Με τρεις λέξεις περιγράφεται η καταγωγή και η ειδή, αλλά και ο ψυχισμός του Αίαντα: ο Αίαντας ο Τελαμώνιος, ο μέγας, ο Σαλαμίνιος.
Και τρίτον είδ’ ο γέροντας τον Αίαντα κι ερώτα:
«Και αυτός ποιος είν’ ο εξαίσιος που τους μεγάλους ώμους
υψώνει και την κεφαλήν επάνω των Αργείων»;
Απάντησε η μακρόπεπλη Ελένη γυνή θεία:
«Ο Αίας ο γιγάντινος, των Αχαιών ο στύλος·
[…]
(Ιλ. Γ 225-229)
Πατέρας του ήταν ο Τελαμώνας, ο βασιλιάς της Σαλαμίνας, και αυτή είναι η μόνη βέβαιη πληροφορία από την Ιλιάδα· γιατί μεταγενέστερες παραδόσεις θέλουν τον Αίαντα εγγονό του Αιακού και δισέγγονο του Δία, όπως ακριβώς και ο Αχιλλέας, μια και οι πατεράδες τους, Πηλέας και Τελαμώνας είναι αδέλφια. [Εικ. 1] Αλλά βέβαια οι παραδόσεις αυτές ξεπηδούν από τις άλλες πληροφορίες που δίνει ο ποιητής της Ιλιάδας για τις ομοιότητες των δύο ηρώων στην όψη και στο ήθος. Μητέρα του, σύμφωνα με μια αττική παράδοση, ήταν η Μελίβοια ή Περίβοια ή Ερίβοια, κόρη του βασιλιά των Μεγάρων Αλκάθου, γιου του Πέλοπα. Σύμφωνα με μια παράδοση, κόρη ανύμφευτη ακόμη, η Περίβοια είχε περιληφθεί στους νέους και τις νέες που αποστέλλονταν στην Κρήτη από τον Αιγέα στον Μίνωα για τον Μινώταυρο. Την ερωτεύτηκε ο Μίνωας αλλά ο Θησέας, που συμπεριλαμβανόταν και αυτός στα υποψήφια θύματα του μειξογενούς όντος, απέτρεψε την ένωση. Αργότερα, την παντρεύτηκε εκείνος αλλά η Περίβοια έγινε γνωστή κυρίως ως σύζυγος του Τελαμώνα. Όμως δεν υπήρξε μόνο αυτή ερωτική του σύντροφος. Έτσι, ο Αίαντας απέκτησε έναν ετεροθαλή αδελφό, τον Τεύκρο, που για μητέρα του είχε την Τρωαδίτισσα Ησιόνη, κόρη του Τρώα βασιλιά Λαομέδοντα και αδελφή του Πριάμου· ωστόσο, τα δύο αδέλφια πολέμησαν μαζί εναντίον των Τρώων.
