Ἔρως δ’ ἐτίναξέ μοι φρένας ὡς ἄνεμος κατ’ ὄρος δρύσιν ἐμπέτων
— Ο Έρωτας μού συντάραξε το νου, καθώς αγέρας
όταν μες στα βουνά μ’ ορμή πάνω στα δέντρα πέσει
(Σαπφώ, απ. 47, μετ. Ηλ. Βουτιερίδης)
Η κοσμογονική καταγωγή του έρωτα
Σύμφωνα με τον Ησίοδο ο Έρωτας ανήκει, μαζί με το Έρεβος και τη Νύχτα, στις τρεις πρωταρχικές και αγέννητες οντότητες, αρχέγονη δύναμη που προϋπάρχει των θεών και των ανθρώπων, ενοποιητική δύναμη που εξασφάλιζε τη δυνατότητα αναπαραγωγής ακόμη και των ίδιων των θεών. Γι’ αυτό σε απεικονίσεις των κλασικών χρόνων, ο Έρωτας, μαζί με τον Ίμερο (την προσωποποιημένη επιθυμία), παρευρίσκεται στη γέννηση από τον αφρό της θάλασσας της θεάς που θεωρήθηκε μητέρα του, της αναδυομένης Αφροδίτης, μετά τη γονιμοποίηση της θάλασσας από το ανδρικό μόριο του Ουρανού που έκοψε ο Κρόνος και έπεσε σε αυτή. [Εικ. 1, 2]
Σύμφωνα με την ορφική διδασκαλία, ο Έρωτας προήλθε από το «κοσμικό αυγό» που άφησε η Νύχτα στους κόλπους του Ερέβους και στους Όρνιθες του Αριστοφάνη ο Έρωτας «άνθισε» από ένα αβγό, καρπό της ένωσης της Νύχτας και του Σκότους. Στα Ελευσίνια Μυστήρια, ο Έρως λατρευόταν ως Πρωτογένης, αυτός δηλαδή που γεννήθηκε πρώτος (Πλούτ., π. έρωτος 752.A.10).
Η γενεαλογία αυτή καθιστά τον Έρωτα απρόσωπη κοσμογονική δύναμη που ελάχιστη σχέση έχει με το ανθρώπινο ερωτικό πάθος (την κύρια έμπνευση της αρχαϊκής λυρικής ποίησης, κατ’ εξοχήν ερωτικής, και από τις βασικές συνιστώσες της τραγωδίας). Στα ομηρικά έπη, επίσης, δεν γίνεται καμία αναφορά στον προσωποποιημένο θεό Έρωτα παρά μόνο στον έρωτα με την έννοια της επιθυμίας και της ηδονής. (Ιλ., Ξ 346-351)
Υποταγμένος σε γονείς
Αν και ο Ησίοδος κατατάσσει τον Έρωτα στις αρχέγονες και αγέννητες δυνάμεις, ο ίδιος ποιητής, στο ίδιο ποίημα, μερικούς στίχους πιο κάτω, αναφέρεται στον προσωποποιημένο Έρωτα, τον θεό που είναι «ο ωραιότερος ανάμεσα στους αθάνατους θεούς, που λύνει τα μέλη όλων των θεών και των ανθρώπων και δαμάζει στα στήθια την καρδιά και τον νου» (Ησίοδ., Θεογ. 116 κ.εξ.). Στα τέλη του 7ου αι. π.Χ., η λυρική ποίηση, κυρίως η Σαπφώ, δημιουργεί τον μύθο της γέννησης του Έρωτα από την Αφροδίτη, με δίδυμο αδελφό του τον Ίμερο, τη γλυκιά επιθυμία. Σε αυτή την εκδοχή, πατέρας του είναι ο Ουρανός, ενώ σύμφωνα με τον Σιμωνίδη τον Κείο είναι καρπός του παράνομου έρωτα της θεάς για τον Άρη· ο Αλκαίος αναφέρει για γονείς του την Ίριδα και τον Ζέφυρο, σε άλλες πηγές πατέρας του θεωρείται ο Ήφαιστος, ενώ ο Λύκιος ποιητής Ωλήν, γνωστός από τον Ηρόδοτο και τον Παυσανία, στον ύμνο που έγραψε για τη θεά του τοκετού Ειλείθυια την αναφέρει ως μητέρα του (Παυσ. 9.27.2) Κάποτε αναφέρεται απλώς ως υπηρέτης και συνοδός της Αφροδίτης. Όποιοι και να είναι οι γονείς του ο Έρωτας γίνεται ένα γλυκύπικρον, ἀμάχανον ὄρπετον (=γλυκύπικρο, ακαταμάχητο πλάσμα) (Σαπφώ, απ. 1.30.2).
