Σε τρεις στίχους ο ποιητής της Θεογονίας συνοψίζει τους σημαντικότερους σταθμούς της ζωής της Περσεφόνης, τη γέννηση και τον γάμο της:
στης πολύτροφης της Δήμητρας την κλίνη ανέβηκε [ο Δίας].
Εκείνη γέννησε την Περσεφόνη με τα λευκά τα μπράτσα, που ο Άδης
την απήγαγε απ᾽ τη μητέρα της κι ο συνετός ο Δίας τού την έδωσε.
(Ησ., Θεογ. 915-7, μετ. Στ. Γκιργκένης· και Διόδ. 6.1.9).
Ενίοτε ως μητέρα της αναφέρεται η Στύγα, πάλι από τον Δία (Απολλόδ. 1.3.1), ενώ κάποτε θεωρείται κόρη του Ποσειδώνα. Ωστόσο, στην περίπτωση της Περσεφόνης, ο πατέρας δεν παίζει ιδιαίτερο ρόλο –η ζωή της είναι στενά συνδεδεμένη με της μητέρας της Δήμητρας. Ο ακούσιος γάμος της με τον Πλούτωνα την κατέστησε αυστηρή βασίλισσα του Κάτω Κόσμου· ωστόσο, δεν λείπουν από τη ζωή της έρωτες και ζηλοτυπίες.
Ο Πλούτωνας πήρε για σύζυγό του, την Περσεφόνη, κόρη του Δία και της Δήμητρας, όχι με τη θέληση της κόρης ή με τη συναίνεση της μητέρας αλλά ύστερα από συνωμοτική συνεννόηση με τον πατέρα της Κόρης. Η ιστορία της αρπαγής αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Ησίοδο, ενώ ο Όμηρος δεν κάνει καμία αναφορά στο γεγονός, την περιγράφει όμως ως σύζυγο του θεού του Κάτω Κόσμου και βασίλισσα του τόπου. Η ιστορία έχει ως εξής:
Ο Πλούτωνας είδε τη νεαρή κόρη, ενώ εκείνη μάζευε λουλούδια με τις φίλες της Ωκεανίδες, κατά τον Οβίδιο και με τις Σειρήνες, κατά άλλους με την Αθηνά και την Άρτεμη (π.χ. Διόδ. 5.3), σε ένα περιβάλλον υγρό και θαλερό που ευνοούσε την ερωτική διάθεση Ο τόπος της αρπαγής παραμένει ασαφής. Για τους Σικελούς, που γνώρισαν τη λατρεία της Περσεφόνης από τους Κορίνθιους και Μεγαρείς αποίκους, η πράξη συντελέστηκε στα λιβάδια της Έννας, όπου υπάρχει η πηγή Κυάνη που σχηματίστηκε στο σημείο της κατάβασης της κόρης (Διόδ. 5.3). Οι Κρήτες τοποθετούσαν το γεγονός στο νησί τους (Σχόλ. στην Ησ. Θεογ. 913), οι Ελευσίνιοι στο Νύσιο πεδίο στη Βοιωτία και την κατάβαση στην άκρη του Ωκεανού στα δυτικά. Μεταγενέστερες πηγές αναφέρουν την Αττική, κοντά στην Αθήνα (Σχόλ. στον Σοφ, Οιδ. Κ. 1590) ή στον τόπο Ερινεό, κοντά στον Κηφισό ποταμό στην Ελευσίνα (Παυσ. 1.38.5), ή κοντά στον Χείμαρρο ποταμό της Αργολίδας «λένε ότι έγινε η κάθοδος του Πλούτωνα στο υποχθόνιο βασίλειό του μετά την αρπαγή της Κόρης της Δήμητρας» (Παυσ. 2.36.6-7). Παρόντες στην αρπαγή ήταν ο Ερμής, ενώ η Εκάτη άκουσε την απεγνωσμένη φωνή της κόρης, όμως τίποτε δεν μπορούσε να πει στη δυστυχισμένη μητέρα Δήμητρα για τον απαγωγέα, γιατί το κεφάλι του περιβαλλόταν από σκιές της νύχτας [Εικ. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21, 22, 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 37, 38, 39, 40, 42, 43, 44 45]. Η αρπαγή της Περσεφόνης προκάλεσε τον μαρασμό της Δήμητρας· η αιώνια νιότη και η ομορφιά της θεάς χάθηκαν μέσα στα γκρίζα μαλλιά και το πένθος. Έχοντας τη μορφή γριάς, μαυροφορεμένη και βουβή, η θεά άρχισε να περιπλανιέται ανάμεσα στους ανθρώπους ψάχνοντας την Περσεφόνη. Θλιμμένη και οργισμένη η Δήμητρα, δεν άφηνε κανένα σπόρο να φυτρώνει στη γη. Η ανθρωπότητα άρχισε να μαστίζεται από λιμό, οι άνθρωποι να πεθαίνουν, οι θεοί να μην δέχονται τις θυσίες που τους έπρεπαν. Έτσι, ο Δίας έστειλε αρχικά την αγγελιαφόρο θεά Ίριδα και μετά διαδοχικά πολλούς θεούς με δώρα, για να την πείσει να αφήσει τη γη να καρπίσει και η ίδια να επιστρέψει στον Όλυμπο. Η Δήμητρα όμως απαιτούσε πρώτα την επιστροφή της Περσεφόνης. Αυτή τη φορά ο Δίας έστειλε στον Άδη τον αγγελιαφόρο θεό Ερμή διατάζοντας τον Πλούτωνα να αφήσει ελεύθερη την Κόρη. Ο Πλούτωνας υπάκουσε στον αδελφό θεό, αφού πρώτα έδωσε στην Περσεφόνη να φάει έξι σπυριά ροδιού για να τη δέσει για πάντα με το βασίλειό του. Παρούσα στην άνοδο της Περσεφόνης από τον κάτω κόσμο ήταν η Εκάτη που φώτιζε με τις δάδες τον δρόμο της Κόρης προς τον επάνω κόσμο [Εικ. 46, 47, 48, 49]. Τότε η Δήμητρα άφησε τη γη να βλαστήσει, και το έκανε αυτό για όσους μήνες έμενε η κόρη της μαζί της. Γιατί η Περσεφόνη περνούσε στον Άδη έξι μήνες και τους υπόλοιπους με τη μητέρα της στον Όλυμπο. Ο Απολλόδωρος παραδίδει ότι οι κάτοικοι της Ερμιόνης φανέρωσαν στη Δήμητρα την αρπαγή της κόρης (1.29) και ο Υγίνος ότι η Κόρη έμενε έξι μήνες με τη μητέρα στον επάνω κόσμο και έξι μήνες με τον Πλούτωνα ως βασίλισσα του Κάτω Κόσμου (146.1-2). [Ευρ., Ελένη Β’ στάσιμο, Ομηρικός ύμνος στη Δήμητρα, Εικαστικές αποδόσεις στον μακεδονικό χώρο]
Για δυο παράπλευρες απώλειες της απαγωγής βλ. τους μάρτυρες και μαρτυριάρηδες Ασκάλαβο και Ασκάλαφο. Για την τιμωρία Νύμφης που προσπάθησε να αποτρέψει την απαγωγή βλ. Κυάνη. Για το πώς οι Σειρήνες, φίλες της Περσεφόνης, απέκτησαν φτερά βλ. Σειρήνες. Την περίοδο που η Δήμητρα έψαχνε την κόρη της, χωρίς να το επιδιώκει και να το θέλει ενώθηκε με τον αδελφό της Ποσειδώνα· από την ένωση αυτή προέκυψε μια κόρη που το όνομά της δεν λεγόταν και ένα άλογο, ο Αρείονας.
