω.
αδειατό: ιδιωμ. αδειανό.
παραλοή: τραγούδι, παροιμία.
α δεν εμέτρησα τα νύχια σου: αν δεν εμέτρησα τη δύναμή σου.
μάρι: μωρέ.
κάλλιο: καλύτερα.
να λιγωθώ: να λιποθυμήσω.
όθε: όπου.
καλαναρχά: κανοναρχά, επαναλαμβάνεται όπως ο κανονάρχος, ο οποίος απαγγέλλει ένα στίχο και τον ψάλλει έπειτα ο ψάλτης.
ΓΡΑΠΤΗ ΑΣΚΗΣΗ
1. Εργοβιογραφικά στοιχεία
Η Μέλπω Αξιώτη γεννήθηκε στην Αθήνα (1905). Ήταν κόρη του Μυκονιάτη μουσικοσυνθέτη και τεχνοκριτικού Γεωργίου Αξιώτη και της Καλλιόπης Βάβαρη. Οι γονείς της χώρισαν το 1908 και η Μέλπω μεγάλωσε στη Μύκονο με τον πατέρα της, στο αυστηρό περιβάλλον της οικογένειας Αξιώτη. Εκεί τέλειωσε το Σχολαρχείο. Από το 1918 ως το 1922, μπήκε εσωτερική στη Σχολή Ουρσουλινών της Τήνου. Το 1922 ήρθε στην Αθήνα και έζησε μαζί με τη μητέρα της και την ετεροθαλή αδερφή της Χαρούλα. Το 1936 προσχώρησε στο Κ.Κ.Ε., εγκαινιάζοντας τη δια βίου πολιτική της προσχώρηση στην Αριστερά.
Το 1933 πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία με τη δημοσίευση του διηγήματος «Απ' τα χτες ως τα σήμερα» στο περιοδικό Μυκονιάτικα Χρονικά του Γιαννούλη Μπόνη. Ακολούθησαν κι άλλες δημοσιεύσεις στο ίδιο περιοδικό και το 1938 κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα, που είχε τίτλο Δύσκολες Νύχτες, για το οποίο τιμήθηκε ένα χρόνο αργότερα με το πρώτο βραβείο του Γυναικείου Συλλόγου Γραμμάτων και Τεχνών. Κατά την προπολεμική περίοδο, ήρθε σε επαφή με τους αθηναϊκούς λογοτεχνικούς κύκλους και γνωρίστηκε με τον Νίκο Εγγονόπουλο, τον Γιώργο Θεοτοκά, τον Νίκο Καββαδία, τον Κλέωνα Παράσχο, τον Γιώργο Σεφέρη. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, εντάχτηκε στην Εθνική Αλληλεγγύη του ΕΑΜ και συνεργάστηκε με τον παράνομο Τύπο. Φοβούμενη τις συνέπειες από την αριστερή της δράση, κατέφυγε το 1947 στη Γαλλία. Εκεί γνωρίστηκε με κορυφαίες μορφές της αριστερής διανόησης (Louis Aragon, Elsa Triolet, Paul Elyard, Andre και Alice Bonnard, Pablo Neruda κ.ά.). Από το Παρίσι ξεκίνησε και η πορεία προς την πανευρωπαϊκή της καταξίωση στη λογοτεχνία με τη μετάφραση του μυθιστορήματός της Εικοστός αιώνας, αρχικά στα γαλλικά (1949) και, στη συνέχεια, στα γερμανικά, ιταλικά, ρωσικά και πολωνικά. Τον Νοέμβρη του 1951 εγκαταστάθηκε στο Ανατολικό Βερολίνο. Από τον Οκτώβριο του 1958 ως το 1964, εργάστηκε ως Επισκέπτρια Λέκτωρ στο πανεπιστήμιο του Humboldt, όπου δίδαξε Νέα Ελληνικά και Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Τον Δεκέμβριο του 1964 επισκέφτηκε την Ελλάδα μετά από επίπονες προσπάθειες τεσσάρων χρόνων και το καλοκαίρι του επόμενου χρόνου επαναπατρίστηκε. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της έπασχε από αμνησία. Πέθανε το 1973.
