Ἄ! κύριε, κύριε Μαλακάση,1 ποιός θά βρεθεῖ νά μᾶς δικάσει, μικρόν ἐμέ κι ἐσᾶς μεγάλο, ἴδια τόν ἕνα καί τόν ἄλλο; |
|
5 | Τούς τρόπους, τὀ παράστημά σας, τό θελκτικό μειδίαμά σας τό monocle2 πού σᾶς βοηθάει νά βλέπετε μόνο στό πλάι καί μόνο αὐτούς νά χαιρετᾶτε |
10 | ὅσοι μοιάζουν3 ἀριστοκράται, τήν περιποιημένη φάτσα, τήν ὑπεροπτική γκριμάτσα ἀπό τή μιά μεριά νά βάλει τῆς ζυγαριᾶς, κι ἀπό τήν ἄλλη |
15 | πλάστιγγα νά βροντήσω κάτου, μισητό σκήνωμα,4 θανάτου ἄθυρμα5, συντριμμένο βάζον6, ἐγώ, κύμβαλον ἀλαλάζον7. Ἄ! κύριε, κύριε Μαλακάση, |
20 | ποιός τελευταῖος θά γελάσει; (Σάτιρες, 1927) |
* «Οι στίχοι αυτοί απευθύνονται στον κοσμικό κύριο, και όχι στον ποιητή Μαλακάση, του οποίου δε θα μπορούσε να παραγνωρίσει κανείς το σημαντικό έργο». (Υποσημείωση του ποιητή).
Στο ποίημα αυτό ο Καρυωτάκης προσκαλεί τον ποιητή Μαλακάση (1869-1943) σε ένα αγώνα, που μοιάζει με μία καρυωτακικού ύφους παρωδία του ποιητικού αγώνα μεταξύ Αισχύλου και Ευριπίδη στην κωμωδία του Αριστοφάνη Βάτραχοι. Παρά το ότι ο ίδιος ο Καρυωτάκης στην υποσημείωση προσπαθεί να αμβλύνει την εντύπωση ποιητικής αναμέτρησης —εντύπωση που δικαίως δημιουργεί το ποίημα— γράφοντας πως «οι στίχοι απευθύνονται στον κοσμικό κύριο, και όχι στον ποιητή Μαλακάση, του οποίου δεν θα μπορούσε να παραγνωρίσει κανείς το σημαντικό έργο», εντούτοις το ίδιο το ποίημα στην ουσία του αντιπαραθέτει στη γελοιογραφική απεικόνιση του Μαλακάση, τον Καρυωτάκη ως ποιητική ουσία.
Πήγαινε στα Συνοδευτικά κείμενα
Πήγαινε στα Παράλληλα κείμενα
• Τα ποιήματα συνδιαλέγονται με ποικίλους τρόπους: α. μεταξύ τους, β. με άλλα κείμενα του βιβλίου και γ. με τα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας.
• Έτσι, ο «Καισαρίων» μπορεί να διδαχθεί μαζί με την καβαφική «Μελαγχολία», δεδομένου ότι και στα δύο κείμενα η ποίηση αντιμετωπίζεται ως αντίδοτο κατά της φθοράς. Η διδασκαλία του «Καισαρίωνος» προϋποθέτει αναφορά στους «Αλεξανδρινοί βασιλείς» (KNA, Α’ Λυκείου). Για συγκριτική ανάγνωση (και για επισήμανση διαφορών και ομοιοτήτων) με το ποίημα «Καισαρίων» προτείνεται το «Επί ασπαλάθων» του Γιώργου Σεφέρη (KNA, Β’ Λυκείου) δεδομένου ότι α) και στα δύο υπάρχει το στοιχείο της αυτοαναφορικότητας, β) και τα δύο είναι και ποιήματα ποιητικής γ) και στα δύο υπάρχει σχέση ποίησης και ιστορίας. H «Μικρή ασυμφωνία... » του Καρυωτάκη, μπορεί να εξετασθεί συγκριτικά με την «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων» (KNA, B’ Λυκείου).
• Ως προαιρετική εργασία δίνονται σε κάποιες περιπτώσεις παράλληλα κείμενα τα οποία έχουν μία άμεση σχέση με τα προς διδασκαλία ποιήματα. Έτσι, δίνεται το «Διερώτηση για να μην κάθομαι άνεργος» του Καρούζου, το οποίο άμεσα αναφέρεται στην καβαφική «Μελαγχολία»· το ποίημα Καβάφης «Ο Δαρείος» του Κούσουλα· οι Στίχοι-2 του Πατρίκιου που προκάλεσαν τον «Επίλογο» του Αναγνωστάκη κ ά.
• Στο τρίτο μέρος («Συνοδευτικά κείμενα») δίνονται αρκετά ποιήματα που έχουν ως θέμα τους την ίδια την ποίηση, για να φανεί η μεγάλη ευρύτητα του θέματος, αλλά και για να υπάρξει μια πρώτη γνωριμία γύρω από το πώς αντιμετωπίζει το θέμα αυτό η σύγχρονη ποιητική παραγωγή.
• Το εικαστικό υλικό που συνοδεύει την ενότητα είναι λειτουργικό —κάτι που γενικώς προβλέφθηκε για όλο το βιβλίο— και σε αρκετές περιπτώσεις αποτελεί μέρος της διδασκαλίας (π.χ. ο πίνακας του Εγγονόπουλου με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Μελαγχολία του ποιητού Ιάσονος Κλεάνδρου», ο «Εμφύλιος πόλεμος» πάλι του Εγγονόπουλου, το κολάζ του Ελύτη).
• Οι ερωτήσεις κατά κανόνα προσανατολίζουν τη διδασκαλία στη διερεύνηση του θέματος και δεν προορίζονται όλες για γραπτή εργασία στο σπίτι, αλλά κάποιες διευκολύνουν τον προφορικό διάλογο κατά τη διδασκαλία του κειμένου.
• Κείμενα μικρότερης έκτασης ή άλλα στα οποία λόγω του ποιητικού του είδους απουσιάζει το εννοιολογικό βάρος όπως το «Μόνο γιατί μ' αγάπησες» της Πολυδούρη μπορούν να καλύψουν λιγότερη της μιας διδακτική ώρα.
• Ένα μεγάλο μέρος των παραλλήλων και των συνοδευτικών κειμένων προορίζονται για ανάγνωση, στόχος που ανταποκρίνεται στους γενικότερους σκοπούς του μαθήματος και αποτελεί ένα πάγιο αίτημα του μαθήματος της Λογοτεχνίας.
• Το ποίημα «Ο Δαρείος» προσφέρεται για ποικίλες ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Τα κριτικογραφικά αποσπάσματα που περιέχονται στο παρόν βιβλίο προσφέρουν υλικό για μία ανοιχτή ανάγνωση του πολυσυζητημένου αυτού καβαφικού ποιήματος.
• Στη διδασκαλία της «Μικρής ασυμφωνίας εις α μείζον» καλό είναι να αποφευχθούν μειωτικά για τον ποιητή Μαλακάση σχόλια. (Εξάλλου το καρυωτακικό ποίημα —πέρα από την αξία του— είναι μία πράξη ποιητικής εκδίκησης).
• Το «Μόνο γιατί μ' αγάπησες» της Πολυδούρη δεν παρατίθεται ολόκληρο, αλλά όπως το ανθολογεί ο Μανόλης Αναγνωστάκης (H Χαμηλή Φωνή, Νεφέλη, 1990), για λόγους ποιητικής οικονομίας (χωρίς, όπως πιστεύουμε, να αδικείται).
• Χρήσιμα ως παράλληλα κείμενα στον «Χορό Συρτό» του Σκαρίμπα είναι τα ποιήματα «φυγής», όπως η «Θάλασσα» του Κώστα Βάρναλη (KNA, Γ’ Γυμνασίου [;]), «Το τελευταίο ταξίδι» του Κ.Γ. Καρυωτάκη (KNA, Γ’ Γυμνασίου [;]).
• Για συνανάγνωση με το ποίημα «Ο ελεγκτής» του Μίλτου Σαχτούρη προσφέρεται και «Ο στρατιώτης ποιητής» του ίδιου ποιητή (KNA, Λυκείου).
• Για συνανάγνωση με το ποίημα «Επίλογος» του Αναγνωστάκη προσφέρεται και το ποίημα «Ποιητική» του ίδιου ποιητή (KNA, Γυμνασίου -Λυκείου, τεύχ. 4 Βιβλίο του καθηγητή, Αθηνα 1999, σ. 71).
• Σύμφωνα με την (προφορική) δήλωση του Μανόλη Αναγνωστάκη, το ποίημα «Στον Νίκο Ε... 1949» αφιερώνεται στον συναγωνιστή του Αναγνωστάκη Νίκο Ε(υστρατιάδη). [H ψιλή στον τίτλο του ποιήματος του Αναγνωστάκη να απαλειφθεί από το Βιβλίο του Μαθητή (σ. 85)]. Πάντως, τα ποιήματα «Ποίηση 1948» του Νίκου Εγγονόπουλου και «Στον Νίκο Ε... 1949» του Μανόλη Αναγνωστάκη προσφέρονται ούτως η άλλως για συγκριτική ανάγνωση, αφού η θεματική, αλλά και η μορφική τους συγγένεια είναι απολύτως διακριτές.
• Για το ποίημα «Ποίηση 1948», βλ. και σ. 171 του παρόντος βιβλίου.