Την ομηρική πληροφορία ότι ο Αίαντας ήταν άτρωτος αιτιολόγησε η μεταγενέστερη παράδοση με τον εξής τρόπο: Όταν ο Ηρακλής ετοίμαζε τη δική του εκστρατεία εναντίον των Τρώων, πήγε στη Σαλαμίνα για να προσκαλέσει τον Τελαμώνα να πάρει μέρος σε αυτή. Βρήκε τον βασιλιά πάνω σε συμπόσιο· εκεί, ο ένδοξος ξένος και φιλοξενούμενος έκανε μια ευχή απευθυνόμενος στον θεϊκό του πατέρα Δία: Τον παρακάλεσε να δώσει στον οικοδεσπότη του έναν γιο ρωμαλέο όσο ήταν εκείνος και δυνατό όσο το λιοντάρι, τη λεοντή του οποίου έδειχνε προτείνοντάς την μπροστά. Και ο Δίας έστειλε σημάδι ότι κάνει την παράκληση δεκτή, έναν αετό από τον οποίο ονομάστηκε το παιδί. Ο μύθος είναι αιτιολογικός του ονόματος του Αίαντα, καθώς το όνομά του θυμίζει τη λέξη αετός στα αρχαία ελληνικά — αἰετός. Ωστόσο, ο ίδιος θα το συσχετίσει με το σχετλιαστικό επιφώνημα αἰαῖ, όταν θα αισθανθεί προσβεβλημένος που δεν του δόθηκαν τα όπλα του Αχιλλέα:
Αἰαῖ· τίς ἄν ποτ᾽ ᾤεθ᾽ ὧδ᾽ ἐπώνυμον
τοὐμὸν ξυνοίσειν ὄνομα τοῖς ἐμοῖς κακοῖς;
νῦν γὰρ πάρεστι καὶ δὶς αἰάζειν ἐμοὶ
καὶ τρίς· τοιούτοις γὰρ κακοῖς ἐντυγχάνω·
Αί, αί! Ποιος να φαντάζονταν πως τόσο
θάβγαινε τόνομά μου ταιριασμένο
με τα δικά μου πάθια· γιατί τώρα
και δυο και τρεις φορές μου πάει να κράζω
αιαί στην τόση δυστυχία που με ηύρε·
(Σοφ., Αίας 430-33, μετ. Ι. Ν. Γρυπάρης)
Μια ακόμη λεπτομέρεια σε παραλλαγή του μύθου της γέννησής του τον συσχετίζει και πάλι με τον Ηρακλή. Σύμφωνα με αυτή, όταν γεννήθηκε ο Αίαντας, ο Ηρακλής, που βρισκόταν τότε στη Σαλαμίνα, πήρε το βρέφος στα χέρια του, το τύλιξε στη λεοντή του και ζήτησε από τον Δία να το κάνει άτρωτο. Πράγματι, ο Αίαντας υπήρξε άτρωτος στη ζωή του εκτός από τη μασχάλη, τα πλευρά και τον ώμο, που ακουμπούσαν στη φαρέτρα του Ηρακλή. Τότε ήταν που εμφανίστηκε από πάνω τους ένας αετός, σύμβολο του Δία και σημάδι ότι ο Αίαντας θα γινόταν ένδοξος πολεμιστής.
Ο Αίαντας ήταν ένας από τους μνηστήρες της Ωραίας Ελένης, επομένως δεμένος με τον όρκο που είχαν δώσει όλοι οι μνηστήρες να υπερασπιστούν το ζευγάρι Μενέλαος – Ελένη σε περίπτωση που κάποιος επιβουλευόταν τον γάμο τους. Έλαβε μέρος στον Τρωικό πόλεμο με δώδεκα πλοία και στο αχαϊκό στρατόπεδο την αριστερή πτέρυγα — Ο Αίας πρύμνες δώδεκα της Σαλαμίνος είχε, / κι εστάθηκε στες φάλαγγες σιμά των Αθηναίων (Ιλ., Β 557-8). [Εικ. 2] Με τον ξάδελφό του Αχιλλέα μοιράζονται πολλά κοινά στοιχεία, με αποτέλεσμα να θεωρείται μετά από εκείνον ο πιο αντρειωμένος πολεμιστής —δεύτερος του θαυμαστού Πηλείδη, / των Δαναών επρώτευε στο σώμα και στα έργα (Ρ 279-280)—, μάλιστα ο Όμηρος αφιερώνει στα