Το έργο της Μέλπως Αξιώτη τοποθετείται στον χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας του μεσοπολέμου. Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της συγγραφικής της φυσιογνωμίας διαδραμάτισαν οι εμπειρίες της από τη ζωή στη Μύκονο, καθώς επίσης το μοίρασμα των νεανικών της χρόνων ανάμεσα στο νησί και την Αθήνα. Έτσι, βασικοί άξονες του έργου της αποτέλεσαν η μνήμη και η απόπειρα ανάπλασης του παρελθόντος. Παράλληλα, η γραφή της επηρεάστηκε από τις νεωτεριστικές τάσεις της γενιάς του Τριάντα (ιδιαίτερα από την τεχνική του εσωτερικού μονολόγου), το ρεύμα του Υπερρεαλισμού, την εμφάνιση του φεμινιστικού κινήματος στην Ελλάδα, την ένταξή της στο κομμουνιστικό κόμμα.
Έγραψε: Ποίηση: Σύμπτωση (1939), Κοντραμπάντο (1959), Θαλασσινά (1962). (Έχουν δημοσιευθεί σε ένα τόμο το 1966 με τίτλο Σύμπτωση-Κοντραμπάντο-Θαλασσινά.) Μυθιστορήματα: Δύσκολες νύχτες (1938), Θέλετε να χορέψομε Μαρία; (1940), Εικοστός αιώνας (1946). Διηγήματα: Σύντροφοι, καλημέρα! (1953), Το Σπίτι μου (1965). Αυτοβιογραφικά: Η Κάδμω (1972). Χρονικά: Απάντηση σε 5 ερωτήματα (1945), Οι Ελληνίδες φρουροί της Ελλάδας (1945), Πρωτομαγιές 1886-1945 (1945). Δοκίμια: Μια καταγραφή στην περιοχή της Λογοτεχνίας· δοκίμια (1983).
2. Η κριτική για το έργο της
Το προσωπικό ύφος της Μ. Αξιώτη
«Τι είναι όμως εκείνο που με ξάφνιασε και με γοήτεψε ταυτοχρόνως; Είναι ο τρόπος ο ιδιόρρυθμος που μας δίνονται όλ' αυτά. Πρόκειται για ένα κουβεντολόγημα απ' τα πιο καθημερινά, ανάμικτο με αναμνήσεις μονολόγων και διαλόγων που παίρνουν τη θέση περιγραφής, με πηδήματα του νου από το ένα στο άλλο, πρόκειται για ένα δυναμικό ανακάτωμα εντυπώσεων, όπου το υλικό της μνήμης, σ' ένα διαρκές κόχλασμα, αποφεύγει το στατικό ψυχολογικό ξετύλιγμα. Μ' αυτόν τον φαινομενικό ρυθμό μιας συνειδητής τεχνικής, μας δίνει η συγγραφεύς την πραγματικότητα. Αλλ' η ιδιορρυθμία και το ξάφνιασμα δεν βρίσκονται στη σύνθεση μονάχα του υλικού, μα κυρίως στην κατασκευή της φράσεως. Και πράγματι, η φράση της κ. Αξιώτη έχει κάτι το ανακόλουθο, το σταθερά ανακόλουθο στη διάταξη των λέξεων που τη σχηματίζουν, και συχνά πυκνά μιαν ελλειπτικότητα. Κι είναι αυτή ακριβώς η φράση, που δίνει κάτι το βαθιά ποιητικό σ' όλην αυτήν την πραγματικότητα, σ' αυτό το συνεχές βούισμα των προσώπων που μας τα ζωντανεύουν περίεργοι μονόλογοι. Ομολογουμένως η κ. Αξιώτη διηγείται μ' ένα πολύ προσωπικό και παραστατικό ύφος, κατέχει ένα πλούσιο γλωσσικό όργανο, που το χειρίζεται με την καταπληκτικότερη σιγουριά. Μα πάνω απ' όλα, έχει τη φαντασία του πραγματικού και τη δύναμη να μετατρέπει το πραγματικό σε παράξενα ποιητικό, σε σχεδόν φανταστικό. Τέλος, γράφει με την ευαισθησία της, την ανθρωπιά της και τη μνήμη της. Αλλ' είν' ευτύχημα που η κ. Αξιώτη είναι προικισμένη με την καλλιτεχνική μνήμη. Σπάνια γυναικείο βιβλίο —και μάλιστα πρώτο— βρίσκεται τόσο κοντά στο νόημα της ποιήσεως».