• Στο ποίημα «Μικρή Πράσινη Θάλασσα» του Ελύτη καλό είναι να τονισθεί ότι η ερωτική ατμόσφαιρα δεν αναιρεί την πνευματικότητα της σχέσης του Ποιητή με την Μικρή πράσινη θάλασσα των δεκατριώ χρονών. Εξάλλου δεν πρέπει να αγνοείται ο αλληγορικός χαρακτήρας του ποιήματος.
• «Τα αντικλείδια» του Γιώργη Παυλόπουλου είναι ένα ποίημα που δεν τελειώνει ποτέ (αυτή την έννοια έχει και το σχόλιο του βιβλίου ότι το ποίημα γίνεται το ίδιο φορέας της εμπειρίας που περιγράφει). Ίδιας τεχνικής είναι και τα ποιήματα του Γιώργη Παυλόπουλου «Το παιδί και οι ληστές» και «H στάχτη» από την ομώνυμη συλλογή (Τα αντικλείδια, 1988).
• Εννοείται ότι οι προτάσεις για συνανάγνωση δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα.
Πήγαινε στα Παράλληλα κείμενα
Βιογραφικά Σημειώματα των Ποιητών που Ανθολογούνται
Καρυωτάκης Κώστας (Τρίπολη 1896-Πρέβεζα 1928). Ο σημαντικότερος ποιητής της γενιάς των νεοσυμβολιστών του μεσοπολέμου. Επηρέασε σημαντικά τη νεότερη ποίηση, (Βλ. βιογραφικά του ποιητή ΚΝΛ, Γ' Λυκείου, σ. 37). Από τα 166 ποιήματα του Καρυωτάκη, τα 74 είναι ποιήματα «ποιητικής» (Βλ. Άντεια Φραντζή, «Η ποίηση της ποίησης», Αντί (αφιέρωμα στον Καρυωτάκη) τεύχ. 623, 13-12-1996, σ. 62-64).
Οι Ορισμοί της Ποίησης
α) Στην καθημερινή χρήση
Έχοντας ακούσει πάρα πολλές φορές τη φράση «αυτό δεν είναι ποίηση» να προφέρεται για τα πιο διαφορετικά έργα, κι όχι μονάχα τα λεγόμενα «σύγχρονα» ή «μοντέρνα», σκέφτηκα πως θα ήταν χρήσιμο να ερευνήσει κανείς και να κατατάξει, αν γίνεται, τις απόψεις που κυκλοφορούν στο ευρύτερο κοινό. Ρωτώντας, λοιπόν, «τι είναι ποίηση» πήρα ένα πλήθος απαντήσεις με προθυμία, γιατί δεν υπάρχει σχεδόν άνθρωπος που να μην είναι βέβαιος ότι ξέρει στα σίγουρα τι είναι ποίηση —και τούτο αντικρούει, βέβαια, τον ισχυρισμό ότι δήθεν «δεν ενδιαφέρεται κανείς»— απαντήσεις παράξενες, που, μερικές απ' αυτές, μ' ευσυνειδησία καταγράφω:
«Η πραγματική ποίηση έχει αλήθεια», «έχει πάθος», «έχει υψηλά νοήματα», «έχει προσιτά» ή «σημαντικά νοήματα». «Η πραγματική ποίηση έχει συγκίνηση», «μουσικότητα», «δυνατά συναισθήματα», «αυθορμητισμό» ή «εκφράζει» —δηλαδή έχει και την ιδιότητα να εκφράζει— όλα τα παραπάνω και πολλά ακόμη, παρόμοια, που για συντομία παραλείπονται...
... Ποιος άραγε είναι ο βυθός του ποιητικού «βάθους»; πρόκειται μήπως για το βάθος της σύγχρονης ψυχολογίας; ή για βάθος φιλοσοφικό; ή για τον πάτο της θάλασσας; Και με ποιον αλάνθαστο τρόπο θ' ανιχνεύσω και θα μετρήσω μέσα στα κείμενα την «συγκίνηση»; Και ποιο θα πρέπει να είναι το «σύνολο αναφοράς»... της αλήθειας που ζητώ; Ο κόσμος από την σκοπιά των επιστημών; Αποκλείεται. Δεν ζητάω από το ποίημα μαθηματικές, ηλεκτρονικές, νομικές, οικονομικές βεβαιότητες. (Άλλο θέμα αν ο ιστορικός ή ο κοινωνιολόγος μπορούν να συλλέξουν από το ίδιο κείμενο ορισμένες πληροφορίες). Ο κόσμος ως ορίζοντας της απλής εμπειρίας; Αποκλείεται. Δεν διαβάζω ένα ποίημα για να πληροφορηθώ ότι τα φύλλα είναι πράσινα, τα μήλα κόκκινα, ο ήλιος καίει το καλοκαίρι ή το φαγητό καίγεται στην κατσαρόλα.
Μένει ο κόσμος ως «άλλη διάσταση», με όποιο όνομα κι αν δίνεται· τα πράγματα της καρδιάς, τα πράγματα της συνείδησης, τα πράγματα ως «ιστορικότητα», τα πράγματα ως «υπαρξιακός ορίζοντας», τα πράγματα ως «νοούμενα», ο κόσμος ως παρουσία ή απουσία του όντος, και γι' αυτή τη διάσταση, όπως κι αν την ονομάσουμε, δεν υπάρχει υποδεκάμετρο, γενικά κι απόλυτα παραδεκτό...
Πλήθος οι «απόψεις» για την ποίηση, μονόπλευρες, συχνά ως την μισαλλοδοξία. Και, αλίμονο, αυτός που αρχίζει να μιλάει με τη φράση «ποίηση είναι...», ή, «ποίηση δεν είναι...» ετούτο ή εκείνο το αόριστο, ξεχνάει πως αναφέρεται σ' ένα χώρο ιδιωτικό, κατοικημένο από κάποια πλάσματα της ποίησης, κάποια κείμενα που έφερε να στεγάσει μια διάθεση ή μια ανάγκη της ψυχής, αλλά κι οι τύχες της στιγμής και, ακόμα, οι συνήθειες ενός περιβάλλοντος.
Τα ποιήματα που κάποιος αγαπάει του ανήκουν κατά κάποιο τρόπο, είναι κομμάτι της προσωπικότητάς του. Όμως, όσο ψυχολογικό ενδιαφέρον έχουν οι αποφάνσεις για την ποίηση, όπως κάθε τι που δίνει μια πληροφορία για τον κλειστό κύκλο μιας άλλης προσωπικότητας, άλλο τόσο μπερδεύουν τα πράγματα, δυσκολεύουν τη συζήτηση και στο τέλος πέφτουν στο νερό σαν τις πέτρες που δεν βεβαιώνουν παρά το παιχνίδι του παιδιού που τις πέταξε.
β) Στην «κριτική»
Ένα παρόμοιο παιχνίδι, με τις άδειες λέξεις και την πομπώδη προφορά μεταφερμένες από την ιδιωτική συζήτηση στις στήλες του τύπου και στις σελίδες των βιβλίων, είναι, κατά κανόνα, —οι ελάχιστες εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν— και η γύρω από την ποίηση ανεμολογία ή «παραφιλολογία». Με τη διαφορά ότι ο «κριτικός» δεν ξεχνάει αλλά συνειδητά παραβλέπει —εκτός αν δεν έχει ποτέ σκεφτεί τι του συμβαίνει— το γεγονός, ότι κι οι δικές του αποφάνσεις προσδιορίζονται από ορισμένα κείμενα που διάλεξε, ή έμαθε, ή έτυχε να πιστεύει, πως είναι η ποίηση· ότι αυτά φέρνει στο νου του όταν προσπαθεί να προβάλει, να εξηγήσει, να αποδείξει: «τι είναι η ποίηση».
... Όταν, στο ίδιο έργο, ο ένας κριτικός βρίσκει κάτι κι ο άλλος τίποτε, έχει οπωσδήποτε δίκιο αυτός που βρίσκει, γιατί ο αρνητικός προσδιορισμός είναι πάντα πιο αδύνατος και μάλιστα όταν δεν εξαντλεί τις αρνητικές περιπτώσεις· π.χ., όταν λέμε ότι το κείμενο που μας δίνεται δεν είναι ποίημα γλυστράμε στην εύκολη αοριστία· το μη-ποίημα είναι ένας ολόκληρος κόσμος. Θα πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στον κριτικό που βρίσκει και παραθέτει ορισμένα πραγματικά στοιχεία και στον άλλο που αναμασάει βάθη, ύψη, συγκινήσεις κλπ. Αντίστροφα, θα πρέπει να διακρίνουμε ανάμεσα στον «κριτικό» που δεν βρίσκει βάθη, ύψη, συγκινήσεις κλπ. και σ' εκείνον που βρίσκει πραγματικά στοιχεία και δείχνει για ποιες συγκεκριμένες αιτίες το κείμενο που κρίνει είναι π.χ. μια απομίμηση ενός γνωστού προτύπου. Το «δεν βρίσκω» του «κριτικού» δεν σημαίνει τίποτε. Μεταφερμένο σε άλλους όρους είναι τόσο χρήσιμο όσο π.χ. μια δημοσιογραφική ανταπόκριση που θα μας πληροφορούσε ότι κάποιος δεν βρήκε ούτε ένα πιγκουίνο στον Ισημερινό, ούτε μια λεοπάρδαλη —ή ακόμα και τίποτε πράσινα άλογα— στον Βόρειο Πόλο. Μα ο ανταποκριτής μας μπορεί να ψάχνει το σωστό ζώο στον σωστό τόπο και χάρη σε μια σειρά κακών συμπτώσεων, να μην καταφέρει να δει ούτε μια λεοπάρδαλη στο ταξίδι. Μια ανταπόκριση που θα επαναλάμβανε με δεκαπέντε τρόπους «δεν είδα τη λεοπάρδαλη», θα 'ταν δημοσιογραφία απαράδεκτη. Δεν πληροφορούμαστε τίποτε όταν κάποιος αρχίζει και τελειώνει λέγοντας «δεν βρήκα αυτό που περίμενα να βρω, αυτό που εγώ νομίζω ότι είναι η ποίηση, ο Βόρειος Πόλος ή η Αφρική».
