Αρχαία ελληνική μυθολογία

Μειξογενή Όντα-Θεοί και Δαίμονες

ΑΡΠΥΙΕΣ (διφυείς)





 

Ἃρπυιαι δὲ ἀλληγορικῶς μὲν, ἂνεμοι καταιγιδώδεις καὶ ἁρπακτικοί,
ἃρπυιαι = θύελλαι αἱ τῶν ἀνέμων συστροφαὶ ἢ αἱ τιμωρητικαὶ θεαὶ (Σχ. Οδ. α 239-241)

Καταγωγή, μορφή

Από τον Θαύμαντα, τον γιο του Πόντου και της Γης, και την Ωκεανίδα Ηλέκτρα γεννήθηκαν τρεις κόρες, η Ίριδα και οι δύο φτερωτές Άρπυιες, η Αελλώ ή Αελλόποδα ή Νικοθόη και η Ωκυπέτη ή Ωκυθόη ή Ωκυπόδη (Ησίοδος)· μερικές φορές ονομάζεται και μια τρίτη Άρπυια, η Κελαινώ, και μια τέταρτη, η Ποδάργη. Τα ονόματά τους φανερώνουν και τη φύση τους· η πρώτη είναι η θύελλα, η δεύτερη είναι η γοργόφτερη ή γοργοπόδαρη, η τρίτη είναι η σκοτεινή, όπως η σκοτεινιά του ουρανού πριν το ξέσπασμα μιας καταιγίδας, η τέταρτη αυτή που είναι γρήγορη στα πόδια. Είναι γυναίκες με φτερά ή πουλιά με γυναικείο κεφάλι και γαμψά νύχια. Σαν φτερωτά πνεύματα που είναι αρπάζουν ψυχές, που προσωποποιούνται σε εικόνες παιδιών, και τις μεταφέρουν μέσα στα νύχια τους —έτσι τις εικονίζουν πάνω στους τάφους. [Εικ. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8]

Άρπυιες και Φινέας

Η ιστορία τους συνδέεται με τον θράκα μάντη Φινέα. Αυτός ζούσε στη Σαλμυδησσό της Θράκης, στα παράλια των θρακικών ακτών του Εύξεινου Πόντου, και ήταν τυφλός και στα δυο του μάτια. Λεγόταν ότι ήταν γιος του Αγήνορα ή του Ποσειδώνα ή του Φοίνικα ή του Βήλου και ότι τον τύφλωσαν οι θεοί, επειδή προφήτευε στους ανθρώπους όσα ήταν να συμβούν· ή ο Βορέας και οι Αργοναύτες, επειδή τύφλωσε τα ίδια του τα παιδιά παρασυρμένος από τη μητριά τους· ή ο Ποσειδώνας, επειδή φανέρωσε στα παιδιά του Φρίξου και της Χαλκιόπης τη ρότα από τη χώρα των Κόλχων προς την Ελλάδα· ή και για άλλους λόγους. Εναντίον του έστειλαν οι θεοί και τις Άρπυιες, και κάθε φορά που ο Φινέας καθόταν στο τραπέζι για να φάει, πετούσαν από τον ουρανό και άρπαζαν τα φαγητά και τα όσα ελάχιστα του άφηναν τα μαγάριζαν, τα λέρωναν με τα περιττώματά τους, ώστε να μην μπορεί να τα πλησιάσει. [Εικ. 9, 10, 11]

