Τα παλαιότερα παλλάδια ήταν ομοιώματα της Αθηνάς ή και ανεικονικά αντικείμενα, λίθινα και συνηθέστατα μετεωρίτες.
Σύμφωνα με μια εκδοχή του μύθου, το πρώτο Παλλάδιο ήταν έργο της ίδιας της θεάς και ήταν ομοίωμα της αγαπημένης φίλης της Παλλάδας. Αυτή ήταν κόρη του Τρίτωνα, ο οποίος την ανέθρεψε μαζί με την Αθηνά. Οι δυο κοπέλες ασκούνταν στην τέχνη του πολέμου αλλά κάποια στιγμή ήρθαν στα χέρια μεταξύ τους. Και όπως η Παλλάδα ήταν έτοιμη να χτυπήσει, ο Δίας φοβήθηκε για την κόρη του και έβαλε μπροστά την ασπίδα του· το κορίτσι τρόμαξε και, καθώς έριξε το βλέμμα της προς τα πάνω, η Αθηνά βρήκε την ευκαιρία να την τραυματίσει με ένα χτύπημα που οδήγησε την κόρη στον θάνατο. Η θεά, περίλυπη, κατασκεύασε ξύλινο ομοίωμα της Παλλάδας και περιέβαλλε το στήθος με την αιγίδα που τη φόβισε, το τοποθέτησε δίπλα στον Δία και το τιμούσε. Όταν αργότερα ο Δίας αποπλάνησε την Ηλέκτρα και εκείνη κατέφυγε σε αυτό, ο Δίας έριξε και εκείνη και το Παλλάδιο στην Ιλιάδα χώρα· και ο ομώνυμος ήρωας Ίλος έφτιαξε ναό γι’ αυτό και το τιμούσε. (Απολλόδ. 3.12.3)
Σύμφωνα με άλλη εκδοχή το Παλλάδιο είναι συνδεδεμένο με τον ιδρυτή της πόλης, τον Ίλο. Όταν αυτός προσευχήθηκε στον Δία, εκείνος του έδειξε την εύνοιά του ρίχνοντας μπροστά στη σκηνή του ένα άγαλμα, το διοπετὲς παλλάδιον. Αυτό είχε ύψος τρεις πήχεις, τα πόδια ήταν κολλημένα, στο δεξί χέρι κρατούσε δόρυ υψωμένο και στο άλλο ρόκα και αδράχτι. Επρόκειτο για την Αθηνά Παλλάδα (Διόδ. 10.3.1). Ο Ίλος έκτισε ναό για να στεγάσει το άγαλμα (ναίω = κατοικώ) που έγινε ο μεγάλος ναός της Αθηνάς στην Τροία. Σύμφωνα με άλλες παραδόσεις, περισσότερο ορθολογικές, το άγαλμα έπεσε από τη στέγη του ναού, όταν ακόμη κτιζόταν. Εκεί που έπεσε, εκεί και το άφησαν, γιατί θεωρήθηκε ότι το άγαλμα πήρε από μόνο του την τελετουργική του θέση. Άλλη εκδοχή θέλει τον Ίλο να σώζει το άγαλμα από μεγάλη πυρκαγιά που έπληξε τον ναό. Τυφλώθηκε όμως, καθώς δεν επιτρεπόταν να δει κανείς την εικόνα της θεάς αλλά, επειδή η ιεροσυλία ήταν δικαιολογημένη, η θεά εισάκουσε τις προσευχές του και του ξανάδωσε το φως του.