... Στο τέλος τι άλλο κάνει ο «κριτικός» παρά να διαβάζει για λογαριασμό των άλλων για να πληροφορεί, για να βάζει μια τάξη στο πλήθος των εκδόσεων, έτσι που να μπορεί να διαλέγει ένα βιβλίο ο ενδεχόμενος αναγνώστης; Εκείνο που ενδιαφέρει τον ενδεχόμενο αναγνώστη δεν είναι οι «περί Ποιήσεως» συνταγές του «κριτικού» αλλά μερικές ακριβείς πληροφορίες για τα έργα που κυκλοφορούν.
Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχουν συνταγές για τη ποίηση. Το μυστικό που κρύβεται μέσα στο ποίημα, ίσως μέσα στον ποιητή, ισχύει για μια μονάχα περίπτωση και δεν έχει καμιά σχέση με τις αόριστες γενικεύσεις είτε του ανειδίκευτου αναγνώστη, είτε του «κριτικού», είτε του θεωρητικού της ποίησης.
Γιατί;
γ) Οι καθαυτό ορισμοί
«Ποίηση», κατά τον Ντιλτάυ, «είναι το βίωμα που υψώνεται ως τη σημαντικότητά του αποκαλύπτοντας μια χαρακτηριστική άποψη της ζωής». «Είναι η γλώσσα όχι της αλήθειας αλλά της δημιουργίας», κατά τον Βαλερύ. «Η αφηρημένη σύλληψη μιας ιδιωτικής εμπειρίας που στην οριακή της ένταση γίνεται παγκόσμια», κατά τον Έλιοτ «Η υπέρτατη μορφή της συγκινησιακής χρήσης της γλώσσας», κατά τον Ρίτσαρντς. Και, κατά το λεξικό της Οξφόρδης, «Υψηλή έκφραση υψηλής σκέψης ή συναισθήματα σε έμμετρη μορφή».
Μένουμε έκθαμβοι για μια στιγμή. Όλα αυτά είναι πολύ ωραία και, με κάποιο τρόπο, σωστά. Ωστόσο, προσέχοντας καλύτερα, θα διαπιστώσουμε ότι καθένας από τους ορισμούς αυτούς περιέχει και μια δόση αυθαιρεσίας· εισάγει έναν όρο που δεν προσδιορίζεται συλλογιστικά· έναν απαραίτητο, καθώς φαίνεται, άγνωστο. Ας αναλύσουμε:
«Ποίηση είναι το βίωμα που υψώνεται ως τη σημαντικότητά του αποκαλύπτοντας μια χαρακτηριστική άποψη της ζωής».
«Βίωμα», γνωρίζουμε λίγο-πολύ τι σημαίνει. Ακόμη, μπορούμε να εννοήσουμε το «αποκαλύπτοντας μια χαρακτηριστική άποψη της ζωής». Πώς συνδυάζονται τα δύο; Εδώ μπαίνει στη μέση η αυθαιρεσία και μας λέει ότι δεν πρόκειται για ένα οποιοδήποτε βίωμα, αλλά μόνο για εκείνο «που υψώνεται ως τη σημαντικότητά του αποκαλύπτοντας...». Πώς ακριβώς, με ποιο τρόπο γίνεται αυτή η ανύψωση, αυτή η μετατροπή; Χάρη σε ποιαν αλχημεία; Δεν το μαθαίνουμε. Ο άγνωστος, με τη μορφή εκθέτη «ν», έχει κάνει την εμφάνισή του. Το ίδιο και με τους υπόλοιπους ορισμούς. Ο καθένας φέρει τον δικό του άγνωστο που καλείται να προσδιορίσει είτε το «βίωμα» είτε την «αφηρημένη σύλληψη», είτε την «χρήση της γλώσσας», είτε την «έκφραση».
Ο άγνωστος «ν» αντιστοιχεί σε μιαν αλήθεια που μοιράζονται σιωπηρά όλοι οι ορισμοί: Απ' όπου κι αν ξεκινήσουμε για να δώσουμε έναν ορισμό της ποίησης, όπου κι αν ρίξουμε το βάρος, θα καταλήξουμε στο ίδιο αποτέλεσμα, στην εισαγωγή ενός συντελεστή ρευστού, απροσδιόριστου και, κατά συνέπεια, στην παραδοχή μιας ποιητικής αλχημείας· στο «κάτι» που ξεφεύγει, γλυστράει μέσα απ' τα χέρια μας, είναι συνεχώς πιο πέρα, έτσι που να μη μπορεί καμιά διανοητική ευστροφία να το περικλείσει.
Παρ' ολα αυτά, το ερώτημα «τι είναι ποίηση» δεν έπαψε ποτέ να απασχολεί και, συχνά, να βασανίζει την ανθρώπινη σκέψη. Κάθε τόσο δίνεται μια απάντηση που θεωρείται οριστική, ώσπου μια επόμενη απάντηση να την καταργήσει ή να την τροποποιήσει. Το φαινόμενο της διαδοχής των ποιητικών θεωριών το έχουν επισημάνει και ο Βαλερύ και ο Μάνλεϋ Χόπκινς και, στον ελληνικό χώρο, ο Σεφέρης. Οι ποιητικές θεωρίες συστηματοποιούν τους κανόνες που θέτουν κάθε φορά τα ποιητικά έργα. Καθώς τα περιθώρια για καινούργια έργα είναι ανεξάντλητα, θα υπάρχουν πάντα περιθώρια για νέες θεωρίες. Η ποίηση «γίγνεται» αδιάκοπα. Ο οριστικός ορισμός θα μπορούσε να διατυπωθεί όταν θα 'χε γραφτεί και το τελευταίο ποίημα. Ας σημειωθεί, ότι υπάρχει κάποια διαφορά ανάμεσα στη γενίκευση του Έλιοτ και του Βαλερύ από τη μια μεριά, του Ντιλτάυ, του Ρίτσαρντς και του λεξικού, από την άλλη. Οι πρώτοι, δημιουργοί και οι δυο, ξεκινούν από τους κανόνες της δικής τους ποίησης. Οι άλλοι ξεκινούν από μιαν ειδική θέα του κόσμου και προσπαθούν να περικλείσουν μέσα σ' αυτήν και την ποίηση. Όλοι, ωστόσο, «υψώνουν» —για να μεταχειριστούμε κι εμείς την λέξη— στον εκθέτη της συγκροτημένης σκέψης τις κουβέντες των ανειδίκευτων συνομιλητών μας, που ο ένας βρήκε την «μουσικότητα» στο σονέτο και μένει αμετακίνητος πιστός του Μαβίλη, ο άλλος βρήκε την «συγκίνηση» στο Σολωμό και δεν θέλει να πάει πιο πέρα, και, ο τρίτος, ψάχνει παντού, πρώτ' απ' όλα για σημαντικά «νοήματα».
Οι γενικεύσεις εξαρτούν την ποίηση είτε από κάτι που στέκει έξω, μια αυθαίρετη προστακτική, είτε από κάτι «εντός και εν μέρει», π.χ. «το ποίημα πρέπει να έχει μέτρο»· αλλά κάθε έμμετρος λόγος δεν είναι ποίημα. Ή, «το ποίημα πρέπει να περιέχει ιδέες»· στους αντίποδες ο Μαλλαρμέ: «το ποίημα φτιάχνεται όχι με ιδέες αλλά με λέξεις». Όταν η ιδέα είναι του Σολωμού και η λέξη του Βαλερύ, σταματούμε και σωπαίνουμε. Μα και η πιο σημαντική ιδέα, μόνη της, δεν φτάνει για να φτιάξει ένα στίχο· ούτε καν το «Cogito ergo sum». Και με τις λέξεις, πολλά φτιάχνονται, ακόμα κι ένα λεξικό, ακόμα και οι παραποιήσεις των μιμητών του Μαλλαρμέ.