Ο γάμος του Πλούτωνα και της Περσεφόνης δεν υπήρξε γόνιμος, ενίοτε όμως τους αποδίδεται ην πατρότητα του Διόνυσου Ζαγρέα (Μέγα Ετυμολογικόν) ,ο οποίος ταυτίζεται με τον Ίακχο, και των Ερινύων (Βιργ., Αιν. 7. 325· Ορφ. Ύ. 69.8) [Εικ. 50, 51]. Κατά άλλους η Περσεφόνη απέκτησε τον Διόνυσο από τον Δία, ο οποίος πήρε τη μορφή δράκοντα και ενώθηκε μαζί της (Νόνν. 5.565, 6.155).
Λεγόταν, επίσης, ότι η Περσεφόνη απέκτησε από τον Δία τη Μηλινόη (ή Μειλινόη), θηλυκό δαίμονα του θανάτου που περιπλανιόταν τη νύχτα στη γη με συνοδεία φαντασμάτων. Δεν αποκλείεται το όνομά της να είναι ένα τίτλος που προσέδωσαν οι Ορφικοί στη θεά Εκάτη, που αναφέρεται και ως κόρη του Δία και της Περσεφόνης.
Η Μίνθη, κόρη του ποταμού Κωκυτού, ερωτεύτηκε τον Πλούτωνα και ζήλεψε την Περσεφόνη για την προτίμηση που της έδειξε ο θεός του Κάτω κόσμου. Ήταν πολύ όμορφη, ομορφότερη ίσως και από την Περσεφόνη, και απείλησε τη θεά ότι θα τη διώξει. Αυτό προκάλεσε την οργή της Δήμητρας που μεταμόρφωσε τη Μίνθη στο ομώνυμο φυτό, τη μέντα. Κατά τον Στράβωνα ήταν η Περσεφόνη που μεταμόρφωσε την κόρη στο φυτό ἡδύοσμον (της πάτησε το σώμα μέχρι που αυτό διαλύθηκε), γιατί έγινε ερωμένη του Πλούτωνα, και ότι από αυτήν ονομάστηκε το βουνό κοντά στην Πύλο, όπου υπήρχε ναός του Άδη. (Βλ. Μίνθη)
Ερωτευμένη η Αφροδίτη με τον πανέμορφο Άδωνη, παρέδωσε το παιδί στην Περσεφόνη, για να το αναθρέψει. Κι αυτή όμως ερωτεύτηκε τον νέο και δεν ήθελε να τον αφήσει να φύγει. Με τη μεσολάβηση του Δία αποφασίστηκε η παραμονή του το ένα τρίτο του χρόνου με τη μία θεά, το άλλο ένα τρίτο με τη δεύτερη και το τρίτο με όποιαν ήθελε. Ο Άδωνης επέλεγε να περνά το τελευταίο τρίτο με την Αφροδίτη, συνολικά, δηλαδή, τα δύο τρίτα του χρόνου [Εικ. 52, 53, 54, 55, 56, 57, 58, 59, 60, 61, 62, 63, 64, 65]. Η ερμηνεία του μύθου ήταν πως ο Άδωνης, όπως το σιτάρι, από την ώρα της σποράς ζούσε έξι μήνες κάτω από τη γη και έπειτα έβγαινε στον εὔκρατον αέρα για την ευτυχία των ανθρώπων –ὁ Ἄδωνις ἤγουν ὁ σῖτος ὁ σπειρόμενος ἓξ μῆνας ἐν τῇ γῇ ποιεῖ ἀπὸ τῆς σπορᾶς καὶ ἓξ μῆνας ἔχει αὐτὸν ἡ Ἀφροδίτη, τουτέστιν ἡ εὐκρασία τοῦ ἀέρος· καὶ ἔκτοτε λαμβάνουσιν αὐτὸν οἱ ἄνθρωποι. (Σχόλ. Θεόκρ. 3.48a-d) (βλ. Άδωνις)
Όταν Θησέας και Πειρίθους έβαλαν σκοπό να παντρευτούνε κόρες του Δία, ο ένας βοήθησε τον άλλον· πρώτα ο Πειρίθοος τον Θησέα και μετά ο Θησέας τον Λαπίθη φίλο του [Εικ. 66, 67, 68, 69, 70]. Όταν απήγαγαν τη μόλις δεκατεσσάρων ετών Ελένη, οι δυο φίλοι έριξαν κλήρο, από τον οποίο βγήκε κερδισμένος ο πενηντάχρονος Θησέας. Και όταν ο Πειρίθοος θέλησε να κατεβεί στον Κάτω Κόσμο και να αρπάξει την ποθητή Περσεφόνη, ο Θησέας υπήρξε συνεπής στους όρκους που είχαν ανταλλάξει. Ο Πλούτωνας ή Αϊδωνέας προσποιήθηκε ότι καλοδέχτηκε στ βασίλειό του τους δυο ήρωες, αλλά με δόλο τους κάθισε στον θρόνο της Λήθης, όπου και ρίζωσαν στην πέτρα και σφιχτοδέθηκαν από πλοκάμια δρακόντων που τυλίχτηκαν γύρω από τα πόδια και τα χέρια τους. Μόλις, λοιπόν, αναπάντεχα αντίκρισαν τον ζωντανό Ηρακλή που κατέβηκε στον Άδη για να φέρει τον Κέρβερο στον Ευρυσθέα και να επιτελέσει έναν ακόμη άθλο, οι δυο φίλοι άνοιξαν τα χέρια τους, για να τους σηκώσει με τη δύναμή του. Και αυτός, πιάνοντας τον Θησέα από το χέρι, τον σήκωσε, όταν όμως θέλησε να σηκώσει τον Πειρίθοο, σείστηκε η γη και τον άφησε. Έτσι ο Πειρίθους έμεινε στον Άδη δέσμιος για πάντα. Σύμφωνα με μια εκδοχή ο Ηρακλής έσωσε και τον Πειρίθοο από τον Άδη (Διόδ. Σ. 4.26.1), ενώ άλλοι παραδίδουν ότι ο Θησέας ξανακατέβηκε στον Άδη για τον φίλο του και ότι εκείνος τον απελευθέρωσε (Υγ. 251.3) [Εικ. 71, 72].