Οι φιλοσοφικοί γονείς και ο φιλοσοφημένος Έρωτας
Στο Συμπόσιο του Πλάτωνα, ένας διάλογος για τον έρωτα, ο Σωκράτης, προκειμένου να διατυπώσει τις δικές του απόψεις περί έρωτος, δημιουργεί ένα νέο γενεαλογικό δέντρο για τον προσωποποιημένο θεό και του δίνει γονείς που εξηγούν τη φύση του, κατάλληλους για τη φιλοσοφική σκέψη του Σωκράτη. Η αφήγησή του έχει περίπου ως εξής:
Στο συμπόσιο που διοργάνωσαν οι θεοί για να γιορτάσουν τη γέννηση της Αφροδίτης, κατέφτασε ζητιάνα η Πενία που στάθηκε στην πόρτα. Στους συνδαιτυμόνες ήταν και ο Πόρος, ο γιος της Μήτιδας, που μεθυσμένος από το νέκταρ έπεσε να κοιμηθεί στον κήπο του Δία. Η Πενία, θέλοντας να γλιτώσει από τη μιζέρια της, πήγε και ξάπλωσε πλάι στον Πόρο. Από τη δολερή αυτή ένωση, άβουλη από την πλευρά του Πόρου, γεννήθηκε ένα παιδί, ο Έρωτας, που έγινε ακόλουθος και υπηρέτης της Αφροδίτης, ακριβώς επειδή γεννήθηκε στη δεξίωση που παρατέθηκε για τη γέννηση της θεάς, αλλά και γιατί από τη φύση του είναι εραστής της ομορφιάς και η Αφροδίτη είναι όμορφη. Από τη μάνα του Πενία κληρονόμησε τη φτώχεια, επομένως, αντίθετα από όσα οι πολλοί νομίζουν, ο Έρωτας πολύ απέχει από το να είναι μαλακός και καλός· αντίθετα είναι σκληρός, τραχύς, ξυπόλητος, άστεγος, κοιμάται στο χώμα, χωρίς σκεπάσματα, και ξενυχτά στις πόρτες, στον δρόμο και στο ύπαιθρο, παντοτινός συγκάτοικος της ανέχειας. Από τον πατέρα του κληρονόμησε τη διάθεση πάντα κάτι να σκαρώσει, να επινοεί και να σχεδιάζει πράγματα που θα έφερναν σε δύσκολη θέσης τους καλούς κἀγαθούς. Είναι ανδρείος, θρασύς και ορμητικός, ασυναγώνιστος κυνηγός, απατεώνας, μάγος, σοφιστής ολκής· από την άλλη λαχταρά τη φρόνηση και καταγίνεται σ' όλη του τη ζωή με τη φιλοσοφία. Από τη φύση του δεν είναι ούτε αθάνατος, αλλά ούτε και θνητός —μέσα στην ίδια μέρα, κάποιες ώρες, είναι ζωντανός και ακμαίος, όταν δεν τον δέρνει η φτώχεια, και κάποιες άλλες πεθαίνει αλλά ξαναζωντανεύει λόγω της πατρικής του καταγωγής. Το εισόδημά του το εξασφαλίζει σε μικρές ποσότητες· έτσι ούτε αποταμιεύει, αλλά ούτε και δυστυχεί. Αντίστοιχα, δεν είναι σοφός αλλά δεν είναι και αμαθής.
Είναι δαίμονας ο Έρωτας, αιωνίως ανικανοποίητος, κυνηγός του ωραίου· όμως από τη στιγμή που, σύμφωνα με την πλατωνική φιλοσοφία, η δημιουργία μέσα στην ωραιότητα ρέπει προς τη σοφία, είναι τελικά φιλόσοφος και ο ίδιος. Στόχος του είναι η αθανασία, η σωματική μέσω της αναπαραγωγής, η πνευματική μέσω των έργων της ψυχής, και η επίτευξη του ιδεατά ωραίου στο οποίο φτάνει μέσα από την κλιμάκωση της ερωτικής ανάβασης –κοπιαστική και πολύπαθη πορεία με οδηγό τον έρωτα. (βλ. ονοματοθεσία)
Η εμφάνιση και διάδοση της εικονογραφίας του Έρωτα συνδέεται με την επίδραση της λυρικής ποίησης στα αρχαϊκά χρόνια, που τον κατέστησε γιο ή υπηρέτη ή συνοδό της Αφροδίτης, όμως ο μεγαλύτερος αριθμός παραστάσεων ξεκινά από τα τέλη του 5ου αι. π.Χ.
Αρχικά, παριστάνεται ως ένας νεαρός, αθλητικός έφηβος, όπως φαντασιώνονταν οι ενήλικοι άνδρες τον ιδανικό ερωμένο, φτερωτός, συνήθως εξοπλισμένος με βέλη και τόξο, όπως ο Απόλλωνας. Προς τα τέλη του 4ου αι. π.Χ., παριστάνεται πιο εξανθρωπισμένος, σαν παιδάκι, μέχρι που φτάνουμε στους ερωτιδείς των ρωμαϊκών χρόνων. [Εικ. 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 37, 38, 39, 40, 41, 42, 43, 44, 45, 46, 47, 48, 49, 50, 51, 52, 53, 54, 55, 56, 57, 58, 59, 60, 61, 62, 63, 64, 65, 66]
Ο Έρωτας είναι από τους πιο πολυεπίθετους θεούς της αρχαιότητας, κάτι που φανερώνει πόσο δύσκολο είναι να οριστεί η ουσία του, καθώς οι όψεις και παραστάσεις μιας αρχικά απρόσωπης ενοποιητικής, ελκτικής και γονιμοποιού δύναμης που, στη συνέχεια, μετατρέπεται σε ανθρωπόμορφη θεότητα είναι τόσο πολυάριθμες.