κατορθώματά του πολλούς στίχους. Ωστόσο, όταν πήγε ως απεσταλμένος των Αχαιών στον Αχιλλέα, μαζί με τον Οδυσσέα και τον Φοίνικα, [Εικ. 3, 4] για να τον μεταπείσουν να επιστρέψει στη μάχη, δεν δίστασε να τον κατηγορήσει για εγωισμό, σκληρότητα και έλλειψη ευαισθησίας απέναντι στις συμφορές των Ελλήνων (Ιλ. Ι 630-642). Μεγαλόσωμος και ισχυρός, δίκαια κερδίζει τον τίτλο στύλος που του αποδίδει η Ελένη, όταν τον διακρίνει ψηλά από τα τείχη και τον συστήνει στον πεθερό της (Ιλ. Γ 225-9). Είναι ωραίος, ίσως λιγότερο από τον ξάδελφό του, ήρεμος και κυρίαρχος του εαυτού του —σε αντίθεση με εκείνον που είναι οξύθυμος—, ευσεβής, σοβαρός, ολιγόλογος, ίσως λίγο τραχύς, άγριος ακόμη κι όταν χαμογελά, ανδρείος αλλά όχι επηρμένος, καθόλου φιλόμουσος ή τρυφερός. Είναι βαριά οπλισμένος με ασπίδα ωσάν πύργον, από επτά στρώματα βοδιού και μια πλάκα από χαλκό που είναι το όγδοο στρώμα, το εξωτερικό. Η παρομοίωσή του με τον θεόρατο Άρη μόνο τιμητική μπορεί να είναι. (Ιλ. Η 206-224)
Ο Αίαντας σκότωσε:
1. τον Σιμοείσιο, τον γιο του Ανθεμίωνα, χτυπώντας τον με το δόρυ στο στήθος, κοντά στον δεξιόν μαστόν (Ιλ. Δ 473-488)·
2. τον Άμφιο χτυπώντας τον με το δόρυ στην κοιλιά (Ιλ. Ε 608-626)·
3. τον Ακάμαντα από τη Θράκη (Ιλ. Ζ 5-8)·
4. τον Αρχέλοχο, του Αντήνορος αγόρι, (Ξ 463), αν και με το δόρυ του στόχευε στον Πολυδάμαντα.
Πολλές ήταν οι φορές που συναντήθηκε με τον Έκτορα στη μάχη, ενώ με κλήρο τού έλαχε να μονομαχήσει εναντίον του, κάτι το οποίο αποδέχτηκε πρόθυμα, το ίδιο και οι συμπολεμιστές του (Ιλ. Η 175-205). Όπως σε κάθε μονομαχία, έτσι και εδώ προηγείται μια λεκτική αντιπαράθεση, στην οποία αναδύεται το ήθος των πολεμιστών. Ο Αίαντας προβάλλει την αντρειοσύνη του, όχι όμως περισσότερο από άλλων Αχαιών, την οποία αναγνωρίζει και ο αντίμαχός του Έκτορας (Ιλ. Η 225-243). Η μεταξύ τους μάχη έμοιαζε λεόντων ωμοφάγων, / ή αγριοχοίρων φοβερών που δύσκολα νικούνται. Οι περιγραφές του ποιητή της Ιλιάδας φέρνουν στα αυτιά του αναγνώστη ήχους από τα δόρατα των αντιπάλων που πετιούνται πάνω στις ασπίδες ή από λίθους ή από τις λόγχες και τα ξίφη που ανασύρονται (Ιλ. Η 244-272). Από τη μονομαχία αυτή δεν επρόκειτο να βγει κανένας νικητής, αν και ο Αίαντας δείχνεται ανώτερος, ούτε και να επέλθει το τέλος του πολέμου. Η νύχτα που πέφτει κάνει τους κήρυκες του πολέμου να παρέμβουν και να σταματήσουν τη μονομαχία. Με το ήθος που ταιριάζει σε έντιμους πολεμιστές που αναγνωρίζουν ο ένας την αξία του άλλου η λήξη της μονομαχίας συνοδεύτηκε από ανταλλαγή δώρων μεταξύ τους —ο Έκτορας χάρισε στον Αίαντα το ξίφος του και ο Αίαντας στον Έκτορα τη ζώνη του (Ιλ. Η 273-305). Το αχαϊκό στρατόπεδο υποδέχτηκε τον Αίαντα και ο Αγαμέμνονας του επιφύλαξε τιμητική μερίδα στο θυσιαστικό συμπόσιο (Ιλ. Η 311-322). [Εικ. 5, 6, 7, 8]