Ο Πλούταρχος δίνει μια πιο ορθολογική ανάγνωση της κατάβασης στον Κάτω Κόσμο. Οι δυο φίλοι θέλησαν να κλέψουν την Κόρη, την κόρη του βασιλιά των Ηπειρωτών Μολοσσών Αϊδωνέα και της Περσεφόνης, ομώνυμη με τη θεά κόρη της Δήμητρας, αλλά όχι εκείνη. Την Κόρη την είχαν υποσχεθεί σε όποιον ήρωα νικούσε τον πολύ κακό σκύλο Κέρβερο ή Τρικέρβερο. Πειρίθοος και Θησέας εμφανίστηκαν στην αυλή του βασιλιά λέγοντας πως έρχονταν να ζητήσουν το χέρι της κόρης, στην πραγματικότητα όμως για να απαγάγουν μάνα και κόρη. Όταν ο Αϊδωνέας κατάλαβε τους σκοπούς τους, έβαλε τον σκύλο του Κέρβερο ή Τρικέρβερο να σκοτώσει τον Πειρίθοο, ενώ φυλάκισε τον Θησέα μέχρι την ημέρα που ο οικογενειακός του φίλος Ηρακλής παρακάλεσε τον βασιλιά να τον ελευθερώσει.
Αποδίδων δε τότε εις τον Πειρίθουν την υποσχεθείσαν υπηρεσίαν, ανεχώρησε μετ’ αυτού εις Ήπειρον, διά να λάβωσι την θυγατέρα του Αϊδωνέως, βασιλέως των Μολοσσσών, όστις, ονομάσας την γυναίκα του Περσεφόνη, την δε θυγατέρα του Κόρην, και τον κύνα του Κέρβερον, υπεχρέου όλους τους ζητούντας εις γάμον την νέαν, προς αυτόν να μάχωνται, και να την λάβη όστις ήθελε τον νικήσει. Ακούσας δ’ ότι οι μετά του Πειρίθου δεν ήρχοντο διά να την ζητήσωσιν εις γάμον, αλλά διά να την αρπάσωσι συνέλαβεν αυτούς, και τον μεν Πειρίθουν έρριψεν ευθύς εις τον κύνα, όστις τον κατεσπάραξε, τον δε Θησέα εφυλάκισε. (Πλούτ., Θησέας Λ-ΛΑ, μετ. Α.Ρ. Ραγκαβής)
(Βλ. Πειρίθοος)
Λεγόταν ότι ο Πίνδαρος, σε προχωρημένη ηλικία, ονειρεύτηκε την Περσεφόνη που του είπε ότι ήταν η μόνη θεά για την οποία δεν είχε γράψει καμία ωδή, ωστόσο θα το έκαμνε μετά τον θάνατό του. Δεν πέρασαν δέκα μέρες και ο Πίνδαρος πέθανε. Νεκρός παρουσιάστηκε στον ύπνο μιας γριάς συγγένισσάς του στη Θήβα, στην οποία τραγούδησε την ωδή του για την Περσεφόνη. Εκείνη, μόλις ξύπνησε, την κατέγραψε. Σε αυτό το άσμα υπάρχουν επικλήσεις στον Άδη και η ιστορία της αρπαγής της θεάς από τον θεό με τα χρυσά ηνία –ἡ δὲ αὐτίκα ὡς ἀπέλιπεν αὐτὴν ὁ ὕπνος, ἔγραψε ταῦτα ὁπόσα τοῦ ὀνείρατος ἤκουσεν ᾄδοντος. ἐν τούτῳ τῷ ᾄσματι ἄλλαι τε ἐς τὸν Ἅιδην εἰσὶν ἐπικλήσεις καὶ ὁ χρυσήνιος, δῆλα ὡς ἐπὶ τῆς Κόρης τῇ ἁρπαγῇ. (Παυσ. 9.23.3.-4)
Κανένας νεκρός δεν ήταν δυνατό να επιστρέψει στον επάνω κόσμο. Ωστόσο, σε κάποιες, λίγες, περιπτώσεις η αυστηρή θεματοφύλακας του κάτω κόσμου δειχνόταν ευσπλαχνική.
● Ο Σθένελος ήταν γιος του Άκτορα, σύντροφος του Ηρακλή στην εκστρατεία κατά των Αμαζόνων. Στο ταξίδι της επιστροφής τραυματίστηκε και πέθανε στην Παφλαγονία, όπου και τάφηκε —ἐπ᾽ ἀγχιάλου θάνεν ἀκτῆς (Απολλ. Ρ. 2.914). Αργότερα, όταν οι Αργοναύτες περνούσαν από εκεί για να επιτελέσουν τον δικό τους άθλο, η Περσεφόνη επέτρεψε στον νεκρό Σθένελο να επιστρέψει για λίγο στον πάνω κόσμο και να έρθει σε επικοινωνία με τους ζωντανούς —ἧκε γὰρ αὐτή Φερσεφόνη ψυχὴν πολυδάκρυον Ἀκτορίδαο, λισσομένην (ό.π. 2.915-7). Εμφανίστηκε πάνω στον τάφο του με όλη την αρματωσιά του, οπότε οι Αργοναύτες βγήκαν στη στεριά και του προσέφεραν θυσία ταιριαστή σε ήρωα.