Πώς όμως θ' ασφαλιστεί η μελέτη της ποίησης από την αυθαιρεσία; Να φανταστούμε μια γενίκευση βασισμένη στις σύγχρονες τεχνικές μεθόδους; Π.χ., μια υπολογιστική μηχανή, τροφοδοτούμενη με τα έργα των μεγάλων ποιητών θα ήταν ίσως δυνατό να αποδώσει μερικούς σταθερούς όρους που θα μπορούσαν να χρησιμοποιούνται για την σύγκριση, ενώ συγχρόνως θα ήσαν, όλοι μαζί, ο τελικός ορισμός της ποίησης; Πάλι δεν παρακάμπτεται η αρχική δυσκολία. Το πρόβλημα θα μετατοπιζόταν στο ποιος, με τι, και ζητώντας τι, τροφοδοτεί τον υπολογιστή. Κι αν ακόμα κατορθώναμε να περικλείσουμε κάποια από τα μονιμότερα χαρακτηριστικά των διαφόρων περιπτώσεων ποίησης, πάλι δεν θα μπορούσαμε να προβλέψουμε π.χ. μιαν Ιλιάδα του μέλλοντος· και πώς θ' αποκλείσουμε ότι θα γραφτούν στο μέλλον σημαντικά έργα που θα 'ναι το αποτέλεσμα δυνατοτήτων που μας διαφεύγουν ολότελα σήμερα;
Είναι σημάδι της ζαλισμένης από την τεχνική πρόοδο εποχής μας, τ' ότι άνθρωποι σοβαροί προσπαθούν να βγάλουν σοβαρά συμπεράσματα από το ενδεχόμενο ότι μια μηχανή, που θα εργαζόταν απεριόριστα όλες τις λέξεις που χρησιμοποίησε ο Σαίξπηρ, θα έφτανε κάποτε να γράψει την Τρικυμία. Ξεχνάνε, πρώτα, πώς η μηχανή τροφοδοτήθηκε με τις λέξεις του Σαίξπηρ και, ακόμα, πως υπάρχει ήδη, πριν από το αποτέλεσμα, το πρότυπο που περιμένουμε ν' αναγνωρίσουμε, η Τρικυμία. Όμως, ακόμα κι αν εδίναμε ολόκληρο το αγγλικό λεξικό για να κατασκευαστεί ένα ποίημα είκοσι μονάχα στίχων, πάλι θα ήμασταν αναγκασμένοι να συγκρίνουμε το αποτέλεσμα προς τους σταθερούς όρους που αναφέρθηκαν πιο πάνω, για ν' αποφασίσουμε κατά πόσο παρουσιάζει τα διάφορα μόνιμα χαρακτηριστικά· και τότε, ο οποιοσδήποτε τραγέλαφος που θα συνδύαζε, π.χ., τον τρόπο του Κητς μ' εκείνον του Έλιοτ θα ονομαζόταν ποίημα, ενώ θα ήταν αδύνατο ν' ανιχνευθεί η αξία ενός πραγματικά νέου και πρωτότυπου έργου...
(Λύντια Στεφάνου. Το πρόβλημα της μεθόδου στη μελέτη της ποίησης, Κάλβος, 1972, σ. 13-22)
Ποιήματα για την Ποίηση στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας:
Τα ποιήματα που ανθολογούνται στη συνέχεια, φωτίζουν και άλλες πλευρές του θέματος «Ποιήματα για την ποίηση» που δεν καλύπτονται από την κυρίως ενότητα. Επίσης δίνουν τη δυνατότητα να παρακολουθήσει κανείς μέσα από ενδεικτική ανθολόγηση το πώς αντιμετωπίζει το θέμα η πιο πρόσφατη ποιητική παραγωγή. |
Το χρέος των ποιητών |
Πολλά ποιήματα είναι ποτάμια. Άλλα είναι χαμολούλουδα σε βραδινό κάμπο. Άλλα είναι σαν πέτρες που δε χτίζουν τίποτα. |
Πολλοί στίχοι είναι σα στρατιώτες έτοιμοι για τη μάχη. Άλλοι σα λιποτάχτες κρυμμένοι πίσω απ' τ' ανθισμένα δέντρα. Άλλοι σαν άγνωστοι στρατιώτες που δεν έχουν πρόσωπο. |
Πολλά ποιήματα φωνάζουν δυνατά χωρίς ν' ακούγονται. Άλλα σωπαίνουνε με σταυρωμένα χέρια άλλα σταυρώνονται και μιλούν σταυρωμένα. |
Πολλοί στίχοι είναι σαν εργαλεία, εργαλεία σκουριασμένα, ριγμένα στο χώμα κι άλλα καινούργια που δουλεύουν το χώμα. |
Πολλά ποιήματα είναι σαν όπλα όπλα πεταμένα στο χώμα κι όπλα στραμμένα στην καρδιά του εχθρού. |
Πολλοί στίχοι στέκονται πίσω απ' τη σιωπή σαν τα χλωμά παιδιά πίσω απ' τα τζάμια ενός ορφανοτροφείου — κοιτάζουν μακριά μες στη βροχή — δεν ξέρουν τι να κάνουν, πού να πάνε. |
Πολλά ποιήματα είναι σα δέντρα άλλα σαν κυπαρίσσια σ' ένα λιόγερμα θλίψης άλλα σα δέντρα οπωροφόρα σ' ένα κολχόζ. |
Πολλοί στίχοι είναι σαν πόρτες — πόρτες κλειστές σ' ερημωμένα σπίτια και πόρτες ανοιχτές σε ήμερες συγυρισμένες ψυχές. |
Είναι και μαύρες πόρτες καμένες σε μία πυρκαϊά, κι άλλες τιναγμένες από μιαν έκρηξη κι άλλες που μεταφέρουν ένα σκοτωμένο σύντροφο. |
Υπάρχουν ποιήματα που καλπάζουν μες στο χρόνο σαν το κόκκινο ιππικό του Σμύρνενσκη ποιήματα καβαλάρηδες που αφήνουν τα γκέμια και πιάνουν την αξίνα. |
Πολλά ποιήματα γονατίζουν στη μέση του δρόμου, πολλά ποιήματα άνεργα μ' αδούλευτα χέρια, πολλά ποιήματα εργάτες που ξεπερνούν χίλιες φορές τη νόρμα τους. |
Υπάρχουν στίχοι σα δαντέλες στο λαιμό των κοριτσιών ή σα δακτυλιδόπετρες με μικρές μυστικές παραστάσεις κι άλλοι που πλαταγίζουν ψηλά σα ρωμαλέες σημαίες. |
Πολλά ποιήματα μένουν αργά τη νύχτα στην ερημιά· βρέχουν κάθε τόσο τα τέσσερα δάκτυλα των στίχων τους σ' ένα ρυάκι, ύστερα χάνονται ονειροπαρμένα μες στο δάσος και πια δεν επιστρέφουν. |
Πολλοί στίχοι είναι σαν αργυρές κλωστές δεμένες στα καμπανάκια των άστρων — αν τους τραβήξεις, μια ασημένια κωδωνοκρουσία δονεί τον ορίζοντα. |
Πολλά ποιήματα βουλιάζουν μες στην ίδια τους τη λάμψη, περήφανα ποιήματα· δεν καταδέχονται τίποτα να πουν. Ξέρω πολλά ποιήματα που πνίγηκαν στο χρυσό πηγάδι της σελήνης. |
Ένα σωστό ποίημα ποτέ δεν καθυστερεί σε μια γωνιά του ρεμβασμού. Είναι πάντα στην ώρα του σαν τον συνειδητό, πρόθυμο εργάτη είναι ένας έτοιμος στρατιώτης που λέει παρών στο πρώτο κάλεσμα της εποχής του. |
Κάποτε οι ποιητές μοιάζουν με πουλιά στο δάσος του χρόνου, οι άλμπατρος του Μπωντλαίρ, τα κοράκια του Πόε, κάποτε σα σπουργίτια μες στο χιόνι ή σαν αητοί ψηλά σ' απόκρημνα ιδανικά. |
Υπάρχουν και ποιήματα όμορφα σαν τα πουλιά Γκλουχάρ — το Μάη και τον Απρίλη πνίγονται μες στο ίδιο τους ερωτικό τραγούδι πνίγονται μες στη μελωδία τους και κουφαίνονται. |
Το Μάη και τον Απρίλη τα χαράματα μες στην κρυστάλλινη δροσιά του δάσους βγαίνουν οι κυνηγοί με τα ντουφέκια τους και τα γκλουχάρ δεν τους ακούνε. |
Το νου σας σύντροφοι ποιητές, αδέλφια μου, ας κρατάμε τ' αυτί μας στυλωμένο στο γυαλί της σιωπής — τα βήματα του εχθρού και του φίλου μας μοιάζουν στο θαμπόφωτο του δάσους. Πρέπει να διακρίνουμε. |
Το νου σας σύντροφοι ποιητές, μη και βουλιάξουμε μέσα στο τραγούδι μας μη και μας εύρει ανέτοιμους η μεγάλη ώρα — ένας ποιητής δίνει παρών στο πρώτο κάλεσμα της εποχής του. |