(Τ. Μαλάνος , «Κριτική για τις Δύσκολες νύχτες», περ. Νεοελληνικά Γράμματα, 31/12/1938, σελ.14)
Η σύζευξη βιώματος και μεθόδου στη γραφή της Μ. Αξιώτη
«...Οι Δύσκολες νύχτες της Μέλπως Αξιώτη, στον χώρο της απομνηματογράφησης, παρουσιάζουν ένα πρόσθετο προτέρημα όσον αφορά στην αναζήτηση του εκφραστικού οργάνου. Η Αξιώτη μας βάζει μπρος σε προσπάθειες ανασύστασης ενός λόγου αυθόρμητου, ανάλογου με του Δούκα ή του λαϊκού Μυριβήλη, δίχως όμως γι' αυτό ο στόχος της να είναι ταυτόσημος με των δύο πεζογράφων.
Στην αφετηρία της συγγραφικής πράξης, στην Αξιώτη, στέκεται ένα βιωματικό υλικό. Το ερέθισμα της γραφής δεν έρχεται όμως κατευθείαν από αυτό· συνδυάζεται με το πρόσθετο ερέθισμα που έρχεται από μια ορισμένη μέθοδο διατύπωσης: σε μια συμπραξία όπου το ένα επιλέγει το άλλο, το βίωμα και η μέθοδος δραστηριοποιούνται αμοιβαία — όπως συμβαίνει γενικά στην έντονα δημιουργική συγγραφική διεργασία και ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου το ύφος παίζει μεγάλο ρόλο».
(M. Vitti, 1979, Η γενιά του τριάντα, Ιδεολογία και μορφή, Αθήνα, Ερμής σελ. 269-270)
Οι αφηγηματικοί τρόποι της Μ. Αξιώτη στις Δύσκολες νύχτες
«Όταν οι Δύσκολες νύχτες κυκλοφόρησαν το 1938, εκεί που κυρίως σκόνταψε και η καλοπροαίρετη κριτική είναι η ανατροπή κάποιων δεδομένων που ως τότε θεωρούνταν αναπόσπαστα συνδεδεμένα με τη δομή και τη γλώσσα της παραδοσιακής αφήγησης.[...]
Η αφήγηση: Με τις Δύσκολες νύχτες η Μέλπω Αξιώτη αναπλάθει διά της μνήμης ένα μέρος του παιδικού και νεανικού της παρελθόντος, ταυτιζόμενη εν πολλοίς με τη βασική τους ηρωίδα, που επωμίζεται την αφήγηση και βρίσκεται στο επίκεντρό της. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της, στο οποίο ίσως οφείλεται και η γοητεία της, είναι ο συνεχής διχασμός της ώριμης αφηγήτριας, που η παρουσία της γίνεται διαρκώς αισθητή με τη χρήση των "θυμούμαι", "θυμούμαι τώρα", "το 'ξερα" κ.λπ. Στην ουσία όμως, ο ρόλος της ώριμης αφηγήτριας είναι σχετικά περιορισμένος και διακριτικός. Αυτή βέβαια κινεί τα νήματα της αφήγησης, προβαίνει σε κάποιους σχολιασμούς ή εκφράζει αναδρομικές σκέψεις της. Ο ρόλος της όμως σταματά εδώ. Αυτοσυγκρατούμενη, μεταφέρει το βάρος της αφήγησης στην αφηγήτρια-κεντρική ηρωίδα του παρελθόντος της, που δεν είναι πάντα της ίδιας ηλικίας. Έτσι, ο εσωτερικός και εξωτερικός κόσμος καταγράφονται εκάστοτε με διαφορετικό τρόπο, αντίστοιχο προς την ηλικία και το υλικό των εμπειριών και των βιωμάτων της αφηγήτριας. Σ' αυτό τον συνεχή διχασμό της οφείλεται εν πολλοίς και η διαφοροποίηση της αφηγηματικής τεχνικής και της γλώσσας στα τέσσερα (4) κεφάλαια του μυθιστορήματος. Συνεπώς, το ηλικιακό επίπεδο της εκάστοτε αφηγήτριας καθορίζει και την οπτική γωνία της αφήγησης, που αρχίζει με τον ενστιγματικό και ακατάσχετο εσωτερικό μονόλογο ενός μικρού κοριτσιού, μεταφέροντας τις εντυπώσεις, τις φαντασιώσεις, τις επιθυμίες και γενικώς την εύθραυστη ευαισθησία του απέναντι στον κόσμο των οικείων και των συμμαθητριών του, κυρίως (Κεφ. 1, 2). στη συνέχεια, ο μονόλογός της —νοερός και δυνάμει υφιστάμενος— αναδιπλώνεται προς τα έξω και στήνει, συνειδητά και επιλεκτικά, εικόνες και σκηνές είτε της προσωπικής της ζωής είτε της υπαίθρου και του κοινωνικού περίγυρου, αρχικά της Μυκόνου και αργότερα —με περιορισμένη όμως εμβέλεια— της Αθήνας (Κεφ. 3, 4). Σε τελευταία ανάλυση, η οπτική γωνία της εκάστοτε αφηγήτριας, καθορίζει και την υφή της γλώσσας, των διαλογικών μερών και της αφηγηματικής τεχνικής».