● Όταν η Αλθαία καταράστηκε τον γιο της Μελέαγρο, χτυπώντας τη γη με τα χέρια της, γιατί είχε σκοτώσει τους αδελφούς της και θείους του, την εισάκουσε μέσα από το Έρεβος η Ερινύα με την αμείλικτη καρδιά, όχι όμως ο Άδης ή η Περσεφόνη, τους οποίους επίσης επικαλέστηκε η Αλθαία.
● Η Περσεφόνη «έσωσε» τη Νύμφη Εθήμεια, τον θάνατο της οποίας προξένησε η Άρτεμη κατατοξεύοντάς την κατεβάζοντάς την ζωντανή στον κάτω κόσμο. (Βλ. Μέροπας)
● Μητιόχη και Μενίππη ήταν τα ονόματα των δύο θυγατέρων του κυνηγού Ωρίωνα, που μεταμορφώθηκε σε αστερισμό. Τις μεγάλωσε η μητέρα τους και η Αφροδίτη τις προίκισε με ομορφιά και η Αθηνά με την υφαντική τέχνη. Όταν ο Ορχομενός της Βοιωτίας, η πατρίδα τους, πλήγηκε από λοιμό, χρησμός όρισε ότι η οργή των θεών που προκάλεσαν τον λοιμό –άγνωστο για ποιο λόγο– θα καταπραϋνόταν αν θυσιάζονταν δύο παρθένες, όσοι και οι οργισμένοι θεοί. Καμία κόρη δε δεχόταν, μέχρι που η είδηση έφτασε στις κόρες του Ωρίωνα. Αυτές προσφέρθηκαν αυτόβουλα να θυσιαστούν, και γι’ αυτή τους την ενέργεια οι βασιλείς του Κάτω Κόσμου δεν τις άφησαν να χαθούν. Ενώ τα νεκρά σώματά τους απορροφήθηκαν από τη γη, ο Πλούτωνας και η Περσεφόνη έκαναν να αναδυθούν από τη γη δύο λαμπρά αστέρια που ανέβηκαν στους ουρανούς –Φερσεφόνη δὲ καὶ Ἅιδης οἰκτείραντες τὰ μὲν σώματα τῶν παρθένων ἠφάνισαν, ἀντὶ δ᾽ ἐκείνων ἀστέρας ἀνήνεγκαν ἐκ τῆς γῆς (Αντ. Λιβ., Μετ. 25). Οι κόρες μεταμορφώθηκαν σε κομήτες και οι Χθόνιοι χάρισαν σε αυτές αιώνια ζωή σε αυτή τη μορφή. (Βλ. Κορωνίδες)
Η Περσεφόνη και η πόλη της Κυζίκου
‘Όταν ο γίγαντας Βέσβικος, μαζί με άλλους ομοειδείς του γίγαντες, έκοβαν κομμάτια βράχων, τους κυλούσαν μέσω της θαλάσσης μέχρι τον ποταμό Ρυνδακό της Φρυγίας, τις εκβολές του οποίου ήθελαν να επιχώσουν, η Περσεφόνη, επειδή αγωνιούσε για την πόλη της Κυζίκου, στη Φρυγία κοντά στην Προποντίδα, «ρίζωσε», στερέωσε τους βράχους, και έτσι σχηματίστηκε ένα νησί που αργότερα κατοικήθηκε από Πελασγούς. Αυτοί το ονόμασαν Βέσβικο από τον γίγαντα, η δράση του οποίου προκάλεσε τη δημιουργία του νησιού. Αυτόν και τους υπόλοιπους γίγαντες αφάνισε η Περσεφόνη με τη βοήθεια του Ηρακλή. (βλ. Βέσβικος)
Το όνομα Περσεφόνη εμφανίζεται για πρώτη φορά στον Ησίοδο (Θεογ. 913), ενώ στα ομηρικά έπη αποκαλείται Περσεφόνεια. Άλλα ονόματά της είναι τα εξής: Περσεφονείη, Περσέφασσα, Φερσέφασσα, Φερσέφαττα, Φερρέφαττα, Φερσεφόνη. Tα ονόματα αυτά φανερώνουν προελληνική ή παλαιοελληνική προέλευση και προέρχονταν στην ουσία από παραλλαγές φθόγγων. Λεγόταν ακόμη ότι προέρχονταν από τις λέξεις φέρω και φόνος και σήμαινε αυτήν στην οποία φέρουν τους νεκρούς ή τους φονευθέντες (Μέγα Ετυμολογικόν πρβλ. Σοφ., Αντ. 891-895). Στο Ετυμολογικό άλλο (Gudianum) διαβάζουμε αυτή την εκδοχή αλλά και μια άλλη που συνδέει το όνομά της με τον ήλιο, γιατί, σύμφωνα με το λεξικό, περσέας αποκαλούνταν ο ήλιος, περσεφόνεια ήταν η ανάπτυξη των σιτηρών με τη βοήθεια του ήλιου: Περσεφόνη, κύριον ὄνομα, παρὰ τὸ τοὺς ἀποθνήσκοντας πρὸς αὐτὴν φέρεσθαι, ἤτοι τοὺς φονευθέντας· καὶ ἄλλως· περσεὺς καλεῖται ὁ ἥλιος, καὶ ἐξ αὐτοῦ περσεφόνεια, ἡ ἀνάδοσις τοῦ σίτου, ἡ ἀπὸ τοῦ ἡλίου γινομένη. (Etymologicum Gudianum 462.58-463.2). Σύγχρονοι ερευνητές ερεύνησαν το νόημα αυτών των ονομάτων και κατέληξαν στην ερμηνεία «χοιριδιοφόνος». Είναι, βέβαια, γνωστό ότι στη λατρεία της Περσεφόνης και της μητέρας της, ειδικά στη γιορτή των Θεσμοφορίων, προϊστορικής προέλευσης και αποκλειστικά γυναικεία, οι χοίροι έπαιζαν σημαντικό ρόλο. Στην Αθήνα, ο εορτασμός διαρκούσε τρεις μέρες, από τις 11 έως τις 13 του μήνα Πυανοψιώνος, που αντιστοιχεί στον μήνα Οκτώβριο, την εποχή της σποράς των νέων δημητριακών. και τελούνταν μια συγκεκριμένη τελετουργία. Η ονομασία της γιορτής των Θεσμοφορίων προέκυψε από τη λέξη θεσμός, που σημαίνει «ό,τι τοποθετείται, κατατίθεται σε κάποιο χώρο». Συνήθως βρίσκονταν έξω από την πόλη ή στις πλαγιές των ακροπόλεων, και στην Αθήνα συγκεκριμένα το Θεσμοφόριο έχει εντοπιστεί κοντά στην Πνύκα.