Με τις μαντικές του ικανότητες ο Φινέας γνώριζε ότι θα απαλλασσόταν από τις Άρπυιες, όχι και από την τυφλότητά του, όταν θα έφταναν στη χώρα του ο Αργοναύτες. Πράγματι, οι Αργοναύτες έφτασαν εκεί, θέλοντας να μάθουν από αυτόν τον δρόμο προς τους Κόλχους, και τον βρήκαν γέρο, σε άθλια κατάσταση, υποσιτισμένο, απομονωμένο εξαιτίας της άσχημης μυρωδιάς που υπήρχε γύρω του και επάνω του από τα περιττώματα των Αρπυιών και χωρίς τη δυνατότητα να πεθάνει, μια και είχε «κερδίσει» τη μακροζωία. Ο Φινέας υποσχέθηκε στους Αργοναύτες ότι θα τους υποδείξει την πορεία τους και τρόπους να αποφύγουν κινδύνους, αν και αυτοί, με τη σειρά τους, δεσμεύονταν να τον απαλλάξουν από τις Άρπυιες. Και οι Αργοναύτες οργάνωσαν το εξής σχέδιο για να προσελκύσουν τα φτερωτά τέρατα: Παρέθεσαν στον Φινέα πλούσιο τραπέζι, και εκείνες όρμησαν ξαφνικά από πάνω με πολύ βουή και άρπαξαν την τροφή. Μόλις τις είδαν οι φτερωτοί γιοι του Βορέα και της νύμφης Ωρείθυιας, ο Ζήτης και ο Κάλαης, αδελφοί της γυναίκας του Φινέα, της Κλεοπάτρας, γύμνωσαν τα ξίφη και τις καταδίωκαν στον αέρα. Και υπήρχε χρησμός οι Άρπυιες να πεθάνουν από τους Βορεάδες και εκείνοι να πεθάνουν αν δεν τις έφταναν. Για την εξέλιξη της ιστορίας υπάρχουν δύο εκδοχές, στη μία, τη νεότερη, οι Άρπυιες πεθαίνουν (Ίβυκος, απ. 11P), στην άλλη επιβιώνουν αλλά κρύβονται. [Εικ. 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21]

Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, καθώς οι Βορεάδες τις κυνηγούσαν, η μία έπεσε στην Πελοπόννησο, στον Τίγρη ποταμό, που μετονομάστηκε από εκείνη σε Άρπυ ή Άρπυια. Η άλλη έφυγε προς την πλευρά της Προποντίδας και μετά έφτασε μέχρι τις Πλωτές νήσους, δυτικά της Πελοποννήσου ή κοντά στη Ζάκυνθο ή στο Σικελικό πέλαγος, που μετονομάστηκαν σε Στροφάδες, Νησιά της επιστροφής, γιατί, μόλις έφτασε εκεί, στράφηκε προς τα πίσω και έπεσε κοντά στην ακτή από εξάντληση μαζί με τον διώκτη της· εξάλλου, οι ίδιες ονομάζονται στροφάδες ἂελλαι στα Ορφικά (677). Παραδίδεται ακόμη ότι οι Βορεάδες έφτασαν κυνηγώντας τες μέχρι την Κεφαλληνία και στην κορυφή του όρους Αίνος, όπου λατρευόταν ο Δίας με το επίθετο Αινήιος, τον παρακάλεσαν να τους βοηθήσει για να πιάσουν τις Άρπυιες. Κι εκείνος τους βοήθησε εμψυχώνοντάς τους και ανανεώνοντας τις δυνάμεις στα πόδια τους. Άλλες παραδόσεις θέλουν την προσευχή αυτή να την κάνουν στις Πλωτές νήσους που μετονομάστηκαν σε Στροφάδες, επειδή οι Βορεάδες στράφηκαν στον Δία.

Σύμφωνα με τον Απολλώνιο Ρόδιο οι Βορεάδες τις καταδίωξαν μέχρι τις Πλωτές νήσους, τις έφτασαν αλλά δεν τις πείραξαν. Γιατί μπήκε μπροστά τους η Ίριδα, η αδελφή των Αρπυιών, ή ο Ερμής (Ησ. απ. 156), εμποδίζοντάς τους να σκοτώσουν πλάσματα που υπηρετούσαν τον Δία. Και εκείνες ορκίστηκαν να μην ενοχλήσουν ξανά τον Φινέα και κρύφτηκαν σε μια σπηλιά στην Κρήτη, στο όρος Δίκτη. Η Ίριδα επέστρεψε στον ουρανό και οι Βορεάδες στράφηκαν προς τα πίσω για να συναντήσουν ξανά τους Αργοναύτες· από την κίνησή τους αυτοί μετονομάστηκαν τα νησιά από Πλωτές σε Στροφάδες. Άλλοι μεταφέρουν την ιστορία της διάσωσης των Αρπυιών στο σικελικό πέλαγος και παραδίδουν ότι ήταν ο ίδιος ο πατέρας τους που σταμάτησε τους Βορεάδες, ο Τυφώνας (Βαλ. Φλ. 4.428 κ.ε., 507 κ.ε.)