Σημαντική ήταν η συμβολή του στη μάχη στα πλοία, όταν ο Έκτορας έκανε έφοδο. Η αντίσταση των Ελλήνων συγκεντρώθηκε γύρω από τον Αίαντα, ο οποίος συχνά τους ενθαρρύνει (Ο 501-513, 686-688)· εξάλλου, σε αυτόν και στον Αίαντα τον Λοκρό απευθύνθηκε ο Ποσειδώνας, παίρνοντας τη μορφή και τη φωνή του Κάλχαντα, και τους ζήτησε να επιτείνουν τις προσπάθειές τους (Ιλ. Ν 43-61). Χτύπησε τον Έκτορα, όμως δεν τον πλήγωσε — ελόγχισεν ο Τελαμωνιάδης· / στην σάρκα όμως δεν έφθασεν. Ως τρομερά τον ζώναν / όλον τα χάλκιν’ άρματα· μόνον μες στης ασπίδος / τον ομφαλόν τον κτύπησε, με δύναμιν μεγάλην (Ν 189-193). Οι δυο πολεμιστές ξανασυναντήθηκαν και αντάλλαξαν λόγους ορμητικούς (Ν 809-837), ενώ αργότερα ο Έκτορας αντιγύρισε στον Αίαντα το προηγούμενό του χτύπημα· όμως κι εκείνος σώθηκε όπως προηγουμένως ο Έκτορας —Ο Έκτωρ πρώτος έριξε στον Αίαντα το δόρυ, / καθώς τον είχε ίσι’ αντικρύ, κι εκτύπησε το μέρος / που ήσαν στο στήθος διπλωτά δυο κρεμαστάρια, το να / εις τ’ ασημόκουμπο σπαθί και στην ασπίδα τ’ άλλο. / Εκείνα του επροφύλαξαν το τρυφερό του σώμα (Ξ 402-406). Ο Αίαντας χτύπησε τον πολέμαρχο των Τρώων με πέτρα απ’ τες πολλές, που εκ’ ήσαν κυλημένες / στα πόδια των πολεμιστών, σκαριά για τα καράβια (Ξ 410-411), και το χτύπημα ήταν τόσο δυνατό που στο χώμα εβρόντησεν ο Έκτωρ και απολνάει / το δόρυ, πέφτ’ η ασπίδα του, το κράνος πέφτει, και όλα / το χαλκοκόλλητ’ άρματα στο σώμα του αντηχούσαν (Ξ 418-420). Παρά το τρομερό χτύπημα, που τον κάνει να βγάζει από το στόμα του μαύρο αίμα, ο Έκτορας επανέρχεται στη μάχη και ο Αίαντας αμύνεται πια πάνω στο ίδιο του το καράβι που το σώζει από το δαυλί του Καλήτορα, τον λόγχισε κι εκείνος έπεσε με το δαυλί στο χώμα (Ο 421). Η λόγχη που έριξε εναντίον του ο Έκτορας για να εκδικηθεί τον θάνατο του συντρόφου του δεν πέτυχε τον Αίαντα αλλά τον Λυκόφρονα από τα Κύθηρα, που ήταν ακόλουθός του (Ο 429-431). Κάποια στιγμή ο Αίαντας υποχωρεί πνιγμένος απ’ τα βέλη· / του Δία τον νικούσε ο νους, τα τόξα ομού των Τρώων (Π 102-103). Όμως επανέρχεται Και όποιον των Τρώων έβλεπε προς το γοργό καράβι / σταλμένον απ’ τον Έκτορα με το δαυλί στο χέρι / ο Αίας με το μακριό κοντάρι τον κτυπούσε·/ κι έστρωσε δώδεκα νεκρούς εκεί σιμά στα πλοία (Ο 743-746). Τρέπεται σε φυγή, όταν ο Έκτορας του κόβει στα δυο το ακόντιο, οπότε και αναγνωρίζει ποιο ήταν το θέλημα των θεών (Ιλ. Π 114-124).