«H πρώτη ημέρα της γιορτής των Θεσμοφορίων ονομαζόταν άνοδος, πιθανόν επειδή η πομπή των γυναικών μετέβαινε στο χώρο του Θεσμοφορίου, το οποίο βρισκόταν σε ύψωμα. Μαζί τους μετέφεραν λατρευτικά σκεύη, τρόφιμα, το χοίρο για τη θυσία που τελούνταν το βράδυ και ό,τι άλλο ήταν απαραίτητο για τη διαμονή τους. Στην κλασική Αθήνα, οι επικεφαλής των γυναικών που συμμετείχαν στη γιορτή ήταν δύο και ονομάζονταν ἄρχουσαι.
»Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των αρχαίων συγγραφέων, οι γυναίκες έριχναν σε λάκκους (μέγαρα) χοιρίδια [ζωντανά] μαζί με πήλινα ομοιώματά τους ως αναθήματα, ομοιώματα φιδιών και αντρικών γεννητικών οργάνων από ζυμάρι καθώς επίσης και κλαδιά πεύκου. Τέτοιοι λάκκοι είναι γνωστοί από άλλα ιερά της Δήμητρας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, όχι όμως και από την Αθήνα. Η απόθεση των αντικειμένων αυτών στα μέγαρα συνέβαινε τρεις μήνες ή, κατά άλλους μελετητές, ένα χρόνο πριν από τη γιορτή.
»Κατά τη διάρκεια των Θεσμοφορίων, οι ἀντλήτριαι, οι οποίες έπρεπε να απέχουν από συνουσία για τρεις ημέρες πριν αναλάβουν τα καθήκοντά τους, κατέβαιναν στους άδυτους χώρους και μετέφεραν τα υπολείμματα των προσφορών [τα αποσυντεθειμένα χοιρίδια] στους βωμούς [των Θεσμοφόρων, όπως αποκαλούνταν η Περσεφόνη και η Δήμητρα]. Αυτά είχαν μαγικές ιδιότητες και, αν ανακατεύονταν με σπόρους δημητριακών, εξασφάλιζαν τη γονιμότητα στα χωράφια κατά τη σπορά. Με τη διαδικασία αυτή οι γυναίκες έρχονταν σε επαφή με το θάνατο και την αποσύνθεση, γεγονός που συνιστούσε το υποχθόνιο στοιχείο της λατρείας, ενώ μέσω των ομοιωμάτων από ζυμάρι προσέβλεπαν στη γονιμότητα και τον ερωτισμό. Η δεύτερη ημέρα ονομαζόταν νηστεία. Οι γυναίκες διέμεναν στο ιερό της θεάς, νήστευαν και κοιμόντουσαν σε πρόχειρα κρεβάτια φτιαγμένα στο έδαφος από κλαδιά λυγαριάς και άλλα φυτά με αντιαφροδισιακές ιδιότητες. Συμμετείχαν στο πένθος της Δήμητρας για την αρπαγή της Κόρης έχοντας μελαγχολική διάθεση. Την ίδια μέρα οι γυναίκες μπορούσαν να επιδοθούν σε αισχρολογία ως αντίδραση στην εγκράτεια που τηρούσαν. Η νηστεία διακοπτόταν την τρίτη ημέρα ή την προηγούμενη νύχτα και επακολουθούσαν θυσίες και κρεοφαγία. Στην Αθήνα, στο τελικό στάδιο της γιορτής επικαλούνταν και θυσίαζαν στην Καλλιγένεια -τη θεά της καλής γέννησης- τελετουργία που σχετιζόταν άμεσα με τη γονιμότητα [των αγρών και των γυναικών].» (Πηγή εδώ) Οι γυναίκες κατά τη διάρκεια της γιορτής κάθονταν ή ξάπλωναν στο έδαφος.
«Χαρακτηριστικό μέρος της γιορτής αποτελούσε η θυσία χοίρου. Αυτή ερμηνεύεται από το μύθο της απαγωγής της Κόρης, σύμφωνα με τον οποίο οι χοίροι του βοσκού Ευβουλέα εξαφανίστηκαν μαζί της στα βάθη της γης. Παρόμοιο συμβολικό χαρακτήρα είχαν και τα αναθήματα με τη μορφή χοίρου και τα πήλινα ομοιώματα που εικόνιζαν μία πιστή ή την ίδια τη θεά να κρατά το ζώο αυτό, τα οποία έχουν αποκαλυφτεί στα ιερά των Θεσμοφορίων. […]
»Οι γυναίκες στη διάρκεια της γιορτής συγκεντρώνονταν στο ιερό της Δήμητρας και έτσι είχαν την ευκαιρία να περάσουν κάποιες μέρες μακριά από το σπίτι τους. Μπορούσαν να φέρουν μαζί τους και τα παιδιά τους, εάν αυτά βρίσκονταν σε ηλικία που ακόμη τα θήλαζαν. Οι σύζυγοι ήταν υποχρεωμένοι όχι μόνο να δώσουν τη συγκατάθεσή τους για να παραστούν οι γυναίκες τους στη γιορτή, αλλά και να αναλάβουν τα προβλεπόμενα έξοδα. Στα Θεσμοφόρια δεν επιτρεπόταν η συμμετοχή των παρθένων, ενώ των εταίρων και των γυναικών δούλων είναι αδιευκρίνιστη.
»Ο αποκλεισμός των αντρών από τη γιορτή προσέδιδε σε αυτήν ένα μυστηριακό χαρακτήρα και σχολιάστηκε από τον Αριστοφάνη στην κωμωδία του Θεσμοφοριάζουσαι». (Πηγή εδώ)
Για την προέλευση της γιορτής ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι την έφεραν οι κόρες του Δαναού και τη δίδαξαν στις γυναίκες των Πελασγών. Από τον ίδιο μαθαίνουμε ακόμη ότι καλλιεργητές στο Δέλτα του Νείλου έβαζαν χοίρους να τσαλαπατούν τους σπόρους που έσπερναν στα χωράφια τους και ότι αλώνιζαν με τη βοήθεια χοίρων, κάτι που μαρτυρείται και σε αιγυπτιακές τοιχογραφίες.