Λεγόταν ότι η τύχη της Τροίας εξαρτιόταν από το Παλλάδιο, το οποίο, κατά άλλη εκδοχή, είχε δοθεί στον Τρώα βασιλιά, όταν εκείνος έκτιζε την πόλη, από κάποιον Άσιο, φιλόσοφο και μυσταγωγό, προς τιμή του οποίου μετονομάστηκε η περιοχή από Ήπειρος σε Ασία. Το Παλλάδιο έφερε κράνος, ασπίδα και είχε ανυψωμένο το όπλο και θύμιζε αγάλματα οπλισμένων θεαινών της Ανατολής. Την εποχή του Τρωικού πολέμου ιέρεια της Αθηνάς στην Τροία ήταν η Θεανώ, κόρη του βασιλιά της Θράκης Κισσέα και της Τηλέκλειας, αδελφή, κατά μια εκδοχή, του Άσιου και της Εκάβης, σύζυγος του Τρωαδίτη Αντήνορα, μητέρα πολλών αρσενικών παιδιών, ανάμεσά τους ο Ιφιδάμαντας και ο Κόωνας, και ίσως μιας κόρης. Αν και ιέρεια της Αθηνάς, η Θεανώ πείστηκε από τον σύζυγό της να του παραδώσει το Παλλάδιον, για να το δώσει εκείνος με τη σειρά του στον Οδυσσέα και τον Διομήδη, που νύχτα διείσδυσαν στην Τροία για να το κλέψουν· γιατί είχε δοθεί χρησμός στους Αχαιούς ότι δεν θα μπορούσαν να αλώσουν την Τροία, αν πρώτα δεν έπεφτε στα χέρια τους το Παλλάδιο. (Διον. Αλ., Ρωμ. Αρχ. 1.68.4) Αίας και Οδυσσέας συγκρούστηκαν για το ποιος θα έπαιρνε ως λάφυρο το Παλλάδιο και θα το έφερνε στην πατρίδα του. Και επειδή μέχρι το απόγευμα οι υπόλοιποι βασιλείς δεν μπόρεσαν να πάρουν απόφαση σε ποιον να δοθεί, έκριναν πως έπρεπε να το φυλάξει ο Διομήδης μέχρι το πρωί. Στο μεταξύ όμως, ο Αίαντας βρέθηκε νεκρός και πολλοί υποπτεύτηκαν τον Οδυσσέα ότι με δόλο προκάλεσε τον θάνατό του. Οι αρχηγοί διαφώνησαν έντονα μεταξύ τους για το θέμα και στη συνέχεια απέπλευσαν αφήνοντας το ξόανο στα χέρια του Διομήδη, ο οποίος το έφερε στο Άργος. Σύμφωνα με συμπληρωματική εκδοχή, ο Οδυσσέας, θέλοντας να κρατήσει ο ίδιος το Παλλάδιο, πήγε να σκοτώσει τον Διομήδη, την ώρα που εκείνος το μετέφερε στο καράβι του. Ο Διομήδης όμως αντιλήφθηκε τη λάμψη του σπαθιού του Οδυσσέα που ερχόταν πίσω του, γύρισε και τον χτύπησε. Έτσι, έφερε το πολύτιμο λάφυρο στο Άργος. (Ζηνόβιος, Επιτομή παροιμιών του Διδύμου του Αλεξανδρέως και του Λουκίλλου του Ταρρραίου 3.8)
Λεγόταν, πάντως, πως οι Τρώες, για να προφυλάξουν το άγαλμα από κλέφτες και την πόλη τους από άλωση, είχαν κατασκευάσει ένα δεύτερο, ψεύτικο άγαλμα που το τοποθέτησαν στον ναό, ενώ το αληθινό το ασφάλισαν στον θησαυρό του ναού. Τελικά, ποιο άγαλμα άρπαξαν ο Διομήδης και ο Οδυσσέας; Το αληθινό ή το ψεύτικο; Αν κρίνουμε από την ιστορία του βιασμού της Κασσάνδρας, μάλλον το ψεύτικο. Γιατί, μετά την άλωση της Τροίας, η Κασσάνδρα κατέφυγε στον ναό της Αθηνάς και προσέπεσε ικέτης στο άγαλμα της θεάς αγκαλιάζοντάς το. Ο Αίας ο Λοκρός δεν σεβάστηκε την ικεσία, την τράβηξε από τα μαλλιά, οπότε το άγαλμα σείσθηκε από τη βάση του, και τη βίασε μέσα στον ναό. Οι Αχαιοί αγανάκτησαν με την ιεροσυλία και θέλησαν να λιθοβολήσουν τον Αίαντα, ο οποίος προσέπεσε ικέτης στον βωμό της θεάς, την οποία είχε προσβάλει με τη συμπεριφορά του. Οι Έλληνες σεβάστηκαν την ικεσία του, όμως η θεά εξοργίστηκε μαζί του. Στην παραλλαγή αυτή, το αληθινό Παλλάδιο παρέμεινε στην Τροία μέχρι το τέλος και κατέληξε στα χέρια του Αγαμέμνονα όπως και η Κασσάνδρα.