Ο Έκτωρ επλησίασε και με το μέγα ξίφος
εχώρισε του Αίαντος το φράξινο κοντάρι
κάτω απ’ την λόγχην· κι έσειε το κολοβό κοντάρι
ο Αίας ανωφέλητα· κι η χάλκινή του λόγχη
με βρόντον έπεσε μακράν· ερίγωσεν ο Αίας
και με την άψεγην ψυχήν εγνώρισε τα θεία
έργα, ότι κάθε μηχανήν αφάνιζε της μάχης
και εις τους Τρώας έδιδε την νίκην ο Κρονίδης.
Και από τα βέλη εσύρθηκε· κι ευθύς εκείνοι εβάλαν
φωτιά στα πλοία και άσβεστη μέσα του απλώθ’ η φλόγα.
Και το καράβι έζωνε το πυρ·
(Π 114-124, μετ. Ι. Πολυλάς)
Όταν μπήκε ο Πάτροκλος στη μάχη με τα όπλα του Αχιλλέα και σκοτώθηκε στη μονομαχία με τον Έκτορα, ο Αίαντας στάθηκε πλάι στον νεκρό για να τον προφυλάξει με την ασπίδα του από τη μανία του Έκτορα να βεβηλώσει τον απογυμνωμένο από τα όπλα του νεκρό, να τον αποκεφαλίσει και να πετάξει το κεφάλι του στις σκύλες της Τροίας. Για μια ακόμη φορά ο Έκτορας ακόντισε τον Αίαντα με λόγχην και για μια ακόμη φορά Τον είδε αυτός κι εξέφυγε το χάλκινο κοντάρι (Ρ 305). Τελικά, οι δύο Αίαντες κράτησαν τους Τρώες, ενώ ο Μενέλαος και ο Μηριόνης και άλλοι Αχαιοί κατάφεραν να μεταφέρουν τον νεκρό Πάτροκλο άβλαβο στο στρατόπεδο. [Εικ. 9, 10, 11]
Στους ταφικούς αγώνες που οργάνωσε ο Αχιλλέας προς τιμή του Πατρόκλου ο Αίαντας αγωνίζεται στην πάλη με τον Οδυσσέα και ο Αχιλλέας δίνει και στους δυο το βραβείο, καθώς κανένας δεν είναι νικητής. Το ίδιο συμβαίνει και στην ξιφασκία με τον Διομήδη, όπου επίσης κανένας δεν νικά. Ξεκάθαρα όμως άλλοι ρίχνουν τον δίσκο πιο μακριά από εκείνον (Ιλ. Ψ 842-9).
Άλλες δράσεις και χαρακτηριστικά
Αφηγήσεις εκτός της Ιλιάδας θέλουν τον Αίαντα να φτάνει πρώτος στο Άργος με τον ετεροθαλή αδελφό του Τεύκρο και να γίνεται αρχηγός του στόλου μαζί με τον Αχιλλέα και τον Φοίνικα. Έγινε αρχηγός ως και του στρατού στη θέση του Αγαμέμνονα, όταν εκείνος σκότωσε το ελάφι της Άρτεμης. Στη Μυσία προΐσταται των επιχειρήσεων εκεί μαζί με τον Αχιλλέα, ο οποίος τραυματίζει τον Τήλεφο, ενώ ο Αίαντας σκοτώνει τον αδελφό του Τήλεφου, τον Τευθράνιο. Στα εννιά χρόνια της πολιορκίας της Τροίας παίρνει μέρος σε ληστρικές επιδρομές σε πόλεις της Ασίας. Λεηλατεί τη χερσόνησο της Θράκης, όπου βασιλιάς ήταν ο Πολυμήστορας, ένας γαμπρός του Πριάμου, στον οποίο το βασιλικό ζεύγος της Τροίας είχε εμπιστευτεί τον μικρό τους γιο Πολύδωρο, μαζί με πολλούς θησαυρούς (ο Πολυμήστορας είναι βασικό πρόσωπο στην τραγωδία Εκάβη του Ευριπίδη). Επιτίθεται στην πόλη του Φρύγα βασιλιά Τελεύταντα και παίρνει σκλάβα την κόρη του Τέκμησσα, από την οποία απέκτησε ένα γιο, τον Ευρυσάκη. Εγγονός του ή γιος του, από τη Λυσιδίκη ή τη Χειροβαφία, ήταν ο Φίλαιος ή Φίλιος. Και ακόμη, κυνήγησε και τα κοπάδια των Τρώων στην Ίδη και στον κάμπο, (η πληροφορία αυτή συνάδει με την επίθεση που έκανε στα κοπάδια των Αχαιών, πιστεύοντας ότι πρόκειται για τους δύο Ατρείδες και για άλλους αρχηγούς, στην ομώνυμη σοφόκλεια τραγωδία).