• Ἀβέβαιος, ἁβρός (τρυφερός), ἁβροπέδιλος, ἀγέρωχος, ἀγαλλόμενος, ἄγριος, ἄγρυπνος, ἀδόνητος, ἀήττητος, ἀθαμβής, ἀθάνατος, ἀλάστωρ, ἀλγεσίδωρος (που φέρνει πόνο), ἀληθινός, ἀνήμερος, ἀνίκητος, ἀνώνυμος, ἄρχων, ἄτεγκτος, ἄτρεπτος, ἄφθονος, ἄφρων, ἀφύλακτος,
• βαρύζηλος, βασιλεύς, βίαιος,
• γαμήλιος, γελῶν, γλυκύς, γλυκύπικρος, γνήσιος, γυμνός,
• δαίμων, δεινός, δέσμιος, δεσπότης, διφυής (αυτός που έχει δύο φύσεις, μειξογενής), δολοπλόκος, δοξαστός, δραπετίδης, δριμύς,
• ἔμφυτος, ἐπίβουλος, ἑταῖρος, εὐμενής, εὔχαρις, ἐφίμερος,
• ἡγήτωρ ψυχῶν, ἡδύς, ἥλιος, ἡνίοχος,
• θερμός, θῆλυς, θηρευτής, θρασύς,
• ἰατρός, ἱερός, ἱμερόεις,
• κάλλιστος θεῶν (ο ομορφότερος), κευθόμενος, κοινός, κοῦρος, κλῃδοῦχος, κύριος,
• λάβρος, ληστής λογισμοῦ, λυσιμελής (αυτός που παραλύει τα μέλη),
• μέγας, μείλιχος, μειδιόων, μυσταγωγός,
• νήπιος, νοητός, νόθος,
• ὀνομαστός, ὀξύ δεδορκώς, ὅσιος, οὐράνιος,
• παῖς, παιώνιος, παμφάγος, πανδαμάτωρ, πάνδημος, πικρός, πλαστός, πλανώμενος, ποικιλόπτερος, πτερόεις, πυρίδρομος (αυτός που στο διάβα του βάζει φωτιά) πυρφόρος,
• σκότιος, συνεργός, σχέτλιος (σκληρός, ανελέητος), σώφρων, σωτήρ,
• τακερός (που σε κάνει να λιώνεις), τοξαλκής, τοξότης, τραχύς, τριπανούργος, τύραννος,
• ὑπερπόντιος,
• φρενοκλόπος, φρενολῃστής, φίλος,
• χρυσοκόμας, χρυσοφαής,
• ψυχῆς ἀκόνη, ψυχῆς μάγειρος,
• ὠκύς
Ο νεότερος από όλους τους θεούς λατρευόταν σε πολλά μέρη της Ελλάδας, και στον Ελλήσποντο. Ωστόσο, κέντρο της λατρείας του ήταν οι Θεσπιές της Βοιωτίας, όπου κάθε τέσσερα χρόνια γιορτάζονταν τα Ερωτίδεια με μουσικούς, γυμνικούς και ιππικούς αγώνες προς τιμή του (Αθήν. 561e). Εδώ υπήρχε και το παλαιότερο άγαλμά του από αλάξευτη πέτρα, ενώ τον 4ο αι. π.Χ. ο Λύσιππος κατασκεύασε χάλκινο άγαλμα του Έρωτα. Αυτό το πήραν οι Ρωμαίοι, το επέστρεψαν αργότερα στις Θεσπιές αλλά το έκλεψε και πάλι ο Νέρωνας. Το τοποθέτησε στη Ρώμη αλλά καταστράφηκε από τη φωτιά. Στη θέση του κλεμμένου αγάλματος οι Θεσπιείς τοποθέτησαν άγαλμα του θεού που φιλοτέχνησε ο γλύπτης Μηνόδωρος, αντίγραφο του αγάλματος του Πραξιτέλη, το οποίο ο ίδιος ο καλλιτέχνης το θεωρούσε ως ένα από τα ωραιότερα καλλιτεχνήματά του (Παυσ. 9.27.1-4 και 1.20.1-2). [Εικ. 67] Και οι Αθηναίοι του αφιέρωσαν βωμό μπροστά στην είσοδο της Ακαδήμειας με επιγραφή που υπενθύμιζε ότι ο Χάρμος ήταν ο πρώτος Αθηναίος που θυσίασε στον Έρωτα (Παυσ. 1.30.1).
Στιγμιότυπα από τη ζωή και την ουσία του στην τέχνη
1. Ο Έρωτας παριστάνεται ως γαλακτοτροφούμενο μωρό στην αγκαλιά στη βρεφοκρατούσας μάνας του, πρότυπο για αντίστοιχες παραστάσεις της Ίσιδας αργότερα, και όπως η βρεφοκρατούσα Παναγία: «Και γρήγορα ο Έρως πετάχτηκε στη λαμπερή αγκαλιά της μάνας του και όρμησε πάνω στα στητά της στήθη... και λαίμαργα ήπιε όλο το γάλα» (Νόννος, Διον. 41. 137 κ.εξ.). Αλλού, η Αφροδίτη τον αγκαλιάζει, τον φιλά, τον κρατά τρυφερά από το χέρι, παίζει μαζί του· ή τον εκπαιδεύει στην τοξοβολία. [Εικ. 68, 69, 70, 71, 72, 73, 74]
2. Ως συνοδός και υπηρέτης της Αφροδίτης, ο Έρωτας εικονίζεται να βοηθά τη μητέρα του ή άλλες γυναίκες. Τις βοηθάει στο λουτρό μεταφέροντας γι’ αυτές ρούχα και πετσέτες, καθώς και σύνεργα καλλωπισμού (κάτοπτρο, μυροδοχείο…)· τις βοηθά στο χτένισμα ή στο να λύσουν ή να δέσουν τα λουριά των σανδαλιών τους. Άλλοτε, μαζί με τον Ίμερο και τον Πόθο, σέρνει το άρμα της Αφροδίτης. Πώς μπορεί να υπάρχει ο Έρωτας χωρίς την Αφροδίτη, αφού οι θεοί ορίσανε αυτήν να υπηρετεί και να φροντίζει και από αυτήν να παίρνει τιμή και δύναμη τόση, όση εκείνη του επιτρέπει; (Πλούτ., π. έρωτ. 752Α) [Εικ. 75, 76, 77, 78, 79, 80, 81, 82, 83, 84, 85, 86, 87, 88]
3. Ζωηρό, άτακτο, ανυπάκουο και σκανταλιάρικο παιδί, τιμωρείται με τρόπους κλασικούς από τη μητέρα του, που απειλεί ότι θα του πάρει τα αγαπημένα του παιχνίδια, το τόξο και τα βέλη, ή τον κυνηγά και τον δέρνει με το σανδάλι της ή του δένει στο πόδι τη σιδερένια μπάλα του κρατούμενου. Αναπόφευκτα ο Έρωτας εικονίζεται να κλαίει και να σκουπίζει τα δάκρυά του, ή, κουρασμένος, ξαποσταίνει στο δικέλλι της καταναγκαστικής εργασίας του. Άσ’ τα είναι άτακτος […] πολλές φορές τον απείλησα ότι, αν δεν σταματήσει να κάνει αυτά τα πράγματα, θα του σπάσω το τόξο και τη φαρέτρα, ότι θα του πάρω τα φτερά, μέχρι και που του τις έβρεξα στα πισινάκια με το σανδάλι. (Λουκ., Θεών Διάλογοι, 19.1.13-17 [Αφροδίτη – Σελήνη]) [Εικ. 89, 90, 91, 92, 93, 94, 95, 96, 97, 98, 99, 100, 101, 102, 103, 104, 105, 106]