αυτοί οι άνθρωποι κοπιάζουν λιγότερο απ᾽ όλους τους άλλους, μαζί και από τους υπόλοιπους Αιγυπτίους, για να πάρουν τον καρπό απ᾽ τη γη, αφού δεν κουράζονται ούτε με αλέτρι να ανοίγουν αυλάκια, ούτε να σκάβουν, ούτε να κάνουν καμιά από τις άλλες δουλειές που καταπονούν τους ανθρώπους στο χωράφι, παρά όταν φουσκώσει από μόνος του ο ποταμός και ποτίσει τα χωράφια, κι αφού τα ποτίσει, υποχωρήσει πάλι, τότε αυτοί σπέρνουν ο καθένας το χωράφι του, μπάζουν μέσα τους χοίρους, και όταν οι χοίροι παραχώσουν τον σπόρο με τα πατήματά τους, αυτοί περιμένουν ύστερα να έρθει ο θέρος, αλωνίζουν με τους χοίρους και έτσι συγκομίζουν τον καρπό. (Ηρόδ. 2.14, μετ. Λ. Ζενάκος)
Εξάλλου, καλλιέργεια των σιτηρών και διατροφή των χοίρων είναι δύο επιτεύγματα του ανθρώπου της εποχής του Λίθου. Με άλλα λόγια, το έθιμο, το δρώμενο με τη ρίψη ζωντανών χοίρων σε λάκκους είναι παλαιότερο από τις θεές Δήμητρα και Κόρη. Ακόμη και οι μεγάλες τιμές που απολάμβαναν οι δύο θεές στη Σικελία, αυτόν τον απέραντο σιτοβολώνα, μόνο μερικώς οφείλεται στους Έλληνες αποίκους –έχει αποδειχτεί ιδιαίτερα ισχυρό στη λατρεία το ντόπιο σικελικό στοιχείο.
Βασίλισσα της βλάστησης, χθόνια βασίλισσα
Στις μυστικές και μυστηριακές λατρείες προς τιμή της Περσεφόνης ή και της μητέρας της δεν αποκαλυπτόταν το πραγματικό όνομα της θεάς αλλά προσαγορευόταν με άλλα. Στην Αρκαδία την επικαλούνταν με το επίθετο Δέσποινα, οπότε και θεωρούνταν κόρη της Δήμητρας και του Ποσειδώνα, αλλού Κόρη, και θεωρούνταν θυγατέρα της Δήμητρας και του Δία. Στη Σαμοθράκη ανήκε στην τετράδα των Μεγάλων Θεών και λατρευόταν με το επίθετο Αξιόκερσα –Αξίερος, Αξιόκερσος, Καδμίλος ήταν οι άλλοι τρεις.
● Η Δέσποινα ήταν από τις αρχέγονες χθόνιες θεότητες, προς τιμήν της οποίας γίνονταν μυστηριακές λατρευτικές τελετές, τις οποίες, καθώς και το όνομά της, γνώριζαν μόνο οι μυημένοι σε αυτές. Ο Παυσανίας γράφει: «Οι Αρκάδες σέβονται και τιμούν αυτή τη Δέσποινα περισσότερο από τους άλλους θεούς, γιατί τη θεωρούν θυγατέρα του Ποσειδώνα και της Δήμητρας. Οι περισσότεροι ονομάζουν αυτή τη θεά Δέσποινα όπως και αυτή που γεννήθηκε από τον Δία (και τη Δήμητρα) την ονομάζουν Κόρη, όμως το όνομά της είναι Περσεφόνη, όπως έγραψαν ο Όμηρος και ακόμη παλιότερα ο Πάμφως στα ποιήματά τους. Το όνομα της Δέσποινας φοβήθηκα να το γνωστοποιήσω στους αμύητους.»
● Η Δέσποινα ήταν άρρηκτα δεμένη με την αρκαδική λατρεία, κατείχε ξεχωριστή θέση μεταξύ των αρκάδων θεών και υπήρχε συνέχεια από τη μια εποχή στην άλλη, όπως διαφαίνεται στα διάφορα ευρήματα που αντιπροσωπεύουν διαφορετικές εποχές, όσο και στο τεραστίου μεγέθους σύμπλεγμα του Δαμοφώντα, όπου συνδέεται η σύγχρονη τέχνη του με την αρκαδική παράδοση.
Η εκδοχή που θέλει την Περσεφόνη κόρη του Ποσειδώνα θα πρέπει να είναι πρωιμότερη, καθώς ο Ποσειδώνας είναι αρχαιότερος από τον Δία στο Αιγαίο. Ωστόσο, ο πατέρας δεν φαίνεται να έχει ιδιαίτερη σημασία για την Κόρη, πολυαγαπημένο παιδί της μητέρας Δήμητρας, ένα δίδυμο θεαινών πανίσχυρο, με την κόρη να αποτελεί τη νεαρότερη εκδοχή της μητέρας. Τέτοιου είδους δυάδες φαίνεται πως ήταν χαρακτηριστικές στον αιγαιακό χώρο (Ρέα – Ήρα, Ήρα – Ήβη, Ελένη – Ερμιόνη…). Μάλιστα, στα σχόλια στις Φοίνισσες του Ευριπίδη (683) αναφέρεται το εξής: ἑκατέρα γὰρ Δημήτηρ καλεῖται ἡ μὲν πρεσβυτέρα, ἡ δὲ νεωτέρα. Παραστάσεις τέτοιων ζευγαριών βρίσκονται στη μινωική – μυκηναϊκή τέχνη, για παράδειγμα σε μία από τις στενές πλευρές της σαρκοφάγου της Αγίας Τριάδας πάνω σε θαυμαστό άρμα, ενώ σε πολλές λατρείες αναφέρονται με το κοινό όνομα τω θεώ, δηλαδή οι δύο θεές.