Αλλιώς θα μείνουν τα τραγούδια μας πάνω απ' τις σκάλες των αιώνων ταριχευμένα, ωραία κι ανώφελα πουλιά σαν τα γκλουχάρ εκείνα τα γαλαζόμαυρα μες στους βασιλικούς διαδρόμους της Μπίστριτζας. |
Σαν τα γκλουχάρ εκείνα με τα δυο φτερά τα σταυρωμένα, σιωπηλά πένθιμα ταριχευμένα — διακόσμηση ξένων παλατιών — με τα μάτια δυο μάταιες στρογγυλές απορίες κάτω απ' τα κόκκινα φρύδια τους. |
Το νου σας σύντροφοι ποιητές, — ένας ποιητής είναι ένας εργάτης στο πόστο του, ένας στρατιώτης στη βάρδια του, ένας υπεύθυνος αρχηγός μπροστά στις δημοκρατικές στρατιές των στίχων του. |
(Τα επικαιρικά, Βάρνα, 20-6-58)
Νικηφόρος Βρεττάκος (1912-1991)
Αν δε μου ’δινες την ποίηση Κύριε |
Αν δε μου 'δίνες την ποίηση, Κύριε, δε θα 'χα τίποτα για να ζήσω αυτά τα χωράφια δε θα 'ταν δικά μου. Ενώ τώρα ευτύχησα να 'χω μηλιές, να πετάξουνε κλώνους οι πέτρες μου, να γιομίσουνε οι φούχτες μου ήλιο, η έρημος μου λαό, τα περιβόλια μου αηδόνια. |
Λοιπόν πώς σου φαίνονται; Είδες τα στάχυα μου, Κύριε; Είδες τ' αμπέλια μου; είδες τι όμορφα που πέφτει το φως στις γαλήνιες κοιλάδες μου; Κι έχω ακόμη καιρό! Δεν ξεχέρσωσα όλο το χώρο μου, Κύριε. Μ' ανασκάφτει ο πόνος μου κι ο κλήρος μου μεγαλώνει. Ασωτεύω το γέλιο μου σαν ψωμί που μοιράζεται Ωστόσο Δεν ξοδεύω τον ήλιο σου άδικα. Δεν πετώ ούτε ψίχουλο απ' ό,τι μου δίνεις γιατί σκέφτομαι την ερμιά και τις κατεβασιές του χειμώνα. Γιατί θα 'ρθει το βράδυ μου. Γιατί φτάνει όπου να 'ναι το βράδυ μου, Κύριε, και πρέπει να 'χω κάμει πριν φύγω την καλύβα μου εκκλησιά για τους τσοπάνηδες της αγάπης. |
(Ο χρόνος και το ποτάμι, 1957)
Νίκος Φωκάς (γεν. 1927)
Ο κάκτος |
Με χρώμα γέρικου παχύδερμου απ' τη σκόνη Μέρος κι εκείνος ενός σκουπιδαριού, Ο κάκτος που θεωρείτο νεκρός Άνθισε μετά από εννέα χρόνια. |
Πράγματι, το τρομερό φύλλο με τις βελόνες (Ένα ανάμεσα σε δώδεκα Καθώς αποτελούσε τμήμα Ενός πανίσχυρου συστήματος) |
Πέταξε από την κόψη του μοναδικό Το βαθυκόκκινο άνθος που, Έξω από το σύστημα σχεδόν, Θαρρείς ανήκε σε δικό του σύστημα |
Έτσι καθώς ακροβατούσε στο κενό Στην παρυφή του φύλλου, Σε δηλωμένη και χρωματική και ποιοτική Προς τον κάκτο αντίθεση. |
Η εν λόγω συστηματική διαφωνία Δεν είχ' άλλο ενδιαφέρον Παρά μόνο σαν ποίηση Σαν ακραία δυνατότητα μιας άνοιξης... |
(Προβολέας στα μάτια, Κρύσταλλο, 1985)
Άρης Αλεξάνδρου (1922-1978)
Η αναμμένη λάμπα |
Εσείς που υπακούτε σε κυβερνήσεις και Π.Γ. σαν τους νεοσύλλεκτους στο σιωπητήριο θ' αναγνωρίσετε μια μέρα πως η ποσότητα της πίκρας έτσι που νότιζε τούς τοίχους του κελιού ήταν αναπόφευκτο να φτάσει στην ποιοτική μεταβολή της και ν' ακουστεί σαν ουρλιαχτό σαν εκπυρσοκρότηση. |
Εσείς που άλλα λέγατε στους φίλους σας κι άλλα στην καθοδήγηση θ' αναγνωρίσετε μια μέρα πως εγώ ήμουνα μονάχα παραλήπτης των όσων μου 'στελναν γραμμένα με λεμόνι οι φυλακισμένοι και των δυο ημισφαιρίων. Αν μου πρέπει τιμή είναι που είχα πάντοτε τη λάμπα αναμμένη μέσα στην κάμαρά μου κι έκανα την εμφάνιση των μυστικών τους μηνυμάτων κρατώντας τις λογοκριμένες τους γραφές πάνω από τη φλόγα. |
(Ευθύτης οδών, 1947-1952)
*
Ντίνος Χριστιανόπουλος (γεν. 1931)
Εγκαταλείπω την ποίηση |
Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία, δε θα πει ανοίγω ένα παράθυρο για τη συναλλαγή. Τέλειωσαν πια τα πρελούδια, ήρθε η ώρα του κατακλυσμού· όσοι δεν είναι αρκετά κολασμένοι πρέπει επιτέλους να σωπάσουν, να δουν με τι καινούριους τρόπους μπορούν να απαυδήσουν στη ζωή. |
Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία. Να μη με κατηγορήσουν για ευκολία, πως δεν έσκαψα βαθιά, πως δε βύθισα το μαχαίρι στα πιο γυμνά μου κόκαλα· όμως είμαι άνθρωπος και γω, επιτέλους κουράστηκα, πώς το λένε, κούραση πιο τρομαχτική από την ποίηση υπάρχει; |
Εγκαταλείπω την ποίηση δε θα πει προδοσία· βρίσκει κανείς τόσους τρόπους να επιμεληθεί την καταστροφή του. |
(Ποιήματα, «Διαγώνιος», 1985)
*
Βύρων Λεοντάρης (γεν. 1932)
[Τις λέξεις κουρταλώ και δε μου ανοίγουν] |
Τις λέξεις κουρταλώ και δε μου ανοίγουν γιατί πια δεν τις κατοικούν τα βάσανά μας. Τις εγκατέλειψαν σάμπως να επίκειται σεισμός ή έκρηξη. Ανάσα και χειρονομιά καμμιά μέσ' στα αδειανά φωνήεντα κι ούτε ένα τρίξιμο απ' τα σύμφωνα και μήτε τρέμισμα κορμιού ή κεριού και μήτε σάλεμα σκιών στους τοίχους. |
Ο κόσμος μετακόμισε στο απάνθρωπο βολεύτηκε σ' αυτή την προσφυγιά πήρε μαζί του για εικονίσματα φωτογραφίες δημίων όργανα βασανιστηρίων για φυλαχτά μιλάει μόνο με σήματα μέσ' στην οχλαγωγία της ερημιάς στις φαντασμαγορίες του τίποτε. Έτσι κι εμείς αδειάσαμε και μας ψεκάσαν με αναισθητικό έτσι που αποξενωθήκαμε απ' τον πόνο — αυτό δα είναι κι αν είναι αποξένωση... — κι η ποίηση έγινε κραυγή έξω απ' τον πόνο. Σμιλεύουμε σμιλεύουμε πληγές σκαρώνοντας μνημεία και μπιμπελό Αλλά το τρομερό καραδοκεί. |
Ό,τι δεν είναι τέχνη μέσ' στην τέχνη αυτό το ανθρώπινο αυτό κι εμάς κι αυτήν θα μας ξεκάνει. |
(Εν γη αλμυρά, 1996)
*
Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ (γεν. 1939)
Ο τζίτζικας
Μέσα μου χιλιάδες τραγούδια στοιβάζονται καλοκαιρινά. Ανοίγω το στόμα μου και μες στο πάθος μου προσπαθώ να τους βάλω μια σειρά. Τραγουδώ. Άσχημα. Αλλά χάρη στο τραγούδι μου ξεχωρίζω από τις φλούδες των κλάδων και από τ' άλλα άφωνα ηχεία της φύσης. Η απέριττη περιβολή μου —γκρίζα κι ασβεστένια— μου αποκλείει κάθε παραφορά αισθητισμού κι έτσι αποκομμένος απ' τα φανταχτερά πανηγύρια του χρόνου, τραγουδάω. Άνοιξη, Πάσχα και βιολέτες δε γνωρίζω. Τη μόνη ανάσταση που ξέρω είναι όταν μόλις σηκώνεται κάποιο αεράκι και δροσίζει λίγο τη φοβερή κάψα της ζωής μου. Τότε παύω να ουρλιάζω —ή να τραγουδάω όπως νομίζει ο κόσμος— γιατί το θαύμα μιας δροσιάς μέσα μου βαθιά λέει περισσότερα απ' όλα όσα δημιουργώ για να μην πεθάνω από τη ζέστη.