4. Ως ελκτική δύναμη που προκαλεί την ένωση των στοιχείων, ως πλαστουργός αρχή και πρώτη αιτία, ως εξουσιαστής της φύσης γενικά, παριστάνεται ανάμεσα σε πλοχμούς και συστάδες φυτών, με κλαδιά στα χέρια, καρπούς και σύμβολα γονιμότητας όπως το κέρας της αμαλθείας, να ποτίζει φυτά· ή οδηγεί ζώα, πραγματικά και φανταστικά δαμάζοντας την πανίδα. [Εικ. 107, 108, 109, 110, 111, 112, 113, 114, 115, 116, 117, 118, 119, 120, 121, 122, 123, 124, 125, 126, 127]
5. Ως εκφραστής της ερωτικής επιθυμίας και του πάθους παριστάνεται ως εκπαιδευόμενος τοξότης ή επιδέξιος και έμπειρος τοξότης, να τοξεύει με τα βέλη της φαρέτρας του αδιακρίτως θεούς και ανθρώπους, οδηγώντας με αυτόν τον τρόπο στην ευτυχία ή στην αλλοφροσύνη και την καταστροφή. Πραξιτέλης και Λύσιππος τον παρέστησαν με αυτόν τον τρόπο, και τα γλυπτά τους, γνωστά από τα πολυάριθμα ρωμαϊκά αντίγραφα, ενέπνευσαν άλλους καλλιτέχνες μεταγενέστερα. [Εικ. 128, 129, 130, 131, 132, 133, 134, 135, 136, 137]
7. Παριστάνεται ως συμποσιαστής και υποκριτής-ηθοποιός που κρατά στα χέρια του προσωπείο, υποδηλώνοντας τα πολλά πρόσωπα του έρωτα αλλά και την ερωτική μανία, παρόμοια με τη θεϊκή μανία του Βάκχου. [Εικ. 138, 139, 140, 141, 142, 143]
8. Κατ’ εξοχήν τόπος λατρείας του θεού ήταν τα Γυμνάσια, όπου υπήρχαν βωμοί και αγάλματά του. Σε αυτά παριστάνεται ο ίδιος ως αθλητής, στην παλαίστρα, το στάδιο, τον ιππόδρομο, ή προτρέπει τους νέους προς τον αθλητισμό ή συνοδεύει μουσικά τις αθλητικές δραστηριότητές τους. [Εικ. 144, 145, 146]
9. Σε αρκετές παραστάσεις της αττικής και της κατωιταλιωτικής αγγειογραφίας σπένδει κρατώντας φιάλη και οινοχόη, ή τοποθετεί αρωματικές ουσίες σε θυμιατήρια. [Εικ. 147, 148, 149, 150, 151, 152, 153, 154]
10. O μυθοπλόκος Έρως που παρασύρει με τα λόγια σε ερωτικές συνευρέσεις και, μακάρι, τελικά στον γάμο παριστάνεται σε αγγεία κρατώντας ταινία και υποδηλώνοντας τον επικείμενο γάμο. Η παρουσία του γίνεται εντονότερη στην αγγειογραφία του 5ου και 4ου αι. π.Χ. όταν αναπτύσσεται μια περισσότερο ρομαντική όψη του γάμου με στοιχεία όπως το άγγιγμα ή το βλέμμα που υποδηλώνουν ένα βαθύ συναισθηματικό δεσμό ανάμεσα στον γαμπρό και τη νύφη. Φυσικά, στην παρουσία του Έρωτα υποφώσκει η περισσότερο σαρκική πλευρά του με την επικείμενη μεταμόρφωση της κόρης σε γυναίκα και μητέρα. [Εικ. 155, 156, 157, 158, 159, 160, 161, 162, 163, 164, 165, 166]
11. Ως αλληγορική παράσταση του αιώνιου ύπνου, εικονίζεται κοιμισμένος σε τάφους (κυρίως μικρών παιδιών) και επιτάφια έργα (στήλες, βωμοί, οστεοθήκες, σαρκοφάγοι), και ως ανάθημα και διακοσμητικό στοιχείο σε οικίες και κρήνες. [Εικ. 167, 168, 169, 170, 171]
12. Στα ταφικά μνημεία παριστάνεται να κρατά ή να στηρίζεται σε ανεστραμμένη δάδα, συχνά με τα μάτια κλειστά, δαίμονας φτερωτός που εκπροσωπεί το πνεύμα του νεκρού ή τον προστατεύει στον Κάτω Κόσμο. Η σβησμένη φλόγα και το κουρασμένο, άτονο ή κοιμισμένο σώμα, μετατρέπει τους ερωτιδείς αυτούς σε εξάγγελους του θανάτου (Ι. Τουράτσογλου). Ίσως η τελευταία αυτή ιδιότητά τους, μαζί με την πρωταρχική του δημιουργού της ζωής, πιστοποιούν αποκαλυπτικά την αιώνια φύση του Έρωτα, αφού ο ακαταμάχητος αυτός δαίμονας εκπροσωπεί ταυτόχρονα τόσο την αρχή όσο και το τέλος του κόσμου [1]. [Εικ. 172, 173, 174]
Στον ορφικό ύμνο συνοψίζονται οι ιδιότητές του:
Θυμίαμα αρώματα
Ανακαλιέμαι τον γλυκό, τον μεγάλο, τον εράσμιο,
τον αγνό, τον φωτοφόρο, τον δυνατό τοξότη,
τον ασυγκράτητο σε ορμή, τον φωτόλουστο Έρωτα,
με τις δυο φύσεις, που παίζει με θεούς και με ανθρώπους
θνητούς· τον επιτήδειο που τα κλειδιά των πάντων
κρατάει, της γης, της θάλασσας, του ουράνιου αιθέρα,
κι όσες πνοές, που στους θνητούς γεννούν τα πάντα τρέφει
η θεά η χλωροκαρπούσα, κι όσα ο θαλασσοβρόντης
ο πόντος κι όσα ο τάρταρος ο ευρύστερνος, γιατί όλων
αυτών συ το πηδάλιο κρατάς. Όμως, μακάριες,
έλα μαζί με τους μύστες, μ’ ευμένεια και διώξε
μακριά τους τις παράδοξες και φαύλες διαθέσεις.