Στην ομηρική εποποιία οι δύο θεές δεν παρουσιάζονται μαζί. Η Δήμητρα είναι χορηγός των δημητριακών, η Περσεφόνη είναι η βασίλισσα των νεκρών. Ωστόσο, και στην ανατολική ζωφόρο του Παρθενώνα που παρουσιάζει τους Ολύμπιους σε ομάδες συγγενικών θεών, η Δήμητρα, σοβαρή, κάθεται ανάμεσα στον Άρη και τον Διόνυσο χωρίς την κόρη της. Και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς, καθώς γινόταν αυστηρή διάκριση μεταξύ της θυσίας που συνοδευόταν από συμπόσιο για τους Ολύμπιους (Οδ. γ 441-479) και της θυσίας που κατέληγε σε ολοκαύτωμα των θυσιασμένων ζώων (Οδ. κ 530-540) και όχι σε μερική προσφορά τους στους θεούς. Η Περσεφόνη ως κυρίαρχη του Κάτω Κόσμου και αποδέκτης ολοκαυτωμάτων δεν είχε θέση στη λατρεία των αθάνατων, οι οποίοι δεν σχετίζονταν με το βασίλειο των νεκρών. Εξάλλου, οι Αθηναίοι τιμούσαν στην Αγορά τους δώδεκα αθάνατους Ολύμπιους, αυτούς που δεν σχετίζονταν με τον θάνατο. Όμως στην προελληνική εποχή, η λατρεία των δύο θεαινών θα πρέπει να ήταν κοινή, η διάκριση μεταξύ των δύο τελετουργιών δε φαίνεται να είχε νόημα, καθώς επρόκειτο για γιορτές της βλάστησης, στις οποίες βλάστηση και θάνατος συμπεριέχονται.
Η Περσεφόνη ως βασίλισσα της βλάστησης λατρευόταν μαζί με τη μητέρα της Δήμητρα στα αγροτικού χαρακτήρα Ελευσίνια Μυστήρια. Οι μυημένοι σε αυτά ανέμεναν μια καλύτερη ζωή στον Άδη:
Ευτυχής όποιος απ’ τους γήινους ανθρώπους τα ’χει δει·
ο αμύητος όμως στα ιερά και ο αμέτοχος δεν έχει όμοια
μοίρα ακόμη και νεκρός στο μουχλιασμένο σκότος
(Ομ. Ύμν. στη Δήμητρα, στ. 480-483)
Μακάριος όποιος πηγαίνει κάτω από τη γη,
έχοντας δει εκείνα·
γιατί γνωρίζει το τέλος της επίγειας ζωής
αλλά και τη θεόσταλτη αρχή μιας άλλης.
(Πίνδ. απ. 137)
Ο Ομηρικός Ύμνος τελειώνει με τη μετάβαση μητέρας και κόρης στον Όλυμπο δίπλα στον Δία. Έτσι, οι μύστες προφανώς βίωναν την αρπαγή της Περσεφόνης ως το τέλος της επίγειας ζωής και στην επιστροφή της την αρχή της θεϊκής. Από τη στιγμή που στη μύηση οι μύστες βίωναν τον θάνατο συμπάσχοντας με τον πόνο της θεάς τους και αναλογιζόμενοι τους θανάτους δικών τους ανθρώπων αλλά και το επικείμενο σε άγνωστο χρόνο δικό τους τέλος, βίωναν, παίρνοντας έστω και ένα ελάχιστο μερίδιο από την ευτυχία των θεών:
Από όσους όμως η Περσεφόνη θα δεχθεί εξιλασμό για την παλιά θλίψη της,
θα στείλει ξανά στον επάνω κόσμο το ένατο έτος την ψυχή τους.
Απ’ αυτούς θα αναδειχθούν βασιλείς θαυμάσιοι,
άνδρες στη δύναμη ξεχωριστοί και στη σοφία μεγάλοι.
Και στο μέλλον θα ονομάζονται από τους ανθρώπους ήρωες αγνοί.
(Πίνδ. απ. 137)
Την ξεχωριστή αυτή θέση απολαμβάνει ο Τειρεσίας στην κατοικία του Άδη. Το λέει η Κίρκη στον Οδυσσέα:
Μόν' άλλο πρώτα είναι γραφτό να κάμετε ταξίδι,
στον Άδη και στη φοβερή να πάτε Περσεφόνη,
απ' την ψυχή του αόμματου προφήτη Τειρεσία
κάποιο να πάρετε χρησμό, που 'ναι στον τόπο ο νους του.
Η Περσεφόνη του 'δωσε και πεθαμένου εκείνου
του νου τη χάρη, μα οι λοιποί σαν ίσκιοι τριγυρίζουν».
(Οδ. κ 490-495, μετ. Ζ. Σίδερης)
Ως χθόνια θεότητα η Περσεφόνη ταυτιζόταν και με την Εκάτη και τη Βριμώ.
(Για την ίδρυση των Ελευσίνιων Μυστηρίων βλ. Εύμολπος)
Στενά συνδεδεμένη εμφανίζεται η Περσεφόνη και με τα μυστήρια των Μεγάλων Θεών της Σαμοθράκης, στα οποία μυούνται επιφανή πρόσωπα του μύθου και της ιστορίας. Και επειδή επρόκειτο για μυστήρια, η θεά δεν αποκαλούνταν με το «κοσμικό» και αναγνωρίσιμο όνομα Περσεφόνη αλλά με αυτό που την αποκαλούσαν οι μυημένοι. Στο θεολογικό σύστημα της Σαμοθράκης, όπου η αρχική διαχείριση αποδιδόταν στους Θράκες και η γλώσσα τελετουργίας παρέμενε ως τον 1ο αι. π.Χ. ακατανόητη για τους Έλληνες (πρβ. Διόδ. 5.48.4), οι Μεγάλοι Θεοί ήταν η Αξίερος, ο Αξιόκερσος και η Αξιόκερσα. Η τριάδα αντιστοιχούσε στη Δήμητρα, τον Άδη και την Περσεφόνη (Μνασέας FrΗ ΙΙΙ 154 f 27) και συμπληρωνόταν από τον Καδμίλο, μυστικό όνομα μάλλον του Ερμή.