Αν και στην Ιλιάδα εμφανίζεται μετρημένος, άλλες πληροφορίες τον εμφανίζουν να παραβιάζει την πατρική εντολή να μην ξεχνά τους θεούς και ότι νικά χάρη στο ακόντιό του αλλά και χάρη στους θεούς. Λεγόταν, δηλαδή, ότι έσβησε από την ασπίδα του την εικόνα της Αθηνάς, προκαλώντας αυτονόητα την έχθρα της (και η πληροφορία αυτή συνάδει με τον ρόλο της Αθηνάς στον σοφόκλειο Αίαντα). Κανείς βέβαια δεν αμφισβητούσε την ικανότητα του Αίαντα στο δόρυ, τόσο που ο Αλκιβιάδης, θέλοντας να δείξει πόσο ο Σωκράτης ήταν χρήμασι ἄτρωτος, τον συνέκρινε με τον άτρωτο στο δόρυ Αίαντα — χρήμασί γε πολὺ μᾶλλον ἄτρωτος ἦν πανταχῇ ἢ σιδήρῳ ὁ Αἴας (Πλ., Συμπ. 219e).
Γνωστή από την αγγειογραφία είναι η σκηνή με τον Αχιλλέα καθώς παίζουν πεσσούς, ένα παιχνίδι που επινόησε ο Παλαμήδης. [Εικ. 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30]
Ο Αίαντας μαζί με τον Οδυσσέα άρπαξαν μέσα από τα χέρια των Τρώων το άψυχο σώμα του Αχιλλέα, όταν τον τόξευσε ο Πάρης με τη βοήθεια του Απόλλωνα. [Εικ. 31, 32, 33, 34, 35, 36] Μετά τον θάνατο του πρώτου πολεμιστή των Αχαιών υποδέχτηκε τον γιο του νεκρού Αχιλλέα Νεοπτόλεμο-Πύρρο και πολέμησε μαζί με τον τοξότη Φιλοκτήτη συμβάλλοντας στην κατάκτηση της Τροίας. Με το τέλος του πολέμου μια σειρά γεγονότων τον εξόργισαν και τον έριξαν σε δυσμένεια. Αρχικά ζήτησε να θανατωθεί η Ελένη για τη μοιχεία που είχε διαπράξει, κάτι που προκάλεσε την οργή των Ατρειδών· με τη μεσολάβηση του Οδυσσέα, η Ελένη δόθηκε πίσω στον Μενέλαο. Η σχέση του με τους Ατρείδες επιδεινώθηκε, όταν ζήτησε για μερίδιο στα λάφυρα το Παλλάδιο, κι εκείνοι παρότρυναν τον Οδυσσέα να μεσολαβήσει ώστε να του το αρνηθούν. Ο Αίαντας απείλησε ότι θα εκδικηθεί τους Ατρείδες, κάτι που τους ανάγκασε να περιβάλλονται από φρουρά, μέτρο που αποδείχτηκε περιττό επειδή την άλλη μέρα κιόλας βρέθηκε νεκρός από το ξίφος του.