(μετ. Π.Δ. Ασιλάνη-Νικολαΐδη)
Πέρα από τις παραπάνω κατηγορίες ο Έρωτας εικονίζεται σε πληθώρα παραστάσεων και σκηνών είτε των θεών είτε των ηρώων. [Εικ. 175, 176, 177, 178, 179, 180, 181, 182, 183, 184, 185, 186, 187, 188, 189, 190, 191, 192, 193, 194, 195, 196, 197, 198, 199, 200, 201, 202, 203, 204, 205, 206]
Ψυχή και Έρως: Μια ιστορία έρωτα και ταλαιπωρίας από μια κακιασμένη πεθερά, την Αφροδίτη
Η ιστορία του Έρωτα και της Ψυχής, με την Αφροδίτη σε ρόλο «κακιάς» πεθεράς, παραδίδεται από τον Ρωμαίο μυθιστοριογράφο Απουλήιο (2ος αι. μ.Χ.). Είναι όμως δεδομένο ότι ο συγγραφέας χρησιμοποίησε και ελληνικές πηγές στη σύνθεση του μυθιστορήματός του, φιλολογικές και εικαστικές, καθώς ήδη από τον 4ο αι. π.Χ. εμφανίζονται νεαρά κορίτσια με φτερά που προσεγγίζουν επίσης φτερωτά αγόρια. Εξάλλου, στον Φαίδρο του Πλάτωνα η ψυχή φτάνει με τη βοήθεια του έρωτα στη θέαση των ιδεών· ο μύθος του Έρωτα και της Ψυχής είναι η αλληγορική έκφραση της αγωνίας του ανθρώπου για την αλήθεια των όντων. Την ιστορία στο μυθιστόρημα του Απουλήιου την αφηγείται μια γριά σε μια νέα κοπέλα για να τη διασκεδάσει:
Η Ψυχή ήταν η μικρότερη από τις τρεις όμορφες κόρες του βασιλιά της Σικελίας. Ήταν τόσο όμορφη που μόνο με τη θεά Αφροδίτη μπορούσε να συγκριθεί, μάλιστα θεωρήθηκε ότι ήταν η ίδια η θεά που είχε κατεβεί στη γη και ζούσε ανάμεσα στους ανθρώπους. Αυτήν πια προσκυνούσαν οι πιστοί, ενώ οι ιεροπραξίες προς τιμή της θεάς σταμάτησαν και τα ιερά της σε Κνίδο, Κύθηρα, Κύπρο ερήμωσαν.
Οργισμένη με την Ψυχή η θεά, ζήτησε από τον όμορφο νεαρό γιο της Έρωτα να κάνει την Ψυχή να ερωτευθεί τον πιο αξιοκαταφρόνητο και ασήμαντο άνδρα του κόσμου. Και ενώ οι αδελφές της έκαναν πλούσιους γάμους στα ξένα, όμως με γέρους και ανήμπορους βασιλιάδες, εκείνη έμενε μόνη μέσα στο παλάτι, καθώς κανένας νέος δεν αποφάσιζε να ζητήσει για γυναίκα του αυτή την πιο όμορφη γυναίκα του κόσμου, μια θεά.
Απογοητευμένος ο πατέρας της, συμβουλεύτηκε το μαντείο του Απόλλωνα στη Μίλητο για την τύχη της κόρης του, που όρισε να νυφοστολίσει την Ψυχή και να την οδηγήσει σε ψηλό, έρημο και μακρινό βουνό, σαν να πρόκειται να παντρευτεί στον Κάτω Κόσμο. Εκεί έπρεπε να περιμένει την άφιξη του γαμπρού, ένα πελώριο φτερωτό φίδι που από το στόμα του ξερνούσε φωτιές και γέμιζε με τρόμο ακόμα και τους θεούς, τον ίδιο τον Δία. Τρομαγμένος ο βασιλιάς, υπάκουσε και με μοιρολόγια συνόδευσαν το κορίτσι στον μοιραίο τόπο. Όμως εκεί, ο Ζέφυρος, ο δυτικός άνεμος, σήκωσε μαλακά την Ψυχή και τη μετέφερε σε μια όμορφη κοιλάδα, σε ένα μαγεμένο περιβόλι. Περπατώντας εκεί, και ανιχνεύοντας τον τόπο, το κορίτσι βρέθηκε μπροστά σε ένα ολόχρυσο και αφύλαχτο παλάτι χτισμένο από τους θεούς με χαραγμένα στους τοίχους όλα τα είδη των άγριων ζώων. Τα πατώματα ήταν καλυμμένα με ψηφιδωτά και οι τοίχοι ήταν από ατόφιο χρυσάφι, με αποτέλεσμα, ακόμα και όταν δεν έλαμπε ο ήλιος, το παλάτι να λούζεται από χρυσό φως.