(Ενάντιος έρωτας, Κέδρος, 1982)
*
Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου (1931-1996)
Ars Poetica |
Το ποίημα θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε αρτηρίες όπου η ζωή χορεύει. Θέλω να είναι αγώνας, όχι μια μουσική που λύνεται μα πάθος για την μέσα έκφραση μιας ασυναρτησίας μιας αταξίας που θα γίνει παρανάλωμα αν δεν τα παίξουμε όλα για όλα. |
Όταν οι άλλοι, αδιάφοροι, με σιγουριά ξοδεύονται άσκοπα ή ετοιμάζονται το βράδυ να πεθάνουν, όλη τη νύχτα ψάχνω για ψηφίδες αδιάφθορες μες στον μονόλογο τον καθημερινό κι ας είναι οι πιο φθαρμένες. Να φεγγρίζουν μες στο πυκνό σκοτάδι τους σαν τ' αχαμνά ζωύφια τυχαίες, σκοτωμένες απ' το νόημα με αίσθημα ποτισμένες. |
(Ο δύσκολος θάνατος, 1978)
Η ποίηση δε μας αλλάζει |
Η ποίηση δε μας αλλάζει τη ζωή το ίδιο σφίξιμο, ο κόμπος της βροχής η καταχνιά της πόλης σα βραδιάζει. |
Δε σταματά τη σήψη που προχώρησε δε θεραπεύει τα παλιά μας λάθη |
Η ποίηση καθυστερεί τη μεταμόρφωση κάνει πιο δύσκολη την καθημερινή μας πράξη. |
(Νοσοκομείο εκστρατείας, 1972)
Θωμάς Γκόρπας (γεν. 1935)
Ποίηση |
Ποίηση ανάμνηση από φίλντισι περίπατος τα ξημερώματα άναμμα τσιγάρου κατά λάθος από φεγγάρι χαρταετός που ξέφυγε απ' τα χέρια παιδιού κλάμα παιδιού στη μέση πανηγυριού φιλία ανάμεσα σε δυο προδοσίες κλωνάρι που ταξιδεύει δασκάλα μόνη μελαγχολική στο διάλειμμα ένα βιολί που παίζει μοναχό του αριθμός 7 της καρδιάς τα μέσα φυλλώματα χαλκός χαλκωματένια χαλκωματάς — όλα τα παλιά γυαλίζω χρυσάφι για όλους ή για κανένα πόλη που κυριεύτηκε άδεια μετά μακρά πολιορκία παλιές φωτογραφίες και μακρυμπάνι της μνήμης πεταλούδα που γλιτώνει απ' τη φωτιά φωτιά που γλιτώνει απ' τα νερά χαρά που γλιτώνει απ' τα γεράματα βιολέτες σ' άσπρο λαιμό άσπρο άλογο που τρέχει σε μαύρο ουρανό μαύρος ήλιος καλοκαιρινός άσπρος ήλιος χειμωνιάτικος λεμόνι κάρβουνο γλυκό του κουταλιού νύχτα στρωμένη τσιγάρα λέξεις. |
(Ποίηση '76, 1976)
*
Αργύρης Χιόνης (γεν. 1943)
[«Κούφον γαρ χρήμα»] |
Β' |
Είναι κάτι πρεσβυωπικά γερόντια οι ποιητές μονάχα μακριά μπορούν να δουν Μακριά στο παρελθόν μακριά στο μέλλον τα πράγματα τα κοντινά δεν τα διακρίνουν παραπατούν σκοντάφτουνε τρικλίζουν τα χέρια απλώνουνε ψαχουλευτά πασχίζουν σαν την τυφλόμυγα πού βρίσκονται να βρουν |
Το σήμερα μαντίλι γύρω από τα μάτια τους δεμένο. |
Δ' |
Η ποίηση πρέπει να 'ναι Ένα ζαχαρωμένο βότσαλο Πάνω που θα 'χεις γλυκαθεί Να σπας τα δόντια σου. |
(Τύποι ήλων, 1978)
*
Γιάννης Κοντός (γεν. 1943)
Το φαρμακείο
Είμαι ευτυχισμένος όταν ακούω μουσική και κατοικώ στο παλιό φαρμακείο, με τις πορσελάνες, τα φάρμακα, το λίγο φως. Κάθομαι και ζυγίζω ποσότητες φαρμάκων και λέξεων — εκτελώ πολλές φορές ανύπαρκτες συνταγές — όμως δουλεύω με συνέπεια και υπομονή υποδειγματική. Ακίνητος κοιτάζω πίσω από το θαμπό τζάμι τους περαστικούς. Περιμένω να ανοίξει η πόρτα, να ακουστεί το κουδουνάκι, να σηκώσω με κόπο το ημίπληκτο πόδι μου, να το σύρω μέχρι την είσοδο και να χαμογελάσω στον πελάτη. Όπως ανοίγει η πόρτα μπαίνουν μέσα άλλες εποχές —προηγούμενες και επόμενες— και χάνω για λίγο την ισορροπία μου. Τη βρίσκω αμέσως. Αρχίζω να παιδεύω πάλι τη ζυγαριά και το σώμα μου. Χρόνια διανυκτερεύω. Έχω να κοιμηθώ χιλιάδες ώρες. Πίνω όλα τα φάρμακα (ποιήματα) που φτιάχνω και δε λέω να πεθάνω. Μάλλον δυναμώνω. Φοράω το μαύρο παλτό, το μαύρο κεφάλι. Έξω χιονίζει, δεν ακούει κανείς.
(Ανωνύμου Μοναχού, Κέδρος 1985)
*
Μιχάλης Γκανάς (γεν. 1944)
[Το ποίημα έρχεται από μακριά...] |
Το ποίημα έρχεται από μακριά δεν ξέρεις αν χορεύει ή παραπατάει. |
Μοιάζει ανάρρωση γλυκειά με απουσίες δικαιολογημένες μέρα που λείπουν όλοι από το σπίτι κι οι θόρυβοι ακούγονται αχνά μέσα και έξω από το σώμα. Ο ήλιος συνομήλικος και σκασιάρχης καπνίζει σιωπή και φυσάει γύρη στο δωμάτιο. |
Σιγά σιγά το ποίημα μεγαλώνει με πόνους με χαρές και λύπες και ξανά χαρές ώσπου κάποτε βλέπει τις πρώτες άσπρες λέξεις και τυφλώνεται. |
Με τέσσερις αισθήσεις γυρίζει ή με έξι ραβδοσκοπώντας φλέβες τ' ουρανού ώσπου σκοντάφτει στον προτελευταίο στίχο. |
Αυτός ο στίχος είναι αχθοφόρος που σηκώνει στις πλάτες του το ποίημα και σταθερός βατήρας για τον τελευταίο στίχο που παίρνει φόρα και πηδάει στο κενό. Ο τελευταίος στίχος δεν μένει πάντα τελευταίος. Κάποτε γίνεται ο πρώτος στίχος ενός ποιήματος που γράφει κάποιος αναγνώστης. |
*
Γιάννης Πατίλης (γεν. 1947)
[Υπάρχω για να ληστεύω την ανυπαρξία] |
Υπάρχω για να ληστεύω την ανυπαρξία. Από κει κουβαλάω με κόπο Υπέροχα ποιήματα. Είναι διάφανα, φωτεινά κι ανέκφραστα. Αλλά στο δρόμο μού πέφτουνε, σπάνε. Τα μπαλώνω, τα κολλάω με λέξεις. Με λέξεις που οι άνθρωποι λένε. Μ' αυτά που ξέρω, που βλέπω κι ακούω. Και τα χαλάω μ' αυτό που υπάρχει. |
(Ζεστό μεσημέρι, Αθήνα 1984)
*
Γιώργος Μαρκόπουλος (γεν. 1951)
Τα ποιήματα, ένα ποτάμι, ο ποιητής |
Τα ποιήματα είναι τόσο δύσκολα, το ξέρετε. Και αν σηκώσεις τις λέξεις, είναι τόσο θλιμμένα σαν δάχτυλα που πόνεσες μια νύχτα με αγωνίες. |
Ένα ποτάμι είναι ένας ξένος που κρύβεται, το ξέρετε. Την ημέρα πηγαίνει στη θάλασσα. Το απόγευμα λουφάζει ακίνητο σαν αγρίμι που πέρασαν δίπλα του κυνηγοί. |
Ο ποιητής, ένας δήθεν αδιάφορος που κρύβει τα χέρια του στις τσέπες. |
(Οι πυροτεχνουργοί, 1979)
Μέσα από τη θεματική αυτή ενότητα επιδιώκεται:
• H εξοικείωση με τη θεματική διερεύνηση των λογοτεχνικών κειμένων.
• H αποκάλυψη της ποικιλίας και της πολυμορφίας του ποιητικού φαινομένου με υλικό την ίδια την ποίηση.
• H κατάδειξη πως η ποίηση είναι πράξη ευθύνης απέναντι στον κόσμο είτε ο δημιουργός της υπηρετεί την υψηλή είτε τη χαμηλόφωνη ποίηση.
• H ανάδειξη της ποιητικής δημιουργίας ως συνεχούς διαλόγου με το έργο των άλλων ποιητών (Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας, Γιώργος Σεφέρης).
• H ουσιαστικότερη γνωριμία με την «ποιητική» ως τεχνική και ως τέχνη.
• H επισήμανση εκείνων των όρων που γεννούν το ποίημα ως καλλιτεχνική ανταπόκριση στα κελεύσματα της πραγματικότητας.
1. Σ' ένα σύνολο 166 ποιημάτων του Κ.Γ. Καρυωτάκη, συμπεριλαμβανομένων και των μεταφράσεών του, που η ως τώρα έρευνα έχει δείξει με ιδιαίτερη σαφήνεια ότι αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα του έργου του, τα 74 είναι ποιήματα «ποιητικής». «Δηλαδή ποιήματα που έχουν, άμεσα είτε έμμεσα, ως αντικείμενο τους την ποιητική πράξη και γενικότερα την καλλιτεχνική δημιουργία: τις προϋποθέσεις της, τις ατομικές και κοινωνικές συνθήκες της, και τις συνέπειές της». H αναλογία αυτή γίνεται ακόμη πιο εντυπωσιακή αν μετρήσουμε μόνο τις τρεις συλλογές που ο ίδιος εξέδωσε, προσθέτοντας τα τρία τελευταία ποιήματα: «Αισιοδοξία», «Όταν κατέβουμε τη σκάλα, τι θα πούμε» και «Πρέβεζα». Τότε προκύπτει η αναλογία 113+3 ποιήματα από τα οποία 65 + 1 άπτονται θεμάτων σχετικών με την ποιητική πράξη. H διαπίστωση αυτή δεν θα είχε, ίσως, καμιά σημασία, αν δεν υπογράμμιζε εμφαντικά την αγωνία γραφής που κατείχε τον Καρυωτάκη και αν δεν δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για να κατανοήσουμε όχι αποκλειστικά την «ποιητική» του αλλά και την ανταπόκριση του έργου του στους μεταγενεστέρους ποιητές. Και τολμώ να υποστηρίξω πως αν η αυτοκτονία του Καρυωτάκη τον έφερε στο προσκήνιο και του προσέφερε την αποδοχή από μέρους ενός μεγάλου κοινού μέσα από τη δημιουργία του μύθου του που αφορά, κυρίως, στη ζωή ιδομένη από τη σκοπιά του θανάτου του, ο εναγώνιος προβληματισμός του για την ποίηση είναι που τον έκανε να λογαριάζεται ακόμα ως σήμερα ο κατεξοχήν ποιητής των ποιητών.