Ωστόσο, οι τραγικοί μεταποιούν την ιστορία· βάζουν τον Αίαντα να εξοργίζεται και να χάνει τα λογικά του όχι για το παλλάδιο αλλά για τα όπλα του νεκρού Αχιλλέα που δόθηκαν τιμητικά στον Οδυσσέα. Αυτό έγινε ως εξής: Η Θέτιδα είχε παραγγείλει τα όπλα του γιου της να δοθούν στον γενναιότερο των Αχαιών ή τουλάχιστον σε αυτόν που είχε φοβίσει περισσότερο από άλλους τους Τρώες. Κριτές σε αυτό όρισαν οι Αχαιοί Τρώες αιχμαλώτους, οι οποίοι πεισματικά υπέδειξαν τον Οδυσσέα και όχι τον Αίαντα όπως θα ήταν το σωστό. Ο Αίαντας εξέλαβε τη συμπεριφορά των Αχαιών μειωτική για τον ίδιο —αν ζούσε ο Αχιλλέας κι ήταν να κρίνει / ποιος θ’ άξιζε να πάρει τ’ άρματά του / βραβείο αντρείας, άλλος από μένα / κανένας δεν θα τα ‘βαζε στο χέρι (Σοφ., Αίας 442-444)— και θέλησε να δολοφονήσει τους αρχηγούς των Αχαιών. Τότε η θεά Αθηνά του θόλωσε τον νου και, αντί να σκοτώσει τους συμπολεμιστές του, μπήκε στο κοπάδι με τα αρνιά και τα βόδια που είχαν συγκεντρώσει οι Αχαιοί και τα προόριζαν να τους θρέψουν — βρήκαμε προλίγου / τα κοπάδια μας όλα χαλασμένα / και σφαγμέν’ από χέρι ανθρώπου μ’ όλους / μαζί τους φύλακές των (Σοφ., Αίας 25-27 και passim). Όταν συνήλθε το πρωί και αναγνώρισε την πλάνη (Σοφ., Αίας 307-327), ντροπιασμένος —και κείνοι τώρα γελούν (Σοφ., Αίας 454)— και θέλοντας να δείξει στον γέροντα πατέρα του Τελαμώνα πως δεν γέννησε γιο δειλό τερμάτισε τη ζωή του — πρέπει να ντρέπεται ένας άντρας / να θέλει ακόμα τη ζωή, αν δεν βλέπει / καμιά αλλαγή μέσα στις συφορές του (Σοφ., Αίας 473-474). Ο Αίαντας έπεσε πάνω στο ξίφος του, αυτό που του είχε χαρίσει ο Έκτορας μετά τη μονομαχία τους, και αυτοκτόνησε παρά τις έντονες παρακλήσεις της Τέκμησσας για την τύχη τη δική της και του παιδιού τους, που έντονα θυμίζουν εκείνες της Ανδρομάχης προς τον Έκτορα (Σοφ., Αίας 485-524). Προηγουμένως, άφησε στον γιο του την περίφημη ασπίδα του με τις εφτά που δεν τρυπιούνται δίπλες. Σε έναν σπαρακτικό μονόλογο ο Αίαντας παρακαλά τον Δία να εύρει το νεκρό του σώμα πρώτος ο ετεροθαλής αδελφός του Τεύκρος και να το θάψει πριν το βρουν εχθροί του και το πετάξουν στα σκυλιά και στα κοράκια. Και ακόμη ζητά από τον Ερμή να τον κοιμίσει γλυκά και χωρίς σπαρτάρισμα, με ένα γοργό πήδημα επάνω στο σπαθί του να σκίσει το πλευρό του. Και από τις Ερινύες να ξολοθρέψουν τους υπαίτιους για την τύχη του Ατρείδες και να κάνουν ώστε αυτοί να παν σφαγμένοι από τους πιο ακριβούς τους — τελικά ήταν πολλοί αυτοί που θέλησαν τον χαμό