Αόρατοι υπηρέτες μπήκαν στην υπηρεσία της Ψυχής. Τη βοήθησαν να λουστεί, να γευματίσει, της τραγούδησαν, όμως εκείνη δεν μπορούσε να τους δει· το ίδιο και τον σύζυγό της που μέσα στη νύχτα έσμιξε μαζί της τόσο τρυφερά που εξαφάνισε κάθε ίχνος φόβου από την ψυχή της Ψυχής. Προτού ξημερώσει, χάθηκε από μπροστά της, αλλά επέστρεφε κάθε νύχτα. Και η Ψυχή μαγευόταν όλο και περισσότερο.
Στο μεταξύ, οι γονείς της μαράζωναν, όσο κι αν οι αδελφές της προσπαθούσαν να τους παρηγορήσουν. Όμως και η Ψυχή θλιβόταν για τη μοναξιά της –αόρατοι ήταν οι υπηρέτες που της πρόσφεραν τα πάντα, αόρατος και ο αγαπημένος της. Έτσι, ζήτησε από τον άνδρα της, τον παρακάλεσε, να επιτρέψει να την επισκεφτούν οι αδελφές της. Με τα πολλά, εκείνος δέχτηκε με τον εξής όρο: να δώσει στις αδελφές της ό,τι ήθελε από τα πλούτη του παλατιού, όμως να μην πλανηθεί από τα λόγια τους και θελήσει να τον δει στο φως· αλλιώς, θα τον έχανε, το παιδί που θα γεννούσε θα ήταν θνητό και η ίδια θα δυστυχούσε για πάντα.
Και όταν μια μέρα οι αδελφές της ανέβηκαν στο βουνό του μαρτυρίου της αδελφής τους θρηνώντας για εκείνη, αποκρίθηκε η ίδια η Ψυχή που τις καλούσε κοντά της. Ήταν και αυτή τη φορά ο Ζέφυρος που τις ταξίδεψε μέχρι το παλάτι, όπου μέσα σε γέλια και δάκρυα έγινε η συνάντηση των αδελφών. Όμως από επίσκεψη σε επίσκεψη εκείνες άρχισαν να νιώθουν φθόνο για την τύχη της αδελφής του και να σκέφτονται πώς θα της κάνουν κακό· στο μεταξύ, άφηναν και τους γονείς τους να πιστεύουν ότι η μικρότερη αδελφή τους ήταν πεθαμένη. Η επιμονή τους να μάθουν ποιος ήταν ο σύζυγος της αδελφής τους την έκανε να πει ψέματα, πως ο άνδρας της ήταν ένας νέος, όμορφος και δυνατός άντρας που περνούσε την ημέρα του στα βουνά κυνηγώντας. Ψέμα στο ψέμα, η Ψυχή μπερδεύτηκε, είπε κάποια φορά ότι ο άνδρας της ήταν πλούσιος έμπορος, μεγάλος στην ηλικία, οι αδελφές της έπιασαν αμέσως την αντίφαση στις δυο ιστορίες –τη μια φορά νέος και κυνηγός, στην άλλη αφήγηση, μεγάλος και έμπορος–, μέχρι που η Ψυχή αναγκάστηκε να πει την αλήθεια, ότι δεν είχε δει ποτέ τον σύζυγό της. Και τότε, την παγίδεψαν θυμίζοντάς της τον χρησμό του Απόλλωνα: ο άνδρας της ήταν στην πραγματικότητα ο φτερωτός δράκος που τη φρόντιζε μόνο και μόνο για να τη φάει, μόλις το παιδί θα μεγάλωνε στα σπλάχνα της. Και τη συμβούλεψαν μέσα στη νύχτα να ανάψει ένα λυχνάρι και να κόψει το κεφάλι του τέρατος.
Η Ψυχή πίστεψε ότι θα έπρεπε να χτυπήσει πρώτη για να σωθεί και να σώσει το παιδί της. Μια νύχτα, στο φως του λυχναριού αντίκρισε επιτέλους το πραγματικό πρόσωπο του συζύγου της –ο ίδιος ο Έρωτας, πανέμορφος κοιμόταν πλάι της, ξαρματωμένος, με το τόξο και τα βέλη στα πόδια του. Ένα από τα βέλη ακούμπησε η Ψυχή για να τα περιεργαστεί, τρυπήθηκε από αυτό και αμέσως μπλέχτηκε στα δίχτυα του έρωτα για τον Έρωτά της, τον άνδρα της. Μετανιωμένη για την ευπιστία της που την οδήγησε σε απιστία, προσπάθησε να αυτοκτονήσει με το μαχαίρι με το οποίο θα έκοβε το κεφάλι του υποτιθέμενου δράκου, όμως δεν τα κατάφερε, το μαχαίρι γλίστρησε από τα χέρια της. Τότε, μια σταγόνα καυτό λάδι από το λυχνάρι έπεσε στον ώμο του Έρωτα, πετάχτηκε επάνω από τον πόνο, συνειδητοποίησε την απιστία της Ψυχής του και απογοητευμένος άνοιξε τα φτερά του για να πετάξει μακριά της. Όμως εκείνη πρόλαβε να πιαστεί από το πόδι του και ανυψώθηκε στον αέρα μαζί του. Εξαντλημένη από την κούραση να κρατηθεί στο πόδι του Έρωτα, έπεσε στη γη αλλά δεν σκοτώθηκε. Εκείνος κατέβηκε κάτω, στην κορυφή ενός κυπαρισσιού, από εκεί της παραπονέθηκε για την απιστία της και μετά πέταξε ξανά ψηλά. Η Ψυχή, απελπισμένη, ρίχτηκε στα νερά ενός ποταμού για να πνιγεί, εκείνος όμως τη σήκωσε και την άφησε απαλά στην πυκνή χλόη της όχθης του. Ο Πάνας, που βρέθηκε δίπλα της, προσπάθησε να την ενθαρρύνει. Κι εκείνη αποφάσισε πρώτα να τιμωρήσει τις αδελφές της και μετά να αναζητήσει τον Έρωτα.