(Τ. Καρβέλης, 1996, «Μέλπω Αξιώτη», Η μεσοπολεμική πεζογραφία. Από τον πρώτο ως το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) τ. Β', Αθήνα, Σοκόλης, σελ. 272-273)
Οι συγγραφικές επιδιώξεις της Μ. Αξιώτη
«Όταν, λοιπόν, στο Κοντραμπάντο και τα Θαλασσινά, η αφηγήτρια φορώντας την persona της Κατερίνας αφουγκράζεται στα σκοτεινά και επιχειρεί ψηλαφώντας τον νοερό νόστο στην πατρίδα, όταν βιάζεται και θέλει, για λόγους βιολογικής και λογοτεχνικής επιβίωσης, να επανασυγκολλήσει "τα μπερδεμένα της περασμένης της ζωής" με το παρόν, να ολοκληρώσει τα ατέλειωτα βράδια, να ξανασυναντήσει τους γνώριμους ήχους, τις οσμές, τους θορύβους, τις γκριμάτσες και τις χειρονομίες που έμειναν στη μέση, αυτές ακριβώς τις γυναίκες ψάχνει, αυτές που τη συντρόφευσαν στις Δύσκολες Νύχτες, τις νύχτες της αγρύπνιας στην εξορία».
(Μ. Μικέ, «Τα ποιήματα της Μέλπως Αξιώτη δεν ήταν παρά η αφορμή...», αφιέρωμα περ. Διαβάζω τεύχ. 311, 12/5/1993, σελ. 72)
Το αναγκαίο της συνεξέτασης πεζογραφίας και ποίησης της Μ. Αξιώτη
«Αλλού, με άλλη αφορμή, είχα την ευκαιρία να σημειώσω ότι τα ποιητικά κείμενα της Αξιώτη, ενσφηνωμένα σε κρίσιμες περιόδους της πεζογραφικής της παραγωγής, συνδέονται άμεσα και αποτελούν αναπόσπαστο και οργανικό τμήμα του έργου της, καθώς υποδέχονται, απηχούν αλλά και προετοιμάζουν θέματα, πρόσωπα και τεχνικές γραφής που παρουσιάζονται στο πεζογραφικό της έργο. Συνεπώς, η διαμόρφωση μιας σφαιρικής εικόνας για την ποιητική της Αξιώτη επιβάλλει τη συνεξέταση του πεζογραφικού με το ποιητικό έργο».
(Σημείωμα της επιμελήτριας Μ. Μικέ στο: Μέλπω Αξιώτη, Ποιήματα, 2001, Αθήνα, Κέδρος, σελ. 112)
3. Το κείμενο
Δύσκολες νύχτες (απόσπασμα)
Διδακτικές επισημάνσεις
• Να περιγραφεί το σκηνικό πλαίσιο της συνάντησης με τον ληστή, αφού προηγουμένως υπογραμμιστούν οι σχετικές πληροφορίες.
• Ο κάθε ήρωας, ανάλογα με τον χαρακτήρα και την ηλικία του, αντιδρά διαφορετικά στη θέα του ληστή. Να καθοδηγήσουμε τους μαθητές μας ώστε να κατανοήσουν και να δικαιολογήσουν τις αντίστοιχες αντιδράσεις των ηρώων.