Στο Άργος, όπου ο Διομήδης έφερε το πολύτιμο λάφυρο, στη μεγάλη πομπή κατά την οποία οδηγούσαν το Παλλάδιο στον Ίναχο ποταμό για το καθαρτικό λουτρό, μετέφεραν μαζί και την ασπίδα του Διομήδη. Ωστόσο, και άλλες πόλεις ισχυρίζονταν ότι κατείχαν το άγαλμα της «μικρής Παλλάδας», κυρίως η Αθήνα, όπου γινόταν παρόμοια πομπή με του Άργους –προς τη θάλασσα και μετά επιστροφή στο Ιερό της. Και υπάρχει και η αθηναϊκή εκδοχή που «αποδείκνυε» ότι το αληθινό Παλλάδιο βρισκόταν στην πόλη της Αθηνάς. Οι Αθηναίοι, λοιπόν, διηγούνταν ότι ο βασιλιάς τους Δημοφώντας είχε πάρει το άγαλμα από τον Διομήδη. Επειδή όμως ήξερε ότι το επιθυμούσε και ο Αγαμέμνονας, το εμπιστεύτηκε σε έναν Αθηναίο που λεγόταν Βουζύγης, για να το μεταφέρει άμεσα στην Αθήνα. Παράλληλα, ζήτησε να κατασκευαστεί ένα αντίγραφο του αγάλματος, το οποίο τοποθέτησε στη σκηνή του. Με το τέλος του πολέμου, ο Αγαμέμνονας το διεκδίκησε από τον Δημοφώντα φέρνοντας ισχυρό στρατό. Ο Δημοφώντας πολέμησε γενναία, για να μην υπάρχει αμφιβολία ότι κατέχει το πολύτιμο και θαυματουργό Παλλάδιο, υπήρξαν μάλιστα αρκετοί τραυματίες. Τελικά, προσποιήθηκε τον ηττημένο και έδωσε στον βασιλιά το ψεύτικο άγαλμα –Ἀγαμέμνων δὲ τὸ παραπεποιημένον Παλλάδιον λαβὼν ἐξαπατηθεὶς ᾤχετο (Πολύαινος, Στρατηγήματα 1.5.1). Άλλη παραλλαγή θέλει τον Δημοφώντα να αρπάζει το άγαλμα από τον Διομήδη, όταν εκείνος νύχτα έφτασε στο Φάληρο, χωρίς όμως να γνωρίζει πού βρίσκεται. Έτσι, επιτέθηκε στους κατοίκους και ο Δημοφώντας που βασίλευε στην Αττική κινήθηκε εναντίον των Αργείων του Διομήδη, επειδή τους πέρασε για πειρατές, σκότωσε αρκετούς και πήρε τελικά το Παλλάδιο. Στην επιστροφή το άλογό του έριξε και πάτησε έναν Αθηναίο που πέθανε –ἀνατραπῆναι καὶ συμπατηθέντα ἀποθανεῖν. Για τον ακούσιο αυτό φόνο ο Δημοφώντας οδηγήθηκε σε ειδικό δικαστήριο, που πήρε την ονομασία Δικαστήριο του Παλλαδίου· εκεί αργότερα δικάζονταν παρόμοιες υποθέσεις. (Παυσ. 1.28.9) Η ιστορία αυτή, καθώς και η καθαρτήρια πομπή του αγάλματος εξηγεί ίσως γιατί το Παλλάδιο τοποθετούνταν σε δικαστήρια που δίκαζαν εγκλήματα όπως η ανθρωποκτονία. Ο ένοχος τιμωρούνταν με εξορία, μπορούσε όμως να ξαναγυρίσει ύστερα από καθαρτήριες τελετές. Εξορία, εξαγνισμός, επιστροφή αποτελούσαν μιαν επανάληψη της πορείας του αγάλματος προς τη θάλασσα όπου καθαριζόταν.
Και η Σπάρτη λεγόταν ότι κατείχε το Παλλάδιο, το οποίο έκλεψε από το Άργος ο Λέαγρος με τη βοήθεια του φίλου του Εργιαίου, απόγονου του Διομήδη, και με την παρακίνηση του Τήμενου, απόγονου του Ηρακλή (Πλούτ., Αίτ. Ελλ. 48). Και ακόμη, ότι ο Αινείας μετέφερε το άγαλμα στην Ιταλία (Παυσ. 2.23.5), και μάλιστα το αληθινό, όχι το ψεύτικο, ότι το τοποθέτησε στον ναό της Εστίας, όπου οι Εστιάδες του απέδιδαν λατρεία...
Μεταγενέστερη εκδοχή θέλει το Παλλάδιο να είναι κοκάλινο, λαξευμένο στα κόκαλα του Πέλοπα. Αυτό έκλεψε ο Πάρης από τη Σπάρτη μαζί με την Ελένη. (Κλ. Αλ., Προτρ. 4.47.6) Πάντως, η εκδοχή ότι το Παλλάδιο έπεσε από τον ουρανό και ότι ήταν δημιούργημα της ίδιας της θεάς προβάλλει τη θεά ως προστάτρια των τεχνών και τη συνδέει με μετεωρολογικά φαινόμενα και με τους μετεωρίτες. Εξάλλου, βράχους έριξε η θεά στον Εγκέλαδο και στον Άρη και στη Γιγαντομαχία έβρεξε παλλάδια. [Εικ. 99, 100, 101, 102, 103, 104, 105, 106, 107, 108, 109, 110, 111, 112, 113, 114, 115, 116]