Όσοι από τους μυημένους περνούσαν τον πρώτο βαθμό μύησης ονομάζονταν μύσται (μύσται εὐσεβεῖς ονομάζονται σε επιγραφή από τη Σαμοθράκη των μέσων του 2ου έως τα μέσα του 1ου αι. π.Χ.), ενώ όσοι περνούσαν στον δεύτερο ἐπόπται. Στον πρώτο βαθμό, η αναπαράσταση του ιερού γάμου –σε ανάμνηση του γάμου του Ουρανού και της Γης, του Ωκεανού και της Τηθύος, του Δία και της Ήρας, του Κάδμου και της Αρμονίας που έγινε στη Σαμοθράκη ή της Μητέρας των θεών που γέννησε τους Κορύβαντες (ἐξ οὗ δ᾽ εἰσὶ πατρὸς ἐν ἀπορρήτῳ κατὰ τὴν τελετὴν παραδίδοσθαι, Διόδ. 3.55.9)– αποσκοπούσε στη σωτηρία των ναυτικών και των ανθρώπων που διέσχιζαν θάλασσα, αλλά και γενικότερα τη σωτηρία από κάθε «τρικυμία» (λ.χ. των χρεών). Τα δρώμενα – προηγούνταν καθαρμός– περιλάμβαναν προφανώς τρεις πράξεις, αρπαγή, αναζήτηση, γάμος, και ενέτασσαν τη λατρεία πιθανόν στις γιορτές βλάστησης, γονιμότητας, τέλους της εφηβείας και αρχής της ωριμότητας με αποκάλυψη μυστικών συμβόλων και τέλεση μιμητικών πράξεων. Προφανώς, αν στο πρώτο στάδιο η μύηση ήταν για τη ζωή (μύστες πρώτου βαθμού), στο δεύτερο (εποπτεία) ήταν για τον θάνατο [1], και αποσκοπούσε, ίσως, με την αναπαράσταση ενός ιερού θανάτου, στη σωτηρία της ψυχής. [2] Σε αυτό το στάδιο γινόταν η συνάντηση με τις χθόνιες θεότητες και η επίδειξη συμβόλων, προφανώς της Γης και του Ουρανού, που ήταν το φίδι και τα άστρα. Η συνάντηση με θεότητες και σύμβολα προϋπέθετε κατάλληλη προετοιμασία αυτού που επρόκειτο να μυηθεί: αγνεία, εξομολόγηση, εξιλασμό, προσφορές, θυσία κριαριού, καθαρμό. Οι προϋποθέσεις και η ένταση στα μυστήρια, τόσο ερωτική όσο και του θανάτου, λειτουργούσαν αποτρεπτικά για τη μύηση στον δεύτερο βαθμό, ωστόσο αυτός δεν εξαρτιόταν από κανενός είδους κοινωνικό περιορισμό. Οι μυημένοι του δεύτερου βαθμού σε μια τελετουργία αναγέννησης και πνευματικής και ψυχικής μετουσίωσης γίνονταν εὐσεβέστεροι, δικαιότεροι, βελτίονες ἑαυτῶν και πετύχαιναν τη μετάβαση στο νησί των Μακάρων, στο Hλύσιο πεδίο, στην Ατλαντίδα, νησί του Ποσειδώνα, όπου πίστευαν ότι θα ζούσαν μια μυστηριακή ζωή γιορτάζοντας ένα συμπόσιο που δεν είχε τέλος.
Την Περσεφόνη την τιμούσαν συνήθως μαζί με τη μητέρα της σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Ενδεικτικές είναι οι αναφορές που ακολουθούν: Φωκίδα, Αττική, Κορινθία, Λακωνία, Μεσσηνία, Αχαΐα, Αρκαδία, Βοιωτία –η Θήβα θεωρούνταν δώρο του Δία σε εκείνη για μια χάρη που του είχε κάνει (Σχόλ. στις Ευρ. Φοίν. 687)–, Ρόδος, Σαμοθράκη, Κύζικος (Προποντίδα), Ακράγαντας (εκεί υπήρχε και ναός προς τιμή της), Σικελία –της δόθηκε ως γαμήλιο δώρο (Πίνδ., Νεμ. 1.17· Διόδ. 5.2· Σχόλ. στον Θεόκρ. xv.14), ενώ στο νησί τελούνταν και δύο γιορτές προς τιμή της, μία την περίοδο της σποράς και μία την περίοδο του θερισμού (Διόδ. 5.4· Αθήν. 4. σ. 647). Οι Σικελιώτες, στην επαρχία της Καμπανίας, της είχαν αφιερώσει τη λίμνη Άορνο και οι Λοκροί της Ιταλίας ίδρυσαν προς τιμή της ένα από τα επιφανέστερα ιερά της χώρας. Στα Ελευσίνια λατρευόταν από κοινού με τη μητέρα Δήμητρα αλλά σε εκείνη μόνο ήταν αφιερωμένα τα μυστήρια που γιορτάζονταν στην Αθήνα τον μήνα Ανθεστηριώνα.
Η Περσεφόνη απεικονιζόταν συνήθως ως μια νεαρή θεά που κρατά σιτηρά και δάδα, μερικές φορές μαζί με τη μητέρα της και με τον ήρωα Τριπτόλεμο που δίδαξε τη γεωργία στους θνητούς. Άλλοτε πάλι παριστάνεται ένθρονη δίπλα στον Άδη, κάποτε θυμίζει την αυστηρή Ήρα και πολλές φορές εμφανίζεται ως μυστικιστική θεότητα με σκήπτρο και μικρό κουτί αλλά κυρίως την ώρα της αρπαγής. Παραστάσεις της αναφέρονται στην Αθήνα, την Κορινθία, σε διάφορα μέρη της Λακωνίας, στη Μεσσηνία, την Τριφυλία, την Ολυμπία, την Αρκαδία. [Εικ. 73, 74, 75, 76, 77, 78, 79, 80, 81, 82, 83, 84, 85, 86, 87, 88, 89, 90, 91, 92, 93, 94, 95, 96, 97, 98, 99, 100, 101, 102, 103, 104, 105, 106, 107, 108, 109, 110, 111, 112, 113, 114, 115, 116, 117]
[1] Οι Κάβειροι παριστάνονταν με φαρδιά σιδερένια δαχτυλίδια γύρω από τον λαιμό, ενώ σε ανασκαφές στο νησί βρέθηκαν και σιδερένια δαχτυλίδια. Στον Όμηρο χάλκεος ὓπνος, ferreus somnus, είναι ο θάνατος.
[2] Αυτόν τον χαρακτήρα της σωτηρίας, με μια ευρύτερη σημασία, διατήρησε το νησί και στα μεταχριστιανικά χρόνια. Εκεί κατέφυγε η Αρσινόη μετά τον γάμο της με τον αδελφό της Πτολεμαίο Κεραυνό, ο τελευταίος Μακεδόνας βασιλιάς Περσέας μετά την ήττα του στην Πύδνα ή ίσως και ο Πτολεμαίος VI. Αργότερα το νησί έγινε καταφύγιο των πειρατών. Πάντως, ως άσυλο καθιερώθηκε να είναι το νησί από την ίδια τη Μητέρα των θεών: καταδεῖξαι δὲ καὶ τὰ νῦν ἐν αὐτῇ συντελούμενα μυστήρια καὶ τὸ τέμενος ἄσυλον νομοθετῆσαι (Διόδ. 3.55.9).