• Να υπογραμμιστούν τα χαρακτηριστικά στιγμιότυπα που δίνει η συγγραφέας, διά στόματος του ληστή, από τη ζωή στο νησί και από τη ζωή του τελευταίου. Να διαπιστωθεί ότι αυτά απηχούν δύο διαφορετικές πλευρές: από τη μια ο «νομοταγής» κόσμος με τις κακίες, όπου τονίζεται ο πόλεμος και οι συμφορές του, κι από την άλλη οι μικρές χαρές της φυσικής ζωής, που απολαμβάνει ο ληστής.
• Μέσα στην αφήγησή της, η Μ. Αξιώτη συμπεριλαμβάνει την αφήγηση του εγκλήματος, για το οποίο καταδιώκεται ο επισκέπτης τους. Να εντοπιστούν οι ομοιότητες και οι διαφορές των δύο αφηγήσεων και να συζητηθεί αν η αφήγηση του επισκέπτη περιέχει κάποια απειλή για τον οικοδεσπότη.
• Να σχολιαστούν τα ποικίλα συναισθήματα που εκδηλώνουν με τις αντιδράσεις τους τα πρόσωπα της αφήγησης κατά την ώρα του αποχαιρετισμού.
• Να συζητηθεί η κυριολεκτική αλλά και η μεταφορική σημασία που έχουν τα λόγια του λήσταρχου: «Δε θ' απομείνω ώρα πολλή. Μέσα στα σπίτια εξέμαθα, και στεναχωριούμαι. ...δε φταις εσύ σα δε βλέπεις και παραπέρα».
• Στα λόγια του πατέρα της αφηγήτριας να επισημανθούν οι απόψεις του για τη ζωή.
Παράλληλο κείμενο
Στέφανος Δάφνης, Ο ξένος των Χριστουγέννων
«[...] Κάποιος είναι, λέω κυρά... κάτου από τη σκάλα ... κουβαριασμένος ... Και φοβάμαι, η έρμη...
—Δημήτρη, άντε να ιδείς πρόσταξε ο παππούς έναν από τους θειους μου.
Ο Δημήτρης σηκώθηκε και γρήγορα ακούστηκαν οι μπότες του να τρίζουν, κατεβαίνοντας τη σκάλα.
—Κανέναν καλικάντζαρο θα 'δε η Βαγιώ! Γέλασε ο δεύτερος θείος μου ο Θανάσης, χαράζοντας κάστανα και χώνοντάς τα στη θράκα.
Μα σε λίγο ακούστηκαν πάλι περπατησιές στη σκάλα και ομιλίες. Η πόρτα άνοιξε και φανερώθηκε πάλι ο Δημήτρης, μα όχι μόνος. Ένας άλλος άνθρωπος άγνωστος ήταν μαζί του, που θα 'λεγε κανείς πως ο θείος μου τον έφερνε με το στανιό.
—Έμπα μέσα του 'λεγε. Μην ντρέπεσαι! Χρονιάρα μέρα σήμερα... Έμπα να ζεσταθείς!
Μα εκείνος φαινόταν πως κομπιάζει, ώσπου ο θειος μου τον έσπρωξε ελαφρά από τον ώμο και ο ξένος βρέθηκε στην τραπεζαρία. —Τι είναι τούτος; Ρώτησε ο παππούς.
—Δεν τονε βλέπετε; Ζητιάνος φουκαράς! Καθότανε μαζεμένος κάτου από τη σκάλα και τρεμούλιαζε σαν ζαγάρι. Και κάνει ένα ξεροβόρι όξω. Μπρρρ.
Κοιτάξαμε τον ξένο. Η κακομοιριά έβγαινε απ' όλο του το κορμί. Θα 'τα-νε πενηντάρης, λιγνός, κίτρινος, τα γένια του ψαρά κι αχτένιστα, μοιάζανε με αφάνα. Ούτε κασκέτο φορούσε ούτε παπούτσια. Ήτανε σκεπασμένος με κάτι κουρέλια, που αφήνανε γυμνά εδώ και κει τα μέλη του. Μόλις βρέθηκε μέσα, γύρισε τα μάτια του γύρω φοβισμένα, σαν αγρίμι, και ύστερα κοίταξε και την πόρτα που την έκλεινε η κορμοστασιά του θείου μου, του Δημήτρη. Έκανε κίνηση, σα να 'θελε να ξεφύγει, μα ο παππούς μου του χαμογέλασε καλόβολα και του είπε με τη γλυκιά φωνή του:
—Γιατί; κάτσε κειδά στο τζάκι να ζεσταθείς, καψερέ.