Βρέθηκε πρώτα στη χώρα όπου κυβερνούσε ο σύζυγος μιας από τις αδελφές της. Της αφηγήθηκε τι είχε συμβεί και ότι ο Έρωτας ήθελε πια να παντρευτεί εκείνη. Η αδελφή της τρελάθηκε από χαρά και επιθυμία, επινόησε μια δικαιολογία για το σύζυγό της, ότι τάχα οι γονείς της πέθαναν, και έτρεξε στην κορυφή του βουνού, εκεί όπου είχε αφεθεί αρχικά η Ψυχή. Ρίχτηκε στο κενό πιστεύοντας ότι ο Ζέφυρος θα την έπιανε και θα την οδηγούσε στον Έρωτα, αλλά έγινε κομμάτια και την έφαγαν τα πουλιά και τα ζώα που τρώνε ψοφίμια. Το ίδιο έκανε η Ψυχή και με τη δεύτερη αδελφή της.
Μόνη και αβοήθητη από θεούς και ανθρώπους άρχισε την αναζήτηση του Έρωτά της. Ούτε καν η Ήρα ούτε η Δήμητρα, που τη συμπονούν, θέλησαν να εμπλακούν, παρά την ευσέβεια της κόρης και τους θρήνους της στα ιερά τους, γιατί θα έρχονταν σε σύγκρουση με την Αφροδίτη που τη μισούσε θανάσιμα. Απελπισμένη η νέα φτάνει στο παλάτι της Αφροδίτης και πέφτει στα χέρια της θεάς που, άλλωστε, είχε στείλει τον Ερμή να της τη φέρει με το καλό ή με το ζόρι.
Στο μεταξύ ο Έρως μαράζωνε στο κρεβάτι της μητέρας του με φοβερούς πόνους από το έγκαυμα. Ένας γλάρος φανέρωσε στην Αφροδίτη, που έπαιζε στη θάλασσα, τι είχε συμβεί στον γιο της και ότι η Ψυχή ήταν η αγαπημένη του. Αυτό εξόργισε την Αφροδίτη, γιατί ο γιος της είχε παραβιάσει τις αρχικές εντολές της αλλά ο γλάρος της επισήμανε ότι υπήρχαν λίγες πιθανότητες να επιστρέψουν οι άνθρωποι στην λατρεία του Έρωτα και της Αφροδίτης και ότι η ασχήμια και το μίσος κυβερνούσαν τώρα τον κόσμο. Ούτε και τη Δήμητρα και την Ήρα άκουσε, όταν της επισήμαναν σε μια τυχαία συνάντησή τους ότι ο γιος της ήταν ενήλικας και ότι είχε δικαίωμα να αποφασίσει ο ίδιος για την ερωτική του ζωή.
Έτσι, όταν η Ψυχή έφτασε στο παλάτι της Αφροδίτης με την ελπίδα να την εξευμενίσει, εκείνη την υπέβαλε σε διάφορες δοκιμασίες. Δυο δούλες της, η Θλίψη και η Έγνοια, τη μαστιγώνουν αλύπητα, άλλη της βγάζει τρίχα τρίχα τα μαλλιά, η ίδια η Αφροδίτη τη δέρνει και της ξεσκίζει τα ρούχα. Ύστερα τη διατάζει να ξεδιαλέξει και να ταξινομήσει κατά είδος μια τεράστια ποσότητα από όλους τους καρπούς της γης –σιτάρι, παπαρουνόσπορο, κεχρί, ρεβίθια, φακή, κουκιά, κριθάρι. Η Ψυχή δεν ήξερε από πού να αρχίσει αλλά τα έβγαλε πέρα με τη βοήθεια των μυρμηγκιών. Η Αφροδίτη υποψιάστηκε ότι κάποιος είχε βοηθήσει την Ψυχή και την υπέβαλε σε νέες δοκιμασίες· να φέρει το χρυσό μαλλί από κάποια χρυσόμαλλα άγρια πρόβατα του βουνού και νερό από την πηγή Στύγα του Κάτω Κόσμου. Βοηθοί της στις δοκιμασίες στάθηκαν το προφητικό καλάμι που φύτρωνε στην όχθη του ποταμού και ο αετός του Δία. Το καλάμι τη συμβούλεψε να αποφύγει τα πρόβατα κατά τη διάρκεια των καυτών ωρών της ημέρας και όταν αυτά θα ξεκουράζονταν στη σκιά, να μαζέψει τις τούφες μαλλί που τα ζώα άφηναν περνώντας από αγκαθωτούς θάμνους. Και όταν η Ψυχή ανέβηκε στη κορυφή του βουνού για να γεμίσει το κρυστάλλινο αγγείο της με το μαύρο νερό της Στύγας που νυχθημερόν τη φύλαγαν ακοίμητοι δράκοι –ακόμα και τα νερά ύψωσαν τις φωνές τους για να την αποθαρρύνουν–, ο αετός του Δία έτρεξε να τη βοηθήσει γεμίζοντας το κανάτι με νερό.