Άρπυιες και Πανδάρεος

Οι Άρπυιες παίζουν κάποιο ρόλο και στον μύθο του Πανδάρεου. Όταν η Ρέα γέννησε τον Δία, από φόβο για την τύχη του, μήπως δηλαδή το καταβροχθίσει ο πατέρας του Κρόνος όπως έκανε με τα άλλα τους παιδιά, άφησε τον νεογέννητο Δία σε μια σπηλιά στην Κρήτη με μια κατσίκα δίπλα του να τον θρέφει με το γάλα της και με ένα χρυσό σκυλί να τους φυλάει. Μετά τη νίκη του Δία επί του Κρόνου, η κατσίκα, Αμάλθεια παραδίδεται το όνομά της, έγινε αστερισμός και ο σκύλος ορίστηκε να φυλά το ιερό του Δία στην Κρήτη. Αυτόν τον σκύλο τον έκλεψε ο Πανδάρεος, γιος του Μέροπα, και τον πήγε στο όρος Σίπυλο της Λυδίας. Εκεί ζήτησε από τον Τάνταλο να τον προσέχει. Όταν κάποια στιγμή επέστρεψε και ζήτησε τον σκύλο, ο Τάνταλος αρνήθηκε ότι του τον είχε δώσει. Και ο Δίας μεταμόρφωσε τον Πανδάρεο σε βράχο για την κλοπή και τον Τάνταλο τον βύθισε στη γη και έβαλε από πάνω του το βουνό Σίπυλος τιμωρώντας τον για την ψευδορκία του. Άλλη εκδοχή θέλει τον Ερμή να διεκδικεί το σκυλί για λογαριασμό του Δία και ο Τάνταλος να ψευδορκεί στον ίδιο τον θεό. Όμως ο Ερμής βρήκε το σκυλί και κατάχωσε τον Τάνταλο. Φοβισμένος από την τιμωρία του Τάνταλου ο Πανδάρεος έφυγε με τη γυναίκα του και τις κόρες του πρώτα στην Αθήνα και ύστερα στη Σικελία. Τον σκότωσε ο Δίας, όπως και τη γυναίκα του, ενώ οι απροστάτευτες κόρες τους προκάλεσαν τον οίκτο των θεών, κυρίως των θεαινών που τις ανέλαβαν και τις φρόντισαν. Η Αφροδίτη τις έφερνε φαγητό, η Ήρα τις προίκισε με ομορφιά και φρόνηση, η Άρτεμη με κομψότητα, η Αθηνά τις έκανε ικανές κεντήστρες. Όταν η Αφροδίτη ανέβηκε στον ουρανό για να ζητήσει από τον Δία κατάλληλους συζύγους για τις κόρες, οι Άρπυιες βρήκαν την ευκαιρία να τις αρπάξουν και να τις κάνουν δούλες των Ερινύων στον Κάτω Κόσμο. Η Πηνελόπη, κάποια στιγμή μέσα στην απελπισία της για την κατάσταση που επικρατούσε στο παλάτι του Οδυσσέα με την παρουσία των μνηστήρων, παρακάλεσε να έχει θάνατο σαν των Πανδαρίδων, να την αρπάξουν δηλαδή οι Άρπυιες και να την κάνουν δούλα των Ερινύων (Οδ. υ 60).

Ποδάργη και Ζέφυρος

Μυθολογείται και ο γάμος της Άρπυιας Ποδάργης με τον θεό άνεμο Ζέφυρο, από τον οποίο γέννησε τα θεϊκά άλογα Ξάνθο και Βαλίο, γρήγορα όπως ο άνεμος, (Όμηρος) και Φλογέο και Άρπαγο (Στησίχορος)· τα πρώτα ήταν τα άλογα του Αχιλλέα, τα δεύτερα των Διοσκούρων.


Σχετικά λήμματα

ΑΜΑΛΘΕΙΑ/ΑΙΓΑ, ΑΡΤΕΜΗδεσμός, ΑΦΡΟΔΙΤΗ, ΒΟΡΕΑΔΕΣ, ΒΟΡΕΑΣ, ΕΡΜΗΣ, ΖΕΦΥΡΟΣ, ΗΡΑ, ΙΡΙΣ, ΠΑΝΔΑΡΕΟΣδεσμός, ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣδεσμός, ΦΙΝΕΑΣδεσμός