Εκείνος, ακόμα δίσταζε. Ο Δημήτρης προχώρησε, και ακουμπώντας το χέρι του στον ώμο τον ησύχασε. [...]
Η φωτιά θρεμμένη με νέα κούτσουρα, λαμπάδιαζε πρόσχαρα. Ο άνθρωπος, καθισμένος σταυροπόδι μπροστά στο τζάκι, κρατούσε ανάμεσα στα γόνατά του το πιάτο με το κρέας, που του είχε φέρει η Βαγιώ και μασούλιζε λαίμαργα, κοιτάζοντας πότε πότε, κλεφτά, τους άλλους γύρω.
Σε κάποια στιγμή, η μητέρα τονε ρώτησε:
—Από πού είσαι, μπάρμπα;
Ο άνθρωπος δε μίλησε αμέσως. Σταμάτησε το μάσημα και σήκωσε το πρόσωπο, κοιτάζοντάς τηνε.
—Ντόπιος; ξαναρώτησε η μητέρα μου.
Με φωνή βαθιά, σα φερμένη από μάκρος, από καμιά σπηλιά, μουρμούρισε:
—Όχι... ξωμερίτης είμαι...
—Και δεν έχεις φαμελιά; Δεν έχεις σπίτι;
—Ε, Ανθή, φτάνει, πρόσταξε ο παππούς. Ας δίνουμε του φτωχού, κι ας μη ρωτάμε.
Είχαν επισημότητα τα λόγια κείνα του παππού, που καθισμένος στην πολυθρόνα του, φάνταζε μεγαλόπρεπος σαν Δίας ο Ξένιος. «Ας μη ρωτάμε.»
Βράδιαζε πια. Η Βαγιώ άναψε την κρεμαστή λάμπα κι έφερε τους καφέδες. Ο ξένος πάστρευε το πιάτο του.
Άξαφνα μέσα στη βραδινή σιγαλιά, ακούστηκε μια τουφεκιά, κι αμέσως δεύτερη και τρίτη και τέταρτη, η μια πάνω στην άλλη. Μαζί ακούστηκαν φωνές φερμένες από πέρα, άλλες από το κάστρο, το Παλαμήδι, φωνές ταραγμένες.
Οι άντρες μας πετάχτηκαν όρθιοι, οι γυναίκες τρομαγμένες.
—Κάτι γίνεται στο Παλαμήδι! Είπε ο παππούς, ο πολύξερος.
Άντρες και γυναίκες βγήκανε στο μπαλκόνι, χωρίς πια να λογαριάζουνε το κρύο, στη δυτική τάπια του Παλαμιδιού, που είναι κατά την πόλη στραμμένη, φώτα σαλεύανε βιαστικά. Πέσανε ακόμη τρεις τουφεκιές. Και ύστερ' από δυο στιγμές, ένα ξαφνικό σάλπισμα ξέσκισε τον παγωμένο αέρα, τρε-μόσυρτο, σερτό μες στο σκοτάδι.
Οι καμάρες του Ιτς Καλέ, αντιλάλησαν τη λαχτάρα του χαλκού.
Ένας ξάδελφός μου, ο Κοσμάς, που είχε κάνει και λοχίας στα ιππικά, εξήγησε:
—Α, το ξέρω 'γω το σάλπισμα τούτο. Κατάδικος το 'σκασε από κει πάνω!
Μπήκαμε όλοι στην τραπεζαρία. Δε μιλούσε κανένας. Η σιωπή βάραινε απάνω στα πράγματα, και οι ματιές των αντρών σ' ένα κορμί, διπλωμένο μπροστά στο τζάκι. Μια δυνατή πνοή ανέμου άνοιξε τη μπαλκονόπορτα κι έσβησε τη λάμπα.
—Α!... Έκαναν ξαφνιασμένες οι γυναίκες.