Και πάλι η Αφροδίτη δεν ικανοποιήθηκε. Έδωσε στην Ψυχή ένα μικρό κουτί και της είπε να κατέβει στον Κάτω Κόσμο. Εκεί έπρεπε να γεμίσει το κουτί με την κρέμα ομορφιάς που χρησιμοποιούσε η σύζυγος του Άδη, Περσεφόνη, γιατί η δική της είχε τελειώσει. Παραστάτης της σε αυτή τη δοκιμασία στάθηκε ο μαγικός πύργος, από τον οποίο θέλησε να πηδήσει και να δώσει τέλος στη ζωής. Όμως εκείνος τη λυπήθηκε και τη συμβούλεψε πάρει μερικά νομίσματα μαζί της για τον πορθμέα Χάροντα και γλυκά για να προσφέρει στο αιμοδιψές, τρικέφαλο σκυλί, τον φρουρό του Άδη Κέρβερο. Έπρεπε επίσης να προσέχει τις παγίδες της Αφροδίτης, έναν κουτσό που θα οδηγούσε ένα μουλάρι και ένα γέρο άνδρα που θα γλιστρούσε στη Στύγα και ίσως της ζητούσε να τον πάρει μαζί της στη βάρκα του Χάροντα· και αν η Περσεφόνη προσκαλούσε την Ψυχή να αισθανθεί σαν στο σπίτι της και της πρόσφερε γεύμα, έπρεπε να το αρνηθεί και να δεχτεί μόνο μια κόρα ψωμί. Η Ψυχή ακολούθησε προσεκτικά τις οδηγίες του πύργου και είχε θερμή υποδοχή από την Περσεφόνη που γέμισε αμέσως το κουτί με την αλοιφή και η Ψυχή επέστρεψε ασφαλής από το βασίλειο των νεκρών. Όμως δεν μπόρεσε να νικήσει την περιέργειά της και άνοιξε το κουτί, για να βάλει λίγη από την αλοιφή, να γίνει ακόμη πιο όμορφη και να ξανακερδίσει τον Έρωτα. Δεν φάνηκε να υπάρχει τίποτα μέσα σε αυτό αλλά η Ψυχή ένιωσε να την τυλίγει ο Ύπνος σαν αποπνικτικός καπνός και αμέσως έπεσε σε βαθύ ύπνο.
Στο μεταξύ ο Έρωτας, έχοντας αναρρώσει από το έγκαυμά του και μη μπορώντας να ξεχάσει την Ψυχή, ξεγλίστρησε από το δωμάτιο όπου τον κρατούσε η μητέρα του, βρήκε την αγαπημένη του και έκλεισε ξανά τον Ύπνο στο κουτί, βοηθώντας την Ψυχή να συνέλθει και να φέρει σε πέρας την αποστολή της πλήρως. Πέταξε έπειτα μέχρι τον Δία για να τον ικετέψει να εγκρίνει τον γάμο του μαζί της.
Ο Δίας αντιμετώπισε με συμπάθεια την ιστορία και συγκάλεσε το συμβούλιο των θεών. Εκεί δήλωσε ότι ο Έρωτας έπρεπε τώρα να αρχίσει να φέρεται όπως ένας αληθινός σύζυγος και όχι σαν επιπόλαιος νέος· εξήγησε και στην Αφροδίτη ότι ο Έρωτας δεν είχε κάνει κακό γάμο, επειδή η Ψυχή θα γινόταν θεά. Ύστερα έστειλε τον Ερμή να φέρει το κορίτσι στον Όλυμπο, όπου γιορτάστηκε η γαμήλια ένωσή τους. Μετά από λίγο καιρό, η γυναίκα που τόσα υπέμεινε για τον έ(Έ)ρωτά της έφερε στον κόσμο τον καρπό της αγάπης της με τον Έρωτα: την Ηδονή.
Όλα τα στάδια της ιστορίας του Έρωτα και της Ψυχής από το ελληνιστικό και το ρωμαϊκό μυθιστόρημα, εικονογραφούνται σε μια σειρά από σφραγίσματα της υστεροελληνιστικής Δήλου, σε πήλινα ειδώλια και μαρμάρινα αγάλματα. Η Ψυχή είτε ως πεταλούδα είτε ως ωραία γυναίκα σύρεται από τα μαλλιά, ο Έρωτας την αιχμαλωτίζει, τη σουβλίζει και τη σιγοψήνει στη φωτιά «—Τι σπαρταράς μάταια | στα δεσμά σου; Ο ίδιος ο Έρωτας έδεσε τα φτερά σου | και σ’ έριξε μέσ’ στη φωτιά ...». (Παλατινή Ανθολογία, ΧΙΙ, 132, Μελέαγρος). Ακόμα, την αλιεύει σαν ψάρι, τη ζεύει σαν άλογο στο άρμα και συνάμα τη μαστιγώνει. Άλλοτε, όμως, είναι εκείνη που αποποιείται την προσφορά του ή τον δένει σε κολώνα αιχμάλωτο: Τον φτερωτό θεό ποιος τον έδεσε εδώ, ποιος τη γρήγορη φωτιά | αιχμαλώτισε; Ποιος τόλμησε ν’ αγγίξει τη φλεγόμενη φαρέτρα, | και ποιος τράβηξε πίσω τα χέρια που ρίχνουν τα γοργά βέλη | και τα σφιχτόδεσε πάνω στη γερή κολώνα; (Παλατινή Ανθολογία XVI, 195, Σάτυρος). Τελικά, μετά από όλα τα βάσανα και τις δυσκολίες που περνούν, βρίσκουν την ευτυχή ένωσή τους. [Εικ. 207, 208, 209, 210, 211, 212, 213, 214, 215, 216, 217, 218, 219, 220, 221, 222, 223, 224]
Σχετικά λήμματα
ΑΝΤΕΡΩΣ, ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ, ΑΡΗΣ, ΑΦΡΟΔΙΤΗ, ΖΕΦΥΡΟΣ, ΙΜΕΡΟΣ, ΙΡΙΔΑ, ΝΥΚΤΑ
1. Για τη σύνταξη του λήμματος στηριχτήκαμε, μέχρι το σημείο αυτό, στην εξαιρετικά κατατοπιστική έκθεση «Έρως: από τη Θεογονία του Ησιόδου στην Ύστερη Αρχαιότητα» (Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, 10/12/09-5/04/10) και στον ωραίο κατάλογο της έκθεσης. Επίσης, στον κατάλογο της έκθεσης Eros Grec - Amour des Dieux et des Hommes που έγινε στο Grand Palais του Παρισιού (6 Νοεμβρίου 1989 - 5 Φεβρουαρίου 1990) και στην Αθήνα (5 Μαρτίου - 5 Μαΐου 1990).