των Ατρειδών, κυρίως του Αγαμέμνονα. Από τον Ήλιο να πουν τα μαντάτα στους γονείς του, από τον Θάνατο να τον φροντίσει. Πριν πέσει στο ξίφος του επάνω αποχαιρετά τον Ήλιο, την πατρίδα του, την Αθήνα, την Τρωάδα. Ο θάνατος του Αίαντα δεν επήλθε εύκολα, μια και στο μεγαλύτερο μέρος του σώματός του ήταν άτρωτος χάρη στον Ηρακλή. Ρίχτηκε με το τρωτό πλευρό του επάνω στο ξίφος και μαύρο αίμα από τις μύτες κι απ’ την πληγή πόνοιξε μονάχος έτρεχε. Ο Μενέλαος απείλησε τον Τεύκρο που είχε στο μεταξύ φτάσει να μη θάψει τον αδελφό του μήπως ανοίξεις / τον δικό σου τάφο, θάβοντάς τον· το ίδιο και ο Αγαμέμνονας που στις προτροπές του Οδυσσέα να τον θάψει απαντά: δεν πρέπει, / πεθαμένον, και στα πόδια σου ακόμα / να τον πατήσεις! Ο Οδυσσέας πείθει τον Αγαμέμνονα επικαλούμενος το εθιμικό δίκαιο και προθυμοποιείται να θάψει τον Αίαντα μαζί με τον Τεύκρο, πρόταση που εκείνος αρνείται μήπως θα ’ναι όχι ευχάριστο αυτό στον πεθαμένο, μια και ο Αίαντας συμπεριέλαβε τον Οδυσσέα στους εχθρούς του. [Εικ. 37, 38, 39, 40, 41, 42, 43, 44, 45, 46, 47, 48, 49, 50, 51, 52, 53, 54, 55, 56, 57, 58, 59]
Στο Ροίτειο της Τρωάδας έδειχναν τον τάφο του Αίαντα· λεγόταν ακόμη ότι, παρά τη συνήθεια, ο Αίαντας δεν αποτεφρώθηκε αλλά τάφηκε σε φέρετρο. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή ο Αίαντας δεν αυτοκτόνησε αλλά σκοτώθηκε και αυτός από τον Πάρη (Τζέτζ. Σχόλ. Λυκόφρ. Αλεξ. 466). Πάντως, διατήρησε τον αδιάλλακτο χαρακτήρα του και στον Κάτω Κόσμο, και αυτό φάνηκε από το γεγονός ότι δεν μίλησε στον Οδυσσέα, όταν εκείνος έφτασε μέχρι την τρύπα που οδηγούσε στα έγκατα της γης για να βρει τον Τειρεσία και να του αποκαλύψει τον δρόμο και τον τρόπο για την επιστροφή στην Ιθάκη (Οδ. λ 543-567). Τέλος, λεγόταν ότι για την αδικία στο πρόσωπό του (για τη μη απόδοση των όπλων; για την απόφαση του Αγαμέμνονα να μην ταφεί ως ήρωας;) η Αθηνά καταδίωξε τους Έλληνες με την οργή της, αν και άλλες παραλλαγές αποδίδουν τον θυμό της στη συμπεριφορά του άλλου Αίαντα. Οι Αθηναίοι τον τιμούσαν με τιμές θεϊκές στη Σαλαμίνα, εξάλλου, πολλοί επιφανείς Αθηναίοι των ιστορικών χρόνων, αλλά και άλλοι, κατάγονταν από τη γενιά του.
Σχετικά λήμματα
ΑΓΑΜΕΜΝΟΝΑΣ, ΑΙΑΚΟΣ, ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ, ΑΡΤΕΜΗ, ΕΚΤΟΡΑΣ, ΕΛΕΝΗ, ΗΡΑΚΛΗΣ, ΗΣΙΟΝΗ, ΛΑΟΜΕΔΟΝΤΑΣ, ΜΕΝΕΛΑΟΣ, ΜΗΡΙΟΝΗΣ, ΜΙΝΩΑΣ, ΜΙΝΩΤΑΥΡΟΣ, ΠΑΡΗΣ, ΠΑΤΡΟΚΛΟΣ, ΠΟΛΥΜΗΣΤΟΡΑΣ, ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ, ΠΡΙΑΜΟΣ, ΤΕΛΑΜΩΝΑΣ, ΤΕΥΚΡΟΣ