Το αντιλάρισμα της φωτιάς έπεφτε κοκκινωπό πάνω στον χριστουγεννιάτικο ξένο μας, τον άγνωστο, και φώτιζε τη στεγνή του όψη, τα γκρίζα γένια του. Τώρα και των γυναικών οι ματιές βάραιναν απάνω του.
Σαν να κατάλαβε την αγωνία μας, ο άνθρωπος σηκώθηκε απότομα και, χωρίς να μας καληνυχτίσει, χωρίς να βγάλει άχνα, προχώρησε γρήγορα στην πόρτα, κολλητά στον τοίχο και χάθηκε σαν φάντασμα.
Δεν ακούστηκε ούτε η περπατησιά του στη σκάλα».
Στέφανος Δάφνης, (απόσπασμα από το διήγημα) Ο ξένος των Χριστουγέννων, Κ.ΝΛ. Α Γυμνασίου, Ο.Ε.Δ.Β., 2005, σελ. 45-47
• Να συγκρίνετε, τους «επισκέπτες - ήρωες» των δύο κειμένων και να σχολιάσετε τις διαφορές τους ως προς την εμφάνιση και τη συμπεριφορά.
4. Ενδεικτική βιβλιογραφία
Αργυρίου Α., 1985, Διαδοχικές αναγνώσεις Ελλήνων υπερρεαλιστών, Αθήνα, Γνώση, σελ. 189-197.
Καρβέλης Τ., 1992, «Μέλπω Αξιώτη», Η μεσοπολεμική πεζογραφία. Από τον πρώτο ως το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939) Β', Αθήνα, Σοκόλης, σελ. 262301.
Μικέ Μ., 1996, Μέλπω Αξιώτη, Κριτικές περιπλανήσεις, Αθήνα, Κέδρος, 2001, Επιμέλεια στο: Μέλπω Αξιώτη. Ποιήματα, Αθήνα, Κέδρος.
Σεφέρης Γ., 21992, «Για τη Μέλπω Αξιώτη», Δοκιμές, τ. 3, Παραλειπόμενα (1932-1971), Αθήνα, Ίκαρος.
Vitti M., 1979, Η γενιά του τριάντα. Ιδεολογία και μορφή, Αθήνα, Ερμής σελ. 269-270.
Αφιέρωμα
Περ. Διαβάζω, τεύχ. 311, 12/5/1993, σελ. 34-79.
Μέλπω Αξιώτη
Βικιπαίδεια
στο βιβλιοnet
στον Πολιτιστικό Θησαυρό της Ελληνικής Γλώσσας
στις Ψηφίδες, Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας
ΤΑΙΝΙΕΣ
ΕΠΟΧΕΣ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ (επιμορφωτικό ντοκιμαντέρ) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]
Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.
Ήρωες
Οι ήρωες του κειμένου είναι:
Τόπος
Τα γεγονότα του κειμένου διαδραματίζονται:
Η χρονική σειρά των γεγονότων
Διακρίνουμε αναδρομικές αφηγήσεις, πρόδρομες, in medias res, εγκιβωτισμό, παρέκβαση, προϊδεασμό, προοικονομία:
Η χρονική διάρκεια
Σχέση του χρόνου της αφήγησης με τον χρόνο της ιστορίας (μικρότερος, ίσος, μεγαλύτερος).
Διακρίνουμε επιτάχυνση, παράλειψη, περίληψη, έλλειψη, αφηγηματικό κενό, επιβράδυνση:
Γλώσσα
Η γλώσσα του κειμένου είναι:
Αφήγηση
Η αφήγηση είναι πραγματική ή πλασματική, αφήγημα γεγονότων, λόγων ή σκέψεων…
Ο αφηγητής
Ο αφηγητής είναι ομοδιηγητικός, ετεροδιηγητικός…
Η εστίαση
Η εστίαση είναι μηδενική, εσωτερική, εξωτερική…
Τα αφηγηματικά επίπεδα
Τα αφηγηματικά επίπεδα είναι εξωδιηγητικά, διηγητικά, μεταδιηγητικά:
Αφηγηματικοί τρόποι
Οι αφηγηματικοί τρόποι είναι: έκθεση, διάλογος, περιγραφή, σχόλιο, ελεύθερος πλάγιος λόγος, μονόλογος:
Ενότητες
Το κείμενο μπορεί να χωριστεί στις εξής ενότητες:
Το σχόλιό σας...