Άντεια Φραντζη, «Η ποίηση της ποίησης», Αντί, τεύχ. 623, 13-12-1996, σ. 62-64
2. Περισσότερο από τον Παπαρρηγόπουλο, ο Καρυωτάκης των Ελεγείων θαρρώ πως διδάχθηκε αρκετά από το πάθος του Μαλακάση. Αλλ' όχι του Μαλακάση που έγραψε τον «Μπαταριά». Από το ποίημα εκείνο, το υπερτιμημένο, με τη θορυβώδη στιχουργία και γλώσσα· όπου δυο ολόκληρες, οι πρώτες, στροφές, δεν είναι παρ' απλή απαρίθμηση ονομάτων· από το ποίημα όπου οι «Νάρκισσοι κι Ερμαί» του Μεσολογγιού κάνουν επίδειξη στους φτωχούς κατωτέρους των· όπου για ευθυμία της νιότης δεν περιγράφεται άλλη, παρά η ευθυμία των γηρατειών —η εξωτερική, η συμβατική: το κρασί και η κραιπάλη—, από κει ο Καρυωτάκης δεν είχε, βέβαια, να πάρει τίποτε απολύτως. Επήρεν από τον Μαλακάση των Ασφοδέλων και των Αντιφώνων, ιδίως των Αντιφώνων, με τη δύναμη και την πλαστική του ύφους, με την ακεραία πληρότητα της εκφράσεως, που απορώ πώς ακόμη δεν την εγκωμίασαν όσο της έπρεπε! Έπειτα, μήπως και προς τον άνθρωπο Μαλακάση ο Καρυωτάκης δεν αισθανόταν τρυφερότητα; Εγώ πιστεύω ότι μόνο άκακο πείραγμα εκφράζει, με τον δικό του τρόπο, ο μοναχικός κι απόκοσμος και μισάνθρωπος Καρυωτάκης, γράφοντας τη «Μικρή Ασυμφωνία εις Άλφα μείζον», όπως τρυφερότητα και κλίση αισθανόταν κι ο Ευριπίδης προς το πλάσμα που φαινόταν πως μισεί. (Το ποίημα είναι στιχουργημένο ολόκληρο σε ομοιοκαταληξίες που αρχίζουν από άλφα, σύμφωνα με πολλά πρότυπα της γαλλικής ποιητικής εποχής που μελετούσε):
(παρατίθεται ολόκληρο το ποίημα)
Τέλλος Άγρας,
«Ο Καρυωτάκης και οι Σάτιρες», Κ.Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και Πεζά,
επιμέλεια Γιώργος Σαββίδης, Ερμής 1982, σ. 197-198.
3. Ο Μαλακάσης είναι γεννημένος κωζέρ και η κοσμικότης του είναι φυσική και ανεπιτήδευτη. Ο μακαρίτης ο Καρυωτάκης τον αδίκησε πολύ με το σκίτσο που του έκαμε «Μικρή Ασυμφωνία εις Α μείζον». Την παραθέτω για να έλθει στη μνήμη όσων την έχουν διαβάσει και για να την γνωρίσουν όσοι έτυχε να μην δουν τη συλλογή του πεθαμένου ποιητή: Α! κύριε, κύριε Μαλακάση ποιος θα βρεθεί να μας δικάσει... (ακολουθεί όλο το ποίημα του Καρυωτάκη). Πρέπει να ομολογηθεί από όσους τουλάχιστον εγνώρισαν από κοντά τον Μαλακάση, ότι ο Καρυωτάκης τον αδίκησεν, ότι δεν τον είδε παρά ολότελα εξωτερικά δίχως ποτέ να τον σχετισθεί από κοντά και να ιδεί, ότι το φέρσιμο του απλό και φυσικό, ευγενικό και πράο, δεν έχει τίποτε κοινό με το φέρσιμο των ανθρώπων που ξιπάζονται μπροστά σε μερικά πράγματα.
Βλ. Μ. Μαλακάση, Άπαντα, τόμ. Β», επιμ. Γ. Βαλέτας, σ. 785-786
4. Ενδιαφέρον ιδιαίτερο παρουσιάζει το ποίημα «Μικρή ασυμφωνία εις Α μείζον», στο οποίο ο Καρυωτάκης παρουσιάζεται να διαθέτει ιδιαίτερη ποιητική αυτοπεποίθηση για την έκβαση της αναμέτρησης του με τον χρόνο.
[... ]
Στο ποίημα αυτό ο Καρυωτάκης προσκαλεί τον ποιητή Μαλακάση σε έναν ποιητικό αγώνα που μοιάζει σαν μία καρυωτακικού ύφους παρωδία του ποιητικού αγώνα μεταξύ Αισχύλου και Ευριπίδη στην κωμωδία του Αριστοφάνη Βάτραχοι. Παρά το ότι ο ίδιος ο Καρυωτάκης στην υποσημείωση προσπαθεί να αμβλύνει την εντύπωση της ποιητικής αναμέτρησης —εντύπωση που δικαίως προκαλεί το ποίημα— γράφοντας πως «οι στίχοι απενθύνονται στον κοσμικό κύριο, και όχι στον ποιητή Μαλακάση, τον οποίον δεν θα μπορούσε να παραγνωρίσει κανείς το σημαντικό έργο», εντούτοις το ίδιο το ποίημα στην ουσία του αντιπαραθέτει στη γελοιογραφική απεικόνιση του Μαλακάση, τον Καρυωτάκη ως ποιητική ουσία. Και παρόλο που πρέπει κανείς να αναγνωρίσει στον Καρυωτάκη τη γενναιότητα να αυτοσαρκάζεται ενώ σαρκάζει, δεν μπορεί επίσης παρά να δει πως στους τρόπους, στο παράστημα, στο θελκτικό μειδίαμα, στο μονόκλ, στην περιποιημένη φάτσα και στην υπεροπτική γκριμάτσα του Μαλακάση, αντιπαρατίθεται το μισητό σκήνωμα, το θανάτου άθυρμα, το σνντριμμένο βάζον, το αλαλάζον κύμβαλον —στοιχεία συστατικά όχι της εξωτερικής εμφάνισης του Καρυωτάκη, αλλά υλικά της ίδιας του της τέχνης, δοσμένα έτσι ώστε να αποτελούν την αυτοσαρκαστική αποτίμηση του ποιητικού του έργου. Και είναι το έργο του ακριβώς που κάνει την πλάστιγγα να μη γέρνει απλώς, αλλά να «βροντάει κάτου» —προφανώς κάτω από το μεγάλο βάρος της ποιητικής ουσίας. Δεν χωράει καμιά αμφιβολία πως πρόκειται για μία ποιητική αναμέτρηση. Στο μετέωρο ερώτημα
ποιος θα βρεθεί να μας δικάσει;
ο αναγνώστης του σήμερα απαντάει: ο χρόνος.
Ο Καρυωτάκης, όπως όλοι οι μεγάλοι ποιητές, έχει πλήρη συνείδηση της ποιητικής του αξίας και, όπως όλοι οι μεγάλοι, προφητεύει το μέλλον ή μάλλον δημιουργεί μέλλον. Προφητεύοντας πως θα γελάσει τελευταίος προκαλεί το μέλλον και βεβαίως νικάει στην πρόκληση.
Τασούλα Καραγεωργίου, «Ο Καρυωτάκης και η υστεροφημία», Φιλολογική, τεύχ. 59, Μάιος - Ιούνιος 1997.
5. «Μικρή ασυμφωνία εις Α μείζον» [...]
Ξέρουμε ότι ο Καρυωτάκης, στα Ελεγεία και Σάτιρες, όπου περιέλαβε το ποίημα αυτό, είχε προσθέσει μια σημείωση εξηγώντας ότι οι στίχοι του δεν είχαν στόχο τους τον Μαλακάση ως ποιητή, αλλά τον Μαλακάση ως «κοσμικό κύριο». Προηγουμένως τού είχε μάλιστα ζητήσει και εγγράφως συγγνώμην σ' ένα γράμμα που του έστειλε αμέσως μετά την πρώτη δημοσίευση του ποιήματος (στην Κυριακή του Ελευθέρου Βήματος της 28.11.1927).
Όπως και να 'χει το πράγμα και μολονότι η ποίηση του Μαλακάση δίδαξε πολλά στον Καρυωτάκη, είναι σαφές ότι στο ποίημα δυο ποιητές, ο Καρυωτάκης και ο Μαλακάσης, αναμετρώνται και ότι το αποτέλεσμα της αναμέτρησης αυτής δεν είναι καθόλου ευνοϊκό για τον δεύτερο. Στην ουσία πρόκειται για δυο διαφορετικές αντιλήψεις της θέσης και της στάσης του ποιητή στον κόσμο. Από τη μια μεριά ο ποιητής που ζει συμφιλιωμένος με την κοινωνία του, τιμημένος κι ευτυχής, κι από την άλλη ο ποιητής που ζει σ' αντίθεση με την κοινωνία του και του οποίου το έργο εκφράζει την απέχθειά του γι' αυτήν. Ο πρώτος, ο κοσμικός, μένει στην επιφάνεια των πραγμάτων καταδικάζοντας το έργο του στη λήθη· ο δεύτερος βαθαίνει τη σχέση του με τον κόσμο τρέφοντας το έργο του με την ίδια του τη σάρκα.
Έχομε αρκετά επιμείνει προηγουμένως σ' αυτή τη σχέση και τις συνέπειές της για το πρόσωπο του ποιητή και το έργο του, ώστε να μη χρειάζεται να επανέλθουμε στο θέμα αυτό. Εξ άλλου, για ένα τέτοιο θέμα, θέμα πραγματικά ζωής και θανάτου, δύσκολα θα βρίσκαμε έναν τρόπο υποβλητικότερο από την εικόνα της ζυγαριάς, που ανακαλεί στον νου και την ομηρική και τη χριστιανική ψυχοστασία.
Αντίθετα, θα θέλαμε να μελετήσουμε εδώ κυρίως τα γλωσσικά και μετρικά μέσα με τα οποία ο Καρυωτάκης καταφέρνει να δώσει στις ιδέες του για την κοινωνική απομόνωση του ποιητή και για την πορεία του προς την ίδια την καταστροφή του την ιδιαίτερη εκείνη αισθητική μορφή που χαρακτηρίζει και ξεχωρίζει την ποίηση του.
Όσον αφορά, πρώτον, τη γλώσσα, διαπιστώνουμε μια καθαρή αλλαγή επιπέδου στους τρεις στίχους 16-18. Στο πρώτο (φλύαρο) μέρος, όπου ο λόγος είναι για την προσποιητή και ακατάδεκτη συμπεριφορά του Μαλακάση, τύποι καθαρευουσιάνικοι και τύποι της δημοτικής, λέξεις και εκφράσεις ψευτολόγιες και λαϊκές, συνδυάζονται μεταξύ τους σε κωμικά υβρίδια: «μικρόν εμέ κι εσάς μεγάλο», «να βλέπετε μόνο στο πλάι», «να χαιρετάτε / όσοι μοιάζουν αριστοκράται» (που αγγίζει τα όρια του βαρβαρισμού και γελοιοποιεί), «περιποιημένη φάτσα» (που είναι μάγκικο), / «υπεροπτική γκριμάτσα». Επί πλέον η εισαγωγή στο κείμενο με λατινικούς χαρακτήρες της λέξης «monocle» προσθέτει στο ποζάτο ύφος μια δόση σνομπισμού και λοξεύει ακόμη περισσότερο τα πλάγια βλέμματα.
Αντίθετα, στο δεύτερο μέρος, πολύ πιο λακωνικό, στους στίχους 16-18, όπου ο λόγος για την καρυωτακική πληγή, οι ευαγγελικές εκφράσεις προσδίδουν στη γλώσσα έναν άκρως σοβαρό τόνο και βαραίνουν έτσι με το κύρος της αυθεντίας τους ακόμη περισσότερο στον δίσκο της άνισης αυτής ζύγισης: «μισητό σκήνωμα» (2. Πέτρ. 1.13), «θανάτου άθυρμα, σνντριμμένο βάζον, κύμβαλον αλαλάζον» (1. Κορινθ. 13.1).
Εξίσου εύγλωττη είναι και η μετρική. Οι είκοσι ιαμβικοί άτμητοι 9σύλλαβοι στίχοι, η ζευγαρωτή, ειρωνική ομοιοκαταληξία (ά-συστηματικό), η επανάληψη του πρώτου στίχου και της ομοιοκαταληξίας -άσι στο πρώτο και στο τελευταίο ζευγάρι στίχων, εξασφαλίζουν στην παραδοσιακή στιχουργία μια αρκετά σφιχτή φόρμα. Στο εσωτερικό ωστόσο του πλαισίου αυτού, ο άψογος, γενικά, ιαμβικός ρυθμός περνάει μια μικρή κρίση, χωρίς όμως σοβαρές συσπάσεις, στους στίχους 7-10 (όπου τα τροχαϊκά πισωγυρίσματα των στίχων 7 και 10 και ο μεσοτονικός ρυθμός ολόκληρου του στίχου 8 συμβάλλουν όσο και το «monocle» και οι «αριστοκράται» στην απεικόνιση των λοξών βλεμμάτων), και συνταράσσεται κυριολεκτικά στους στίχους 14-18, όπου, μόλις η ζυγαριά κλίνει προς τη μεριά του Καρυωτάκη, το βάδισμα του στίχου ανακόπτεται σε πολλά σημεία και με ποικίλους τρόπους. Η πυκνή στίξη (αλλεπάλληλα κόμματα), ο διασκελισμός και, κυρίως, οι δικαιολογούμενοι δήθεν ως μετρικές ατονίες παρατονισμοί της τρίτης συλλαβής των στίχων 16 και 18, καθώς και οι δημιουργούμενες έτσι τομές, κλονίζουν σοβαρά τον ιαμβικό ρυθμό (που, σημειωτέον, παραμένει, τύποις τουλάχιστον, κανονικά ζυγοτόνιστος) και κομματιάζουν τη σύνταξη. Σαν αποτέλεσμα έχομε μιαν ανάγνωση ασθμαίνουσα, σπασμένη, τα κομμάτια της οποίας μόλις και μετά βίας συγκρατούνται από την κουδουνιστή ρίμα: «συντριμμένο βάζον / κύμβαλον αλαλάζον», μοναδικό συγκράτημα των ορίων των στίχων. Έτσι, η ομοιοκαταληξία και η συστηματική ισοσυλλαβία των στίχων παραμένουν, ως ένα είδος άκαμπτου σκελετού, τα μοναδικά ανέπαφα στηρίγματα της φόρμας, «το γράμμα του μετρικού νόμου», σύμφωνα με το οποίο όλοι οι στίχοι του ποιήματος, τυπικά, μπορούν να θεωρηθούν σωστοί, ενώ, στην ουσία, ο ρυθμός κυριολεκτικά παραπαίει. Ο τίτλος, άκρως επιτυχής, σχολιάζει ταυτόχρονα μορφή και περιεχόμενο: «ασυμφωνία» = και «παραφωνία».
Χρήστος Παπάζογλου, Παρατονισμένη μουσική - Μελέτη για τον Καρυωτάκη, Κέδρος, 1988, σ. 97-100
Κ. Γ. Καρυωτάκης
Για τη ζωή και το έργο του: Ανεμόσκαλα (Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα)
Κ.Γ. Καρυωτάκης: Πρόσωπα και θέματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα)]
Συμφραστικός πίνακας λέξεων για το ποιητικό έργο του Κ.Γ. Καρυωτάκη.
ΠΟ.Θ.Ε.Γ.
Εποχές και Συγγραφείς. Κώστας Γ. Καρυωτάκης (βίντεο) [πηγή: Ψηφιακό Αρχείο της ΕΡΤ]
μελοποιημένα ποιήματα στο stixoi.info
Ανάλυση του ποιήματος στις Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη
Μπορείτε να γράψετε τις απαντήσεις σας και να τις εκτυπώσετε ή να τις σώσετε σε αρχείο pdf.
Ποιο είναι το ποιητικό υποκείμενο, ο αφηγητής;
Το ποιητικό υποκείμενο είναι...
Σε ποιον απευθύνεται;
Απευθύνεται...
Σε ποιο πρόσωπο και αριθμό βρίσκονται τα ρήματα του ποιήματος, π.χ. γ' ενικό
Τα ρήματα βρίσκονται...
Ποιος είναι ο χώρος;
Ο χώρος του ποιήματος είναι...
Ποιος είναι ο χρόνος;
Ο χρόνος του ποιήματος είναι...
Ποιες είναι οι εικόνες του ποιήματος;
Οι εικόνες του ποιήματος είναι...
Από πού αντλεί τις εικόνες του ο ποιητής; (π.χ. φύση)
Ο ποιητής αντλεί τις εικόνες του...
Ποιους εκφραστικούς τρόπους χρησιμοποιεί ο ποιητής; (π.χ. σχήματα λόγου, χρήση επιθέτων)
Οι εκφραστικοί τρόποι είναι οι εξής...
Πώς χρησιμοποιεί τη στίξη;
Ο ποιητής....
Ποια είναι η γλώσσα; (π.χ. κοινή, λόγια, κοινή με λόγια στοιχεία κλπ.)
Το ποίημα είναι γραμμένο σε...
Το ποίημα έχει ομοιοκαταληξία κι αν ναι τι είδους; (π.χ. ζευγαρωτή, πλεκτή, σταυρωτή κλπ.)
Η ομοιοκαταληξία είναι....
Ποια συναισθήματα σου προκαλεί;
Τα συναισθήματα...